Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Moving day

There are so many flights of stairs
that lead up toward your heart
I get breathless just thinking about
having to climb them all

others in the lobby
are waiting for you to install an elevator
they argue about their place in line
all insisting they were first

my luggage hits the first step

beneath me the noise blooms
like a clumsy flower
and they all turn their heads toward me

for a moment
they are silent

and then

laughter stampedes from their lungs
the instant they recognize
my preposterously imminent failure

they are certain
I won’t succeed

and perhaps I won’t

but I can find no good reason to tell them
that none of what they are carrying
will fit with them in that elevator
they are all waiting for

so I save my breath

and listen to the next flower
loudly take its place in the bouquet
as I pull the heavy luggage of my heart
up the next step

toward yours.


Shane.L.Koyczan

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Άτιτλο

Όταν έρχεσαι με την εικόνα σου
Πίσω απ’ το δέρμα
Σου γνέφω χορευτικά
Κανείς δε γλιτώνει απ’ τον εαυτό του
Άγγιξε
Υπάρχει στο βλέμμα ένας πιθανός
Απίθανος ήλιος

Γεωργία Τρούλη

Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

Πένθιμα αναμενόμενο

Πρέπει να βρούμε τρόπο
να γεφυρώσουμε
τον έρωτα ανάμεσά μας.
Δεν πάει άλλο.
Με κούρασε η πτώση
στο κενό.
Έχω στα χέρια μου
τα Άνθη του Κακού.
Στο κεφάλι μου
ένα φρικτό πονοκέφαλο.
Δεν ξέρω αν πρέπει
να πιω μια ασπιρίνη
ή να ερωτευθώ
την πρώτη Μαρία
που θα βρεθεί
μπροστά μου.
Είναι κι αυτός ο χειμώνας
που με βυθίζει στο αναπάντεχο.
Είσαι κι εσύ, που επιμένεις
ν' αγαπώ το αναμενόμενο.


Αντωνης Τσόκος, Ένα ποτήρι ακόμη, Τσαρλς – Εκδ. Γαβριηλίδης, 2015

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Χαρταετός

από τη Μαρία Νεφέλη

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν – ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πώς να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε –
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι…

Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «δεσποινίς»
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια·
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ’βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι «Ή Άννέτα με τα σάνταλα»
«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω – δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα».
Μου το ’χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ’χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ – δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν – απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν·
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.


Οδυσσέας Ελύτης