Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Lacrimae

Λοιπόν
μου μίλησες για τα ταξίδια σου
σου μίλησα για τις φρίκες μου
κι έτσι σμίξανε οι κόσμοι μας

αφού δε ζήτησες τίποτα
αφού δε ζήτησα τίποτα
φαντάζομαι έναν κόσμο που δε χρωστά σε κανένα

Γι αυτό σκέφτομαι
πως έτσι όπως απλώνεται η πόλη από ψηλά
θα μπορούσε να σχηματίσει τα δάκρυά σου
τις αγωνίες και τους παλμούς σου
μα πιο πολύ σκέφτομαι πως δε σε χωρά εσένα η πόλη

έτσι που νιώθω να με αιχμαλωτίζει η ανάγκη
και ακούω τα βήματα σου να με περπατάνε
τα καλντερίμια να ανασαίνουν τα καρδιοχτύπια σου

και σκεφτομαι πάλι
πως
ταξίδι
είναι οι άνθρωποι
μα πιο πολύ ταξίδι
είναι το πάθος
να μοιραστείς το δρόμο.

Αρθούρος Ρεμπώ


Γεννήθηκε στη Γαλλία στις 20 Οκτωβρίου 1854. Θεωρείται ο πρώτος ποιητής που επινόησε μια επιστημονικά πειστική μέθοδο μεταβολής της φύσης της ύπαρξης, ο πρώτος που βίωσε την περιπέτεια της ομοφυλοφιλίας του ως μοντέλο κοινωνικής αλλαγής, αλλά και ο πρώτος που αποκήρυξε τους μύθους από τους οποίους εξαρτάται ακόμα η φήμη του. Μέχρι και την ηλικία των 20 χρονών, όταν αποφασίζει να εγκαταλείψει τη λογοτεχνία, είχε ταξιδέψει σε δεκατρείς διαφορετικές χώρες και είχε ζήσει ως εργοστασιακός εργάτης, παιδαγωγός, επαίτης, λιμενεργάτης, μισθοφόρος, ναυτικός, εξερευνητής, έμπορος, λαθρέμπορος όπλων, αργυραμοιβός και, για ορισμένους κατοίκους της νότιας Αβησσυνίας, ως μουσουλμάνος Προφήτης.
Ο Ρεμπώ χαρακτηρίστηκε από τον Αλμπέρ Καμύ ως ο «ποιητής της εξέγερσης, και μάλιστα ο σημαντικότερος απ' όλους». Μετά το θάνατό, ο συμβολιστής, σουρεαλιστής, μπίτνικ ποιητής, ένθερμος επαναστάτης, στιχουργός της ροκ, πρωτοπόρος ομοφυλόφιλος και εμπνευσμένος ναρκομανής, ο Ρεμπώ χρησιμοποιήθηκε από 4 γενιές καλλιτεχνών της αβάν-γκαρντ ως έξοδος κινδύνου από το χώρο των συμβάσεων. «Όλη η γνωστή λογοτεχνία είναι γραμμένη στη γλώσσα της κοινής λογικής - εκτός από εκείνη που έχει γράψει ο Ρεμπώ», είχε δηλώσει ο Πωλ Βαλερύ,.
Το έργο και η ζωή του Ρεμπώ επηρέασαν κατά τρόπο εντυπωσιακό συγγραφείς, μουσικούς και καλλιτέχνες που είδαν τη ζωή του ως αναπόσπαστο μέρος του έργου: τον Πάμπλο Πικάσσο, τον Αντρέ Μπρετόν, τον Ζαν Κοκτώ, τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ, τον Μπομπ Ντύλαν και τον Τζιμ Μόρρισον, για τον οποίο έχει ειπωθεί ότι δεν πέθανε, αλλά ακολούθησε τα βήματα του Ρεμπώ στην Αιθιοπία.
Πολλά έχουν γραφτεί για τη ζωή του Γάλλου ποιητή, πολλά περισσότερα τουλάχιστον από τον αριθμό των ποιημάτων που δημοσίευσε. Η επιστολή του Ρεμπό προς τον Πωλ Ντεμενύ, στις 15 Οκτωβρίου του 1871, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα κείμενά του, με αντικείμενο το ρόλο της ποίησης, όπως τον αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Σύμφωνα με τον Ρεμπό, ο αληθινός ποιητής αποτελούσε ένα είδος προφήτη, ικανό να διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα, εφευρίσκοντας το άγνωστο. Ως χρέος του, αντιλαμβανόταν τη γνωριμία με τον εαυτό του, την καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής του, ώστε τελικά να δημιουργήσει μία «οικουμενική γλώσσα».
Ο ποιητής, κατά τον Ρεμπώ, θα γινόταν «προφήτης» μέσω μίας «μακράς, απέραντης και λελογισμένης απορρύθμισης όλων των αισθήσεων», υπονομεύοντας συστηματικά την καθιερωμένη και συμβατική λειτουργία τους.
Έφυγε από τη ζωή στις 10 Νοεμβρίου του 1891 σε ηλικία 37 ετών.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Ας δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά

Ας δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά έστω και για μια μέρα
ας τον δώσουμε να παίξουν σαν ένα πολύχρωμο μπαλόνι
να παίξουν τραγουδώντας ανάμεσα στ’ αστέρια
ας δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά
σαν ένα τεράστιο μήλο, σαν ψίχα ολόζεστου ψωμιού
να χορτάσουν μια μέρα τουλάχιστον
ας δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά
να μάθει έστω και για μια μέρα ο κόσμος τη φιλία
τα παιδιά θα πάρουν απ’ τα χέρια μας τον κόσμο
θα φυτέψουν αθάνατα δέντρα.

Ναζίμ Χικμέτ


Ο Ναζίμ Χικμέτ (20/11/1901 - 3/6/1963) ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στη Μόσχα από καρδιακή προσβολή.
Αν και τα πρώτα του ποιήματα γράφτηκαν με συλλαβικό μέτρο, ο Χικμέτ σταδιακά απομακρύνθηκε από τα στενά πλαίσια του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας και άρχισε να αναζητεί νέα μορφή για τα ποιήματά του. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων διαμονής του στη Σοβιετική Ένωση (1922-1925), η αναζήτηση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της. Προτίμησε τον ελεύθερο στίχο, ο οποίος ταίριαζε και με την πλούσια φωνολογία της τουρκικής γλώσσας. Επηρεάστηκε κυρίως από το Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το γνωστό Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ αρκετά μελοποιήθηκαν και από το συνθέτη Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Με υπουργικό διάταγμα ο ποιητής ανέκτησε, μετά θάνατον, την τουρκική υπηκοότητα που του αφαιρέθηκε το 1951 εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Επαναστατικός ρομαντισμός



Ο Λένιν γράφει για την ατομική τρομοκρατία, τη βία και την επανάσταση.


Υπερασπίζοντας την τρομοκρατία της οποίας η αναποτελεσματικότητα έχει αποδειχθεί τόσο καθαρά από την πείρα του ρώσικου επαναστατικού κινήματος, οι σοσιαλιστές-επαναστάτες διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους και δηλώνουν πως αναγνωρίζουν μόνο την τρομοκρατία που συνδυάζεται με τη δουλειά στις μάζες και γι'αυτό το λόγο δεν τους αφορούν τα επιχειρήματα με τα οποία οι ρώσοι σοσιαλδημοκράτες αναιρούσαν (και αναίρεσαν για πολύ καιρό) τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας μεθόδου πάλης.
[...]
Εμείς λένε δεν επαναλαμβάνουμε τα λάθη των τρομοκρατών, δεν αποσπούμε κανέναν από τη δουλειά στις μάζες, βεβαιώνουν οι σοσιαλιστές-επαναστάτες, και ταυτόχρονα συνιστούν θερμά στο κόμμα πράξεις σαν τη δολοφονία του υπουργού Σιπιάγκιν από τον Μπαλμασόφ, αν και ο καθένας ξέρει θαυμάσια και βλέπει πως η πράξη αυτή δεν είχε καμιά σχέση με τις μάζες, ούτε και μπορούσε να έχει με τον τρόπο που έγινε, πως τα άτομα που έκαναν αυτή την πράξη, δεν υπολόγιζαν και δεν ήλπιζαν σε καμιά συγκεκριμένη εκδήλωση στην υποστήριξη του κόσμου. Οι σοσιαλιστές-επαναστάτες έχουν την αφέλεια να μην αντιλαμβάνονται πως η ροπή τους προς την τρομοκρατία βρίσκεται στην πιο στενή αιτιατή σύνδεση με το γεγονός ότι οι ίδιοι στάθηκαν και εξακολουθούν να στέκονται έξω από το εργατικό κίνημα, χωρίς μάλιστα να επιδιώκουν να γίνουν κόμμα της επαναστατικής τάξης που διεξάγει τον ταξικό της αγώνα.
[...]
Να καλείς σε μια τέτοια τρομοκρατία, όπως είναι η οργάνωση αποπειρών δολοφονίας ενάντια σε υπουργούς από μεμονωμένα άτομα και από άγνωστες μεταξύ τους ομάδες, τη στιγμή που οι επαναστάτες δεν έχουν αρκετές δυνάμεις και μέσα για την καθοδήγηση της μάζας που ήδη ξεσηκώνεται- σημαίνει ότι όχι μόνο διακόπτεις με αυτό τον τρόπο τη δουλειά μέσα στις μάζες, αλλά και προκαλείς άμεσα την αποδιοργάνωση της δουλειάς.
[...]
Αλήθεια, πόσο καταπληκτικά έξυπνο είναι αυτό: να θυσιάσουμε τη ζωή ενός επαναστάτη, για να εκδικηθούμε τον παλιάνθρωπο υπουργό Σιπιάγκιν, για ν'αντικατασταθεί από τον παλιάνθρωπο υπουργό Πλεβέ, είναι μεγάλη δουλειά. Ενώ να ετοιμάζουμε, λόγου χάρη, τη μάζα για μια ένοπλη διαδήλωση είναι μικρή δουλειά.
[...]
Η σοσιαλδημοκρατία θα συνιστά πάντα την αποφυγή του τυχοδιωκτισμού και θα ξεσκεπάζει αλύπητα τις αυταπάτες που καταλήγουν αναπόφευκτα στην πλήρη απογοήτευση. Πρέπει να θυμόμαστε ότι το επαναστατικό κόμμα τότε μονάχα είναι άξιο του ονόματός του, όταν καθοδηγεί στην πράξη το κίνημα της επαναστατικής τάξης. Πρέπει να θυμόμαστε πως κάθε λαϊκό κίνημα παρουσιάζει ατέλειωτη ποικιλία μορφών επεξεργαζόμενο συνεχώς νέες, απορρίπτοντας τις παλιές, τροποποιώντας είτε συνδυάζοντας παλιές και νέες μορφές. Όταν οι διαδηλώσεις δυνάμωσαν, αρχίσαμε να συνιστούμε την οργάνωσή τους, τον εξοπλισμό των μαζών, ρίξαμε το σύνθημα της προετοιμασίας της λαϊκής εξέγερσης. Χωρίς να αρνούμαστε καθόλου καταρχήν τη βία και την τρομοκρατία, απαιτήσαμε δουλειά για την προετοιμασία τέτοιων μορφών βίας, που να στηρίζονται στην άμεση συμμετοχή των μαζών και να εξασφαλίζουν αυτή τη συμμετοχή. Εμείς δεν κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις δυσκολίες αυτού του καθήκοντος μα θα δουλέψουμε σταθερά και επίμονα για την εκπλήρωσή του, χωρίς να μας στενοχωρούν οι αντιρρήσεις πως αυτό είναι ένα "αόριστο και μακρινό μέλλον". Μάλιστα, κύριοι, εμείς είμαστε και υπέρ των μελλοντικών και όχι μονάχα των περασμένων μορφών του κινήματος. Προτιμούμε μια μακρόχρονη και δύσκολη δουλειά για κείνο που του ανήκει το μέλλον, παρά την "εύκολη" επανάληψη εκείνου που ήδη έχει καταδικαστεί από το παρελθόν.
[...]
Όποιος διεξάγει πραγματικά επαναστατική δουλειά σε σύνδεση με την ταξική πάλη του προλεταριάτου, αυτός ξέρει, βλέπει και αισθάνεται θαυμάσια, πόσο πολλές άμεσες και επίμαχες διεκδικήσεις του προλεταριάτου (και των λαϊκών στρωμάτων που είναι ικανά να το υποστηρίξουν) παραμένουν ανικανοποίητες. Αυτός ξέρει ότι σε πολλά μέρη, σε ολόκληρες περιοχές με τεράστια έκταση ο εργαζόμενος λαός ρίχνεται κυριολεκτικά με τα μούτρα στην πάλη, μα τα ξεσπάσματά του πάνε στα χαμένα λόγω της ανεπάρκειας έντυπου υλικού και καθοδηγητών εξαιτίας της έλλειψης δυνάμεων και μέσων των επαναστατικών οργανώσεων. Κι εμείς βρισκόμαστε -το βλέπουμε ότι βρισκόμαστε- στον ίδιο καταραμένο φαύλο κύκλο που, σαν κακή μοίρα, πιέζει τόσο καιρό τη ρωσική επανάσταση.
[...]
Από το ένα μέρος, πηγαίνει χαμένη η επαναστατική ορμή του ανεπαρκώς φωτισμένου και ανοργάνωτου πλήθους˙ από το άλλο, πηγαίνουν χαμένα τα βόλια των "ασύλληπτων ατόμων" που χάνουν την πίστη στη δυνατότητα να βαδίσουμε συνταγμένοι σε φάλαγγα, να δουλέψουμε χέρι με χέρι με τη μάζα.
Τα πράγματα όμως μπορούν ακόμα μια χαρά να διορθωθούν, σύντροφοι! Το χάσιμο της πίστης στην πραγματική υπόθεση δεν είναι παρά σπάνια εξαίρεση. Το πάθος της τρομοκρατίας δεν είναι παρά μια παροδική διάθεση. Ας πυκνώσουν λοιπόν πιο πολύ οι γραμμές των σοσιαλδημοκρατών, κι εμείς θα συσπειρώσουμε σ' ένα σύνολο τη μαχητική οργάνωση των επαναστατών και το μαζικό ηρωισμό του ρωσικού προλεταριάτου.

ΙΣΚΡΑ Αρ. φύλλου 23,24   1 Αυγούστου 1902


Ο Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοφ, γνωστότερος ως Λένιν, ήταν ο ηγέτης της Ρωσικής Επανάστασης και επικεφαλής της Ε.Σ.Σ.Δ. (1922-1924). Ηγέτης της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του μπολσεβικικού κόμματος.
Γεννήθηκε στις 10 Απριλίου του 1870, στην πόλη Σιμπίρσκ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η οικογένεια Ουλιάνοφ έχει τις ρίζες της σε διάφορες εθνότητες όπως την Ρωσική, Γερμανική και Εβραϊκή. Ο μεγαλύτερος αδελφός του (γεννημένος το 1866) ήταν μέλος της "Ναρόντναγια Βόλια" (μιας επαναστατικής τρομοκρατικής οργάνωσης), και λόγω της συμμετοχής του στην ανεπιτυχή απόπειρα δολοφονίας κατά του τσάρου Αλεξάνδρου Γ’, εκτελέσθηκε (1891) . Το γεγονός αυτό υπήρξε καθοριστικό στη ζωή του Λένιν.
Το 1894 μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη, και άρχισε την προπαγανδιστική εργασία. Σ' αυτήν την περίοδο ανήκουν τα πρώτα πολεμικά μανιφέστα του Λένιν με τα οποία επιτίθεται στο λαϊκό κόμμα και που διακινούνται από χέρι σε χέρι με τη μορφή χειρογράφων. Αμέσως μετά, ο Λένιν άρχισε από τον Τύπο έναν θεωρητικό αγώνα ενάντια στους διαστρεβλωτές της μαρξιστικής θεωρίας.
Τον Απρίλιο του 1895 βρέθηκε στο εξωτερικό προκειμένου να συναντήσει τους Πλεχάνοφ, Ζασούλιτς, Αξελρόντ και τη μαρξιστική ομάδα γνωστή ως "Οσβομποζδένιγιε τρουντά" (απελευθέρωση της εργατικής τάξης). Με την επιστροφή του στην Αγία Πετρούπολη, οργάνωσε την παράνομη "Ένωση για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης" που έγινε γρήγορα μια σημαντική οργάνωση, και συνέχισε την προπαγάνδα μεταξύ των εργαζομένων.
Τον Δεκέμβριο του 1895 ο Λένιν και οι στενότεροι συνεργάτες του συνελήφθησαν. Πέρασε το 1896 στη φυλακή, και τον Φεβρουάριο του 1897 εξορίστηκε για τρία χρόνια στην επαρχία Γενισέης στην ανατολική Σιβηρία.
Το 1900 ο Λένιν πήγε στην Ελβετία για να κανονίσει, με την ομάδα "Απελευθέρωσης της εργατικής τάξης", τη δημοσίευση ενός επαναστατικού φυλλαδίου προοριζόμενου για τη Ρωσία. Στο τέλος του έτους το πρώτο φύλλο της εφημερίδας "Ίσκρα" (Σπίθα) εμφανίστηκε στο Μόναχο, με το σύνθημα "Από τη σπίθα στη φλόγα". Στόχος του ήταν να δώσει μια μαρξιστική ερμηνεία των προβλημάτων της επανάστασης και να διαμορφώσει ένα συγκεντρωτικό "υπόγειο" επαναστατικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, το οποίο ως καθοδηγητής του προλεταριάτου θα ξεκινούσε τον αγώνα εναντίον του τσαρικού καθεστώτος. Η ιδέα μιας συγκροτημένης κομματικής ηγεσίας στον αγώνα του προλεταριάτου σε όλες τις μορφές και τις εκδηλώσεις του, που είναι μια από τις κεντρικές αρχές του λενινισμού, συνδέεται με την αντίληψη της ηγεμονίας της εργατικής τάξης μέσα στη δημοκρατική μετεξέλιξη της χώρας. Αυτή η ιδέα βρήκε την άμεση έκφρασή της στο πρόγραμμα της δικτατορίας του προλεταριάτου όταν η ανάπτυξη της επαναστατικής κίνησης προετοίμασε τις συνθήκες για την επανάσταση του Οκτωβρίου.
Ο Λένιν, εκτός από μεγάλος επαναστάτης και στρατηγικός νους, ήταν σημαντικός επιστήμονας και στοχαστής. Βασιζόμενος στις ανακαλύψεις των θεμελιωτών του Μαρξισμού, έδωσε ρηξικέλευθες απαντήσεις, οι οποίες έχουν επίδραση και σήμερα, σε καίρια ζητήματα της σύγχρονης εποχής. Κατ' αυτόν τον τρόπο προέκυψε μια νέα θεωρία, οργανικά και αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την προηγουμένη, με την οποία συνιστά ενιαίον όλο, ο Λενινισμός. Μελέτησε, συν τοις άλλοις, επιστημονικά τον ιμπεριαλισμό και ανέπτυξε κι εμπλούτισε τη θεωρία και την πρακτική της ταξικής πάλης, της δημοκρατικής και της σοσιαλιστικής επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου, καθώς και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και της μετάβασης στον Κομμουνισμό. Η επιστημονική μελέτη των αιτίων που οδήγησαν τη Σοβιετική Ένωση στην καπιταλιστική παλινόρθωση και, συνακόλουθα, στη διάλυση εδράζεται στο Λενινισμό.
Στον χώρο της φιλοσοφίας,ο Λένιν υπερασπίστηκε το διαλεκτικό υλισμό, διατύπωσε τη θεωρία της αντανάκλασης, κατέδειξε, με ανάγλυφο τρόπο, τον κομματικό χαρακτήρα της πάλης των διαφόρων τάσεων και ομάδων, κι εμβάθυνε στη μελέτη των νόμων της διαλεκτικής (ιδίως του βασικότερου: του νόμου της ενότητας και πάλης των αντιθέτων). Η κριτική στον νεοθετικισμό είναι αδιανόητη έξω από το πνεύμα της φιλοσοφικής συνεισφοράς του Λένιν.

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Είμαστε υπεύθυνοι

Για να χτίσουν μιά καλύβα
Παίρνουν κοκκινόχωμα νερό ζυμώνουνε τη λάσπη με τα πόδια
ρίχνοντας άχυρο τριμμένο για να δέσουν τα πλιθιά όταν
τ’ αραδιάσουνε στον ήλιο.
Εμείς το μόνο πούχαμε είταν στάχτη αίμα και σκουριασμένο
συρματόπλεγμα.
Χρόνια και χρόνια τώρα πασχίζω να στεριώσω το μικρό πλιθί μου
μ’ αυτά τα υλικά
χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο
να τον μεταμορφώσουμε
Ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται
Απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες.
Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά
για τις λιποψυχίες μας
είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας
να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια
τη στάχτη και το αίμα.

Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα 1941-1974


Ο Άρης Αλεξάνδρου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ρωσίδα το 1922. Ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1928 και αφού έμεινε δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, έπειτα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο Λύκειο. Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην ΑΣΟΕΕ, όμως εγκατέλειψε σύντομα τις σπουδές του για να ασχοληθεί με τη μετάφραση. Ξεκίνησε να δουλεύει ως μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη το 1943.Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας ο Αλεξάνδρου μαζί με μερικούς φίλους του, είχε δημιουργήσει μια ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού, η οποία συνέχισε τη δράση της τον πρώτο καιρό της κατοχής. Το 1941 η ομάδα αυτή προσχώρησε σε μια κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία όμως ο Αλεξάνδρου αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Από το 1944, που συνελήφθη για πρώτη φορά, και για 15 χρόνια, ο Άρης Αλεξάνδρου γνώρισε διώξεις και εκτοπίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο, στον Άγιο Ευστράτιο κ.α. Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 διέφυγε στο Παρίσι όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές. Πέθανε στο Παρίσι το 1978.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ.

Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ
τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες,
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα
οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Τὸ ποίημα ἀνήκει στὴ συλλογὴ Ὁ Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στὰ Δεκαοχτὼ Κείμενα, ποὺ ἡ ἔκδοσή τους ἀποτέλεσε τὴν πρώτη πράξη ὁμαδικῆς δημόσιας ἀντίστασης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων κατὰ τῆς δικτατορίας. Εἶναι ποίημα πολιτικό, ὅπως ἐξάλλου καὶ πολλὰ ἄλλα ποιήματα τοῦ Ἀναγνωστάκη, καὶ ἀπηχεῖ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση ἀπὸ τὴ μετακατοχικὴ περίοδο καὶ τὴ στρατιωτικὴ δικτατορία.



Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (10/3/1925 – 23/6/2005) ήταν ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Η μη ύπαρξη – ο θάνατος – απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; “Ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”. Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. […] Σε φόντο σελίδων. Με πένθιμο χρώμα. […]Νόμισα πως θα πνιγόμουνα! […] Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή που μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν “Είναι αργά” μου είπε κάποτε “θα ‘πρεπε πια να πηγαίνουμε. Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε […]
“Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” λέει ο ίδιος για την ενασχόληση του με την ποιητική. […] "Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας".
“Ο Αναγνωστάκης”, γράφει ο Γιώργος Καφταντζής το 1955, “τοποθέτησε στη βιτρίνα της νέας μας ποίησης ένα καινούριο μπουκαλάκι με άγνωστο δηλητήριο. Μα αν έλειπε δε θα ‘ξερε κανείς πως η ζωή μας αυτούς τους καιρούς είχε την κατρακύλα της. Είναι για την ελληνική τέχνη ότι ο πόνος για το κορμί το ανθρώπινο. Προειδοποιεί τον κίνδυνο.”.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Ο Άρης, παραμύθι-αλήθεια

Πριν κάμποσο καιρό, πάνου στη Λιάκουρα, στο αετοχώρι
το Δαδί, ρώτησα ένα παιδί ως οχτώ χρονώ:
- Τον ξέρεις τον Άρη;
- Ναι, μου λέει. Τον ξέρω.
- Τον είδες ποτέ σου;
- Όχι. Μα τόνε ξέρω.
- Πώς είναι;
- Τρεις βολές πιο αψηλός απ' τον πατέρα μου. Κι έχει ένα
μεγάλο-μεγάλο κόκκινο άλογο. Και πίσω τον ακολουθάει
πάντοτες ένας τρανός αητός με μια σημαία.
Μιαν άλλη φορά, στα Τρίκαλα, ρώτησα ένα «αετόπουλο»
που πέρναγε τις γραμμές του οχτρού μεταφέροντας μαντάτα
στους αντάρτες μέσα στο κούφωμα ενός καλαμιού.
- Γιωργή, τον ξέρεις τον Άρη;
- Τόνε ξέρω.
- Τον είδες ποτέ σου;
- Τον είδα με τα μάτια μου.
- Πώς είναι;
- Έχει μακριά γένεια κι ένα αληθινό άστρο στο μαύρο σκούφο του.
Κι άμα μιλάει -κι ας χιονίζει ακόμα-
γίνεται μονομιάς πολλή ζέστα. 
Κι όταν ακούνε το όνομά του οι Γερμανοί
κρύβουνται σα λαγοί μέσα στα δάσα. Ένα μεγάλο κόκκινο άλογο, ένας αητός με μια σημαία, ένα
άστρο αληθινό, πολλή ζέστα -αυτός είναι ο Άρης των παιδιών και των μεγάλων.
Και γω που δυο φορές όλο-όλο τον αντάμωσα, έτσι σαν
τα παιδιά και γω, έτσι τον βλέπω και τον τραγουδάω τον ΑΡΗ.

Γιάννης Ρίτσος, Το Υστερόγραφο της δόξας 1945


O Άρης Βελουχιώτης (Λαμία, 27/8/1905 - Μεσούντα Άρτας, 15/6/1945) (πραγματικό όνομα Αθανάσιος Κλάρας ) ήταν αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ και μέλος του ΚΚΕ. Ήταν ηγετική, αλλά και αμφιλεγόμενη, μορφή της Εθνικής Αντίστασης κατά την περίοδο της γερμανοϊταλικής κατοχής της Ελλάδας. Ήταν ο ουσιαστικός ιδρυτής και καθοδηγητής του ΕΛΑΣ και από τους πιο επίμονους υπέρμαχους για τον αντιστασιακό αγώνα και την ελεύθερη διενέργεια δημοψηφίσματος μετά την απελευθέρωση, που θα αποφάσιζε για την επιστροφή του βασιλιά και τον τύπο του πολιτεύματος. Υπήρξε μια από τις τραγικότερες και πιο αμφιλεγόμενες φυσιογνωμίες της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Ο Γιάννης Ρίτσος (1/5/1909 - 11/11/1990) ήταν ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του. 
Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ιδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατόπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη. Μετά την απελευθέρωσή του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ. Το 1956 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Το 1967 εξορίζεται στη Γυάρο, Λέρο και Σάμο (κατ’οίκον περιορισμός) ως το 1970. Το 1968 στέλνει κρυφά στη Γαλλία το «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» και τα «Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», που τα μελοποιεί ο Θεοδωράκης ,ο οποίος βρίσκεται στη Γαλλία και τα παρουσιάζει σε συναυλίες. Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ. Συμμετέχει στις διαδηλώσεις οικοδόμων και φοιτητών στο Πολυτεχνείο, για το οποίο γράφει «Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο, κ’η φωνή τους ακόμα Αδέλφια, Αδέλφια...»(Το σώμα και το αίμα). Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Η Σατραπεία

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Aγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Aυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Aρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, από τα Ποιήματα 1897-1933



Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (29/4/1863 - 29/4/1933) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του, εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1870 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αγγλία όπου έμεινε μέχρι το 1876. «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».
Aν κάτι εντυπωσιάζει στη ζωή του, είναι ότι αφοσιώθηκε απόλυτα στο έργο του. Ο ποιητής επεξεργάζονταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα.
Την ίδια εκείνην αφοσίωση υποδηλώνει και η εκδοτική ιδιοτυπία του: μολονότι δημοσίευε τακτικά, ποτέ ο Καβάφης δεν εξέδωσε δικό του βιβλίο, παρά τύπωνε τα ποιήματά του σε μονόφυλλα που τα συνένωνε, και στη συνέχεια εκείνες τις αυτοσχέδιες "συλλογές" (άλλες χρονολογικές, άλλες με θεματική σειρά των ποιημάτων) τις ενεχείριζε στους γνωστούς και φίλους ή τις έστελνε στους ενδιαφερόμενους που ζητούσαν να γνωρίσουν το έργο του. Tα 154 ποιήματα, το επίσημο ποιητικό σώμα, τυπώθηκε πρώτη φορά το 1935 στην Αλεξάνδρεια, σε πολυτελή έκδοση που την φρόντισαν οι κληρονόμοι του Καβάφη. Tο έργο αποκαταστάθηκε φιλολογικά με τη γνωστή δίτομη έκδοση του Ικάρου που επιμελήθηκε ο Γ.Π. Σαββίδης το 1963.
Ο Καβάφης, όπως κάθε ποιητής, λειτουργεί κυρίως μέσω των συμβόλων. Η τέχνη του είναι η συγκέντρωση αρχετύπων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στο λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν, από τη συλλογική ψυχή της φυλής και τις αποθέτει στο παρόν, ενίοτε ως προειδοποίηση για τα μελλούμενα. Είναι τέτοια η σχέση του με τη συλλογική ψυχή και τα περιεχόμενά της, που θεωρείται προδρομικός της σχέσης της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα με τη συλλογική συνείδηση.
Εξωτερικά τουλάχιστον, η ζωή του Καβάφη κύλησε μοναχική, "τακτοποιημένη και πεζή", και "θεαματικά και φοβερά" δεν είχε. Αξιομνημόνευτες ίσως είναι μερικές ιδιορρυθμίες της ζωής του, όπως ότι ποτέ δεν έβαλε το ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι του, και φώτιζε με τα θρυλικά κεριά· ή ότι άφησε πεθαίνοντας μικρή αλλά όχι ασήμαντη περιουσία, καθώς και ένα συναφές μνημόνιο για τις χρηματιστηριακές δραστηριότητες -κυρίως όμως ένα ποιητικό αρχείο τακτοποιημένο με τη φροντίδα άριστου υπαλλήλου, έτοιμο να δεχθεί τους μελετητές του έργου του. Tέλος είναι πασίγνωστη η ερωτική του ιδιαιτερότητα: τον υποπτεύονταν (κι άλλοι πάλι είσαν ή είναι βέβαιοι) για την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο K.Θ. Δημαράς έγραψε για την "μονήρη ικανοποίηση".
Στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό ο Καβάφης έγινε γνωστός με το ιστορικό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου στα Παναθήναια (1903), ενώ στο αγγλόφωνο κοινό τον πρωτοσύστησε (1919) ο Άγγλος μυθιστοριογράφος και φίλος του, E. M. Φόρστερ. Από τότε μέχρι σήμερα συντελέσθηκε η πανελλήνια και παγκόσμια, πλέον, αναγνώριση του έργου του, που έχει μεταφραστεί σε πολλές σύγχρονες φιλολογίες. Έμπρακτη εξάλλου αναγνώριση αποτελεί και το ότι ο μεγάλος ομότεχνός του, ο Μπέρτολτ Mπρεχτ, έγραψε και δημοσίευσε στα 1953 ένα ποίημα που ολοφάνερη πηγή του έχει τους καβαφικούς Τρώες.
Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών του. Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισήχθη στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου και πέθανε.
Εντέλει δεν είναι υπερβολή, αν πούμε ότι ο άνθρωπος που αρχικά φιλοδόξησε να γίνει ο αναγνωρισμένος ή ο καλύτερος ποιητής της ελληνικής παροικίας στην Αλεξάνδρεια, μεταθανάτια έγινε ένας από τους πιο σημαντικούς ευρωπαίους ποιητές του 20ού αιώνα.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας

IV

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.

Τάσος Λειβαδίτης


Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης (20/4/1922 -30/10/1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής που γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951 στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα με το ποίημα Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη. Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού Θεμέλιο. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην άκρη της νύχτας και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Στο διάστημα της δικτατορίας των συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος.
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο ΠολιτείαΤης εξορίαςΠολιτεία Γ' - Οκτώβρης '78Τα ΛυρικάΛειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο, το Μάνο Λοΐζο στο δίσκο Για μια μέρα ζωής, το Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο Φυσάει, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου.
Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμβος και Συνοικία το όνειρο σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία 1953, το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων 1957, το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1976, το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1979. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: Έλληνες ποιητές, ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.
Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».
Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο Χειρόγραφα του Φθινοπώρου.

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Το μικρό κορίτσι

Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας
Εδώ ή αλλού, χτυπάω όλες τις πόρτες
Ω, μην τρομάζετε καθόλου πούμαι αθώρητη
Κανένας μια μικρή νεκρή δεν μπορεί νάιδει

Εδώ και δέκα χρόνια, εδώ καθόμουνα
Στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
Κ’ είμαι παιδί, τα εφτά δεν τα καλόκλεισα
Μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.

Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
Μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
Όλη-Όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
Την πήρε ο άνεμος κι’ αυτή σ’ ένα ουρανό συγνεφιασμένο.

Ω, μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
Κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
Τι το παιδί που σαν εφημερίδα κάηκε
Δεν μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.

Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
Φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
Έτσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
Και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.

Ναζίμ Χικμέτ, απόδοση Γιάννη Ρίτσου

Ο Ναζίμ Χικμέτ (20/11/1901 - 3/6/1963) ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στη Μόσχα από καρδιακή προσβολή.
Αν και τα πρώτα του ποιήματα γράφτηκαν με συλλαβικό μέτρο, ο Χικμέτ σταδιακά απομακρύνθηκε από τα στενά πλαίσια του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας και άρχισε να αναζητεί νέα μορφή για τα ποιήματά του. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων διαμονής του στη Σοβιετική Ένωση (1922-1925), η αναζήτηση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της. Προτίμησε τον ελεύθερο στίχο, ο οποίος ταίριαζε και με την πλούσια φωνολογία της τουρκικής γλώσσας. Επηρεάστηκε κυρίως από το Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το γνωστό Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ αρκετά μελοποιήθηκαν και από το συνθέτη Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Με υπουργικό διάταγμα ο ποιητής ανέκτησε, μετά θάνατον, την τουρκική υπηκοότητα που του αφαιρέθηκε το 1951 εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων.


Αναδημοσίευση άρθρου από http://tvxs.gr/news/san-simera/xirosima-69-xronia-apo-ti-ripsi-tis-protis-atomikis-bombas

Η Γερμανία είχε δηλώσει παράδοση στους Συμμάχους ήδη από τις 8 Μαΐου του 1945 και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αναπόφευκτο. Η Ιαπωνία ζητούσε από τον Ιούλιο τη σύναψη ειρήνης με τους Συμμάχους, αλλά υπό όρους. Η Βρετανία και οι ΗΠΑ ωστόσο επέμειναν στην παράδοση της χώρας άνευ όρων, με αποτέλεσμα η Ιαπωνία να αποσύρει την πρόταση ειρήνης. Την ίδια εποχή πραγματοποιείται επιτυχώς στην έρημο Αλαμογκόρντο η δοκιμή της πρώτης πυρηνικής βόμβας.
Στις 6 Αυγούστου το βομβαρδιστικό Β-29, Enola Gay, στις 08.15 το πρωί, ρίχνει την πρώτη ατομική βόμβα ουρανίου, την οποία οι Αμερικάνοι βάφτισαν «Little Boy» στη Χιροσίμα των 300.000 κατοίκων. «Ένα εκτυφλωτικό φως γέμισε το αεροσκάφος. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε τη Χιροσίμα. Η πόλη ήταν σκεπασμένη από ένα τρομερό σύννεφο... που ανέβαινε σαν μανιτάρι. Κανείς δεν μιλούσε. Αίφνης, όλοι άρχισαν να φωνάζουν. Κοιτάξτε, κοιτάξτε, κοιτάξτε!». Ο συγκυβερνήτης του Enola Gay Λιούις έγραψε στο ημερολόγιό του: «Θεέ μου! Τι κάναμε;».
Όσοι βρισκόταν κοντά στο σημείο της έκρηξης πέθαναν αμέσως ενώ τα πτώματά τους μετατράπηκαν σε κάρβουνα. Σχεδόν όλα τα κτίρια σε ακτίνα 1 μιλίου από το σημείο μηδέν της έκρηξης ισοπεδώθηκαν ενώ όλα τα εύφλεκτα υλικά, όπως το χαρτί, άρπαξαν φωτιά σε ακτίνα 2 χιλιομέτρων. Οι επιζήσαντες περιγράφουν έναν κυριολεκτικά εκτυφλωτικό φως και ένα ξαφνικό και σαρωτικό κύμα θερμότητας.
Οι πολλαπλές μικρές πυρκαγιές που ξεπήδησαν στην πόλη, σύντομα ενώθηκαν σε ένα τεράστιο πύρινο μέτωπο, προκαλώντας δυνατά ρεύματα αέρα προς το κέντρο της φωτιάς. Η πυρκαγιά κάλυψε 4.4 τετραγωνικά χιλιόμετρα της πόλης, σκοτώνοντας όσους δεν πέθαναν από την έκρηξη. Περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι βρήκαν ακαριαίο θάνατο. Η πυρηνική ακτινοβολία ωστόσο προκάλεσε το θάνατο άλλων 100.000-200.000 ανθρώπων, από εκείνη τη μέρα και για δεκαετίες αργότερα.
Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας δεν γνώριζε τι ακριβώς είχε συμβεί για αρκετές ώρες. Όλες οι επικοινωνίες με την πόλη σταμάτησαν στις 08.16 το πρωί και σταδιακά έφταναν πληροφορίες για μια μεγάλη έκρηξη. Τελικά ένας αξιωματικός απεστάλη με αεροσκάφος να επιθεωρήσει από αέρος τι είχε συμβεί. Ενώ βρισκόταν ακόμα 100 μίλια μακριά άρχισε να δίνει αναφορές για ένα τεράστιο σύννεφο που κάλυπτε την πόλη. Η πρώτη επιβεβαίωση της επίθεσης με ατομική βόμβα ήρθε 16 ώρες αργότερα, όταν οι ΗΠΑ έκαναν την επίσημη ανακοίνωση. Τα ραδιόφωνα μετέδιδαν στις ΗΠΑ δήλωση του προέδρου Τρούμαν που πληροφορούσε το κοινό ότι οι ΗΠΑ έριξαν μια βόμβα νέου τύπου στην ιαπωνική πόλη της Χιροσίμα. Ο Τρούμαν προειδοποιούσε ότι αν η Ιαπωνία εξακολουθούσε να αρνείται την παράδοσή της άνευ όρων, όπως προέβλεπε η Δήλωση του Πότσδαμ της 26ης Ιουλίου, οι ΗΠΑ θα έπλητταν κι άλλους στόχους με συντριπτικά αποτελέσματα.
Στις 8 Αυγούστου η Σοβιετική Ένωση κηρύσσει τον πόλεμο στην Ιαπωνία, τερματίζοντας τις ελπίδες των ΗΠΑ για λήξη του πολέμου πριν την είσοδο της Ένωσης στο πολεμικό θέατρο του Ειρηνικού. Την επόμενη μέρα, αμερικανικά αεροσκάφη πετούσαν φυλλάδια πάνω από την Ιαπωνία που έγραφαν: «Έχουμε στην κατοχή μας το πιο καταστρεπτικό εκρηκτικό που δημιούργησε ποτέ ο άνθρωπος. Μοναχά μία από τις νέες μας ατομικές βόμβες έχει ίση εκρηκτική ισχύ με 2.000 φορτία βομβαρδιστικών B-29. Οφείλετε να αναλογιστείτε το φοβερό αυτό γεγονός και σας διαβεβαιώνουμε ότι είναι απόλυτα ακριβές. Μόλις ξεκινήσαμε να χρησιμοποιούμε αυτό το όπλο κατά της πατρίδας σας. Αν εξακολουθείτε να αμφιβάλετε, ρωτήστε για το τι συνέβη στην Χιροσίμα, όπου έπεσε μοναχά μία ατομική βόμβα».
Λίγες ώρες αργότερα, η κατά 40% ισχυρότερη από αυτή της Χιροσίμα, βόμβα πλουτωνίου με το παρατσούκλι «Fat Man», έπληξε την πόλη Ναγκασάκι.
Στις 15 Αυγούστου η Ιαπωνία ανακοίνωσε την παράδοσή της στις Συμμαχικές Δυνάμεις, θέτοντας τέρμα στον Β’ Παγκόσμιο.
Η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, όπως και αυτής στο Ναγκασάκι τρεις μέρες αργότερα, έγιναν με προσωπική απόφαση του Προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Ο Τρούμαν υποστήριξε ότι έριξε τις βόμβες επειδή μια εισβολή στην Ιαπωνία θα κόστιζε χιλιάδες ζωές Αμερικανών.
Έκτοτε όμως η επιχειρηματολογία αυτή έχει αμφισβητηθεί έντονα και επικρατεί ευρέως η άποψη ότι οι ΗΠΑ έκαναν μια επίδειξη δύναμης στον υπόλοιπο κόσμο – και ιδιαίτερα προς τη Σοβιετική Ένωση – αφού η Ιαπωνία δεν ήταν πλέον σε θέση να διατηρήσει τον πόλεμο, με 64 πόλεις τις κατεστραμμένες από συμβατικούς βομβαρδισμούς.
Οι πολίτες της χώρας υπέφεραν από την πείνα ενώ η παραγωγή της χώρας βρισκόταν κυριολεκτικά στο μηδέν. Η Ιαπωνία είχε ήδη χάσει και απλά προσπαθούσε να επιτύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία με τους Συμμάχους.
Ωστόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν τη ρίψη των πυρηνικών βομβών, διαπράττοντας ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Αργοπεθαίνει

Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει
όποιος έχει την τηλεόραση για μέντωρα του

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου
και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης
αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια,
που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν “αναποδογυρίζει το τραπέζι” όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω απο ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλιστρήσει απ’ τις πανσοφές συμβουλές.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει το μεγαλείο μέσα του

Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη κακή του τύχη
ή για τη βροχή την ασταμάτητη

Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει
ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για όσα ξέρει

Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντα πως για να ‘σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής.

Μονάχα με μιά φλογερή υπομονή
θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία.

Martha Medeiros
(Πάμπλο Νερούδα)

Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για ποίημα του Νερούδα αλλά για ποίημα της Martha Medeiros από την Βραζιλία. Η συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας του Porto Alegre, Zero Hora, επικοινώνησε με το ίδρυμα Πάμπλο Νερούδα για να ξεκαθαρίσει το θέμα, καταθέτοντας ως απόδειξη το γραπτό της στα πορτογαλικά με τίτλο « A Morte Devagar»(«Αργά προς τον θάνατο») που δημοσιεύτηκε το 2000 . Σε μια ανακοίνωση του το ίδρυμα Πάμπλο Νερούδα όπως αναφέρει η Latin American Herald Tribune, ξεκαθαρίζει ότι δεν είχε ιδέα πώς ξεκίνησε όλη αυτή η παρεξήγηση. Όπως αναφέρει η εφημερίδα δεν είναι το μοναδικό ποίημα που κυκλοφορεί και αποδίδεται λανθασμένα στον Νερούδα.

Ο Πάμπλο Νερούδα (12/7/1904 - 23/5/1973) που γεννήθηκε στην πόλη Παράλ της Χιλής ήταν συγγραφέας, διπλωμάτης, πολιτικός. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νεφτάλι Ρικάρντο Ρέγες Μπασοάλτο. Σε ηλικία 16 χρόνων αποφάσισε να αλλάξει το όνομα του σε Πάμπλο Νερούδα για να τιμήσει την μνήμη του Τσεχοσλοβάκου ποιητή Ζαν Νερούδα.
Ο έρωτας είναι το κεντρικό θέμα πολλών έργων του, για αυτό και το όνομά του έγινε συνώνυμο με την ρομαντική ποίηση. Ο Νερούδα έγραψε επίσης, ωδές για πιο απλά και στοιχειώδη πράγματα της καθημερινής ζωής. Ο συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του Νερούδα, το Κάντο Χενεράλ.
Ο πιο γνωστός συγγραφέας της Κολομβίας, Γκάμπριελ Γκαρθία Μαρκέζ, τον χαρακτηρίζει ως τον «μεγαλύτερο ποιητή του 20ου αιώνα». Ο Νερούδα καθιερώθηκε από τα πρώτα κιόλας έργα του. Η συλλογή του, τα 20 ερωτικά τραγούδια και ένα τραγούδι της απόγνωσης, πουλήθηκε σε εκατομμύρια αντίτυπα.
Παρόλα αυτά, η ποίησή του δεν περιορίζεται μόνο στο θέμα της αγάπης. Όταν βρέθηκε στη Βιρμανία, έγραψε το Κατοικία στη Γη, για τον χρόνο, τη μεταφυσική, καθώς και για τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως συνέβη σε πολλούς πνευματικούς ανθρώπους, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος είχε μεγάλη επίδραση στην ποίησή του.
Το 1943 επέστρεψε στη Χιλή, αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε στόχος του καθεστώτος του προέδρου Κονζάλεζ Βιντέλα, επειδή είχε διαμαρτυρηθεί για τον τρόπο αντιμετώπισης των ανθρακωρύχων που απεργούσαν.Το 1949 κατάφερε να φύγει από τη Χιλή και κατευθύνθηκε- εξόριστος πλέον- προς την Ευρώπη. Ανάμεσα στα μέρη που έζησε ήταν και το νησί Κάπρι της νότιας Ιταλίας. Στη ζωή του στο Κάπρι στηρίζεται η ταινία Ο ταχυδρόμος.
Θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα, η ακτινοβολία του Πάμπλο Νερούδα έφθασε σε όλο τον κόσμο. Το 1971 κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, πράγμα που προκάλεσε αντιδράσεις λόγω της πολιτικής του δράσης.
Προσχώρησε στο κόμμα του Σαλβαδόρ Αλιέντε και τον στήριξε στο προεκλογικό του αγώνα. Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα ο Πάμπλο Νερούδα πέθανε το 1973 λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Πινοσέτ που ανέτρεψε την κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε.Η κηδεία του ήταν η πρώτη εκδήλωση λαϊκής αντίθεσης στο στρατιωτικό καθεστώς που απαγόρευσε τα έργα του ποιητή. Η απαγόρευση ίσχυε ως το 1990.
Τον Απρίλιο του 2013, ακριβώς 40 χρόνια μετά το θάνατό του, άρχισε η εκταφή του πτώματός του, με σκοπό να διακριβωθεί αν ο Νερούδα είχε πέσει θύμα δολοφονικής επίθεσης (δηλητηρίαση) από πράκτορες του δικτατορικού καθεστώτος.

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Ο όρκος των ποιητών στον Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα

Βαλένθια, Δημοκρατική Ισπανία 4 Ιούλη του 1937

Σαράντα ποιητές απ’ όλα τα μέρη του κόσμου συγκεντρώνονται στην πόλη της Βαλένθια, για το Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο των συγγραφέων, για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στο φασισμό.
Στο Παρίσι όπου συνεχίζεται και κλείνει το συνέδριο, οι ποιητές δίνουνε τον παρακάτω όρκο, τον οποίο συντάσσει ο Στρατής Τσίρκας μαζί με τον Langston Hughes. Τον «Όρκο» στον δολοφονημένο Ισπανό ποιητή και συγγραφέα Federico Garcia Lorca, κείμενο το οποίο προωθεί ο Louis Aragon και υπογράφεται από τους σαράντα συγγραφείς.

“Στ’ όνομα σου, Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, που πέθανες στην Ισπανία για τη λευτεριά του ζωντανού λόγου, εμείς, οι ποιητές από πολλές χώρες του κόσμου, που μιλάμε και γράφουμε σε διάφορες γλώσσες, ορκιζόμαστε εδώ πέρα, όλοι μαζί,
πως τ’ όνομα σου δε θα ξεχαστεί ποτέ πάνω στη γη,
και στ’ όνομα σου, όσο που θα υπάρχει τυραννία και
καταπίεση να τις καταπολεμήσουμε, όχι μονάχα με το λόγο
μα και με τη ζωή μας.”

Ανάμεσα στους ποιητές που υπογράφουν τον όρκο είναι οι Μπέρτολντ Μπρέχτ, Πάμπλο Νερούντα, Λουί Αραγκόν, Ηλία Έρενμπουργκ, Αλέξης Τολστόη, Πώλ Βαγιάν-Κουτυριέ, Λάγκστον Χιούγκς, Νικόλας Γκιλλιέν, Τριστάν Τζαρά, Ιβάν Γκόλλ, Λυκ Ντεκών, Ρομπέρ Ντεανός, Γιόχαν Μπέχερ, Νάνσυ Κιούναρντ, Αλέχο Καρπαντιέ.

Αναδημοσίευση από τη Λέσχη http://ilesxi.wordpress.com/



Ο Federico García Lorca (5/6/1898- 18/8/1936) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς, από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ισπανικής γενιάς του '27. Πέρα από το λογοτεχνικό του έργο, ασχολήθηκε επίσης με τη ζωγραφική και τη μουσική. 
Τα παιδικά του χρόνια τα περνάει στον τόπο που γεννήθηκε: στο Φουέντε Βακέρος της Γρανάδας. Ο Λόρκα ήταν ασθενική φύση. Ως τα τρία του δεν μιλούσε. Περπάτησε στα τέσσερα χρόνια του και για πολλά χρόνια κούτσαινε ελαφρά. Του άρεσαν τα λαϊκά τραγούδια αλλά και οι κλασικοί και ρομαντικοί ποιητές. Σπούδασε κιθάρα και πιάνο με δάσκαλο τον Μανουέλ ντε Φάλλια, όμως απεχθανόταν το σχολείο, όπως αργότερα και το Πανεπιστήμιο. Αυτό ωστόσο που σημάδεψε την ποίηση και το θέατρό του ήταν όταν είδε μικρός για πρώτη φορά έναν θίασο Τσιγγάνων που έπαιζαν κουκλοθέατρο. Τότε άρχισε να στήνει κι αυτός τις δικές του παραστάσεις για τα μέλη της οικογένειάς του.
Ο ποιητής πήγε στη Μαδρίτη το 1919 και εγκαταστάθηκε στη Residencia de Estudiantes για να σπουδάσει Φιλοσοφία και Δίκαιο όπου ενώθηκε με την ομάδα των συγγραφέων και καλλιτεχνών που θα αποτελούσαν τη γενιά του '27 η οποία θα ανανέωνε την ισπανική κουλτούρα (Λουίς Μπουνιουέλ, Σαλβαδόρ Νταλί, Μιγέλ Ουναμούνο,κ.α.). Πολύ σύντομα, με τις πρώτες του δημοσιεύσεις θα αναγνωριζόταν ως ο σημαντικότερος νέος ποιητής της Ισπανίας. Το 1920 ανεβαίνει στη Μαδρίτη το έργο του Τα μάγια της πεταλούδας. Την ίδια χρονιά γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή και την επομένη κυκλοφορεί στη Μαδρίτη η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Βιβλίο ποιημάτων, ενώ παράλληλα γράφει το Ποίημα του Κάντε Χόντο. Το 1925 ο θίασος της Μαργαρίτας Σίργκου ανεβάζει στη Βαρκελώνη το έργο Μαριάνα Πινέδα με σκηνικά του Σαλβαδόρ Νταλί. Το 1928 εκδίδει μαζί με φίλους του από τη Γρανάδα το περιοδικό El Gallo (O πετεινός), όπου και δημοσιεύονται τα μονόπρακτα του Η παρθένος, ο ναύτης και ο σπουδαστής και Ο περίπατος του Μπάστερ Κήτον. Την ίδια χρονιά εκδίδει το πρώτο μέρος του Ρομανθέρο Χιτάνο με ποιήματα της περιόδου 1924-1927. Ο Λόρκα γύρισε στην Ισπανία το καλοκαίρι του 1930, όταν η χώρα γνώριζε κοσμογονικές αλλαγές. Πρώτα ήταν η πτώση της δικτατορίας του Πρίμο ντε Ριβέρα. Έναν χρόνο αργότερα κηρύχθηκε έκπτωτος ο βασιλιάς Αλφόνσος ΙΓ/ και η Ισπανία έγινε δημοκρατία. Ο Φερνάντο ντε λος Ρίος έπαιξε μεγάλο ρόλο στην πολιτιστική αναγέννηση της χώρας, πρώτα ως στέλεχος και έπειτα ως επικεφαλής του υπουργείου Πολιτισμού και Πληροφοριών. Η δημοκρατική κυβέρνηση δημιούργησε δύο σημαντικά θέατρα: το Teatro del Publico, που το διηύθυνε ο Αλεχάντρο Κασόνα, και ένα περιοδεύον, που το διηύθυναν ο Λόρκα και ο Εδουάρδο Ουγκάρτε. Ήταν το περίφημο Λα Μπαράκα, που τo 1932 με εισήγηση του Λόρκα άρχισε να περιοδεύει σε όλη την Ισπανία και να δίνει παραστάσεις σε μικρές πόλεις και σε πανεπιστήμια (Ματωμένος γάμος,Δον Περλιμπλίν,κα). Οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες και έπαιζαν δωρεάν, ενώ τα σκηνικά, όπως και τα κοστούμια, τα έφτιαχναν φοιτητές της Αρχιτεκτονικής απ' όλη την Ισπανία. Ως το 1936 που διαλύθηκε, το θέατρο ανέβασε 13 έργα και έδωσε παραστάσεις σε 72 χωριά και πόλεις. Η σημασία του στη διαμόρφωση του ίδιου του Λόρκα ως θεατρικού συγγραφέα ήταν τεράστια. Με βάση τις εμπειρίες των παραστάσεων βελτίωσε τα κείμενά του, δούλεψε στην παραγωγή τους, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα έπαιξε και ο ίδιος κάποιους μικρούς ρόλους. Το 1936 ο Λόρκα διαβάζει στη Μαδρίτη τη διακήρυξη των ισπανών συγγραφέων κατά του φασισμού, στη διάρκεια τιμητικής εκδήλωσης για τον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι και στις 16 Ιουλίου αναχωρεί για τη Γρανάδα. Την επομένη μέρα ξεσπά το πραξικόπημα του Φράνκο και τρεις μέρες αργότερα οι φαλαγγίτες καταλαμβάνουν τη Γρανάδα. Στις 3 Αυγούστου ο κουνιάδος του Λόρκα Μοντεσίνος, σοσιαλιστής δήμαρχος της Γρανάδας, συλλαμβάνεται και εκτελείται. Στις 19 Αυγούστου 1936 το βράδυ έξω από τη Γρανάδα μέλη της τοπικής φρανκικής φάλαγγας πήραν τον 38χρονο ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα - που τον είχαν ήδη ανακρίνει και βασανίσει - μαζί με έναν κουτσό δάσκαλο, τους μετέφεραν σε κοντινό δασωμένο φαράγγι, τους έριξαν σαν σακιά μέσα σε μια τρύπα την οποία είχαν ανοίξει δύο νεαροί και τους εξετέλεσαν. Εβδομήντα πέντε χρόνια αργότερα ο τάφος του μεγαλύτερου ισπανού ποιητή του 20ού αιώνα παραμένει άγνωστος. Το φασιστικό καθεστώς δεν δίστασε να εκτελέσει έναν διάσημο ποιητή, που προερχόταν από μια πολύ γνωστή οικογένεια της περιοχής και διέθετε γνωριμίες στην υψηλή κοινωνία της Ισπανίας. Ο Λόρκα ήταν ομοφυλόφιλος, «όνειδος» για την εποχή και πρόκληση που η συντηρητική κοινωνία της Ανδαλουσίας δεν μπορούσε να την αντέξει. Ωστόσο η ομοφυλοφιλία του ως πιθανή αιτία της δολοφονίας του άρχισε να εξετάζεται τα τελευταία κυρίως χρόνια. Αλλά οι σχετικές υποθέσεις είναι παρακινδυνευμένες. Το πιθανότερο είναι ότι δύσκολα θα έπαιρναν την απόφαση να εκτελέσουν έναν από τους πιο διάσημους ποιητές της Ισπανίας τα μέλη της τοπικής φάλαγγας αν δεν υπήρχε άνωθεν εντολή. Αλλά δεν είναι να απορεί κανείς, αν σκεφτεί ότι εκείνη τη χρονιά μόνο στην περιοχή γύρω από την Αλάμπρα η φάλαγγα εξετέλεσε 30.000 άτομα, αφού ο Φράνκο είχε διακηρύξει ότι θα «προστάτευε» την Ισπανία από «τη διεθνή κομμουνιστική, εβραϊκή και μασονική συνωμοσία».

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Ο Ελεγκτής

Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν' ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σχοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ' αστέρια

εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.


Μίλτος Σαχτούρης, Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958


Ο Μίλτος Σαχτούρης (29/7/1919- 29/3/2005) γιος του δικαστικού και κρατικού νομικού συμβούλου Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελική Παπαδήμα και δισέγγονος του ναυάρχου και αγωνιστή του ’21 Γεωργίου Σαχτούρη από την Ύδρα. Το 1937 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του στο τέταρτο έτος και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, ζώντας από την πατρική του περιουσία. Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε σε αυτόν και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ως ένας ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίηση του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία. Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής. Τότε γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο και ήρθε σε επαφή με το καλλιτεχνικό ρεύμα του υπερρεαλισμού, τα μηνύματα του οποίου αφομοίωσε δημιουργικά στην πορεία του προσδιορισμού της προσωπικής του ποιητικής έκφρασης.
Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση έργων του Μπέρτολντ Μπρεχτ και του Φραντς Κάφκα και συνεργάστηκε με περιοδικά όπως Τα Νέα Γράμματα, Το Τετράδιο, Τα Νέα Ελληνικά, Το τράμ, Η λέξη. Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο σε διεθνή διαγωνισμό ποίησης της ιταλικής ραδιοφωνίας (1956), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1962), τη χορηγεία του ιδρύματος Φορντ (1972), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1987 για τη συλλογή Εκτοπλάσματα).

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Το Ψοφίμι

― Παρακαλώ, κύριε αστυφύλακα· εδώ απάνω, στο φράχτη, κοντὰ στον δρόμο, έχουν ρίψει ένα ψοφίμι, ένα μεγάλο σκυλί… Με τέτοια ζέστη, Ιούλιον μήνα… Θα μας κολλήσῃ πανούκλα όλους εδώ… Ίσα-ίσα στο ψήλωμα, εδώ, που είν᾿ ἐξοχικὸ μέρος… όπου έρχονται οι άνθρωποι να πάρουν λίγον αέρα καθαρόν!...
Ο ομιλών ―ο κύριος Α.― ήτο παχύμισθος υπάλληλος της Κυβερνήσεως. Το δημόσιον του έδιδε, δια τας εκδουλεύσεις του, υπὲρ τας τριακοσίας δραχμὰς τον μῆνα. Αλλὰ τας δραχμὰς αυτὰς τας εθεώρει ως ιερὰς και δεν απεφάσιζε ν᾿ αποκόψῃ λεπτὰ δι᾿ ένα πτωχὸν λούστρον, όπως σκάψῃ λάκκον και θάψῃ το ψοφίμι. Τοιαύτη θυσία θα του εφαίνετο ίσως μάλλον ιεροσυλία. Η δε οικία του έκειτο πλησιέστατα εκεί, και ήτο ο πρώτος ενδιαφερόμενος.
Όθεν απηυθύνθη εις τον υπ᾿ αριθ. 3 χιλιάδας τόσα αστυφύλακα. Ο αστυφύλαξ εφόρει λευκά, κι εσύχναζεν εις το εγγὺς καφενεδάκι. Απήντησε δε λίαν προθύμως και φιλοφρόνως:
― Μάλιστα· τώρα, να πούμε εις ένα αστυφύλακα ―μπορώ να πάω κι εγω― να πάρῃ κι ένα σκουπιδιάρη, να παν’ να το πετάξουν αποκεί.
Κι εκάθισε στο καφενεδάκι, δια να διαβάσῃ τα νέα της ημέρας.
Εν τω μεταξὺ ο κύριος Α. απηυθύνθη, εν απουσία του καφετζή, προς τον υπάλληλον του καφενείου, και του είπε:
― Δεν σας ήρθε σας η βρώμα;… Ειπὲ του κυρ Τάσου (το όνομα του καφετζή) να λάβῃ τα μέτρα του… δια να μην αρρωστήσῃ όλος αυτὸς ο κόσμος που έρχεται να πάρῃ τον αέρα του εδώ επάνω.
Ο μικρὸς υπάλληλος έσεισε την κεφαλήν, ως να ήθελε να είπῃ: «Δεν βαρυέσθε: Καὶ ποιός θα φροντίσῃ; Ό,τι εφροντίσατε σεις, ο πρώτος που ανεκαλύψατε αυτὸ το σπάνιον φαινόμενον».

Ο αστυφύλαξ, ως να εκεντρίσθηκε από την δευτέραν αυτὴν αναψηλάφησιν του ζητήματος, εσηκώθη, εκοίταξε τριγύρω, και ευτυχώς εξάνοιξε μακρὰν ένα συνάδελφόν του, βαίνοντα εις πλάγιόν τινα δρόμον. Τον έκραξε, κι εκεῖνος ήλθε.
― Να σου πω, του λέγει: πας στο Τμήμα, να πης του σκοπού, να πη του σταθμάρχη, να στείλη ένα αστυφύλακα, να βρη ένα σκουπιδιάρη, να παν’ εδῶ παραπάνω, που λέει ο κύριος εδώ… είν᾿ ένα σκυλὶ ψόφιο… να το πάρουν απ᾿ εκεί, να το πετάξουν πουθενά;
― Καλά…
Και ο δεύτερος αστυφύλαξ εκινήθη βραδύς, κατερχόμενος τον δρόμον.

Την νύκτα, όταν ο κ. Α. απεσύρετο δια να απέλθῃ οίκαδε, εις το φως της
σελήνης, έστρεψε τα όμματα και την ρίνα προς το μέρος όπου είχεν ιδεί το δυσάρεστον πράγμα το πρωί. Τὸ ψοφίμι ήτο ακόμη εκεί, αναδίδον λοιμώδη οσμήν.
Ο άνθρωπος, εν μεγάλῃ αδημονία, έκλεισε τα παράθυρά του, κι εκοιμήθη. Την άλλην πρωίαν, εις τὸ μικρὸν καφενεῖον ηύρε πάλιν τον αστυφύλακα.
― Δεν εκάματε τίποτε για το ψοφίμι που σας είπα;
― Μάλιστα· έστειλα είδηση στον σκοπό… ν᾿ αναφέρῃ στο σταθμάρχη… να στείλη ένα αστυφύλακα ―μπορούσα να πάω κι εγώ― να πάρη ένα σκουπιδιάρη, να παν να λάβουν μέτρα… Και δεν το πέταξαν;
― Πεταμένο είναι από προχθές· μάλλον έπρεπε να το θάψουν.
― Ας είναι, θα φροντίσω· τώρα πάω στο Τμήμα.
Την εσπέραν, όταν ο κυβερνητικὸς υπάλληλος επανήρχετο εις την οικίαν του, το ψοφίμι ήτο πάντοτε εκεί, δηλητηριάζον τον αέρα με την δυσωδίαν του.
Το πρωί, ο κ. Α. προς τον πρώτον αστυφύλακα:
― Μα δεν έγινε τίποτε για το ψοφίμι… Ζήτημα, βλέπω, κατήντησε κι αυτό… Καλὰ που δεν συνεδριάζει πλέον ἡ Βουλή, δια να γίνῃ επερώτησις…
― Τί; Δεν το σήκωσαν αποκεί; Περίεργο! Εγω έλαβα μέτρα. Ας είναι, ησυχάσατε. Σήμερα, χωρὶς άλλο. Πάω επίτηδες να τους βιάσω, να στείλουν ένα αστυφύλακα ―μπορώ να πάω και μόνος μου― με ένα σκουπιδιάρη…

Την επομένην νύκτα, ακόμη το ψοφίμι ήτο εκεί. Ευτυχώς είχε συννεφιάσει, και ήστραπτε ραγδαίως προς τον μαίστρον, εις τὰ ΒΔ του ορίζοντος. Ο κ. Α. μόλις επρόλαβε να φθάσῃ εις την οικίαν, να κλείσῃ τα παράθυρα, κι ενέσκηψε σφοδροτάτη θύελλα, άνεμος και βροχή, δροσιστικὴ και παρήγορος.

Το πρωί, ανάμεσα εις το ηλλοιωμένον υγρὸν έδαφος, μόλις εφαίνοντο πλέον τα ἴχνη τοῦ θνησιμαίου σκύλου, ολίγα μόνον γυμνὰ κόκκαλα του σκελετού· η ραγδαία βροχὴ είχε παρασύρει τας σαπρὰς σάρκας, και είχε διαλύσει την δυσοσμίαν.

Κι έτσι δεν έγινεν επερώτησις εις την Βουλήν. Μόνον έγινε χρονογράφημα εις εφημερίδα.


Χρονογράφημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δημοσιευμένο στην εφημερίδα Νέον Άστυ 5/8/1906


Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4/3/1851 - 3/1/1911), «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη, είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Έγραψε κυρίως διηγήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:
"Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα". Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι". Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας."
Η επίσημη κριτική εξέλαβε τον μεγάλο μας Σκιαθίτη συγγραφέα σαν καρπό ενός παράταιρου γάμου, αφού του αποδόθηκε μια ταξική συνείδηση που ήταν συνάμα φεουδαρχική και αγροτική, αρχοντική και λαϊκή. Όσο όμως και αν κρύβει σπέρματα αλήθειας μια τέτοια θέση, ουδείς μπόρεσε να παραγνωρίσει ότι ο Παπαδιαμάντης υπήρξε πολύ ευθύβολος στις κοινωνικές του θέσεις δεν δίστασε να μαστιγώσει μέσα από τα μυροβόλα κείμενά του την πλουτοκρατία που τη θεωρούσε πηγή του ανθρώπινου πόνου και κάθε μορφής δυστυχίας. Γράφει έτσι ο Σκιαθίτης «Η πλουτοκρατία ήτο είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος. Αυτή γεννά την αδικίαν, αυτή τρέφει την κακουργίαν, αυτή φθείρει σώματα και ψυχάς. Αυτή παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα. Αυτή καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς».

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Το φως που καίει

Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές.
Ως τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών.
Λεφτεριά θα πει δύναμη.
Οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τ’ αφτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους.
ΜΩΜΟΣ: Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα, όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ: Ποια;
ΜΩΜΟΣ: Η Ανισότητα.

Κώστας Βάρναλης, απόσπασμα από Το φως που καίει


O Κώστας Βάρναλης (14/2/1884-16/12/1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. 
Γεννήθηκε στον Πύργο Ανατολικής Ρωμυλίας σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Μπουργκάς σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Αμαλιάδα και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια.

Κάποτε επί χούντας -θυμόταν η Ελλη Αλεξίου- τον είχαν καλέσει στην Αστυνομία. Κι η πρώτη ερώτηση στην εξέταση που του έκαναν ήταν: «Πού διαμένετε;». Και η απάντηση: «Αφού δεν ξέρετε, πώς ήρθατε και με βρήκατε;». Κι όταν πάλι -σε παρόμοια περίπτωση- είχε ερωτηθεί: «Ποιο είναι το πολιτικό σας πιστεύω;» ο Βάρναλης δεν δίστασε -δεν δίστασε ποτέ- κι είπε:
«Πολύ ανιαροί είσθε. Ολο τα ίδια ρωτάτε. Σας το 'πα μια φορά και φθάνει: είμαι κομμουνιστής».

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ἐπιλογικό

Νὰ μὲ θυμόσαστε - εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα 
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια, 
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.

Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.

Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:

Θἄθελα 
ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω 
ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω, 
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια 
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω, 
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε: 
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ 
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.

Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.

Γιάννης Ρίτσος

Ο Γιάννης Ρίτσος (1/5/1909 - 11/11/1990) ήταν ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του. 
Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ιδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατόπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη. Μετά την απελευθέρωσή του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ. Το 1956 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Το 1967 εξορίζεται στη Γυάρο, Λέρο και Σάμο (κατ’οίκον περιορισμός) ως το 1970. Το 1968 στέλνει κρυφά στη Γαλλία το «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» και τα «Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», που τα μελοποιεί ο Θεοδωράκης ,ο οποίος βρίσκεται στη Γαλλία και τα παρουσιάζει σε συναυλίες. Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ. Συμμετέχει στις διαδηλώσεις οικοδόμων και φοιτητών στο Πολυτεχνείο, για το οποίο γράφει «Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο, κ’η φωνή τους ακόμα Αδέλφια, Αδέλφια...»(Το σώμα και το αίμα). Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.