Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα

Το στόμα σου φύτεψε
μ’ εκείνο το φιλί στο δικό μου
ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα,
κι οι ρίζες τους τρων την καρδιά μου.

Είταν φθινόπωρο. Ο άμετρος ουρανός
άρπαξε με τον ήλιο του
όλο το χρυσάφι –κίονες λάμψεων–
από τη ζωή.

Το καλοκαίρι ήρθε σκληρό·
το μπουκέτο μάδησε,
μα άφησε να σπάσουν στα μάτια μου
δύο μπουμπούκια πόνος.


Juan Ramón Jiménez, Μτφ.: Γιώργος Κεντρωτής

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Προσωπικό

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ
να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.


Μιχάλης Γκανάς

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

AMORES III

καθώς θαυμάσια είναι η θάλασσα
απ του θεού
τα χέρια που την έστειλαν
να κοιμηθεί πάνω στον κόσμο

κι η γη μαραίνεται
το φεγγάρι θρυμματίζεται
ένα ένα
αστέρια πεταριζουν και γίνονται σκόνη

αλλά η θάλασσα
δεν αλλάζει
και φεύγει από τα χέρια και
γυρίζει στα χέρια

κι είναι με τον ύπνο...
αγάπη,
         το σπάσιμο
της ψυχής
         σου
               πάνω
στα χείλη μου


e. e cummings

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Μὴν ἀγγίζετε!

Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεται
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε!


Νικηφόρος Βρεττάκος

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

Όσα γίνονται σε μια μέρα

Μέσα σε μια μέρα θα ιδωθούμε.

Όμως σε μια μέρα μεγαλώνουν πράγματα,
πουλιούνται σταφύλια στο δρόμο,
αλλάζει το φλούδι της ντομάτας,
το κορίτσι που σ' άρεσε
δεν ξαναγύρισε πια στο γραφείο.

Αλλάξανε ξαφνικά τον ταχυδρόμο,
οι επιστολές πια δεν είναι οι ίδιες.

Μερικά χρυσά φύλλα, και άλλαξε
το δέντρο: έγινε τώρα παραλής.

Ποιος να μας το 'λεγε πως η γη
με τη γέρικη φλούδα της αλλάζει τόσο;
Έχει περισσότερα ηφαίστεια από χτες,
ο ουρανός έχει καινούργια σύννεφα,
τα ποτάμια κυλάν με άλλον τρόπο.
Κι' έξω απ' αυτό, και τι δε χτίζουν!
Εγώ έχω εγκαινιάσει εκατοντάδες
λεωφόρους, χτίρια,
γεφύρια απάτητα και κομψά
σαν πλοία ή σαν βιολιά.

Γι' αυτό όταν σε χαιρετώ
και φιλώ το λουλουδένιο στόμα σου
τα φιλιά μας είναι άλλα φιλιά
και τα χείλη μας άλλα χείλη.

Χαίρε, αγάπη μου, χαίρε για όλα
όσα μαραίνονται κι' όσα ανθίζουν.

Χαίρε για χτες και για σήμερα,
γι' αύριο και για προχτές.

Χαίρε για το ψωμί και για την πέτρα,
Χαίρε για τη φωτιά και τη βροχή.

Γι' αυτό πού αλλάζει, γεννιέται, μεγαλώνει,
αναλώνεται και ξαναγίνεται φιλί.

Χαίρε για ό,τι έχουμε από αέρα
και για ό,τι έχουμε από γη.

Όταν μαραίνεται η ζωή μας
δε μένει άλλο από τις ρίζες
κι' ο άνεμος είναι κρύος σαν το μίσος.

Τότε αλλάζουμε δέρμα,
νύχια, αίμα, ματιά,
και συ με φιλάς, και γω βγαίνω
και πουλάω φως στους δρόμους.

Χαίρε για τη νύχτα και τη μέρα
και για τις τέσσερες εποχές της ψυχής.


...Βλέπεις αυτά τα χέρια; Έχουν μετρήσει
τη γη, έχουν ξεχωρίσει
τα ορυκτά από τα δημητριακά,
έχουν κάνει ειρήνη και πόλεμο,
έχουν καταρρίψει τις αποστάσεις
όλων των θαλασσών και ποταμών,
κι όμως
όταν σε διατρέχουν
εσένα, μικρή
σπειρί από στάρι, κορυδαλλέ,
δεν φτάνουν να σε περικλείσουν,
κουράζονται πλησιάζοντας
τα δίδυμα περιστέρια
που αναπαύονται ή πετάν στο στήθος σου,
διατρέχουν τις αποστάσεις των ποδιών σου,
τυλίγονται στο φως της μέσης σου.
Για μένα είσαι θησαυρός πιο φορτωμένος από απεραντότητα
πιο κι απ΄τη θάλασσα κι απ’ τα τσαμπιά της.
Κι είσαι λευκή και γαλανή κι εκτεταμένη σαν την γη στον τρύγο.

Σ’ αυτή την περιοχή,
από τα πόδια ως το μέτωπό σου,
προχωρώντας, προχωρώντας προχωρώντας
θα περάσω τη ζωή μου.


Πάμπλο Νερούδα, Εστραβαγάριο

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Αναφυλλητό XXXVIII

[...]

Τα παιδιά θέλουν παπούτσια
τα παιδιά θέλουν ψωμί
θέλουνε και φάρμακα,
δούλεψε κ' εσύ.
Γέλα, κλαίγε κι όλο λέγε,
το παιδί: ζωή.
Τίποτ' άλλο. Ζωή.

Ζύμωνε στη σκάφη,
πρώτο σου ζυμάρι,
πρώτο σου ψωμί
πρώτο σου σταυρόψωμο
μια ψωμένια κούκλα
για το παιδί.

Ζύμωνε τη λάσπη,
πρώτη σου μυστριά
πρώτο πηλοφόρι
ένα καλυβάκι
μια μικρούλα αυλή
για το παιδί.

Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ-δάκρυ
ζύμωνε τη λάσπη
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαϊδεί
για το παιδί.

Τούτη είναι η ζωή μας
τούτο το μεγάλο —
τίποτ’ άλλο.
Γέλα, κλάψε, πες
ό,τι θες.
Το παιδί: ζωή.
Τίποτ' άλλο!


Γιάννης Ρίτσος
Απόσπασμα. Από τη συλλογή Υδρία (1957-1958)

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

How Do I Love Thee?


How do I love thee?
Let me count the ways.
I love thee to the depth and breadth and height
My soul can reach, when feeling out of sight
For the ends of being and ideal grace.

I love thee to the level of every day’s
Most quiet need, by sun and candle-light.
I love thee freely, as men strive for right.
I love thee purely, as they turn from praise.

I love thee with the passion put to use
In my old griefs, and with my childhood’s faith.
I love thee with a love I seemed to lose
With my lost saints. I love thee with the breath,
Smiles, tears, of all my life; and, if God choose,
I shall but love thee better after death.


Elizabeth Barrett Browning (1806-1861), sonnet 43

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Το σώμα και το μηδέν

Του Γ. Στογιαννίδη


'Ονειρο διπλωμένο στ' όνειρο
η μέρα στάχτη η νύχτα τίποτα
η πέτρα που σκοντάφτεις και ξυπνάς
σιγά σιγά τα βήματα σε πάνε ως τα βουνά
φεγγάρι ασύγκριτο
περνώντας των δασών τα αινίγματα
τις αίθουσες των δέντρων.


Ναι μοναξιά
κι ένα κορμί
γεμάτο με ησυχία και μηδέν.


Τάκης Σινόπουλος, Αντίστιξη, 1957

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Παίρνοντας σάρκα και οστά

Εγώ να σε χλωρίδα
εσύ να με πανίδα

Εγώ να σε δέρμα
εγώ να σε πόρτα
και να σε παράθυρο
εσύ να με οστά
εσύ να με ωκεανό
εσύ να με τόλμη
εσύ να με μετεωρίτη

Εγώ να σε χρυσό κλειδί
εγώ να σε εξαιρετική
εσύ να με παροξυσμό

Εσύ να με παροξυσμό
και να με παράδοξο
εγώ να σε τσέμπαλο
εσύ να με σιωπηλά
εσύ να με καθρέφτη
εγώ να σε δείκτη

    Εσύ να με αντικατοπτρισμό
    εσύ να με όαση
    εσύ να με πουλί
    εσύ να με έντομο
    εσύ να με καταρράκτη

Εγώ να σε φεγγάρι
εσύ να με σύννεφο
εσύ να με πλημμυρίδα
Εγώ να σε διάφανη
εσύ να με σύθαμπο
εσύ να με διαφώτιστο
εσύ να με άδειο πύργο
και να με λαβύρινθο
Εσύ να με παράλλαξη
και να με παραβολή
εσύ να με όρθιο
και να με ξαπλωμένο
εσύ να με γερμένο

     Εγώ να σε ισημερία
     εγώ να σε ποιήτρια
     εσύ να με χορό
     εγώ να σε ξεχωριστή
     εσύ να με κάθετο
     και σοφίτα
 
         Εσύ να με ορατό
         εσύ να με σιλουέτα
         εσύ να με άπειρα
         εσύ να με αδιαίρετο
         εσύ να με ειρωνεία

     Εγώ να σε εύθραυστη
     εγώ να σε φλογερή
     εγώ να σε φωνητικά
     εσύ να με ιερογλυφικά

Εσύ να με διάστημα
εσύ να με υδατόπτωση
εγώ να σε υδατόπτωση
με τη σειρά μου αλλά εσύ

εσύ να με ρευστό

εσύ να με πεφταστέρι

εσύ να με ηφαιστειακή

εμείς να μας συντρίψιμοι

      Εμείς να μας σκανδαλωδώς
      μέρα και νύχτα
      εμείς να μας σήμερα κιόλας
      εσύ να με εφαπτομένη
      εγώ να σε ομόκεντρο

      Εσύ να με διαλυτό
      εσύ να με αδιάλυτο
      εσύ να με ασφυκτική
      και να με απελευθερωτική
      εσύ να με ταλαντωτική

           Εσύ να με ίλιγγο
           εσύ να με έκσταση
           εσύ να με παθιασμένα
           εσύ να με απόλυτο
           εγώ να σε απούσα
           εσύ να με παράλογο

παίρνοντας σάρκα και οστά

Εγώ να σε ρουθούνι να σε μαλλιά
εγώ να σε γοφό
εσύ να με στοιχειώνεις
εγώ να σε στέρνο
εγώ να προτομή το στέρνο σου μετά να σε πρόσωπο
εγώ να σε μπούστο
εσύ να με μυρωδιά να με ζάλη
γλιστράς
εγώ να σε μηρό να σε χάδι
να σε αναριγώ
εσύ να με δρασκελίζεις
εσύ να με ανυπόφορο
εγώ να σε αμαζόνα
εγώ να σε λαιμό να σε κοιλιά
να σε φούστα
εγώ να σε ζαρτιέρα να σε μπρετέλα να σε Μπαχ
ναι εγώ να σε Μπαχ για τσέμπαλο στήθος και
       φλάουτο

εγώ να σε τρεμάμενη
εσύ να με σαγηνεύεις να με απορροφάς
εγώ να σε διαμάχη
εγώ να σε διακύβευση να σε ανάβαση
εσύ να με περνάς ξυστά
εγώ να σε κολυμπώ
αλλά εσύ εσύ να με στροβιλίζεις
να με αγγίζεις να με κυκλώνεις
εσύ να με σάρκα πετσί δέρμα και δάγκωμα
εσύ να με μαύρο σλιπ
εσύ να με κόκκινες μπαλαρίνες
κι όταν εσύ δεν ψηλοτάκουνο τις αισθήσεις μου
εσύ να τις κροκόδειλοι
να τις φώκιες να τις συναρπάζεις
να με σκεπάζεις
εγώ να σε ανακαλύπτω να σε επινοώ
κάποιες φορές εσύ να παραδίνεσαι

εσύ να με υγρά χείλη
εγώ να σε λυτρώνω να σε παραληρώ
εσύ να με παραληρείς και να με παθιάζεις
εγώ να σε ώμο να σε σπόνδυλο να σε αστράγαλο
εγώ να σε βλεφαρίδες και κόρες ματιών
κι αν εγώ δεν ωμοπλάτη πριν απ' τους πνεύμονές μου
κι από μάκρια ακόμα εσύ να με μασχάλες
εγώ να σε ανασαίνω
μέρα και νύχτα να σε ανασαίνω
εγώ να σε στόμα
εγώ να σε ουρανίσκο να σε δόντια να σε νύχια
εγώ να σε αιδοίο να σε βλέφαρα
εγώ να σε χνώτο
να σε βουβώνα
εγώ να σε αίμα να σε αυχένα
εγώ να σε κνήμες να σε βεβαιότητα
εγώ να σε μάγουλα και να σε φλέβες

εγώ να σε χέρια
εγώ να σε ιδρώτα
εγώ να σε γλώσσα


Ghérasim Luca
πηγή: Τεφλόν, Ποιητικό σκεύος και όχι μόνο

«...ένα πλήθος ουσιαστικών, επιρρημάτων και επιθέτων παίρνουν συντακτικά τη θέση του ρήματος, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι όντως πρόκειται για μεταβατικά ρήματα, χάρη πολλές φορές και στην αναπόφευκτη ομοηχία που υπάρχει στα γαλλικά. Στους δύο πρώτους στίχους:
       Je te flore
       Tu me faune
τα ουσιαστικά flore (χλωρίδα) και faune (πανίδα) μεταμορφώνονται ως δια μαγείας σε ρήματα, σαν να λέγαμε στα ελληνικά «σε χλωρίζω» και «με πανίζεις». Για να παραμείνει σαφές το τέχνασμα και η σύνταξη του Λούκα, μετατρέψαμε την οριστική σε υποτακτική...»

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Όπως ο Κερέμ


Μάνος Λοΐζος, από τα Γράμματα στην αγαπημένη


Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι

Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ' την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ' τον έρωτά του

Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη


Ναζίμ Χικμέτ, αποδ. Γιάννης Ρίτσος

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Νεκρή φύση

Τι υπάρχει σ’ εκείνο το δωμάτιο
έχουν βγάλει το κρεβάτι
λείπει και το ντουλάπι
και εκείνο το μικρό παλιομοδίτικο τραπεζάκι στη μέση
βολικό για να ακουμπάς πάνω του ένα κερί ή
ένα φλιτζάνι τσάι ή γάλα το πρωί
χάθηκαν και οι δύο ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες
που ήταν ακριβώς κάτω από το παράθυρο
και οι κουρτίνες – σαν να τις πήρε ο άνεμος
μέσα από το κλειστό τζάμι
ούτε λάμπα
ούτε κάτι πάνω στους γυμνούς τοίχους
να αποσπά την προσοχή σου
ούτε εγώ πλάι σ’ εσένα
ούτε κι εσύ δίπλα σ’ εμένα
μέσα εγώ είμαι δίπλα σου
εσύ δίπλα σ’ εμένα
η πορσελάνινη κανάτα
ένα κομμάτι φέτα
τα κεράσια
-----------
Σηκώνεσαι πολύ νωρίς ένα πρωί
βγαίνεις έξω και παίρνεις βαθιά ανάσα
για να ανοίξεις τις κυψελίδες των πνευμόνων σου μέχρι τέρμα
να αφήσεις να μπει μέσα σου
η δροσιά του οξυγόνου
να καταλάβεις βαθιά με το σώμα σου
τα πράγματα μόνο φαίνονται μεταβλητά
ενώ στην ουσία μέσα κι έξω
παραμένουν τα ίδια
κάθε φθινόπωρο
χάνεις και κάποιον δικό σου


Sylvia Choleva

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

Κάποιος

Κάποιος κοιτάει μέσα μου και βλέπει ότι με βλέπει
κάποιος ακούει μέσα μου κι ακούει ότι μ’ ακούει
με συναντάει το απόγευμα σε μια γωνιά του δρόμου
μαντεύοντας ποιος θα `ναι κει κι όσα θα μου συμβούνε

Κάποιος που είναι μέσα μου μου χτίζει ένα σπιτάκι
και το γκρεμίζει γρήγορα πριν να το κατοικήσω
κάποιος που είναι πάντοτε μπροστά και δε μ’ αφήνει
κλείνοντας και φράζοντας το δρόμο να περάσω

Κάποιος κινείται μέσα μου και ξεκινάει σαν τρένο
γεμάτος ανυπόμονους κι ωραίους ταξιδιώτες
κάποιος μου λέει πως είν’ αργά και δε θα αρθούν εγκαίρως
να μας γλιτώσουν οι καλοί απ’ τις κακές διαθέσεις

Κάποιος μου λέει για στάσου ένα λεπτό περίμενε
στάσου να δω ποιος είσαι συ ποιος είν’ αυτός πού πάμε
μα ήταν άλλος απ’ αυτό που νόμιζα πως ήταν
και που’ ναι πάντα μακριά από εκείνου που είναι

Κάποιος θυμάται μέσα μου έναν παλιό του φίλο
τότε που πέφταν κανονιές η μια πάνω στην άλλη
κάποιος μου λέει δεν είμαι γω που γράφω αυτήν την ώρα
μα ένα χέρι ελαστικό που σπρώχνει το δικό μου

Κάποιος μιλάει μέσα μου όταν μιλάω με κάποιον
και του εξηγεί πως γίνεται το κάθε τι στον κόσμο
πως γίνεται το ανώμαλο απ’ το κανονικό
και ο καπνός απ’ τη φωτιά πως βγαίνει γαλανόλευκος

Κι απ’ τη βροχή το σύννεφο πως χαμηλώνει αθόρυβα
κι αδειάζοντας πως πέθαινε επάνω από τα σπίτια
κι από την πόρτα του μυαλού μια σκέψη πως μπαινόβγαινε
αλείβοντας τα λόγια της με της μιλιάς το μέλι

Ένας σκορπιός τρυπήθηκε απ’ το κεντρί του μόνος
κάποιο ρολόι αδέσποτο μπερδεύοντας τις ώρες
χτυπούσε οκτώ στις έντεκα και δώδεκα στις μία
απάνω στο καμπαναριό ή μέσα στην καρδιά μου

Ανοίξτε αμέσως για να μπει αυτός ο κάποιος άλλος
να μπει απ’ το παράθυρο όπως μια πεταλούδα
που με κοιτάει όταν κοιτώ μέσα στον εαυτό μου
μες το δικό μου πρόσωπο το πρόσωπο ενός άλλου


Νάνος Βαλαωρίτης

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

στο λέω

στο λέω
καίγομαι να φτιάξω
έναν άλλο δικό μου κόσμο
ένα ψηφιδωτό με όλες τις εικόνες
που ξεπετάγονται
από το λαβύρινθο του μυαλού μου
και που δεν ερμηνεύονται
όχι όπως τα όνειρα που μοιάζουν
με ποιήματα
αλλά όπως τα ποιήματα
που μοιάζουν με όνειρα


Aντρέι Ταρκόφσκι

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Η πρωτεύουσα

- Ποια είναι η πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Κονγκό;
- Η Αμβέρσα.

Σ' αυτή την πόλη που τρέφεται με διαμάντια,
στα ποιήματα των ποιητών φυτρώνουν αγκαθωτά συρματοπλέγματα.
Οι προγραμματισμένες συναντήσεις πεθαίνουν στα ημερολόγια.
Το χέρι μου σταματά ν' αγγίζει τα χείλη σου.
Οι αστυνομικοί σταματούν να γελάνε.
Το ταξί σταματά όταν ο οδηγός σκοτώνεται από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή στη
     Δαμασκό μπροστά απ' τον κεντρικό σταθμό της Αμβέρσας.
Ο τρόμος  σταματά στο πλειστέισιον.
Κι εγώ παίρνω τον εαυτό μου παραμάσχαλα και σταματώ να σταματώ.
Σκέφτομαι την απόσταση μεταξύ των χειλιών μου και του δέρματός σου
λες και δε γεννήθηκα το 1979 στον παλαιστινιακό προσφυγικό καταυλισμό Γιαρμούκ
    στη Δαμασκό.
Λες κι εσύ δε γεννήθηκες στη Γαλακτική Οδό.

Σ' αυτή την πόλη όπου καθαρίζουν το αίμα απ' τα διαμάντια με την ίδια προσοχή που
γιατροί καθαρίζουν το αίμα απ' την πληγή ενός τραυματισμένου που μόλις του έσωσαν
τη ζωή,
εγώ περπατώ με βήμα ελαφρύ σαν τανκς που κυλά στην άσφαλτο.
Κουβαλώ τα ποιήματά μου σαν μικροπωλητής.
Κάθε που κατευθύνομαι  προς τη θάλασσα, με καταβροχθίζει η έρημος που χύνεται απ'
    τις βαλίτσες των μεταναστών.
Είναι η ίδια έρημος που χύνεται απ' το διαβατήριό μου, το οποίο κανείς δεν αναγνωρίζει
    εκτός από σένα.
Είμαι ο συγγραφέας ποιημάτων που μιλάνε για το θάνατο λες και μιλάνε για την
    ελπίδα.
Για τον πόλεμο λες και υπάρχει Θεός.
Από τότε που πέθαναν οι φίλοι μου έχω γίνει λύκος μοναχικός.
Στριμώχνω την ευτυχία στη γωνία και την ποδοπατώ σαν να' ταν δηλητηριώδες έντομο.
Όσοι φίλοι μου πέθαναν από βασανιστήρια κάθονται δίπλα μου φορώντας τα καλά τους
    λες και βρισκόμαστε σε κάποια δεξίωση.

Η μάνα μου με αναζητά στις τηλεφωνικές γραμμές
για να βεβαιωθεί ότι κατουράω ακόμα σ' αυτόν εδώ τον πλανήτη.

Καθάρισα το δωμάτιό μου από κάθε ίχνος θανάτου.
Έτσι, όταν σε καλέσω για ένα ποτήρι κρασί
δεν θα νιώσεις ότι βρίσκομαι στη Δαμασκό.
Ενώ είμαι στη Στοκχόλμη.

Σ' αυτή την πόλη που τρέφεται με ματωμένα διαμάντια,
θυμάμαι τον ματωμένο γάμο.
Θυμάμαι τη λήθη.
Στέκομαι στο κέντρο μιας μαυρόμαυρης ομαδικής φωτογραφίας ποιητών που κάποτε
    πέρασαν από δω.
Οι σημειώσεις που άφησες στο περιθώριο των ποιημάτων μου με θλίβουν.
Η καρδιά μου μεταμορφώνεται σε σκιάχτρο ξύλινο για να διώξει μακριά τα πουλιά του
    Χίτσκοκ.
Η αθώα καρδιά μου δεν τ' αντέχει όλα αυτά.
Γίνεται σκληρή σαν λέξεις ειλικρινείς.
Κι ο δρόμος μεταμορφώνεται σε σημειωματάριο.
Εσύ είσαι η μόνη που μπορεί να μεταμορφώσει το δρόμο σε σημειωματάριο.
Όλο αθωότητα με πιάνεις απ' το χέρι για να αποκεφαλίσουμε μαζί το χρόνο.
Ύστερα η Παγκόσμια Τράπεζα καταρρέει.
Οι αστοί ενώνονται ενάντια στους μετανάστες.
Ένας σεκιουριτάς, οπλισμένος με την ιστορία, σχεδιάζει ένα τείχος μεταξύ των
    προαστίων και της ευτυχίας.
Το χρώμα του δέρματος μοιάζει με σημείο ελέγχου ανάμεσά μας.
Ανάμεσα στο λιμάνι απ' όπου εισάγεται η ελευθερία
και στο δρόμο που εκτείνεται απ' το νεκροταφείο μέχρι το υπνοδωμάτιο.
Δεν είναι ο πόλεμος που μ' έχει καταβάλει,
αλλά τα ποιήματα που μιλάνε για πόλεμο.
Δεν είναι οι ψυχρές πόλεις που μ' έχουν καταβάλει,
αλλά τα ποιήματα που μιλάνε για ψυχρές πόλεις μου έχουν φάει τα δάχτυλα.
Και χωρίς δάχτυλα δεν μπορώ να χορέψω.


Γιαγιάθ Αλ Μαντχούν

Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Μεθύστε

Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος.

Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα.
Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου
ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ,
πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα. Ἀλλὰ μὲ τί;
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
Ἀλλὰ μεθύστε.

Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ,
στὸ πράσινο χορτάρι ἑνὸς χαντακιοῦ,
μέσα στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας,
ξυπνᾶτε, μὲ τὸ μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο,
ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει, τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ,
τὸ κάθε τι ποὺ κυλᾶ, τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ,
ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι,
καὶ ὁ ἀέρας, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:

-Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!

Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπή!

Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.


Charles Baudelaire

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Το σώμα σου κι εγώ

Έχουμε πολύ ταξιδέψει

το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.

Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
πού ποτέ σου δε φαντάστηκες.

Δεν έχεις θέση τώρα
τί ζητάς
ανάμεσα σε μένα
και στο σώμα σου.


Γιάννης Βαρβέρης

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Θά 'ρθει μια μέρα

Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμε
Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια
Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲ
βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ
Θὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰ
ποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.
Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστο
τὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴ
ποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.
Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶ
στὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖς
νὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ἀτέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ἕνα βράδυ
-ξεχνῶ πάνω σὲ τί- κι εἶναι κρῖμα γιατὶ ἦταν τόσο
μα τόσο ἐνδιαφέρον.
Μιὰ μέρα, ἂς ἤτανε, νὰ φύγω μακριά σου ἀλλὰ κι
ἐκεῖ θά ῾ρθεις καὶ θὰ μὲ ζητήσεις
Δὲ μπορεῖ, Θέ μου, νὰ φύγει κανεὶς μοναχός του.


Μανόλης Αναγνωστάκης

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Το ελαφρό της σώμα

Το ελαφρό της σώμα
είναι το τέλος του κόσμου;
είναι ένα λάθος
ένα έδεσμα που ολισθαίνει
ανάμεσα στα χείλη μου
κοντά στον καθρέφτη
μα ο άλλος σκεφτόταν:
δεν είναι παρά ένα περιστέρι που ανασαίνει
όπως και να 'χει
εδώ που είμαι
κάτι συμβαίνει
σε μια θέση ορισμένη απ' τη θύελλα

Κοντά στον καθρέφτη είναι ένα λάθος
εδώ που είμαι δεν είναι παρά ένα περιστέρι
μα ο άλλος σκεφτόταν:
κάτι συμβαίνει
σε μια θέση ορισμένη
ολισθαίνοντας ανάμεσα στα χείλη μου
είναι το τέλος του κόσμου;
είναι ένα έδεσμα όπως και να 'χει
το ελαφρό της σώμα ανασαίνει απ' τη θύελλα

Σε μια θέση ορισμένη
κοντά στον καθρέφτη που ανασαίνει
το ελαφρό της σώμα ολισθαίνει ανάμεσα στα χείλη μου
είναι το τέλος του κόσμου;
μα ο άλλος σκεφτόταν: είναι ένα έδεσμα
κάτι συμβαίνει όπως και να' χει
απ' τη θύελλα δεν είναι παρά ένα περιστέρι
εδώ που είμαι είναι ένα λάθος

Είναι το τέλος του κόσμου που ανασαίνει
το ελαφρό της σώμα; μα ο άλλος σκεφτόταν:
εδώ που είμαι κοντά στον καθρέφτη
είναι ένα έδεσμα σε μια θέση ορισμένη
όπως και να 'χει είναι ένα λάθος
δεν είναι παρά ένα περιστέρι
που ολισθαίνει ανάμεσα στα χείλη μου

Δεν είναι παρά ένα περιστέρι
σε μια θέση ορισμένη
εδώ που είμαι απ' τη θύελλα
μα ο άλλος σκεφτόταν:
ποιος αναπνέει κοντά στον καθρέφτη;
είναι το τέλος του κόσμου;
όπως και να 'χει είναι ένα έδεσμα
κάτι συμβαίνει
είναι ένα λάθος
που ολισθαίνει ανάμεσα στα χείλη μου
το ελαφρό της σώμα


Ghérasim Luca
πηγή: Τεφλόν, Ποιητικό σκεύος και όχι μόνο

Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Ένα τέταρτο μεταφυσικής αγωγής

Ξαπλώνετε πάνω στο κενό
οριζόντια πάνω στο θάνατο
με τις ιδέες τεντωμένες
με το θάνατο σε πλήρη έκταση πάνω από το κεφάλι
κρατώντας τη ζωή και με τα δύο χέρια

Σηκώνετε μαζί τις ιδέες
χωρίς να φτάσετε σε κατακόρυφο
και ταυτόχρονα φέρνετε τη ζωή
μπροστά στο καλά τεντωμένο κενό
Μένετε λίγο σε αυτή τη στάση
και επαναφέρετε τις ιδέες και το θάνατο στην αρχική
      τους θέση
Δεν απομακρύνετε το κενό από το έδαφος
κρατάτε τις ιδέες και το θάνατο σε πλήρη διάταση

Με ανοιχτές τις αγωνίες
τη ζωή πάνω από το κεφάλι

Λυγίζετε το κενό προς τα εμπρός
κάνοντας συστροφή προς τα αριστερά
για να επαναφέρετε τα ρίγη προς το θάνατο
Επιστρέφετε στην αρχική θέση
Κρατάτε τις αγωνίες τεντωμένες
και πλησιάζετε όσο πιο πολύ μπορείτε
τη ζωή στο θάνατο

Με ανοιχτές τις ιδέες
τα ρίγη ελαφρώς προς τα έξω
τη ζωή πίσω από τις ιδέες

Σηκώνετε τις αγωνίες τεντωμένες
πάνω από το κεφάλι
Μένετε λίγο σε αυτή τη στάση
και επαναφέρετε τη ζωή στην αρχική της θέση
Δε χαμηλώνετε τα ρίγη
και κρατάτε εντελώς πίσω το κενό

Με το θάνατο ανοιχτό
το κενό προς τα μέσα
τη ζωή πίσω από τις αγωνίες

Λυγίζετε το θάνατο προς τα αριστερά
τον ισιώνετε
και αμέσως τον λυγίζετε προς τα δεξιά
Χωρίς να στρέψετε τα ρίγη
κρατάτε τις ιδέες τεντωμένες
και το θάνατο προς τα έξω

Ξαπλώνετε οριζόντια πάνω στο θάνατο
με τη ζωή ανάμεσα στις ιδέες

Ξεκολλάτε την αγωνία από το έδαφος χαμηλώνοντας
    το θάνατο
τραβώντας τις ιδέες προς τα πίσω
για να σηκώσετε τα ρίγη
Μικρή παύση
και επιστρέφετε στην αρχική θέση
Δεν ξεκολλάτε τη ζωή από την αγωνία
Κρατάτε το κενό τεντωμένο

Σε όρθια στάση
με τις αγωνίες ενωμένες
το κενό να πέφτει απαλά
και από τις δύο πλευρές του θανάτου

Αναπηδάτε ελαφρά πάνω στα ρίγη
όπως μια μπάλα που χοροπηδά
Αφήνετε τις αγωνίες ελεύθερες
Χωρίς να σφίγγεστε
με όλες τις ιδέες χαλαρές

Με κενό και θάνατο σε πρόσθια κάμψη
επαναφέρετε τις αγωνίες ελαφρά λυγισμένες
μπροστά στις ιδέες

Αναπνέετε βαθιά μέσα στο κενό
εξωθώντας κενό και θάνατο προς τα πίσω
Ταυτόχρονα
ανοίγετε το θάνατο και από τις δύο πλευρές των
     ιδεών
Με ζωή και αγωνίες προς τα εμπρός
Μικρή παύση
Αναπνέετε από το κενό

Εκπνέετε εισπνέοντας
Εισπνέετε εκπνέοντας

Ghérasim Luca
πηγή: Τεφλόν, Ποιητικό σκεύος και όχι μόνο

Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Η ηχώ του σώματος

                                   δάνεισέ μου τα μυαλά σου
                                   δωσ' μου το στεφάνι σου
                                   τη στίξη σου τη σιγουριά σου
                                   αυτό το βύσσινο
                                   δωσ' μου αυτό το βύσσινο
                                   ή έστω ένα άλλο
                                   με τους κύκλους των ματιών σου κύκλωσέ με
                                   σπεύσε
                                   στο κέντρο του είναι μου
                                  γίνε ο κύκλος αυτού του κέντρου
                                  το τρίγωνο αυτού του κέντρου
                                  ο τετραγωνισμός των νυχιών μου
                                  γίνε αυτό ή εκείνο ή έστω
                                  κάτι άλλο
                                  μα ακολούθησέ με προπορεύσου
                                  σαγήνη

ανάμεσα στη νύχτα των νυχιών σου και τη μέρα των μήλων σου
ανάμεσα  στην πρόζα του προσώπου σου και την πόζα των ποδιών σου
ανάμεσα στο χρόνο των κροτάφων σου και το χώρο του νου σου
ανάμεσα στη σφεντόνα του μετώπου σου και τις πέτρες των βλεφάρων σου
ανάμεσα στη χροιά των χεριών σου και τον κόκκο των κοκάλων σου
ανάμεσα στο ρε της ράχης σου και το μι της μιλιάς σου
ανάμεσα στο στρείδι του αμφιβληστροειδούς σου και τη σφυρίδα της ίριδάς σου
ανάμεσα στο κρασί του κεφαλιού σου και τη σπονδή των σπονδύλων σου
ανάμεσα στον κυκλώνα της κοιλιάς σου και τα σύννεφα του αφαλού σου
ανάμεσα στη λάμψη του λαιμού σου και το δέος του αιδοίου σου
ανάμεσα στη ματσέτα των ματόκλαδών σου και το δάσος των δαχτύλων σου
ανάμεσα στα άκρα των δαχτύλων σου και τα στενά του στόματός σου
ανάμεσα στην τρικυμία των τριχών σου και το στίγμα του στήθους σου
ανάμεσα στη γραμμή των γροθιών σου και τη σειρά των συνδέσμων σου
ανάμεσα στον βωμό των ώμων σου και το ζωμό του ιδρώτα σου
ανάμεσα στον κώνο των αγκώνων σου και το τρίγωνο του τραχήλου σου
ανάμεσα στο νεύμα των νεύρων σου και τα γέλια των γλουτών σου
ανάμεσα στο σαράκι της σάρκας σου και τις ψαλίδες της ψυχής σου
ανάμεσα στη στέρνα του δέρματός σου και τη στάμνα των οστών σου
ανάμεσα στα εδάφη της αφής σου και τη φωτιά της ανάσας σου
ανάμεσα στη στάμπα του στήθους σου και τα χερουβείμ των χεριών σου
ανάμεσα στο άστυ του αστραγάλου σου και το λίκνο της μασχάλης σου
ανάμεσα στη σφαίρα των φρυδιών σου και τον στόχο του στήθους σου
ανάμεσα στο μόσχο των μυών σου και το νάρδο των ρουθουνιών σου
ανάμεσα στη μούσα των μυών σου και τη μέδουσα του μέσου σου
ανάμεσα στην πυγμή του πιγουνιού σου και την επίγνωση της επιγονατίδας σου
ανάμεσα στο φίλντισι της φτέρνας σου και τον απήγανο του πιγουνιού σου
ανάμεσα στο μάτι της μέσης σου και τα δόντια του αίματός σου
ανάμεσα στην κόρα της κόρης και τη μέγγενη των ματιών σου
ανάμεσα στα δίχτυα των δαχτύλων σου και την παρεγκεφαλίδα του εγκεφάλου σου
ανάμεσα στο προσκεφάλι των αυτιών σου και το κάλυμμα του κεφαλιού σου
ανάμεσα στο κοχύλι των χειλιών σου και το καράβι των καρπών σου
ανάμεσα στα σύνορα του μετώπου σου και τη βίζα του προσώπου σου
ανάμεσα στον παλμό των πνευμόνων σου και την αντήχηση του αντίχειρά σου
ανάμεσα στο γάλα της γάμπας σου και το ποτήρι της παλάμης σου
ανάμεσα στα μήκη των ζυγωματικών σου και τα πλάτη των ωμοπλατών σου
ανάμεσα στο τέλμα των πελμάτων σου και τον ουρανό του ουρανίσκου σου
ανάμεσα  στις παρυφές των παρειών σου και τις παγίδες των ποδιών σου
ανάμεσα στο φως της φωνής σου και το δειλινό των δαχτύλων σου
ανάμεσα στο γογγυτό των γοφών σου και το ίχνος του χνότου σου
ανάμεσα στο χαμό των αχαμνών σου και τη φλόγα των φλεβών σου
ανάμεσα στους μηρούς των χαδιών σου και τη μυρωδιά της καρδιάς σου
ανάμεσα στη γνώση των γονάτων σου και του ήθους του πλήθους
του βυθού του βάθους σου


Ghérasim Luca
πηγή: Τεφλόν, Ποιητικό σκεύος και όχι μόνο

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Ημερολόγιο. Σχοιζοφρενικά συμπτώματα

1. Ο Captain Beefheart μου στέλνει τηλεπαθητικά μηνύματα μέσω του μουστακιού του. Το μουστάκι του μπλεγμένο στους νευρώνες μου, μεγαλώνει ή μικραίνει ανάλογα με τη μουσική που ακούω.
2. Ακούγοντας το "Hair Pie, Bake 1": το κεφάλι μου αλλάζει μεγέθη.
3. Η γάτα είναι ρομπότ.
4. Μυρίζω κάναβη, εμετό, σκουπίδια, αφρό ξυρίσματος, κόπρανα, σαπίλα.
5. Η θεότητα Αννέτα ζει μες στο κεφάλι μου.
6. Με ξέρουν στην τηλεόραση και αφήνουν υπονοούμενα για μένα.
7. Η ζαλάδα είναι υποβολιμιαία από πράκτορες.
8. Το ράδιο με λέει τρελό.
9. Όλοι στη γειτονιά είναι πράκτορες, ή ηθοποιοί που παίζουν ρόλους.
10. Μου έχουν εμφυτεύσει κοριούς στο κεφάλι.
11. Άγιος Ισίδωρος (βοηθός Αννέτας) και θηλυκός δαίμονας Λουίζα (βοηθός Εωσφόρου).
12. Οι χρήστες στο φόρουμ δεν έχουν σχιζοφρένεια, είναι ηθοποιοί.
13. Σολιψισμός.
14. Έντομα μες στο κεφάλι, πίσω από το μέτωπό μου.
15. Η τηλεόραση λέει ό,τι σκέφτομαι: Βιζυηνός, Αλόγιστος, ζώα, αποστολή, του τρελού, σχιζοφρενής, θα μας σφάξει, 52, έχεις όλα τα προσόντα να πας μπροστά.
16. Μια γάτα στο σαλόνι.
17. Δυο τσιγγάνοι κάνουν σεξ, μια γριά τρομακτική, κ.λπ.
18. 2 γάτες, βροχή στο δέρμα, φλας μηχανής, αίσθηση ούρησης στα πόδια.
19. Μου μιλάνε οι Ιησούς, Μεχέρ Μπάμπα, Τσαϊτάνγια Μαχαπράμπου.
20. Ο Ιησούς στην αγκαλιά της μάνας του, τα κεφάλια τους φλέγονται.
21. Παρουσιάστρια είπε "ναι" όταν τη ρώτησα αν της αρέσω. Της έστειλα στο Instagram.
22. Έστειλα στη δημοσιογράφο, ρωτώντας την αν με παρακολουθεί από την τηλεόραση.
23. Αμάξι θα με απαγάγει.
24. Αίσθηση στην πλάτη μιας ματιάς, με παρακολουθούν.
25. Όλα τα όντα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος είναι μονάχα εγώ. σε άλλες μορφές.
26. Η μεγαλειώδης όπερα Licht άνοιξε τον δρόμο για την άφιξή μου ως σωτήρα του κόσμου.
27. Η πρώην ψυχίατρος μού μιλάει τηλεπαθητικά.
28. Ετοίμασα το σπίτι για την άφιξη μιας γυναίκας που δε με ξέρει.
29. Θα με πυροβολήσουν με sniper.
30. Ένα αόρατο μάτι με παρακολουθεί από τον ουρανό. Τους δείχνω το μεσαίο δάχτυλο.
31. Φωτεινός άγγελος κυρίου.
32.Εξωγήινοι με παρακολουθούν και διαβάζουν τη σκέψη μου.
33. Διήγηση όσων κάνω και σκέφτομαι.
34. Ο Αλόγιστος (παιδαριώδης ηβηφρενής) με κάνει να λέω ασυναρτησίες, να κάνω ανόητες γκριμάτσες και χειρονομίες, να φωνάζω, να γελάω, κ.λπ.
35. Matrix
36. Ο Εωσφόρος εισάγει δολοφονικές και αυτοκτονικές ιδέες στο μυαλό μου.


Θανάσης Αθανάσιος
πηγή: Τεφλόν, Ποιητικό σκεύος και όχι μόνο

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Κάρολος ο Ε'

Σαν γέρασε ο Μέγας Αυτοκράτωρ
της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
και βασιλιάς της Ισπανίας
στην επικράτεια του οποίου -ως έλεγαν-
ο ήλιος δεν έδυε ποτέ
(μιας και στ' όνομά του είχαν κατακτηθεί
ως το Περού και το Μεξικό)
αποσύρθηκε σ' ένα μοναστήρι ερημικό
με μόνη του ασχολία
να ρυθμίζει τα ρολόγια
για να χτυπούν όλα μαζί.

Αποδείχθηκε όμως
ως και γι' αυτόν
έργο αδύνατο
και η αυτή αποτυχία
επέτεινε την αυτοκρατορική του μελαγχολία
κάνοντάς τον να αναρωτηθεί
για την κενή των ανθρώπων φιλοδοξία

πώς θες να κυβερνάς τον κόσμο
σαν δεν μπορείς να κουρδίσεις δυο ρολόγια;


Σωτήρης Λυκουργιώτης

πηγή: Τεφλόν, Ποιητικό σκεύος και όχι μόνο

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Της κλανιάς

Δεν είχαν άδικο τελικά
όσοι υπέθεσαν
πως το κακό μπορεί να αναχθεί
σε δυσλειτουργία του εντέρου.

Ο Λούθηρος
συνέλαβε τις θέσεις του
εν μέσω εντόνου δυσφορίας
και μακράς παραμονής
στο αποχωρητήριο.

Ιστορικά το συμβάν είναι κρίσιμο καθώς
εκ της εκτονωτικής αυτής αποτυχίας
επιβλήθηκαν έκτοτε οι δυσκοίλιοι
ολοκληρωτικώς.

Συνεπώς:

αν δεν απαλλαγούμε σύντομα
της προκατάληψης να κλάνουμε δημόσια

η εξουσία
θα συνεχίσει να μας κάθεται στο σβέρκο.

Σωτήρης Λυκουργιώτης

πηγή: Τεφλόν, Ποιητικό σκεύος και όχι μόνο

Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Καρατομημένοι πρόσωπο με πρόσωπο

Καρατομημένοι πρόσωπο με πρόσωπο
δίχως πρόσωπο ούτε δίκη
ένα κεφάλι εξέγερσης δίχως κεφάλι
κι ο επικεφαλής μιας επανάστασης ακέφαλης
ανταλλάσσουν μεταξύ τους τη μοίρα τους
(ενάντια στο χάος)

Δικέφαλοι δίχως κεφάλι
σε μάχη σώμα με σώμα ακέφαλων δίχως σώμα


Ghérasim Luca
πηγή: Τεφλόν, Ποιητικό σκεύος και όχι μόνο

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Άλλα μυστικά του κενού και του πλήρους

το κενό εκκενωμένο του κενού είναι το πλήρες
το κενό πλήρες του κενού του είναι το κενό
το κενό πλήρες του πλήρους του είναι το κενό
το πλήρες εκκενωμένο του πλήρους του είναι το πλήρες
το πλήρες εκκενωμένο του κενού του είναι το πλήρες
το κενό εκκενωμένο του πλήρους του είναι το κενό
το πλήρες πλήρες του πλήρους του είναι το πλήρες
το πλήρες πλήρες του κενού του είναι το κενό
το κενό εκκενωμένο του πλήρους του είναι το πλήρες
τπο πλήρες πλήρες του κενού του είναι το πλήρες
το πλήρες εκκενωμένο του κενού του είναι το κενό
το κενό πλήρες του πλήρους του είναι το πλήρες
το πλήρες εκκενωμένο του πλήρους του είναι το κενό
το πλήρες πλήρες του πλήρους του είναι το κενό
το κενό εκκενωμένο του κενού του είναι το κενό
είναι το πλήρες κενό
το πλήρες κενό εκκενωμένο του πλήρους κενού του
του κενού του κενού πλήρους και εκκενωμένου
του κενού του κενού πλήρους και εκκενωμένου
του κενού του κενού εκκενωμένου του πλήρους του
σε πλήρες κενό


Ghérasim Luca
πηγή: Τεφλόν, Ποιητικό σκεύος και όχι μόνο

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει

Αρκεί.
Χτύπα τη θλίψη καταγής
Και πέταξε το μαράζι στα σκουπίδια.
Πρέπει να πολεμίσης να χαρής
Κι ακόμα να χαρής
Κι όχι να πίνης ξύδι -όποιος κι αν στο δίνει
Τώρα σου πρέπει μέλι κι ένα ποτήρι γιομάτο «δε με μέλλει»
Ορθό-κοφτό σαν βλύσμα κραυγής γλάρου
Πρέπει να γυμνωθής
Κι αν στολιστής να στολιστής με αχάτη.
Πρέπει να νιώσης όλες τις ηδονές που σε τραβάνε
Μα πρώτα πρέπει να ανασάνης μπροστά στον ήλιο
Κι αφού λυτρώσεις στην ψυχή σου τον οίστρο του βαρβάρου
Έβγα στο δρόμο.
Κ' εκεί,
Προ πάντων,
Μην φοβηθείς το πάτημά σου.


Ανδρέας Εμπειρίκος, 1933

Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Να τους αγαπάτε καθημερινά

Όσο μεγαλώνουν
να τους μιλάτε πιο πολύ
να τους τηλεφωνείτε κάθε μέρα, έστω για μια καλημέρα
να τους αγκαλιάζετε με οποιαδήποτε αφορμή
να τους λέτε και γλυκόλογα, ακόμα και σ' αγαπώ
-είναι πιο απλό απ' όσο νομίζετε-
προπαντός μην αφήνετε εκρεμμείς
θυμούς και άλυτους καβγάδες
νά' ναι λες και τους αποχαιρετάτε
κάθε φορά που φεύγετε μετά τον καφέ
το κυριακάτικο τραπέζι, τη βόλτα
μυστικά να ψιθυρίζετε αντίο
νά' ναι λες και φεύγετε ταξίδι μακρινό για καιρό
γιατί αν φύγουν για πάντα πρώτοι εκείνοι
και παραμείνουν εκκρεμότητες αγάπης
θά' ρχονται θλιμμένοι στον ύπνο σας
θα τους μιλάτε, θα τους εξηγείτε,
μα δυστυχώς
δε σας ακούνε πια


Αντώνης Γεωργίου, Σαν πεταλούδα είμαι

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Οι εραστές τ’ Αυγούστου

Οι εραστές τ’ Αυγούστου,
οι εραστές τ’ Αυγούστου με λουλούδια στα χέρια έρχονται,
τ’ αόρατα καλέσματά τους τραβούν στις αυλές,
οι εραστές τ’ Αυγούστου με κόκκινα πουκάμισα και μισάνοιχτα στόματα
τρεμοσβήνουν στα σταυροδρόμια,
εξαφανίζονται στα σοκάκια,
τρέχουν στις πλατείες.
Στους εραστές τ’ Αυγούστου
αχνοφέγγουν στη βραδινή ατμόσφαιρα
οι ερυθρόλευκες γραμμές των κεντημένων λουλουδιών πάνω
στα πουκάμισά τους,
φωτίζονται τ’ ανοιχτά παραθύρια στις σκοτεινές αυλές
κι αυτοί όλο πηγαίνουν κι όλο τρέχουν σε κάποιο κάλεσμα.
Να και το δείλι της ζωής, να και το δείλι που δίπλα περνά απ’ την πόλη,
να το που χρωματίζει τα δέντρα,
που σβήνει τη λάμπα,
που γυαλίζει τ’ αυτοκίνητα...
Στα στενά σοκάκια βιαστικά ηχούν οι παρέες,
γύρισε πίσω, έβγα στο μπαλκόνι και πέταξε το παλτό.
Βλέπεις, οι εραστές τ’ Αυγούστου τρέχουν κρατώντας λουλούδια στα χέρια.
Οι γαλάζιες ανταύγειες των διαφημίσεων κυλούν από τις στέγες
κι εσύ κοιτάζεις κάτω, δίχως ποτέ και με κανένα θέση δεν αλλάζεις,
συνομιλώντας με τον εαυτό σου.
Να τα λουλούδια και τα διαμερίσματα με το νέο έρωτα,
με το καινούριο μαστίγιο, που μπαίνει σε κύκλο νέο,
παραδίδοντας τον εαυτό του με νέα κραυγή και νέο αίμα,
παραδίδοντας τον εαυτό του, αφήνοντας τα λουλούδια να πέσουν απ’ τα χέρια του.
Το νέο δείλι θορυβεί,
κανείς δε θα επιστρέψει στη νέα ζωή,
κανείς δε θα περάσει κάτω απ’ το μπαλκόνι για να ‘ρθει να σε δει,
κανείς δε θα σου παρασταθεί,
κανείς δε θα σου σταθεί,
πιο κοντά, απ’ ό,τι εσύ στον εαυτό σου,
απ’ τα λουλούδια,
απ’ ότι είσαι εσύ στον εαυτό σου.


Ιωσήφ Μπρόντσκι, 1961, Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Μπαλάντα του Μπλουά

Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη ‘στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Στ’ «αβέβαιος» πάντα βρίσκω τ’ «ορισμένος»
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να ‘βγω
Όταν χαράζει, λέω, -«Καλή νυχτιά!»
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Έγνοιες δεν έχω κι είμ’ ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ’ όσους μ’ επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν’ της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ’ αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Πρίγκιπα μου μακρόθυμε,
καμμιά γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.


Francois Villon

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Άτιτλο

Τι θα ‘κανα δίχως αυτό τον κόσμο δίχως πρόσωπο και δίχως απορίες
Όπου το Είναι διαρκεί μόνο για μια στιγμή κι όπου η κάθε μια στιγμή
Χύνει στη λήθη στο κενό το γεγονός ότι υπήρξα
Δίχως αυτό το κύμα όπου στο τέλος
Σώμα και σκιά μαζί καταποντίζονται
Τι θά’κανα δίχως εκείνη τη σιωπή που ψιθυρίζοντας βγαίνει από τα έγκατα
Ασθμαίνοντας και οργισμένη ζητά αγάπη και βοήθεια
Δίχως τον ουρανό εκείνο που υψώνεται
Πάνω από τη σκόνη των ίδιων του των ναυαγίων
τι θά’κανα θα έκανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα
κοιτώντας από τον φεγγίτη μου μήπως δεν είμαι μόνος
να περιπλανιέμαι νʼ αποστρέφομαι ετούτη τη ζωή
μέσα σε ένα σύμπαν που σπαράζει
μέσα σε όλες τις φωνές δίχως φωνή δική μου
φωνές που εγκλωβίστηκαν μαζί μου.


Samuel Beckett

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Όταν βλέπεις το 100% τέλειο κορίτσι ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό

Ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό, σ' ένα στενό δρόμο της μοντέρνας γειτονιάς του Τόκιο Χαραγιούκου, συνάντησα το 100% τέλειο κορίτσι.
Να πω την αλήθεια, δεν είναι τόσο όμορφη. Δεν ξεχωρίζει με κάποιο τρόπο. Τα ρούχα της τίποτα το ιδιαίτερο. Το πίσω μέρος των μαλλιών της είναι ακόμα ανάκατο από τον ύπνο. Ούτε είναι νέα -πρέπει να είναι κοντά τριάντα, ούτε κατά διάνοια «κορίτσι» αν θέλουμε να μιλήσουμε κυριολεκτικά. Μα κι έτσι, ξέρω από πενήντα μέτρα μακριά: Είναι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα. Τη στιγμή που τη βλέπω η καρδιά μου βροντοχτυπάει και το στόμα μου είναι στεγνό σαν έρημος.
Ίσως έχεις το δικό σου ιδιαίτερο αγαπημένο τύπο κοριτσιού -αυτόν με λεπτούς αστραγάλους, ή μεγάλα μάτια, ή χαριτωμένα δάχτυλα, ή σε τραβάνε για κάποιο λόγο τα κορίτσια που γευματίζουν με το πάσο τους. Έχω τις δικές μου προτιμήσεις, φυσικά. Μερικές φορές στο εστιατόρια θα πιάσω τον εαυτό μου να κοιτάει το κορίτσι στο διπλανό τραπέζι γιατί μ' αρέσει το σχήμα της μύτης της.
Αλλά κανείς δεν μπορεί να επιμείνει ότι το 100% τέλειο κορίτσι για κείνον ανταποκρίνεται σε κάποιον προκαθορισμένο τύπο. Όσο κι αν μ' αρέσουν οι μύτες, δεν μπορώ να θυμηθώ το σχήμα της δικής της- ούτε καν αν είχε. Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι ότι δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Είναι περίεργο.
«Χθες στο δρόμο είδα το 100% τέλειο κορίτσι» λέω σε κάποιον.
«Ναι;» λέει. «Όμορφη;»
«Όχι ιδιαίτερα»
«Ο τύπος σου τότε;»
«Δεν ξέρω. Δε φαίνεται να θυμάμαι τίποτα γι' αυτή -το σχήμα των ματιών της ή το μέγεθος του στήθους της».
«Περίεργο»
«Ναι περίεργο»
«Οπότε» λέει ενώ ήδη έχει βαρεθεί, «Τι έκανες; Της μίλησες; Την ακολούθησες;»
«Μπα, απλά την προσπέρασα στο δρόμο».
Περπατάει από την Ανατολή στη Δύση κι εγώ από τη Δύση στην Ανατολή. Είναι ένα πραγματικά όμορφο πρωινό του Απρίλη.
Μακάρι να μπορούσα να της μιλήσω. Μισή ώρα θα ήταν αρκετή: απλά να τη ρωτήσω για κείνη, να της πω για μένα και -κάτι που πραγματικά θα ήθελα να κάνω- να της εξηγήσω της περιπλοκές της μοίρας που οδήγησαν στη συνάντησή μας σ' έναν παράδρομο στο Χαραγιούκου ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό του 1981. Ήταν κάτι που σίγουρα θα παραγεμιζόταν με ζεστά μυστικά, όπως ένα αντικέ ρολόι φτιαγμένο όταν η ειρήνη κάλυπτε τον κόσμο.
Αφού μιλούσαμε θα τρώγαμε κάπου, ίσως θα βλέπαμε μια ταινία του Γούντι Άλεν, θα σταματούσαμε σ' ένα μπαρ ξενοδοχείου για κοκτέιλ. Με τύχη ίσως καταλήγαμε στο κρεβάτι.
Η ενδεχομενικότητα χτυπάει την πόρτα της καρδιάς μου.
Τώρα η απόσταση μεταξύ μας έχει στενέψει στα δεκαπέντε μέτρα.
Πώς να την προσεγγίσω; Τι θα 'πρεπε να πω;
«Καλημέρα δεσποινίς. Νομίζετε ότι έχετε μισή ώρα για μια μικρή κουβεντούλα;»
Γελοίο. Θα ακουγόμουν σαν ασφαλιστής.
«Με συγχωρείτε, μα τυχαίνει να ξέρετε αν υπάρχουν διανυκτερεύοντα καθαριστήρια στη γειτονιά;»
Όχι, το ίδιο γελοίο. Δεν κουβαλάω και καμιά μπουγάδα, ποιος θα τσιμπήσει με μια τέτοια ατάκα;
Ίσως η απλή αλήθεια αρκεί. «Καλημέρα. Είσαι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα».
Όχι, δε θα με πίστευε. Ή κι αν το έκανε, μπορεί να μην ήθελε να μου μιλήσει. Συγγνώμη, θα μπορούσε να πει, μπορεί να είμαι το 100% τέλειο κορίτσι για σένα, αλλά δεν είσαι το 100% τέλειο αγόρι για μένα. Θα μπορούσε να συμβεί. Κι αν βρισκόμουν σ' αυτήν την κατάσταση, πιθανόν θα διαλυόμουν. Δε θα συνερχόμουν ποτέ από το σοκ. Είμαι τριανταδύο, κι με αυτό ακριβώς έχει να κάνει το να μεγαλώνεις.
Περνάμε μπροστά από ένα ανθοπωλείο. Μια μικρή, ζεστή μάζα αέρα αγγίζει το δέρμα μου. Η άσφαλτος είναι υγρή και πιάνω τη μυρωδιά από τριαντάφυλλα. Δεν μπορώ να κάνω τον εαυτό μου να της μιλήσει. Φοράει ένα λευκό πουλόβερ, και στο δεξί χέρι κρατάει έναν κατάλευκο φάκελο που του λείπει μόνο γραμματόσημο. Οπότε: έχει γράψει ένα γράμμα σε κάποιο, ίσως πέρασε όλη τη νύχτα γράφοντας, κρίνοντας απ' τα νυσταγμένα μάτια της. Ο φάκελος θα μπορούσε να περιέχει κάθε μυστικό της.
Κάνω λίγες ακόμα δρασκελιές και στρίβω. Έχει χαθεί στο πλήθος.

Τώρα, βέβαια, ξέρω ακριβώς τι θα έπρεπε να της έχω πει. Θα ήταν όμως ένας μεγάλος λόγος, πολύ μεγάλος για να τον εκφράσω όπως έπρεπε. Οι ιδέες που μου έρχονται δεν είναι ποτέ ιδιαίτερα πρακτικές.
Εντάξει λοιπόν, θα ξεκινούσε «Μια φορά κι έναν καιρό» και θα τέλειωνε «Μια θλιβερή ιστορία δε νομίζεις;».

Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

Μεγάλο γράμμα

Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
Όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
Τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σωρεύουν οι καιροί.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θέλεις να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.

Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά
σα μαθητές που σπαν’ τα καλαμάρια τους στην πόρτα του
σχολείου…

Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου
και ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες τα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες σημειώσεις

Μα έπειτα
κι αυτό δε φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται
Ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κι εύκολα δε χορταίνει δε γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του
είναι η δική σου δίψα.

Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δε γινόταν αλλιώς.
Ό,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
Ό,τι μας γέμιζε χτες
Ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.

Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ’αγαπώ
μα ήταν πολλά τα όσα ξέραμε
ήταν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.

Κι αν ήμουν άντρας
κι έπρεπε να ’μαι δυνατός
(έπρεπε…)
να το ξέρεις:
Όπου μ’ άγγιζες πονούσα.
Όπου δε μ’ άγγιζες
πονούσα.

Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα
τα δικά μου ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.


Τίτος Πατρίκιος

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Εαρινή Συμφωνία XXVII

Ξημερώνει.
Η αχλύ παραμερίζει.
Τα πράγματα
σκληρά λαμπερά κι αδιάψευστα.

Πόσους μήνες κοιμηθήκαμε.
Ξεχασμένοι ξεχαστήκαμε
σ' ένα θάμβος πυκνό
από νύχτα κι από ήλιο.

Δεν κλαίω
γιατί ο ύπνος μ' αρνήθηκε.
Πίσω απ' τον κήπο μας
υπάρχουν κι άλλοι κήποι.

Ο θάνατος υψώνει
σκαλί σκαλί τη σκάλα
που πάει στον ουρανό.

Φεύγει το θέρος
μα το τραγούδι μένει.

Όμως εσύ που δεν έχεις φωνή
πού θα σταθείς ν' απαγκιάσεις;
Πώς θα σμίξεις το φως με το χώμα;

Άνοιξε τα παράθυρα
να μπει το φως
η ατίθαση ριπή του ανέμου
το αψύ χνώτο
των μεγαλόπρεπων βουνών.

Κοίτα
χαμογελάει το ανεξάντλητο
μπροστά στα σταυρωμένα χέρια.
Λύσε τα χέρια.

Άνοιξε τα παράθυρα
να δεις το σύμπαν ανθισμένο
μ' όλες τις παπαρούνες του αίματός μας
- να μάθεις να χαμογελάς.

Δε βλέπεις;
Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη
πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη.
Νά τος ο ήλιος
πάνω απ' τις μπρούντζινες πολιτείες
πάνω απ' τους πράσινους αγρούς
μες στην καρδιά μας.

Νιώθω στους ώμους
το βαθύ μυρμήγκιασμα
καθώς φυτρώνουν
όλο πιο νέα και πιο μεγάλα
τα φτερά μας.

Ύψωσε τα ματόκλαδα.

Αστράφτει ο κόσμος
έξω απ' τη λύπη σου
φως και αίμα
τραγούδι και σιωπή.

Καλοί μου άνθρωποι
πώς μπορείτε
να σκύβετε ακόμη;
Πώς μπορείτε
να μη χαμογελάτε;

Ανοίχτε τα παράθυρα

Νίβομαι στο φως
βγαίνω στον εξώστη
γυμνός
ν' αναπνεύσω βαθιά
τον αιώνιο αγέρα
με τ' αδρά μύρα
του νοτισμένου δάσους
με την αλμύρα
της απέραντης θάλασσας.

Αστράφτει ο κόσμος
ακούραστος.
Κοιτάχτε.


Γιάννης Ρίτσος

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Μη - βιώματα

Πρόσεχε·
δε θέλω να σκάσει το κεφάλι σου
ή να σε τρελάνουν οι αναμνήσεις.

Δε θέλω να με θυμάσαι μονάχα τα βράδια
και να κλαις μέχρι να κοιμηθείς.

Δε θέλω να με βλέπεις στις φωτογραφίες
και να δολοφονείς στιγμές.

Πρόσεχε·
δε θέλω να σε γοητεύει μία ανάμνηση,
αλλά η παρουσία.

Δε θέλω να με νιώθεις σαν φάντασμα
ενώ είμαι ακόμα ζωντανός.

Δε θέλω να κάνεις πως επιβιώνεις·
γιατί πεθαίνεις,
γίνεσαι πεισματικά αυτόχειρας.

Να σου πω,
άσε τις ιστορίες και τις αναμνήσεις·
παράτα τις στιγμές και τη μνήμη.

Μας έχουν γαμήσει με τα βιώματα·
τα καθίκια - επίτηδες - μας τα θυμίζουν
για να δακρύζουμε εμείς,
ενώ αυτοί γελούν και χαίρονται.

Είναι ανόητοι όμως·
τρομακτικά ανόητοι.
Δεν ξέρουν ότι θα δολοφονηθούν
από τα όνειρά μας,
ότι τα βιώματα μας
θα τους προσφέρουν αϋπνίες
και οι φαντασιώσεις μας
θα εξαφανίσουν
τις ηθικολογικές τους διαστροφές
μια για πάντα.

Γι' αυτό σου λέω,
ξέχνα την ανάμνηση μου
κι έλα να τους διαλύσουμε
- αν αντέχεις·
αλλιώς φύγε μακριά,
ή καλύτερα
πήγαινε μαζί τους.


© Θάνος Ι. Κουλουβάκης, 10/6/19

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

I was convinced

For she was a traveller
who was owned by the paths
she's yet to take.

And I was the desert
with far too many
dunes, pits, and storms,


and far less moons and stars to offer.

And so for the longest time
I was convinced
that my soul's too dried out
to have an oasis hidden within.


Pete Gomez

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2019

Χωρισμός

Χωρίζω, αφού είναι ένα ψέμα πια στη ζωή μου
η ύπαρξη του μέλλοντος.
Από το μέλλον χωρίζω.
Ξέρω τα πάντα κάτω απ’ την τεράστια σκιά του θα ζω,
μ’ αυτό το ΘΑ που αναβοσβήνει σταθερά
παίζοντας με την ελπίδα.
Όμως συγκεντρώνομαι πια στο ΤΩΡΑ.
Οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες,
κυλάνε στο παρόν.
Και ξαφνικά κάτι σαν γέλιο
ακούγεται μέσα μου:
Ούτε μιαν ανάσα δεν παίρνεις
–λέει μια φωνή–
χωρίς να στηρίζεσαι στην αοριστία του μέλλοντος.
Τότε, λέω, ο χωρισμός αναβάλλεται. Για πάντα.


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Φυγή

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.

Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.


Γιώργος Σεφέρης

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Είμαι ένα άστρο

Είμαι ένα άστρο στον άπειρο ουρανό,
που τον κόσμο παρατηρεί, τον κόσμο περιφρονεί,
και στην πυρά του φλέγεται.

Είμαι η θάλασσα που τη νύχτα θεριεύει,
η πένθιμη θάλασσα, η φορτωμένη θύματα
που νέες αμαρτίες πάνω στις παλιές σωρεύει.

Είμαι από τον κόσμο σας εξορισμένος
από περηφάνια αναθρεμμένος, από περηφάνια εξαπατημένος,
είμαι ο βασιλιάς δίχως χώρα.

Είμαι το βουβό παράφορο πάθος,
σε σπίτι δίχως εστία, σε πόλεμο δίχως σπαθί,
και άρρωστος από την ίδια μου την ισχύ.


Έρμαν Έσσε

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Όταν μιλούν

Όταν μιλούν στα καφενεία
για έρωτα κι ελευθερία και τέτοια
πως να τους πεις για τον ερειπωμένο έρωτα
που αντιστέκεται ακόμα και στην απομόνωση,
για τη δικαιοσύνη που φτιάχνεται στο χάος
χιλιάδων προσβολών και παραβάσεων,
πως να τους πεις για λευτεριά που μοναχά κερδίζεται
μεσα απ’ το βάθος των αποπνικτικών δεσμωτηρίων


Τίτος Πατρίκιος

Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

θεώρημα

Τώρα πια σας έδειξα
πώς τετραγώνισα
τους κύκλους των ονείρων
στο σχήμα ενός φωταγωγού
συνοικιακής πολυκατοικίας.
Η σεμνή αυτή τελετή έληξε.
Παρακαλείσθαι
όπως διαλυθείτε
ησύχως.


Τζένη Μαστοράκη, Διόδια, 1990

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

I am

I Am the Couple, holding hands in the Square,
I Am the Child, that jumps up in the Air,
I Am the One, disabled in Chair,
I Am the Mute, unable to Share.

I Am the Baby wheeled in a Pram,
I Am All Beings, I Am that, I Am.
I Am the Oldest, the Youngest, the Small,
I Am the Richest, the Poorest, the Tall.

I Am these people you see every Day,
I Am the One, inside you I Play.
I Am the Dog, that is faithful to One.
I Am the Bird that seeks any Crumb.

I Am the Sky, and I Am the Sun,
I Am the elements, for I Am the One.
I Am the Earth, and I Am the Sea,
I Am your Breath, as you choose to know me.

I Am forgetfulness,
Until forgetfulness ends,
I Am All Love,
Now choose...to Transcend.

One Love
Amanda Lorence
25 June 2019

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Αυτοβιογραφική βινιέτα

τη γνώρισα και μπλαμπλαμπλά
τότε εκείνη -τσαφ- είπε ναι
και όπως είναι γνωστό -φαπ- αμέσως
βρισκόμαστε -πουφ- στον αέρα
-φλαπ φλαπ φλαπ- πετούσαμε στον αέρα
και -αγκ- εγώ το αποτύπωσα
για πάντα σαν τρεις γραμμές με ένα τακτακτακ
του έκπληκτου εκτυπωτή
αυτή -ααχ- άνοιξε το στόμα της και έλαμψαν
οι λευκές αποχρώσεις του οδοντικού της νήματος
κι εγώ έγραφα κι έγραφα από πόσα νήματα
μπορεί να απαλλαγεί -μπρρ- ένας οποιοσδήποτε
άνθρωπος
σκέφτομαι πως -χμ- γύρω στα τρία ή τέσσερα
κι επίσης σκέφτομαι -αχά- ποιος τα κινεί
αλλά αυτό έκανα όταν -κρακ-
η καρδιά μου αντιλήφθηκε τι κρυβόταν
πίσω απ' τα ξεχωριστά ματς μουτς που μου έδινε
έτσι έβαλα εμπόδια κι όλα τα δυνατά όρια
όμως ήταν βολικό ένα σύμφωνο διαρκείας
και -σκασίλα μου- ήρθε η μοίρα μουσαφίρισσα
στο σπίτι μου
σας στρώνω το τραπέζι από τότε
εγώ σλουρπ λέω εσύ να στοπ
εγώ σους εσύ μπαα κι εγώ χμ
από τότε από τα γκαπ σου τα σνιφ μου
γκλαπ στο ντριν σου
ουφ στο μπαπ και μπούχου στα μπα σου
κι έτσι τοκτόκ χτύπησα με τη μεταγλώσσα σου
και δεν απάντησε κανείς
μπουφ και γι' αυτό χρατς
η υπομονή μου κύρτωσε τα πόδια της
αν εσύ πια όχι μμμμ
τότε εγώ πια όχι αααχ
κι έτσι
μπουμ


Maria Eloy-Garcia
από το τεύχος 11 του ΤΕΦΛΟΝ

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Η τρελή γυναίκα

Η τρελή γυναίκα,
προχωρά
ανέτοιμη
ανήμπορη
ούτε αντιδράει.
Κάποιοι της χρωστούν
άλλοι τη μαδάνε
μα περήφανη στέκει
οι πληγές πύο τρέχουν.
Απλόχερη αγκαλιά ανοίγει
θέλει όλους να αγαπήσει.
Προχωρά.
Δόθηκε, πιστή, στων τελευταίων ετών, τις αναμνήσεις
δεν ησυχάζει.
Θυσιάζεται,
τα είδωλά της γκρεμίζονται.
Κάποιοι τη θωπεύουν
άλλοι τη σκυλεύουν
μα εκείνη ακίνητη στέκεται
το θάνατο περιμένει,
περήφανη
διάφανη
Γυναίκα.


Νίκος Μόσχοβος, Το Πέταγμα του Μικρού Ιανού, Θεσσαλονίκη 1995

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Η άβυσσος

Απύθμενη η άβυσσος
τις σκέψεις χωρίζει.
Αστραπές
βροχή
ουράνιο τόξο τον Πύργο αγγίζει.
Τα βιβλία των ονείρων ξεφυλλίζει,
σα να ήταν η πρώτη φορά.
Βαθυγάλανη η θάλασσα
σχηματίζει λέξεις,
εικόνες
σχήματα.
Η αυλαία σηκώθηκε,
εμπρός, ηθοποιοί υποκλιθείτε
οι προσωπίδες ας πέσουν
αληθινά αισθήματα να φανούν.
Αινίγματα κρυμμένα
χαραγμένα σε παλιά τοπία
το φως επιζητούν.
Τα βιβλία των αγγέλων
άνοιξε,
ο αγέρας έξω λυσσομανάει
ένα ποτήρι πέφτει
σπάζει
θρυμματισμένα κομμάτια
ματωμένα χέρια σήκωσαν.
Μέδουσες το σώμα σου τσιμπάνε
δεν το καταλαβαίνεις.
Η βροχή πέφτει
πάνω στην κουπαστή
άρπαξε ό,τι απόμεινε
το πίσω μέρος της σκηνής μην κοιτάς,
η πράξη ολοκληρώθηκε.
Σκοτάδι απέραντο,
παντού απλώνεται
αν δώσεις όλα
τίποτα δε θα μείνει.
Χαμογέλασε, λοιπόν, η αρχή έγινε.


Νίκος Μόσχοβος, Το Πέταγμα του Μικρού Ιανού, Θεσσαλονίκη 1995

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Τελευταίο σημάδι

Την άμμο σημάδεψε,
οι ύστερες στιγμές ήρθαν
σα γερασμένος ελέφαντας για το προκαθορισμένο
σημείο κίνησε.
Έμαθε
ότι τα λόγια αληθινά βγήκαν.
Ονειρικά
η πραγματικότητα φαντασία έγινε.
Ανάτρεψε
τις εικόνες,
την καρδιά.
Κενό λόγο κάπου κατέγραψε.
Να παραδεχτεί το τέλος, αρνήθηκε.
Θυμήθηκε,
Πού άραγε αλλού να ξαποστάσει
Εκεί γύρισε,
ανάσα έβγαλε,
πείσμωσε,
άλλη ευκαιρία δεν του δόθηκε
η γέννα πόνο έφερε.
Γέρος αισθάνθηκε
η μοναξιά άσχημα παιχνίδια διαδραματίζει
το μυαλό σαλεύει
αντιστέκεται.
Τι άλλωστε επιλογές του μένουν;
τη θέση πρέπει να κρατήσει.
Σα σωστός δεινόσαυρος
παλεύει
των κυμάτων τη ροή.
Μα ο τοκετός έλαβε χώρα πλέον,
το ποτάμι τη βάρκα παρασέρνει,
Δακρύζει.
Στην άμμο ακούμπησε
τις άχρωμες φωτογραφίες φωτιά άναψε,
ο ένδοξος επιθανάτιος ρόγχος τώρα ας έρθει.
Το τελευταίο σημάδι ο άνεμος έσβησε.


Νίκος Μόσχοβος, Το Πέταγμα του Μικρού Ιανού, Θεσσαλονίκη 1995

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Οι ρήσεις των σοφών

Πρέπει να διαλέξουμε
ο σοφός είπε.
Όλοι με ανοιχτό στόμα άκουγαν
Δε σκέφτηκαν πως η ρήση παγίδα έκρυβε.
Χειροκρότησαν.
Ύστερα στη δεξίωση πήγαν
Από όλα τα καλά έφαγαν
Τον υμνούσαν
Το υπέρμετρο Εγώ του κολάκευαν,
εκείνος ευγενικά απαντούσε.
Πρέπει να διαλέξουμε,
επανέλαβε.
Άπαντες, δίκιο είχε, φώναξαν.
Τις πόρτες τους άνοιξαν
μέσα να περάσει
τα ενδότερα των μυστικών να μάθει.
Εκείνος, τα τρωτά λάθη, είδε
την προβιά αθώου φόρεσε.
Στη χώρα ταξίδεψε
την ίδια φράση έλεγε πάντοτε
Πρέπει να διαλέξουμε
Τον πίστεψαν
Την προτροπή ακολούθησαν.
Προσεκτικά τους καρπούς διάλεξαν
αράδα όλους πέταξαν.
Ώσπου κανείς δεν έμεινε
Ικανοποιημένοι κοίταξαν,
μα τότε κατάλαβαν,
ο ιδρώτας τους απόμεινε
Πλανήθηκαν οικτρά
Ώσπου δεύτερος σοφός ήρθε
άλλο χρησμό να τους αναγγείλει.
Καινούριες φυτείες σπείρτε.
Νόμισαν ότι λύση βρήκαν
μα πάλι οι καρποί κάηκαν.
Έρημος η πεδιάδα έμεινε.
Συνειδητοποίησαν
η χώρα καταστράφηκε
Τα παιδιά κάτω στο ερειπωμένο νεκροταφείο έκλαιγαν.
Τίμημα ακριβό πλήρωσαν
εξαφανίστηκαν,
τώρα ο αγέρας εκεί σφυρίζει
τον αέναο σκοπό
ΚΑΠΟΤΕ ΥΠΗΡΞΑΜΕ.


Νίκος Μόσχοβος, Το Πέταγμα του Μικρού Ιανού, Θεσσαλονίκη 1995

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Οι άυλοι

Απόγονοι πολιτισμών
Χαραγμένα πρόσωπα
θλιμμένα κοιτάνε.
Ύμνους αλλοτινούς τραγουδούν.
Περήφανοι πάνω στις βουνοκορφές στέκουν
ξεχασμένοι.
Χορεύοντας θρηνούν
τα περασμένα μελλούμενα περιμένουν.
Πολεμούν,
μα ο δείκτης τους ξεπέρασε.
Τη γνώση άγγιξαν.
Έτσι απλά, για πάντα η ορμή τους ξέφυγε.
Φιλικά, χαιρετούν
ΚΑΛΟΣΥΝΑΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
πόση αγωνία, τάχα, κρύβουν!
ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΟΙ
Εξαϋλώθηκαν
άγγελοι αληθινοί έγιναν
δίχως φτερά έμειναν
πεσμένοι
αποκαθηλωμένοι εδώ για πάντα
ΓΙΟΙ ΚΑΙ ΚΟΡΕΣ
ΑΔΕΛΦΙΑ ΚΑΙ ΘΕΙΟΙ
ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΜΑΝΕΣ
τη σπασμένη καδένα προσπαθούν να ενώσουν,
τα τύμπανα ηχούν,
Μειδιούν,
κάτι απόψε
ήρθε από παλιά.
Εδώ
Εκεί
Αλλού.
ΚΑΛΗΜΕΡΑ, πρόσχαροι σου λένε.
Χτυπήματα δέχτηκαν
μα εξακολουθούν
πεισμώνουν
μία άκρη τη, βρήκαν.
ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΕΣ βαλμένες
παντού
ευκαιρίες οι ΑΛΛΟΙ εκμεταλλεύτηκαν.
Ο ήλιος δάκρυσε
καθώς έδυσε.
ΡΩΤΗΣΕ:
Πόσα χρόνια χρειάστηκαν;
ΠΟΛΛΑ, απάντησαν.
Τα μπαγκάζια τους πήραν
έφυγαν
εξαφανίστηκαν.
Η φωτιά ακόμα σιγόκαιε.
Ήσαν ΑΫΛΟΙ.


Νίκος Μόσχοβος, Το Πέταγμα του Μικρού Ιανού, Θεσσαλονίκη 1995

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

Κουνταλίνι

I

Το φίδι κάθεται στην κοιλιά μου
Τυλίγει τη μέση μου
κι η ουρά του σπρώχνει την είσοδο του κόλπου μου.

Εκείνος πού και πού πετάει
με τόνο παιδιού τρομαγμένου
ή και θυμωμένου μαζί
"ναι αλλά πάρτε το! βάλτε το μέσα!"

Το σώμα μου και το φίδι θέλουνε
να μείνουνε μαζί.
Σφίγγεται στο αριστερό μου χέρι
Σκαρφαλώνει στο σβέρκο μου
αργά έρχεται στο δεξί ώμο

Ξαφνικά νιώθω δονήσεις στο σβέρκο
και σαν ζωντανή αλυσίδα.
Για λίγο κάτι μ' έχει σβερκώσει

Η όλη αίσθηση βγάζει κάτι βαθιά σεξουαλικό
σαν απ' τον πυρήνα της φωτιάς της γης
Εκείνο και το σώμα μου
ηλεκτρικά επικοινωνούν
δονήσεις

Νιώθω πιο μαζί σου από ποτέ
Κι από πριν δηλαδή
Αλλά τώρα είναι πιο
εύκολο
να συνδεθώ
ή καλύτερα να το πάρω στα σοβαρά αλλά και
να βγει μια συνεννόηση
Ίσως γι' αυτό. Να τα λέμε πιο συχνά


ΙΙ

"Το φίδι! Το φίδι! λέω
Πες μου, στ' αλήθεια γίνεται;"
"Στ' αλήθεια. Να το πάρω;"
"Όχι να δω αν γίνεται ήθελα"

Κάπως ηρέμησα όμως ο σβέρκος μου
πονούσε
Όχι ότι δεν πονάει όταν τριπάρω

Όταν πηδάς τόσες διαστάσεις
θέλεις ξεκούραση μετά
Ανανέωση και γέλιο
Ειδικά αν ξέρεις ότι
τόσο φόβο προκαλεί
το φίδι


ΙΙΙ

Που απλά υπενθυμίζει
τη βαθιά
συγγένεια με τη γη
Τις φλέβες και τη λάβα
που χαρακώνουν τις
νοητές
ηθικές προβολές
της ενσάρκωσης του ειδώλου,
της καθομοίωσης με
το ξόαννο που αποκρύπτει

ο φόβος
το φιδίσιο χορό της Σαλώμης,
και την υπερβατή ζεστασιά
του σώματος δεν
την κοιτά

Σαν παραπλανητικό σύννεφο
κοιτάει από ψηλά ως πάτο
Ποτέ δεν αγκαλιάζει το
σχήμα του φύλλου
την αναπνοή του σκυλιού
την χρωματική οσμή
του λουλουδιού

Κι αυτά τα τυχαία σημάδια
ζωής που έχουν οι κλειστοί χώροι
είναι γιατί δείχνουν
ζώα και μοτίβα
που μόνο απομιμήσεις τους
αποτελούν
οι βιομηχανικές παπάτζες
που αγοράσαμε στις εκπτώσεις
(Καλύτερα να ψείριζα περισσότερα)


IV

Και τα σώματα
ειδικά τα μάτια, μιλάνε
Αυτά μπορούν ωστόσο να σε
παραπλανήσουν

Αλλά τα σώματα
που τόσο βλέπουν
αν τα ακολουθούσαμε
με κλειστά μάτια
θα μας έφταναν
Εκεί

Γιατί το μάτι μπορεί
να μην κοιτάξει μόνο
Εκεί
έτσι για σπάσιμο
για να είναι το κακό παιδί
της υπόθεσης

Αν απλά έδιωχνα το
σύννεφο θα
άνοιγε το κεφάλι μου
Δε θα ήταν πια "μου"
κι έτσι θα άνοιγα

Και μετά;


Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Μια αφορμή

Εκείνα τα βράδια
περισσότερο μιλούσαμε για όνειρα
και λιγότερο για πραγματικότητες

και μου ψιθύριζες κάτι «σ' αγαπώ» στ' αυτί
που περισσότερο μου ακούγονταν
σαν παράπονα
πάρα σαν ενδείξεις.

Αν θυμάσαι,
μου έλεγες εκείνες τις ιστορίες
που τις ερωτευόμουν
και τις ζητούσα ξανά και ξανά.

Γούσταρα να μου τις λες
γιατί με έφτιαχνε η ιδέα του θανάτου
και τα λερωμένα λόγια

οι λασπολογίες,
οι μοναχικοί αυτόχειρες,
οι καυλωμένες συγκινήσεις.

Κι εγώ πρόσεχα τις λέξεις
που έβγαιναν από τα χείλη
και το σώμα·

τις έβλεπα να σπάνε πάνω στα θραύσματα
των χαμένων ευκαιριών,
των κάλπικων ελπίδων,
των υποσχέσεων που κάνεις δεν κράτησε.

Θυμάσαι τι σου είπα;

(δεν είπα σ' αγαπώ)

«Εν τέλει η ελευθερία
ήταν κάτι περισσότερο από ένα συναίσθημα·
ήταν μια αφορμή.»


© Θάνος Ι. Κουλουβάκης, 11/6/19

Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος

Στον Π.Σ.

Επειδή με τη δική μου γλώσσα
δεν μπορώ να σ’ αγγίξω μεταγλωττίζω το πάθος μου.
Δεν μπορώ να σε μεταλάβω
και σε μετουσιώνω,
δεν μπορώ να σε ξεντύσω
έτσι σε ντύνω μ’ αλλόφωνη φαντασία.
Στα φτερά σου από κάτω
δεν μπορώ να κουρνιάσω
γι’ αυτό γύρω σου πετάω
και του λεξικού σου γυρνάω τις σελίδες.
Πώς απογυμνώνεσαι θέλω να μάθω
πώς ξανοίγεσαι
γι’ αυτό μες στις γραμμές σου
ψάχνω συνήθειες
τα φρούτα π’ αγαπάς
μυρουδιές που προτιμάς
κορίτσια που ξεφυλλίζεις.
Τα σημάδια σου ποτέ μου δεν θα δω γυμνά
εργάζομαι λοιπόν σκληρά πάνω στα επίθετα σου
για να τ’ απαγγείλω σ’ αλλόθρησκη λαλιά.
Πάλιωσε όμως η δική μου ιστορία
κανένα ράφι δεν στολίζει ο τόμος μου
και τώρα εσένα φαντάζομαι με δέρμα σπάνιο
ολόδετο σε ξένη βιβλιοθήκη.
Επειδή δεν έπρεπε ποτέ
ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας
και να γράψω αυτό το ποίημα
τον γκρίζο ουρανό διαβάζω
σε ηλιόλουστη μετάφραση.


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Πραγματικά δεν ξέρω

Πώς μοιάζει να είσαι άνθρωπος;
ρώτησε το πουλί…
Πραγματικά δεν ξέρω
Μοιάζει να είσαι κατάδικος στο δικό σου δέρμα
αλλά να λαχταράς το άπειρο
να είσαι αιχμάλωτος σ” ένα ψίχουλο του χρόνου
αλλά να απλώνεις το χέρι για αιωνιότητα
να είσαι αβέβαιος χωρίς ελπίδα
κι ένας ανόητος της ελπίδας
να είσαι ένας κρύσταλλος παγετού
και μια χούφτα από ζεστασιά
να αναπνέεις τον αέρα
να πνίγεσαι άφωνος
να φλέγεσαι
και να έχεις μια φωλιά από στάχτες
να τρως ψωμί
αλλά να έχεις γιορτή όταν πεινάς
να πεθαίνεις χωρίς αγάπη
αλλά να αγαπάς πέρα από το θάνατο.
Όλα αυτά είναι αστεία, είπε το πουλί
πετώντας ανάλαφρα ψηλά στον ουρανό.


Άννα Καμιένσκα


Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

Άσε να μιλήσει Αυτός

Όταν έφτασα στην πόλη
εσύ έφυγες.
Κι όταν έφευγα
δεν σήκωσες τα μάτια να μ' αποχαιρετήσεις.

Δέχομαι την ευγένειά σου.
Δέχομαι τις προσβολές σου.
Δέχομαι οτιδήποτε έχεις να μου δώσεις.

Η λάμψη σου φωτίζει κάθε πλάσμα στη γη,
αλλά οι ασήμαντοι πόθοι μας
την κρατούν κρυμμένη.

Ζεις σ' ένα μοναχικό τόπο
σαν την όμορφη γυναίκα κάποιου πρίγκιπα.
Αν έβγαινες απ' την κρυψώνα σου
θα έπεφτε το πέπλο κάθε προσώπου.

Σκοτίζεις το νου που αμφιβάλλει,
μεθάς το κεφάλι του πιστού.
Λεηλατείς κάθε ψυχή απ' τις αισθήσεις,
φυλακίζεις κάθε καρδιά στο στήθος σου.

Όλα τα ρόδα θυσιάζονται το Δεκέμβριο.
Όλο το είναι θυσιάζεται στη δόξα της αγάπης.

Αφού το ρόδο δεν είναι αιώνιο
γιατί σκλαβώνεται από την ευωδιά του;
Άσε με να μάθω τα μυστικά σου-
εκείνα που διαρκούν για πάντα.

Πόσοι άνθρωποι δεν είχαν τραγικό τέλος
τρέχοντας πίσω απ' την ομορφιά;
Γιατί δεν έψαχνα εσένα;-
την καρδιά και την ουσία της ομορφιάς.

Έπλασες τον άνθρωπο από μια χούφτα χώμα.
Του έδωσες τη δύναμη
να γνωρίσει την υπέρτατη αλήθεια.
Τον ελευθέρωσες από τις παγίδες
αυτού του κόσμου
με μια πνοή από το πνεύμα σου.

Αγάπη,
Καρδιά,
βρείτε το δρόμο για τον ουρανό.

Βρείτε το δρόμο για τον λειμώνα του Θεού.
Πολύ χρόνο χάσατε σ' αυτό τον λειμώνα των ζώων.

Ρίξε το βλέμμα σου πιο ψηλά
απ' όσο μπορείς να δεις.
Μην ξεχνάς τον ανώτερο σκοπό που σ' έφερε εδώ.

Τώρα, σώπασε.
Άσε να μιλήσει Αυτός
που δημιούργησε τις λέξεις.

Εκείνος έφιαξε την πόρτα.
Εκείνος έφιαξε την κλειδαριά.
Εκείνος έχει και το κλειδί.


Τζελαλαντίν Ρουμί (1207-1273), από το Στον κήπο του Αγαπημένου

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Ο νότος

Από έναν απ’ τους εξώστες σου
έχοντας δει τα αρχέγονα άστρα,
από τον πάγκο της σκιάς
δει
κείνα τα σκόρπια φώτα
πού η άγνοια μου
δεν ήξερε να ονοματίσει
ούτε να κατατάξει
σε αστερισμούς,
έχοντας ακούσει
το κύλισμα του νερού
στη στέρνα την κρυφή,
το άρωμα από γιασεμί
και αγιόκλημα,
τη σιωπή
του κοιμισμένου παπαγάλου,
την αψίδα της στοάς,
το νότισμα
- τούτα τα πράματα, ίσως,
είναι το ποίημα.


Jorge Luis Borges

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

The Rain in the Pinewood

Be silent.
At the edge
of the woods I do not hear
the human words you say;
I hear new words
spoken by droplets and leaves
far away.
Listen.
It rains from the scattered clouds.
It rains on the briny, burned
tamarisk,
it rains on the pine trees
scaly and rough,
it rains on the divine
myrtle,
on the bright ginestra flowers
gathered together,
on the junipers full of
fragrant berries,
it rains on our sylvan faces,
it rains on our bare hands
on our light clothes,
on the fresh thoughts
that our soul, renewed,
liberates,
on the beautiful fable
that beguiled you yesterday,
that beguiles me today,
oh Hermione.
Can you hear?
The rain falls
on the solitary vegetation
with a crackling noise that lasts
and varies in the air
according to the thicker,
less thick foliage.
Listen.
With their singing, the cicadas
are answering this weeping,
this southern wind weeping
that does not frighten them,
and nor does the grey sky.
And the pine tree
has a sound, the myrtle
another one, the juniper
yet another, different
instruments
under countless fingers.
And we are immersed
in the sylvan spirit,
living the same
sylvan life;
and your inebriated face
is soft from the rain,
like a leaf,
and your hair is
is fragrant like the light
ginestra flowers,
oh terrestrial creature

Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Κάτω από τον ουρανό

Μέσ᾿ τὸ δωμάτιο
μιὰ βροχὴ ἀπὸ κάτουρο
πετοῦν ἁγνὲς κοπέλες μὲ φτερὰ
ψοφίμια μὲ ρὸζ στὴν καρδιά τους οὐρανὸ
κι ἄνθρωποι μ᾿ οὐρανὸ γεμάτο σάπιο αἷμα
κρέμονται κι ἀνεμίζουν τ᾿ ἄσπρα πόδια τους
ἀπὸ τὰ μάτια τους βγαίνουνε μαχαίρια
τεράστιες μαῦρες ἀνεμῶνες φυτρώνουνε
στὸ στῆθος τους
καθὼς πετᾶνε σφάζουν κι ἀγκαλιάζονται
οἱ ἁγνὲς κοπέλες τὰ ψοφίμια οἱ σάπιοι
ἄνθρωποι
κάτω ἀπὸ ἕναν κατουρημένο οὐρανό

*
Δάσος παράξενο μαγεύει τὴ φωνή μου
κάθε μου λέξη μία σταγόνα αἷμα
ὅλο μου τὸ τραγούδι ἕνα δέντρο
ἀπὸ τὸ αἷμα ποτισμένο τῶν φονιάδων
χίλιοι φονιάδες χίλια ἄγρια δέντρα
δάσος παράξενο ποὺ μαγεύει τὴ φωνή μου


Μίλτος Σαχτούρης

Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Η φλόγα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ποια είσαι; Υπάρχεις μέσα μου απ' την ώρα που γεννήθηκα. Όμως γεννήθηκα μονάχος μου. Κι εσύ μονάχη σου γεννήθηκες.

ΙΩΑΝΝΑ: Νιώθω πως γεννηθήκαμε μαζί διπλωμένοι ο ένας μέσα στον άλλο. Τώρα είμαι αλαφριά και χαίρομαι. Παράξενο. Κάθε φορά γινόταν έτσι.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Εγίνηκε πολλές φορές;

ΙΩΑΝΝΑ: Μη με ρωτάς. Κοίταξε τώρα χαίρομαι. Θα με πονέσεις;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Πατρίδα μου. Σε ξαναβρίσκω γιομάτη σπηλιές. Και πέτρες. Κι οράματα. Μάνα μου μαύρη στον ήλιο.

ΙΩΑΝΝΑ: Μίλα μου ακόμα. Σβήσε με τη φωνή σου εκείνα που έζησα διψώντας και γυρεύοντας ως σήμερα. Τα χέρια σου κυλάνε πάνω μου όπως ο αέρας στις κατηφοριές. Κοίτα είμαι καθαρή.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Είσαι η ίδια η φλόγα. Ποια είσαι;

ΙΩΑΝΝΑ: Η φλόγα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Καις πολύ;

ΙΩΑΝΝΑ: Φοβάσαι;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Το στόμα σου μοσκοβολάει όπως ο κίντυνος. Σ' αγγίζω αγρίμι σκοτεινό και τρέμω ολάκερος.

ΙΩΑΝΝΑ: Θα με πονέσεις;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Θα με κάψεις;

ΙΩΑΝΝΑ: Κράτα με σφιχτά γιατί κάτι μέθυσε μέσα μου και τρέχει χορεύοντας απ' το μυαλό ως τα πόδια.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Έλα να φύγουμε. Ο δρόμος άνοιξε και λάμπει σαν το χέρι του θεού.

ΙΩΑΝΝΑ: Φοβάμαι. Ποιος είσαι;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ποια είσαι;


Τάκης Σινόπουλος, "Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου" (1961)

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Εκτός κινδύνου

Μια βδομάδα αφού είχε πεθάνει ο μπαμπάς
απότομα κατάλαβα
ότι η αγάπη του για ‘μένα ήτανε πλέον ασφαλής—τίποτα
δεν μπορούσε να τη βλάψει. Αυτούς τους τελευταίους μήνες,
το πρόσωπό του έλαμπε κάποιες φορές όταν
θα έμπαινα μες στο δωμάτιό του, και η γυναίκα του μου είχε πει
πως μια φορά, όταν μισοκοιμόταν, είχε
χαμογελάσει λέγοντας τ’ όνομά μου. Εκτιμούσε
το τσαγανό μου—όταν με είχαν δέσει στην καρέκλα, τότε,
έδεναν κάποιον που εκτιμούσε, και όταν
δεν μιλούσε για μέρες, ήμουν εγώ ένα απ’ τα πλάσματα
στα οποία δεν μιλούσε,
κάποιος με μια θέση στη ζωή του. Την τελευταία
εβδομάδα, το είχε πει κι όλας, μία φορά,
κατά λάθος. Μπήκα μες στο δωμάτιό του, κι είπα «Τι
κάνεις,» και απάντησε «κι εγώ σ’ αγαπώ»
Έκτοτε, είχα αυτές τις λέξεις
να χάσω. Μέχρι την τελευταία
στιγμή, θα μπορούσα ίσως να κάνω κάτι λάθος, να τον προσβάλω
και με ένα απ’ τα παλιά του στόματα της αηδίας ίσως να ξανα-
στράβωνε τη ζωή μου. Τότε δεν το ‘χα σκεφτεί,
τους βοηθούσα να τον περιθάλψουν,
σκουπίζοντας το πρόσωπό του και κοιτάζοντάς τον.
Μα έπειτα, λίγο αφού είχε πεθάνει,
σκέφτηκα ξαφνικά, σαστίζοντας, πως πλέον
πάντα του θα μ’ αγαπά, και γέλασα—πέθανε, πέθανε!


Σάρον Όλντς, από Queer poets in greek

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Είναι η ζωή σου

Η ζωή σου είναι η δική σου ζωή
μην την αφήσεις να τσακιστεί σε μια φτηνή υποταγή.
Να παραφυλάς.
Υπάρχουν τρόποι να ξεφύγεις.
Και κάπου υπάρχει και ένα φως.
Μπορεί να μην είναι πολύ δυνατό
αλλά διώχνει σκοτάδι.
Να παραφυλάς.
Οι θεοί θα σου προσφέρουν ευκαιρίες.
Να τις μάθεις.
Να τις αρπάξεις.
Να παραφυλάς.
Να θυμάσαι πως δεν μπορείς ποτέ να νικήσεις το θάνατο
μα καμιά φορά
μπορείς να νικήσεις το θάνατο της ζωής
Και όσο πιο συχνά το κάνεις
τόσο περισσότερο φως θα υπάρχει.
Η ζωή σου είναι η δική σου ζωή.
Κατάλαβέ το όσο την έχεις.
Είσαι υπέροχος.
Οι θεοί προσμένουν μεγάλη ευχαρίστηση
από σένα.


Charles Bukowski

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Η σκηνή

Ἀπάνω στὸ τραπέζι εἴχανε στήσει
ἕνα κεφάλι ἀπὸ πηλὸ
τοὺς τοίχους τοὺς εἶχαν στολίσει
μὲ λουλούδια
ἀπάνω στὸ κρεβάτι εἴχανε κόψει ἀπὸ χαρτὶ
δυὸ σώματα ἐρωτικὰ
στὸ πάτωμα τριγύριζαν φίδια
καὶ πεταλοῦδες
ἕνας μεγάλος σκύλος φύλαγε
στὴ γωνιά

Σπάγγοι διασχίζαν τὸ δωμάτιο ἀπ᾿ ὅλες
τὶς πλευρὲς
δὲ θά ῾ταν φρόνιμο κανεὶς
νὰ τοὺς τραβήξει
ἕνας ἀπὸ τοὺς σπόγγους ἔσπρωχνε τὰ σώματα
στὸν ἔρωτα

Ἡ δυστυχία ἀπ᾿ ἔξω
ἔγδερνε τὶς πόρτες


Μίλτος Σαχτούρης, Με το πρόσωπο στον τοίχο

Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Δεν ήθελα να είμαι

8
Δεν ήθελα να είμαι
παρά ο κέδρος μπροστά στο σπίτι σου
ένα κλαδί του κέδρου
ένα φύλλο του κλαδιού
μια σκιά του φύλλου
η δροσιά της σκιάς
που χαϊδεύει τον κρόταφό σου
για ένα δευτερόλεπτο 


Ιβάν Γκολ, Μαλαισιακά τραγούδια, μτφρ. Ε.Χ. Γονατάς

Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Σταυρωμένος

Φώναξα στους ανθρώπους: "Θέλω να σταυρωθώ".
Και είπαν: "Γιατί να πέσει πάνω μας το αίμα σου;".
Κι απάντησα: " Πώς αλλιώς θα εξυψωθείτε παρά σταυρώνοντας τους τρελούς;"
Και μ' άκουσαν και με σταύρωσαν. Κι η σταύρωση με ησύχασε.
Και όταν κρεμάστηκα ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, σήκωσαν τα κεφάλια τους για να με δουν. Κι εξυψωθηκαν• γιατί ποτέ πρωτύτερα δεν είχαν σηκωθεί τα κεφάλια τους.
Καθώς όμως στεκόντουσαν κοιτώντας με, ένας μίλησε και είπε: "Για ποιο λόγο ζητάς να τιμωρηθείς;"
Κι ένας άλλος φώναξε: "Για ποια αιτία θυσιάζεις τον εαυτό σου;"
Κι ένας τρίτος είπε: "Νομίζεις πώς με το τίμημα τούτο θ' αγοράσεις παγκόσμια δόξα;"
Κι είπε ένας τέταρτος: "Κοιτάξτε πώς χαμογελάει. Μπορεί να συγχωρεθεί τέτοιος πόνος;"
Κι απάντησα σ' όλους και είπα: "Να θυμάστε μόνο όταν χαμογέλασα. Δεν τιμωρούμαι -ούτε θυσιάζομαι- ούτε ζητώ δόξα και δεν έχω τίποτα να συγχωρήσω. Διψούσα -και σας ικέτευσα να μου δώσετε να πιω το αίμα μου. Γιατί τι άλλο μπορεί να σβήσει τη δίψα ενός τρελού, παρά το ίδιο του το αίμα;
Ήμουν βουβός και ζήτησα πληγές από σας για στόματα. Ήμουν φυλακισμένος μέσα στις μέρες και στις νύχτες σας -και ζήτησα μια πύλη για να περάσω σε μεγαλύτερες μέρες και νύχτες.
Και τώρα φεύγω -όπως έφυγαν άλλοι σταυρωμένοι πριν από μένα. Και μη νομίσετε ότι μας κουράζει ο σταυρός. Γιατί πρέπει να σταυρωνόμαστε απ' όλο και περισσότερους ανθρώπους, ανάμεσα σε μια μεγαλύτερη γη και σ' ένα μεγαλύτερο ουρανό.


Khalil Gibran, Ο τρελός

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Αχ, μόνο η φευγαλέα ματιά

«Αχ, μόνο η φευγαλέα ματιά
Μπορούσε να την κάνει να προσέξει
Με τέτοια κόλπα έγινα
Άντρας της γυναίκας μου»

«Μονάχα περαστική γλιστρώντας
Μπορούσα να τον κάνω ολόδικό μου
Έτσι σχεδόν απαρατήρητα έγινα
Γυναίκα του άντρα μου»

Αφήσαμε το χρόνο να κυλήσει
Μέχρι που ο καιρός μας χώρισε
Φορώντας κιόλας τα παλτά μας
Αγκαλιαστήκαμε ν' αποχαιρετιστούμε.


Μπέρτολτ Μπρεχτ, απόδ. Νάντια Βαλαβάνη

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Το χειρότερο απ’ όλα

Από τη μια πλευρά του αυτοκινητόδρομου, λόφοι ξεροί.
Από την άλλη, στο βάθος, ύδατα παλιρροιακά
εκβολές, κόλπος, λάρυγγας
ωκεανού. Δεν το ‘χα κάνει
λέξεις, ακόμα—εκείνο το χειρότερο απ’ όλα,
ωστόσο σκέφτηκα ότι μπορούσα να το πω, αν το ‘λεγα
λέξη προς λέξη. Ο φίλος μου οδηγούσε,
στο επίπεδο της θάλασσας, παράκτιοι λοφίσκοι, κοιλάδα,
πρόποδες, βουνά—η ανηφόρα, και των δυο,
προηγούμενών μας χρόνων. Και έλεγα
πως μου είναι πλέον αδιάφορος σχεδόν, ο πόνος,
εκείνο που με πείραζε ήταν—πες πως υπήρχε
o θεός—του έρωτα—και ότι είχα αφιερώσει—προοριζόμουνα
να αφιερώσω—τη ζωή μου—σε αυτό—και
είχα αποτύχει, ίσως μπορούσα να υποφέρω για αυτό μονάχα—
όμως, τι θα γινότανε, αν,
είχα βλάψει, την αγάπη; Κι έτσι όπως ούρλιαξα όλα αυτά,
επάνω στα γυαλιά μου λίμνασε το αλμυρό νερό, σχεδόν
γλυκό, και τότε, επειδή του έδωσα όνομα,
εκείνου του χειρότερου απ’ όλα—κι αφού του ‘δωσα όνομα,
το ήξερα πως δεν υπήρχε ο θεός του έρωτα, υπήρχαν μόνο
άνθρωποι. Κι ο φίλος μου πλησίασε,
εκεί που οι γροθιές μου μάγκωναν η μια την άλλη
και με το πίσω μέρος των χεριών του τις ακούμπησε, για ένα
δευτερόλεπτο, αδέξια, με εκείνη την ευγένεια
του μη έρωτα, αλλά με μία καλοσύνη σπιτική.

Σάρον Όλντς

Το είδα στο Queer poets in greek

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Ευρυδίκη

Ο άνθρωπος έχει ένα κορμί,
ένα και μοναδικό,
και η ψυχή βαρέθηκε πια
να στριμώχνεται σ' ένα περίβλημα
μ' αυτιά και μάτια σε μέγεθος πεντάρας,
και δέρμα, ζάρα τη ζάρα,
να συγκαλύπτει μια σκευή όλο κόκαλα.

[...]

Από τον κερατοειδή βγαίνει η ψυχή
και πετάει στο κοίλωμα τ' ουρανού,
σε μια παγερή ακτίνα τροχού,
μ' ένα σμήνος κυκλόδιωκτα πουλιά,
κι από το αμπαρωμένο παράθυρο
του ζωντανού κελιού της ακούει
τον τριγμό των δασών και των σιτιβολώνων,
το σάλπισμα των εφτά θαλασσών.

Η ασώματη ψυχή είν' αμαρτία
όπως κορμί χωρίς πουκάμισο-
χωρίς πρόθεση τίποτα δε γίνεται,
χωρίς έμπνευση,ούτε γραμμή.
Αίνιγμα δίχως λύση:
Ποιος επιστρέφει,
αφού χορέψει στην έρημη πίστα;


Κι εγώ ονειρεύομαι άλλη ψυχή,
ντυμένη μ' άλλα ρούχα
να φλέγεται, καθώς τρέχει
από την ατολμία προς την ελπίδα,
άυλη κι ανίσκιωτη
σαν φλόγα να ταξιδεύει πάνω στη γη,
και στο τραπέζι πίσω της αφήνει μια πασχαλιά
να τη θυμούνται.

[...]


Αρσένι Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Our Deepest Fear

Our deepest fear is not that we are inadequate
Our deepest fear is that we are powerful beyond measure.
It is our light, not our darkness
That most frightens us.

We ask ourselves
Who am I to be brilliant, gorgeous, talented, fabulous?
Actually, who are you not to be?
You are a child of God.

Your playing small
Does not serve the world.
There's nothing enlightened about shrinking
So that other people won't feel insecure around you.

We are all meant to shine,
As children do.
We were born to make manifest
The glory of God that is within us.

It's not just in some of us;
It's in everyone.

And as we let our own light shine,
We unconsciously give other people permission to do the same.
As we're liberated from our own fear,
Our presence automatically liberates others.


Marianne Williamson

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

Είμαι το σκοτεινό αυλάκι

Είμαι το σκοτεινό αυλάκι
που η βάρκα σου χαράζει στο νερό

Είμαι η υπάκουη σκιά
που η φοινικιά σου ρίχνει στη ρίζα της

Είμαι η μικρή κραυγή
της πέρδικας
που τη βρήκαν τα βόλια σου


Ιβάν Γκολ, Μαλαισιακά τραγούδια

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

τα πόδια σου αγγίζω στο σκοτάδι

1

Τα πόδια σου αγγίζω στο σκοτάδι, τα χέρια σου στο φως,
και να πετάω μ' οδηγούν τα μάτια σου τ' αετίσια,
Ματίλδε, με τα φιλιά που έμαθα απ' το δικό σου στόμα
έμαθαν και τα χείλη μου ν' αναγνωρίζουν τη φωτιά.
Ω άκρα κληρονομημένα απ' το απόλυτο δημητριακό
τη βρώμη, εκτεταμένη η μάχη
καρδιά του λιβαδιού,
όταν έβαλα στον κόρφο σου τ' αυτιά μου,
το αίμα μου αντήχησε την αραουκάνικη συλλαβή σου.


2

Μόνος ποτέ, μαζί σου
στη γη,
διασχίζοντας τη φωτιά.
Μόνος ποτέ.
Μαζί σου στα δάση
μαζεύοντας από χάμω
το μουλιασμένο
βέλος
της αυγής,
το τρυφερό μούσκλι
της άνοιξης.
Μαζί σου
στη μάχη μου,
όχι σ' εκείνη που διάλεξα εγώ
μα
στη μοναδική,
Μαζί σου στους δρόμους
και στην άμμο, μαζί σου
ο έρωτας, η κούραση,
ο άρτος, ο οίνος,
η φτώχεια κι ο ήλιος ενός νομίσματος,
οι πληγές, η λύπη,
η χαρά.
Όλο το φως, το σκοτάδι,
τ' αστέρια,
όλο το κομμένο σιτάρι,
οι στεφάνες
του γιγάντιου ηλίανθου, γερμένες
από το βάρος του θησαυρού τους, το πέταγμα
το κορμοράνου, καρφωμένου
στον ουρανό
σαν σταυρός θαλασσινός,
όλα
το διάστημα, το φθινόπωρο, τα γαρίφαλα,
μόνος ποτέ, μαζί σου.
Μόνος ποτέ, μαζί σου, γη
Μαζί σου η θάλασσα, η ζωή,
ό,τι είμαι, ό,τι δίνω κι ό,τι τραγουδώ,
αυτή η ύλη
                                   έρωτας, η γη,
η θάλασσα,
το ψωμί, η ζωή.


3

Εκεί που ήσουν Τι έκανες
Αχ αγάπη μου
όταν από τούτη την πόρτα
δεν μπήκες εσύ μα το σκοτάδι,
η μέρα
που είχε ξοδευτεί, όλα
αυτά που δεν είσαι,
βάλθηκα να σε ψάχνω
σ' όλες τις γωνιές,
μου φαινόταν
πως ήσουν μέσα στο ρολόι, πως ίσως
είχες κρυφτεί μες στον καθρέφτη,
πως είχες διπλώσει το τρελό σου γέλιο
και το
είχες αφήσει
για να ξεπηδήσει
πίσω από ένα τασάκι
δεν ήσουν πουθενά, ούτε το γέλιο σου
ούτε τα μαλλιά σου
ούτε οι γρήγορες πατημασιές σου
που τρέχουν

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

βρήκα ένα μαχαίρι

Στεγνώσαμε τα ρούχα μας
κάψαμε στόμια ανώδυνης σιωπής
αφουγκραστήκαμε την ενοχή του Άλλου
βρήκα ένα μαχαίρι ανάμεσα στα πόδια μου
και έκοψα προσεκτικά κάθε προσομοίωση Αφής
κατάπια ευλαβικά ανώνυμες καταγγελίες
συγχωροχάρτια αφαίμαξης του χρόνου
και μπήκα στο ψυγείο – ξανά.
Ανήγγειλα την ασυδωσία
ως επερχόμενη κραυγή.
Οι Άλλοι κάναν τότε πως μεγάλωσαν
και δεν είχαν χρόνο πια για αυτά.
Τα πρόσωπά τους τωρα δες - γραμμές άνοστης ψυχραιμίας.


Ιωάννα Π.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής

πολύ σιωπηλά είναι όλα, κι η σιωπή είναι καλή μονάχα σαν κλείνη μέσα της χαρά. Αλλοιώς τη φοβάμαι... ΛΗ

τα σπέρματα
των λυκανθρώπων
κουράζουν
τα πηδάλια
του ορίζοντος
ρίχτουν
αναμμένες φλογέρες
μέσα
στα ματωμένα φουστάνια
που κρέμονται

στα πυκνά κλαριά
των δέντρων
πνίγουν κοράκια
μεσ’ στους καθρέφτες
ζητούν
τη δικαιοσύνη
και τον οίκτο
των
παιδιών

εγώ
-όμως-
βάζω κόκκινα λουλούδια
μεσ’ στα μαλλιά της
ορθώνομαι
ολόγυμνος
μέσα σε κήπους
πορφυρούς
χάνομαι
μέσα σε
σκοτεινές σπηλιές
που κρύφτουν
βαθιά
ραφτομηχανές
και ψάρια
κίτρινα
που μιλούν
σα λουλούδια

κι ίσως
εγώ να είμαι πια
αυτός ο λυκάνθρωπος

των αστραπών
αυτός που λεν
-σα βραδιάζει-
ο «άνθρωπος παρένθεσις»
μες στις φυσούνες
της πλεκτάνης
στα
σάβανα
της πορείας
εν ώρα
νυκτός
όταν
πεθαίνει
ένα πουλί
σα θειαφοκέρι

κι έτσι πέφτουν
-σταλαματιά, σταλαματιά-
στους κρόταφους
των απεγνωσμένων
κλειδοκυμβάλων
τα ζευγάρια
των απογοητευμένων
κι ένα
βαρύ σύννεφο
από μακριά
ξανθά μαλλιά
-με μάτια φαιά-
πετάει αθόρυβα
μες σε
στενόμακρα υπόγεια
οπ’ ανθούν μόνο
λιμάνια

και
γυπαετοί

κι είναι η σιωπή
φωτιά
μιαν ανεμόσκαλα
που τοποθετούν
προσεκτικά
στα χείλια
κι ένα άσπρο
άλογο
που είναι
ένα δέντρο
κοντά στη θάλασσα
κι ένα κόκκινο
άλογο
σαν
σημαία

και τρέχω
πάνω στα νερά
-ακούραστα-
με το λυρικό
ποδήλατο
με την περικεφαλαία
της αγάπης

κι όταν φτάσω
στο τελευταίο
σκαλί
της σκοτεινής
αυτής σκάλας

κι ανοίξω
την πόρτα
του δωματίου
τότες μόνε αντιλαμβάνομαι
πως το δωμάτιο
ήταν
-είναι-
ένας μεγάλος κήπος
γιομάτος μουσική
και
ζωγραφιές

-ένα δωμάτιο
γεμάτο σεντόνια
ριχμένα
μέσα στον κήπο-

σεντόνια
π’ άλλα ανεμίζανε
σα σημαίες
κι ωσάν
υελοπίνακες
κι άλλα ήτανε
ριχμένα κάτω
σαν καθρέφτες
κι άλλα
μιλούσαν
λέξεις άναρθρες
σαν καπνοδόχες
κι άλλα στρωμένα
σε κρεβάτια
σαν κομήτες

άλλα έμοιαζαν
κανάτια
άλλα ήτανε
σαν προβοσκίδες
κι άλλα
έντυναν
με δροσιά
και τραγικές κραυγές
γυναίκες ολόγυμνες
κι ωραίες

έτσι
που πρέπει
-ίσως ναν κι ανάγκη απόλυτη-
να παραβάλω
την όλη
κατάσταση
μ’ ένα γυαλί
που όταν
βάζης
το μάτι
βλέπεις
ένα βαθύ
πηγάδι
και στο
βάθος
ένα
π ο υ λ ί


Νίκος Εγγονόπουλος, 1939

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Love Song

I lie here thinking of you:—

the stain of love
is upon the world!
Yellow, yellow, yellow
it eats into the leaves,
smears with saffron
the horned branches that lean
heavily
against a smooth purple sky!
There is no light
only a honey-thick stain
that drips from leaf to leaf
and limb to limb
spoiling the colors
of the whole world—

you far off there under
the wine-red selvage of the west!


William Carlos Williams, 1883 - 1963

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Πλησίασε τώρα

Πλησίασε τώρα που τα νερά ανεβαίνουν
Πλησίασε τώρα
Η ομίχλη μας κρύβει απ’ τα περιττά βλέμματα
Κι ο πάγος σκέβρωσε τα τελευταία ίχνη
Των ξένων που πέρασαν
Έτσι κανείς δε θα μας δει
Πρόσωπο με πρόσωπο
Όπως θα με ξεντύνεις
Γυμνόν αλλόφρονα και ωραίον
Θα μαζέψω όλες τις μέρες
Θα περπατήσω πάλι στα ίδια σπίτια
Θ’ ανασάνω πάλι τη θάλασσα
Και με την τελευταία δύναμη
Θα ξεκρεμάσω απ’ τις μέρες τα σπίτια τη θάλασσα
Όλα μου τα δάκρυα
Όλες μου τις ανάσες
Θα στα δώσω
Για να υπάρξω


Αλέξης Τραϊανός, "Οι μικρές μέρες" (1973), Φύλακας Ερειπίων: Τα Ποιήματα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 1991