Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Το τραγούδι του εαυτού μου

Το βάθρο μου είναι στερεωμένο και σφηνωμένο σε γρανίτη,
Περιγελώ αυτό που εσείς ονομάζετε αποσύνθεση,
Και ξέρω την έκταση του χρόνου.
Το μόνο που θέλω είναι να βρω το νησί μου...
Εκεί θα κάνω τις στιγμές ευτυχίας καθημερινότητα, εκεί θα διώξω τα ''θέλω'', εκεί θα βρω κάθε μου ναι και όχι, εκεί θα ''ζήσω'' κάθε μου θάνατο, εκεί θα αφήσω εμένα ελεύθερο. Το μόνο που θέλω είναι να με βρώ
Το μόνο που θέλω ρε, είναι να ζήσω κάθε μου στιγμή και να μην καταλήξω δυο ημερομηνίες με μια παύλα ανάμεσα...
Ζητώ πολλά;


Γουόλτ Γουίτμαν ( Το ποίημα είναι απόσπασμα από Το  Τραγούδι του εαυτού μου, χαραγμένο στον τάφο του.)



Ο Walt Whitman (31/5/1819 – 26/3/1892) ήταν αμερικανός αυτοδίδακτος ποιητής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Ουμανιστής, πήρε μέρος στη μετάβαση από τη μεταφυσική στο ρεαλισμό, ενσωματώνοντας και τις δυο όψεις στο έργο του. Ανήκει στους ποιητές με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Αμερική και συχνά τον ονομάζουν "πατέρα του ελεύθερου στίχου". Το έργο του ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο στην εποχή του, ιδιαίτερα η συλλογή του Φύλλα Χλόης (Leaves of Grass), που περιγράφηκε ως ανήθικη λόγω της απροκάλυπτης σεξουαλικότητάς που τη διαπνέει. Θεωρείται το σημαντικότερο έργο του, πρωτοεκδόθηκε το 1855 με τα λεφτά του ενώ ο ίδιος δε σταμάτησε να το επεκτείνει και να το βελτιώνει μέχρι το θάνατό του.
Γεννημένος στο Λονγκ Άιλαντ, ο Whitman τέλειωσε μόνο το δημοτικό και εργάστηκε ως δημοσιογράφος, δάσκαλος, κρατικός υπάλληλος, και -σε συνδυασμό με την έκδοση ποιημάτων- ήταν εθελοντής νοσοκόμος κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου.
Η σεξουαλικότητα του αναφέρεται συχνά στην ποίησή του, και παρόλο που οι βιογράφοι συνεχίζουν να διαφωνούν, συνήθως περιγράφεται ως ομοφυλόφιλος ή αμφιφυλόφιλος στα συναισθήματα και τα θέλγητρα. Ωστόσο δεν έχουν καταλήξει στο αν όντως ο Γουίτμαν είχε σχετιστεί με άντρες.
Έγραψε ποιήματα πανθεϊστικά και φυσιολατρικά, αγαπούσε την όπερα, διάβαζε βεδικούς ύμνους, αστρονομία, γερμανική φιλοσοφία αλλά και Όμηρο, Σαίξπηρ, Ντίκενς. Ο Γουίτμαν ενδιαφερόταν για την πολιτική σε όλη του τη ζωή. Πάλεψε για την ελευθερία των μαύρων και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ποίησή του παρουσιάζει την πίστη του στην ισότητα των φυλών και κάποια στιγμή έκανε έκκληση για την κατάργηση της δουλείας, όμως αργότερα πίστεψε πως το κίνημα αυτό ήταν απειλή για τη δημοκρατία. Τον χαρακτήρισαν ανατρεπτικό ποιητή - ανήθικο και επικίνδυνο άνθρωπο. "Οι στίχοι μου είναι τσαπιές βαρβάρου" έλεγε στους λεπτολόγους κριτικούς "όμως εγώ δεν ήρθα εδώ για να κεντήσω".

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Πῶς μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία»

Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ.
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.

Κώστας Βάρναλης



O Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βουλγαρίας 1884- Αθήνα 1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις.Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. 
Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού. Πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας φιλολογίας κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στο μαρξισμό και το διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. 
Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή τη δημοσίευση από το περιοδικό Εστία ενός αποσπάσματος από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. 
Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν. Το έργο του χαρακτηρίζεται  από ενδιαφέρον για το σύγχρονο άνθρωπο, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄.

«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Τα λεφτά


του Μάνου Παπαδάκη
Συμμετέχουν: Γιάννης Κότσιρας, Βασίλης Καζούλης, Σπύρος Γραμμένος και Φίλιππος Μπουραΐμης

Ντροπή της Ευρώπης


Κοντά στο χάος, διότι δεν ταιριάζει στις αγορές.
Αποστασιοποιήθηκες από τη χώρα που σου έδωσε ρίζες.
Ό,τι αναζήτησες με την ψυχή σου, έκρινες πως κατέκτησες.
Και τ' αξιολόγησες μ' αξία απολειφαδιού.

Σαν γυμνή ταπεινωμένη, διαπομπεύουν τη χώρα τούτη,
μια παροιμία δίδασκε να της χρωστάς ευγνωμοσύνη.
Καταδικασμένη στη φτώχεια, χώρα με πλούτο
που διακοσμεί μουσεία, με ανοίκεια και λάθρα λάφυρα.

Ορδές επέδραμαν με όπλων βία
στ' αγιασμένα νησιά σου, κρατούσαν τον Χαΐδερλιν* στων στολών τις τσέπες.
Χώρα έγινες ανεπιθύμητη, ενώ Συνταγματάρχες σου
γίναν καλοδεχούμενοι σύμμαχοι.

Χώρα αποκαθηλωμένη από δικαιώματα, στημένη από ισχυρογνώμονες,
αυστηρά και δίχως έλεος.
Αντιστέκεται μαυροντυμένη η Αντιγόνη και στο πανελλήνιο
πένθος φέρει ο λαός, αυτός που κάποτε ήταν ξένιος.

Μακρά απ' τα σύνορα οι οικείοι του Κροίσου κόμισαν ό,τι έλαμπε χρυσό
κι εσύ τα δέχθηκες στα κελάρια σου.
Πιες! Επιτέλους πιες*2! Οικτίρουν οι υποτακτικοί των επιθεωρητών
αλλά οργίλος ο Σωκράτης πετά το ποτήρι γεμάτο.

Βλασφημούν σε μεικτή χορωδία την ουσία και τον λόγο σου,
ενώ οι θεοί ξεσηκώνονται όταν τους εξορίζεις απ' τον Όλυμπο...
Δίχως φιλότιμο θα μαραθείς δίχως τη χώρα τούτη,
το πνεύμα που σε εμπνεύστηκε Ευρώπη...

* Γιόχαν Κρίστιαν Φρήντριχ Χαΐδερλιν (Johann Christian Friedrich Hölderlin 1770 – 1843): Ήταν μείζων Γερμανός λυρικός ποιητής. Το έργο του γεφυρώνει την κλασική σχολή στη λογοτεχνία με τη ρομαντική. Βασανιζόμενος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από ψυχική νόσο, υπέφερε από μεγάλη μοναξιά, και συχνά περνούσε το χρόνο του παίζοντας πιάνο, ζωγραφίζοντας, διαβάζοντας και γράφοντας, ενώ πραγματοποιούσε και ταξίδια όποτε του δινόταν η ευκαιρία.



*2 Οι εγκάθετοι της Ε.Ε. χρησιμοποιούν απέναντι στο Σωκράτη το ρήμα "πίνω" που χρησιμοποιείται στα γερμανικά για τα ζώα (saufen) κι όχι για τους ανθρώπους.


Γκύντερ Γκρας, Aπόδοση: Χάρης Λαζαρόπουλος

Ο 
Günter Grass (γεν. 16/10/1927) είναι ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Γερμανούς συγγραφείς ο οποίος βραβεύτηκε το 1999 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Εκτός από τα μυθιστορήματα με τα οποία έγινε γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο,έγραψε θεατρικά έργα και ασχολήθηκε με την ποίηση. Συγχρόνως είχε έντονη ανάμειξη στην πολιτική ζωή της Γερμανίας. Ο Γκύντερ Γκρας,για πάνω από μισό αιώνα αποτελεί ένα είδος "ηθικής συνείδησης" της Γερμανίας,καθώς με το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου και τις δημόσιες παρεμβάσεις του προσπάθησε να εμποδίσει τον εφησυχασμό των συμπατριωτών του,που μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο,ήθελαν να κλείσουν τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν,ξεχνώντας τα ναζιστικά εγκλήματα. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ο Γκρας τάχθηκε ενάντια στην ένωση των δύο Γερμανιών και πρότεινε, για τουλάχιστον μια επταετία, μια Συνομοσπονδία των δύο Γερμανικών κρατών, η οποία μελλοντικά θα μπορούσε να αποκτήσει την μορφή μιας ένωσης Γερμανικών κρατών. Υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των τσιγγάνων, υποστηρίζοντας την ανάγκη χορήγησης σε αυτούς ευρωπαϊκού διαβατηρίου, που θα τους επιτρέπει τη διαμονή σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος. Δημιούργησε στην Ρουμανία ένα ίδρυμα για τους Ρομά, με την ονομασία "Εταιρία για τους απειλούμενους λαούς", το οποίο κάθε χρόνο βραβεύει όσους προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή των τσιγγάνων. Για τον Γκύντερ Γκρας οι Τσιγγάνοι είναι αυτό που καμωνόμαστε ότι είμαστε εμείς: εκ γενετής γνήσιοι Ευρωπαίοι.

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Εγκώμιο στον κομμουνισμό

Είναι λογικός, καθένας τον καταλαβαίνει. Ειν’ εύκολος.
Μια και δεν είσαι εκμεταλλευτής, μπορείς να τον συλλάβεις.
Είναι καλός για σένα, μάθαινε γι’ αυτόν.
Οι ηλίθιοι ηλίθιο τον αποκαλούνε, και οι βρωμεροί τον λένε βρωμερό.
Αυτός είναι ενάντια στη βρωμιά και την ηλιθιότητα.
Οι εκμεταλλευτές έγκλημα τον ονοματίζουν.
Αλλά εμείς ξέρουμε:
Είναι το τέλος κάθε εγκλήματος.
Δεν είναι παραφροσύνη, μα
Το τέλος της παραφροσύνης.
Δεν είναι χάος
Μα η τάξη.
Είναι το απλό
Που είναι δύσκολο να γίνει.

Μπέρτολτ Μπρεχτ



Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (γενν. Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10/2/1898 - 14/8/1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του "επικού θεάτρου" (Episches Theater) στη Γερμανία. Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία. Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική του Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.

Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του Βάαλ (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του Ταμπούρλα μες τη Νύχτα (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ κι επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το "διδακτικό" και "ανθρωπιστικό" θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του.

Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό Η Λέξη (Das Wort). Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.

Το 1944 γράφει το έργο Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής, μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού. Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Ο τρελός με τα πουλιά

Ξύπνησε στη μέση της νύχτας από εκκωφαντικά κελαηδίσματα πουλιών. Στην αρχή χάρηκε. Ξημέρωσε, σκέφτηκε. Μετά συνειδητοποίησε πως ήταν μαύρη νύχτα, και πως δεν ζούσε πια – αλίμονο – στην εξοχή, μα στο κέντρο της πόλης.
Αλλά τα πουλιά εξακολούθησαν. Τότε τρόμαξε. Κατάλαβε πως είχε ψευδαισθήσεις.
- Είμαι τρελός! Θεέ μου, τρελάθηκα!
Ο φόβος τον έκοψε στα δυο. Ανασηκώθηκε, άναψε το φως. Προσπάθησε να ξυπνήσει εντελώς. Το κελάηδισμα συνεχιζόταν. Άγριες, τσιριχτές κραυγές, μπλεγμένες με μικρά, ήσυχα τιτιβίσματα – και ανάσπαρτες μελωδικές τρίλιες.
- Αηδόνι, ψιθύρισε.
Οι τρίλιες και οι λαρυγγισμοί του αηδονιού άρχισαν να κυριαρχούν στον ηχητικό χώρο – και τι περίεργο: ο φόβος του απάλυνε, μια ηρεμία, μια πραότητα, μια γαλήνη του χαλάρωσαν τα μέλη.
Κι έτσι, έγινε δύο: ο άνθρωπος που φοβόταν την τρέλα του – και ο άλλος που χαιρόταν τη μελωδία των πουλιών.
- Σ’ όλη μου τη ζωή θ’ ακούω τώρα ανύπαρκτα πουλιά; αναρωτιόταν ο ένας. Κι ο άλλος έλεγε: Θεέ μου! πόσον καιρό είχα ν’ ακούσω αηδόνι!
Αλλά ο λογικός εαυτός κυριάρχησε.
- Πρέπει να δω ένα γιατρό. Κάτι πρέπει να γίνει!
Ο γιατρός του έδωσε μια σειρά από διάφορα χάπια σε διάφορες ώρες. Τα πουλιά εξασθένησαν και σιγά – σιγά χάθηκαν. Ξαναβρήκε τη σιγουριά του, την αυτοπεποίθησή του. Έπαψε να φοβάται πως ξαφνικά στη μέση μιας συζήτησης ή την ώρα της δουλειάς του θα τρόμαζε από ανύπαρκτους κελαηδισμούς.
Τα χάπια του ρύθμισαν και άλλες ιδιομορφίες της ζωής του. Του πήραν τις εκρήξεις αισιοδοξίας και τις κρίσεις μελαγχολίας, τις αιχμές και τις πτώσεις. “Κάπου μου σιδέρωσαν τη ζωή”, σκέφθηκε. Δούλευε πιο στρωτά, ζούσε πιο ομαλά, κοιμόταν πιο βαθιά.
Αλλά κάποια νύχτα ξαναξύπνησε απότομα. Και τώρα τον τρόμαξε η σιωπή. Κανένας ήχος, ούτε φυσικός θόρυβος.
Η σιωπή του μπετόν και της πόλης ήταν ξαφνικά πιο βαριά από τον τρόμο της παραίσθησης. Από κείνη τη μέρα, παρ’ όλα τα πολλά χάπια, πήρε την κάτω βόλτα. Ήταν μελαγχολικός, σκυθρωπός, αμίλητος.
Ξαναπήγε στο γιατρό. Εκείνος του άλλαξε τη σύνθεση των χαπιών. Αλλά δεν έγινε τίποτα.
Άρχισε τώρα να βλέπει περίεργα όνειρα – ακουστικά όνειρα. Πρωταγωνιστούσαν ήχοι – άνεμος φυσούσε, κύματα που σερνόντουσαν στα βότσαλα, φύλλα που θρόιζαν, και πουλιά… πολλά πουλιά.
Στα όνειρα αυτά ήταν ευτυχισμένος. Αλλά όταν ξυπνούσε ξανάπεφτε στην κατάθλιψη. Άρχισε ν’ αναρωτιέται, τι θα γινόταν αν σταματούσε τα χάπια. Ένιωσε πως είχαν δημιουργήσει μέσα του ένα τρίτο πρόσωπο – άσχετο με τον υγιή αλλά και με τον τρελό εαυτό του. Αυτό το πρόσωπο τον καταπίεζε φοβερά.
Όμως δίσταζε να σταματήσει γιατί έτρεμε το ανύπαρκτο. Όπως όλοι μας είχε εκπαιδευτεί στο φόβο της τρέλας.
Αλλά μια μέρα τόλμησε. Η αποκόλληση από τα φάρμακα ήταν πολύ οδυνηρή – τον απορύθμισε τελείως. Κάπου όμως είχε ξεπεράσει μέσα του τις συμβάσεις του “κανονικού” και του “ανώμαλου” και άρχισε να δέχεται την αίσθηση όπως του ερχόταν.
Τότε γύρισαν και τα πουλιά. Η εμπειρία δεν ήταν αμιγής. Είχε ευχαρίστηση αλλά και τρόμο. Ιδιαίτερα όταν βρισκόταν μέσα στους κλασικούς συμβατικούς χώρους, στις τυπικές καθημερινές καταστάσεις: στο τρόλεϋ, στη δουλειά, στο πάρτι. Εκεί ξαφνικά η παραίσθηση τον απομόνωνε τελείως από τους άλλους. Αυτό δεν το άντεχε.
Σκέφτηκε να ξαναπάει στο γιατρό. Αλλά θα του έδινε πάλι χάπια.
Πέρασε καιρός – και πολλή ταλαιπωρία – μέχρι να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει. Μάζεψε όλα του τα υπάρχοντα, παραιτήθηκε από τη δουλειά του, αποχαιρέτισε τους γνωστούς του.
Πήγε κι έχτισε ένα σπιτάκι σε μια λόχμη ποταμού όπου μαζεύονταν τα περισσότερα πουλιά της χώρας. Εκεί έκανε το καινούριο του νοικοκυριό. Βρήκε δουλειά να βοηθάει στο διπλανό χωριό – πάντα χρειάζεται ένας γραμματιζούμενος. Και βολεύτηκε.
Τώρα, όταν ακούει πουλιά, δεν ξέρει αν είναι τα “δικά του” ή τα πραγματικά. Γιατί ο τόπος είναι παράδεισος των πετεινών – κι έγινε ακόμη πιο πολύ αφότου ήρθε αυτός κι έδιωξε τους λίγους κυνηγούς και τα παιδιά με τις ξόβεργες.
Όλη μέρα κελαηδισμοί αντηχούν στ’ αυτιά του. Και τι τον νοιάζει από πού έρχονται;
Ένιωσε τότε πως ο μόνος τρόπος να μη φοβάσαι τη διαφορά ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, είναι να την καταργήσεις.
Χάρηκε που τα ανύπαρκτα πουλιά τον έφεραν κοντά στα υπαρκτά.
Και, για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, ήταν ευτυχισμένος.

Νίκος Δήμου


Ο Νίκος Δήμου είναι ποιητής, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, χρονογράφος και σατιρικός. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε φιλοσοφία στο Μόναχο. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1953. Ακολούθησαν άλλα εξήντα, που έχουν κυκλοφορήσει σε πολλές επανεκδόσεις. Από το 1979 έχει κρατήσει προσωπικές στήλες σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Νεκρή Ζώνη

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεκτικός,
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο. 

Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα 
μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων 
μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα. 

Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια 
κι όσο μπορείς μη σκύβεις για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα. 
Βάδιζε πάντα σταθερά σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του. 

Να εκμεταλλεύεσαι κάθε λάμψη απ’ τις ρυπές των πολυβόλων 
για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου 
πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων. 

Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί 
στην άκρη του νερού εκεί 
στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου. 

Προς το παρόν, νά ‘σαι πολύ προσεκτικός 
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο 
που κουβαλάς στον ώμο. 

Άρης Αλεξάνδρου



Ο Άρης Αλεξάνδρου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ρωσίδα το 1922. Ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1928 και αφού έμεινε δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, έπειτα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο Λύκειο. Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην ΑΣΟΕΕ, όμως εγκατέλειψε σύντομα τις σπουδές του για να ασχοληθεί με τη μετάφραση. Ξεκίνησε να δουλεύει ως μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη το 1943.

Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας ο Αλεξάνδρου μαζί με μερικούς φίλους του, είχε δημιουργήσει μια ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού, η οποία συνέχισε τη δράση της τον πρώτο καιρό της κατοχής. Το 1941 η ομάδα αυτή προσχώρησε σε μια κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία όμως ο Αλεξάνδρου αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Από το 1944, που συνελήφθη για πρώτη φορά, και για 15 χρόνια, ο Άρης Αλεξάνδρου γνώρισε διώξεις και εκτοπίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο, στον Άγιο Ευστράτιο κ.α. Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 διέφυγε στο Παρίσι όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές. Πέθανε στο Παρίσι το 1978.

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Το πρόσωπο του τέρατος


Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει οτι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά.
Ο Φρανκεστάιν έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλλα, κι όλομόναχο χορεύει με πάθος ένα ταγκό ελλειπτικό. Δεν υπάρχει μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος και αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισθέντων και νεκρών. Και το ταγκό να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσους εννοούνε ν’ αντιδράσουνε στο τέρας, και εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.
Από την ώρα πού ο Φρανκεστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, 0 κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δε φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ’ το μυαλό της κότας. Απ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό που βρυχάται. Τι να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;
Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, η συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.
Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ’ τους εχθρούς. Κι ο εχθρός γεννιέται, δε γίνεται. Μας παρακολουθεί απ’ το σχολείο, σαν ήμασταν παιδιά, κι επιζητεί τον εξαφανισμό μας.
Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στην τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ’ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
- Πώς λέγεσαι; ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δύο άλλοι, δικοί του φίλοι.
- Βασίλης, του απαντώ.
- Και πού μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
- Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια.
Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φάνουν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:
- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός.
 Καί μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο καί τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
Ή μορφή του τέρατος είναι πολύχρωμη. Χιλιάδες φωτεινές επιγραφές με άθλια ονόματα καλλιτεχνών, συλλόγων και εταιριών αυτοκινήτων, στοιβάζονται στην οπτική περιοχή των περαστικών που επιζητούν να σπάσουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια για νά μπουν μέσα να προφυλλαχτούν από τις πόρνες, τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα και τις για πάντα ασύλληπτες υπερηχητικές μοτοσυκλέτες. Προχτές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη, και την είδα πάνω μου, να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας. Ζήτησα να επανέλθω στην όρθία μου στάση, επί της λεωφόρου, αλλά είχε ξημερώσει στο μεταξύ και η εφαρμογή του οδικού μας Κώδικα δεν μου επέτρεπε την επαναφορά της λεωφόρου στην αρχική της θέση. Έτσι, η μεν λεωφόρος παρέμεινε μετέωρος, κι εγώ, επέστρεψα στο σπίτι μου πεζός.
Το τέρας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί. Οι οδοκαθαριστές άρχιζαν την παράσταση τους με Σαίξπηρ, Σίλλερ και Αισχύλο, μια και ανήκουν δικαιωματικά στο υπουργείο Πολιτισμού. Χορός από τραβεστί, ψάλλει τα χορικά του Θεοδωράκη και αποσύρεται εις τάς μικράς οδούς, χορεύοντας συρτάκι. Τουρίστες Γάλλοι, Άγγλοι κι Ελβετοί παρακολουθούν κι ανατριχιάζουν μπρος σ’ αυτό το παραδοσιακό μας μεγαλείο. Και τρέχουνε στις Τράπεζες ν’ αλλάξουνε συνάλλαγμα. Το τέρας γίνεται γελοίο και κυκλοφορεί ανενόχλητο από Ωδείο σε Ωδείο. Η κλασική μας Μουσική γίνεται Μαγειρείο. Κι όλος ο κόσμος απαιτεί επιδόματα ειδικά από το Δημόσιο Ταμείο. Το ερώτημα περνάει απ’ τις ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας. Πώς θ’ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;
Θυμάστε τι έγινε στην «Έρωφίλη», από την προηγούμενη φορά. Ο κόσμος της είχε για βασικές αξίες το ήθος, την αλήθεια καί την ομορφιά. Κι έτσι, όταν παρουσιαζότανε η μορφή ενός τέρατος, αναστάτωνε το κοινό αίσθημα, εκ βαθέων, και προκαλούσε απρόσμενη, άμεση και καθοριστική αντίδραση. Μόλις ο Βασιλιάς έβγαλε τον μανδύα του μεγαλείου του και το προσωπείο του άγαθού αρχηγού πατέρα, κι εφάνη στο πρόσωπο του η μορφή του τέρατος, με τον διαμελισμό του Πανάρετου, ο Χορός από γυναίκες, ορμά πάνω του, τον ποδοπατά, τον θανατώνει καί τον εξαφανίζει.
Αυτό σημαίνει πως ο χορός των γυναικών αυτών, και δεν φοβήθηκε, αλλά και πως δε θα μπορούσε ποτέ να μοιάσει με το πρόσωπο του τέρατος.

Μάνος Χατζιδάκις, Τα σχόλια του τρίτου

Ο Μάνος Χατζιδάκις (Ξάνθη 23/10/1925 – Αθήνα 15/6/1994) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες. Το έργο του θεωρείται πως συνέδεσε τη λόγια με τη λαϊκή μουσική και περιλαμβάνει δεκάδες ηχογραφήσεις πολλές από τις οποίες αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικές.
Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης. Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε και κείμενα, παιδικά ποιήματα και τραγούδια, που δημοσιεύονταν στο περιοδικό Νέα Γενιά και σε άλλα έντυπα της ΕΠΟΝ. Μετά την Απελευθέρωση, μάλιστα έγραψε και τον ύμνο "ΕΠΟΝ, ΕΠΟΝ, είσαι ο εχθρός των φασιστών, καμάρι του λαού ΕΠΟΝ".
Το 1961 του απονέμεται το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι Τα παιδιά του Πειραιά, από την ταινία του Ζυλ Ντασέν Ποτέ την Κυριακή, το οποίο συμπεριλαμβάνεται και στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις, θεωρεί πως η ελαφρά μουσική του για τον κινηματογράφο του προσδίδει μια «ανεπιθύμητη λαϊκότητα» την οποία δεν αποδέχεται και φθάνει στο σημείο να αποκηρύξει μεγάλο μέρος της.
Σημαντικός σταθμός στο έργο του Χατζιδάκι για το θέατρο αποτελεί ακόμη η παράσταση Οδός Ονείρων (1962) σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού και με πρωταγωνιστή το Δημήτρη Χορν.
Στα τέλη του 1989 ο Χατζιδάκις ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων με σκοπό να παρουσιάσει έργα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα μέχρι το τέλος της ζωής του δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου.

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Η Ιδιοφυΐα του Πλήθους

Υπάρχει αρκετή προδοσία, μίσος, βία, παραλογισμός στο μέσο άνθρωπο
για να προμηθεύσει οποιοδήποτε στρατό, οποιαδήποτε μέρα.

Kαι οι καλύτεροι στο φόνο είναι αυτοί που κηρύττουν εναντίον του.
Kαι οι καλύτεροι στο μίσος είναι αυτοί που κηρύττουν αγάπη.
Kαι οι καλύτεροι στον πόλεμο είναι τελικά αυτοί που κηρύττουν ειρήνη.

Eκείνοι που κηρύττουν θεό, χρειάζονται θεό.
Eκείνοι που κηρύττουν ειρήνη, δεν έχουν ειρήνη.
Eκείνοι που κηρύττουν αγάπη, δεν έχουν αγάπη.

Προσοχή στους κήρυκες,
προσοχή στους γνώστες,
προσοχή σε αυτούς που όλο διαβάζουν βιβλία,
προσοχή σε αυτούς που είτε απεχθάνονται τη φτώχεια,
είτε είναι περήφανοι γι' αυτήν,
προσοχή σε αυτούς που βιάζονται να επαινέσουν
γιατί θέλουν επαίνους για αντάλλαγμα,
προσοχή σε αυτούς που βιάζονται να κρίνουν,
φοβούνται αυτά που δεν ξέρουν,
προσοχή σε αυτούς που ψάχνουν συνεχώς πλήθη
γιατί δεν είναι τίποτα μόνοι τους,
προσοχή στο μέσο άνδρα και τη μέση γυναίκα,
η αγάπη τους είναι μέτρια,
ψάχνει το μέτριο.

Αλλά υπάρχει ιδιοφυΐα στο μίσος τους,
υπάρχει αρκετή ιδιοφυΐα στο μίσος τους για να σας σκοτώσει,
να σκοτώσει τον καθένα.
Δεν θέλουν μοναξιά,
δεν καταλαβαίνουν τη μοναξιά,
θα προσπαθήσουν να καταστρέψουν οτιδήποτε,
διαφέρει από το δικό τους.
Μη βρισκόμενοι σε θέση να δημιουργήσουν έργα τέχνης,
δεν θα καταλάβουν την τέχνη,
θα εξετάσουν την αποτυχία τους ως δημιουργών,
μόνο ως αποτυχία του κόσμου.
Mη βρισκόμενοι σε θέση να αγαπήσουν πλήρως
θα πιστέψουν ότι και η αγάπη σας είναι ελλιπής,
και τότε θα σας μισήσουν
και το μίσος τους,
θα είναι τέλειο..

Σαν ένα λαμπερό διαμάντι,
σαν ένα μαχαίρι,
σαν ένα βουνό,
σαν μια τίγρη.
Όπως το κώνειο.

Η καλύτερη τέχνη τους...

Τσαρλς Μπουκόφσκι


Ο Χένρι Τσαρλς Μπουκόφσκι (Henry Charles Bukowski, 16/8/1920 — 9/3/1994) ήταν ένας Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας, που έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες της Αμερικής. Έγραψε πάνω από 50 βιβλία, καθώς και πολλά μικρότερα έργα, και έχει αναγνωριστεί ως πολύ σημαντικός για το είδος του, ενώ συχνά αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ποιητές ως μεγάλη επιρροή.
Όταν η Αμερική πήρε μέρος ενεργά στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι φίλοι του και κυρίως ο πατέρας του, τον πίεσαν να καταταγεί στο στρατό. Ο Μπουκόφσκι δεν ένιωθε πως ήθελε να πάει στον πόλεμο, κι έτσι ξεκίνησε μια ζωή περιφερόμενου άστεγου. Τον Αύγουστο του 1944 κρίθηκε ακατάλληλος για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία και αργότερα κατέληξε για λίγο καιρό στη Νέα Υόρκη, όπου την περίοδο του πολέμου και σε ηλικία 24 ετών, δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα "Aftermath of a Lengthy Rejection Slip" στο περιοδικό Story Magazine.
Τα έργα του Τσαρλς Μπουκόφσκι είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία αυτοβιογραφικά, αν και ακόμη κι αυτά, περιέχουν αρκετά φανταστικά στοιχεία. Έχοντας ζήσει περίπου μια δεκαετία στο περιθώριο, μέσα από την απορία, τον αλκοολισμό και συνεχείς καβγάδες, συνέλεξε ένα τεράστιο ποσό εμπειριών, τις οποίες και άρχισε να αποτυπώνει σιγά σιγά στα γραπτά του. Η φιγούρα του πατέρα του φαίνεται πως τον καταδιώκει συνεχώς, αποτυπώνοντας άλλοτε μίσος και αηδία προς το πρόσωπό του, κι άλλοτε μια ανθρώπινη κατανόηση, αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που δημιούργησαν την προσωπικότητά του.
Η εγκατάλειψη, ο πόνος, η φτώχεια, η απελπισία, εκφράζονται όλα μέσω των πρώιμων έργων του Μπουκόφσκι. Οι άνθρωποι που καταστράφηκαν επειδή δεν τους δόθηκε μια ευκαιρία, ή επειδή απλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο στις ζωές τους. Αλκοολικοί, άστεγοι, πόρνες, άνθρωποι που ζουν την κάθε στιγμή, χωρίς να περιμένουν τίποτα από το αύριο. Ο Μπουκόφσκι κατάφερε να διεισδύσει στις ψυχές αυτών των ανθρώπων, και να παρουσιάσει τα ταλέντα τους, τις προσωπικότητές τους, την ανθρωπιά τους. Με τρόπο λυρικό και όχι επιθετικό, κατακρίνει τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς και τον πόλεμο, το αμερικάνικο όνειρο και ολόκληρη την κοινωνία. Μετά τη σχετική αναγνώρισή του και την εξέλιξη της κοινωνικής του κατάστασης, ο Μπουκόφσκι αλλάζει λίγο και τη θεματολογία του. Παύει να μιλά μόνο για ιστορίες χαμένων ανθρώπων. Συναναστρεφόμενος με διαφορετικούς ανθρώπους, διανθίζει τα έργα του με σαρκαστικά σχόλια για την καινούρια του ζωή, ωριμάζοντας και μαλακώνοντας λίγο το ύφος του.
Πάνω στον τάφο του είναι γραμμένες οι λέξεις "Μην Προσπαθείς" (Don't Try). Σύμφωνα με τη γυναίκα του, το νόημα των παραπάνω λέξεων έχει να κάνει με τις παρακάτω φράσεις: "Εάν σπαταλάς όλη σου την ώρα προσπαθώντας, τότε το μόνο που πράττεις είναι να προσπαθείς. Γι' αυτό μην προσπαθείς. Πράξε" ("If you spend all your time trying, then all you're doing is trying. So don't try. Just do").

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Για την ανατολικογερμανικη εξεγερση του 1953

Ύστερ' απ' την εξέγερση της 17 του Ιούνη,
ο γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών
έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις
που λέγανε πως ο λαός έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης,
και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει
παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια.

Δε θα' ταν τότε
πιο απλό, η κυβέρνηση
να διαλύσει το λαό
και να εκλέξει έναν άλλον;

Μπέρτολτ Μπρεχτ

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (γενν. Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10/2/1898 - 14/8/1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του "επικού θεάτρου" (Episches Theater) στη Γερμανία. Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία. Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική του Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.

Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του Βάαλ (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του Ταμπούρλα μες τη Νύχτα (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ κι επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το "διδακτικό" και "ανθρωπιστικό" θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του.

Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό Η Λέξη (Das Wort). Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.

Το 1944 γράφει το έργο Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής, μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού. Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.

Ύμνος της διαλεχτικής

Το άδικο βαδίζει σήμερα με σταθερό βήμα.
Οι καταπιεστές προετοιμάζουν τα επόμενα δέκα χιλιάδες χρόνια. 
Η βία διαβεβαιώνει: έτσι όπως είναι η κατάσταση, έτσι θα μείνει. 
Καμιά φωνή δεν ακούγεται, πέρα από τη φωνή του εξουσιαστή. 
Και στις αγορές φωνάζει η εκμετάλλευση: τώρα μόλις αρχίζω. 

Αλλά πολλοί από τους καταπιεζόμενους λένε τώρα: 
Αυτό που εμείς θέλουμε δεν θα γίνει ποτέ. 

Εσύ που ακόμα ζεις, μην πεις: ποτέ! 
Το σίγουρο δεν είναι σίγουρο. 
Έτσι όπως είναι η κατάσταση δεν θα μείνει. 
Αν μιλήσουν οι εξουσιαστές 
θα μιλήσουν οι εξουσιαζόμενοι. 
Ποιος τολμά να πει: ποτέ; 
Από ποιόν εξαρτάται αν η καταπίεση μένει; Από εμάς. 
Από ποιόν εξαρτάται αν θα τσακιστεί; Επίσης από εμάς. 
Εκείνος που έπεσε, στέκεται πάλι όρθιος. 
Εκείνος που έχασε, παλεύει! 
Εκείνος που συνειδητοποίησε τη θέση του, πως τον κρατάς τώρα; 

Επειδή οι σημερινοί νικημένοι είναι οι αυριανοί νικητές 
Και από το πότε θα γίνει: Σήμερα κιόλας! 

Μπέρτολτ Μπρεχτ

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (γενν. Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10/2/1898 - 14/8/1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του "επικού θεάτρου" (Episches Theater) στη Γερμανία. Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία. Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική του Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.

Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του Βάαλ (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του Ταμπούρλα μες τη Νύχτα (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ κι επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το "διδακτικό" και "ανθρωπιστικό" θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του.

Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό Η Λέξη (Das Wort). Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.

Το 1944 γράφει το έργο Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής, μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού. Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.

Τρίτη 8 Μαΐου 2012

Ἡ ἀπόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.

Μανόλης Αναγνωστάκης


Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (10/3/1925 – 23/6/2005) ήταν ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Η μη ύπαρξη – ο θάνατος – απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; “Ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”. Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. […] Σε φόντο σελίδων. Με πένθιμο χρώμα. […]Νόμισα πως θα πνιγόμουνα! […] Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή που μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν “Είναι αργά” μου είπε κάποτε “θα ‘πρεπε πια να πηγαίνουμε. Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε […]
“Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” λέει ο ίδιος για την ενασχόληση του με την ποιητική. […] "Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας".
“Ο Αναγνωστάκης”, γράφει ο Γιώργος Καφταντζής το 1955, “τοποθέτησε στη βιτρίνα της νέας μας ποίησης ένα καινούριο μπουκαλάκι με άγνωστο δηλητήριο. Μα αν έλειπε δε θα ‘ξερε κανείς πως η ζωή μας αυτούς τους καιρούς είχε την κατρακύλα της. Είναι για την ελληνική τέχνη ότι ο πόνος για το κορμί το ανθρώπινο. Προειδοποιεί τον κίνδυνο.”.

Τούτες τις μέρες


Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, μας κυνηγάει

Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα 
Γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα 
Γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα 
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος 

Πιο κοντά, πιο κοντά μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους 

Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους 
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά 
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν 
απ' τη βροχή και την απόσταση 
Η ανάσα τους ειν' ο καπνός ενός τραίνου 
που πάει μακριά, πολύ μακριά 
που πάει μακριά, πολύ μακριά 
Κουβεντιάζουν και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας 
γίνεται σαν μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της κι ακούει 

Πιο κοντά, πιο κοντά μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους 

Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, μας κυνηγάει 

Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα 
Γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα 
Γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα 
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος 

Πιο κοντά, πιο κοντά μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους 

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής 
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης (η παρούσα Μαρίας Δημητριάδη)



Ο Χρήστος Λεοντής (Ηράκλειο 11/5/1940) είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες. Δημιουργός μιας πλούσιας δισκογραφίας, έχει επίσης γράψει μουσική για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και κυρίως για το θέατρο.

Η Μαρία Δημητριάδη (1951 - 7/1/2009) υπήρξε ερμηνεύτρια που συνδέθηκε από νωρίς με το πολιτικό τραγούδι. Επιχείρησε αρκετές φορές στην καριέρα της και την ερμηνεία λυρικότερων στίχων. Ήταν βασική ερμηνεύτρια των τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη και του Θάνου Μικρούτσικου. Ήταν από τις πρώτες τραγουδίστριες του Γιάννη Μαρκόπουλου.





Ο Γιάννης Ρίτσος (1/5/1909 - 11/11/1990) ήταν ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του.
Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ιδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατόπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη. Μετά την απελευθέρωσή του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ. Το 1956 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Το 1967 εξορίζεται στη Γυάρο, Λέρο και Σάμο (κατ’οίκον περιορισμός) ως το 1970. Το 1968 στέλνει κρυφά στη Γαλλία το «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» και τα «Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», που τα μελοποιεί ο Θεοδωράκης ,ο οποίος βρίσκεται στη Γαλλία και τα παρουσιάζει σε συναυλίες. Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ. Συμμετέχει στις διαδηλώσεις οικοδόμων και φοιτητών στο Πολυτεχνείο, για το οποίο γράφει «Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο, κ’η φωνή τους ακόμα Αδέλφια, Αδέλφια...»(Το σώμα και το αίμα). Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.

Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικῆς ἀγωγῆς

Οἱ τσαγκαράδες νὰ φτιάσουν ὅπως πάντα γερὰ παπούτσια
Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ συμμορφώνονται μὲ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τοῦ Ὑπουργείου
Οἱ τροχονόμοι νὰ σημειώνουν μὲ σχολαστικότητα τὶς παραβάσεις
Οἱ ἐφοπλιστὲς νὰ καθελκύουν διαρκῶς νέα σκάφη
Οἱ καταστηματάρχες ν᾿ ἀνοίγουν καὶ νὰ κλείνουν σύμφωνα μὲ τὸ ἑκάστοτε ὡράριο
Οἱ ἐργάτες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου παραγωγῆς
Οἱ ἀγρότες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν κάθοδο τοῦ ἐπιπέδου καταναλώσεως
Οἱ φοιτητὲς νὰ μιμοῦνται τοὺς δασκάλους τους καὶ νὰ μὴν πολιτικολογοῦν
Οἱ ποδοσφαιριστὲς νὰ μὴ δωροδοκοῦνται πέραν ἑνὸς λογικοῦ ὁρίου
Οἱ δικαστὲς νὰ κρίνουν κατὰ συνείδησιν καὶ ἐκτάκτως μόνον, κατ᾿ ἐπιταγὴν
Ὁ τύπος νὰ μὴ γράφει ὅ,τι πιθανὸν νὰ ἐμβάλλει εἰς ἀνησυχίαν τοὺς φορτοεκφορτωτάς
Οἱ ποιητὲς ὅπως πάντα νὰ γράφουν ὡραῖα ποιήματα.
Σημ.: Πρόκειται περὶ προσχεδίου, ὡς ὁ τίτλος, καὶ προσφέρεται εἰς ἐλευθέραν δημοσίαν συζήτησιν. Μετὰ τὰς ἀκουσθησομένας ἀπόψεις θὰ γίνει τελικὴ ἐπεξεργασία ὑπὸ ὁμάδος ἐγκρίτων Ποιητῶν καὶ θὰ παραδοθεῖ εἰς τὸ κοινὸ πρὸς γνῶσιν καὶ ἀναμόρφωσιν.
Μανόλης Αναγνωστάκης

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (10/3/1925 – 23/6/2005) ήταν ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. 
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Η μη ύπαρξη – ο θάνατος – απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; “Ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”. Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. […] Σε φόντο σελίδων. Με πένθιμο χρώμα. […]Νόμισα πως θα πνιγόμουνα! […] Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή που μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν “Είναι αργά” μου είπε κάποτε “θα ‘πρεπε πια να πηγαίνουμε. Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε […]
“Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” λέει ο ίδιος για την ενασχόληση του με την ποιητική. […] "Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας". 
“Ο Αναγνωστάκης”, γράφει ο Γιώργος Καφταντζής το 1955, “τοποθέτησε στη βιτρίνα της νέας μας ποίησης ένα καινούριο μπουκαλάκι με άγνωστο δηλητήριο. Μα αν έλειπε δε θα ‘ξερε κανείς πως η ζωή μας αυτούς τους καιρούς είχε την κατρακύλα της. Είναι για την ελληνική τέχνη ότι ο πόνος για το κορμί το ανθρώπινο. Προειδοποιεί τον κίνδυνο.”.

Φοβᾶμαι...

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.

Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.

Μανόλης Αναγνωστάκης, Νοέμβρης 1983

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (10/3/1925 – 23/6/2005) ήταν ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. 
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Η μη ύπαρξη – ο θάνατος – απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; “Ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”. Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. […] Σε φόντο σελίδων. Με πένθιμο χρώμα. […]Νόμισα πως θα πνιγόμουνα! […] Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή που μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν “Είναι αργά” μου είπε κάποτε “θα ‘πρεπε πια να πηγαίνουμε. Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε […]
“Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” λέει ο ίδιος για την ενασχόληση του με την ποιητική. […] "Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας". 
“Ο Αναγνωστάκης”, γράφει ο Γιώργος Καφταντζής το 1955, “τοποθέτησε στη βιτρίνα της νέας μας ποίησης ένα καινούριο μπουκαλάκι με άγνωστο δηλητήριο. Μα αν έλειπε δε θα ‘ξερε κανείς πως η ζωή μας αυτούς τους καιρούς είχε την κατρακύλα της. Είναι για την ελληνική τέχνη ότι ο πόνος για το κορμί το ανθρώπινο. Προειδοποιεί τον κίνδυνο.”.

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Ο Φασισμός



Ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον
καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει.
Τι κρύβει μέσ' στα δόντια του το ξέρω,
καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι. 

Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
και χάνονται βαθιά στα περασμένα.
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν, 
μα όχι και το μίσος του για μένα. 

Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον.
Δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.

Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος
που λούζεται στον ήλιο και στ' αγέρι,
το κουρασμένο βήμα του το ξέρω 
και την περίσσεια νιότη μας την ξέρει. 

Μα πάλι θέ ν' απλώσει σα χολέρα
πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου,
και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα 
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου. 

Ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Στίχοι: Φώντας Λάδης (ποίηση Μπέρτολτ Μπρεχτ)

Η Μαρία Δημητριάδη (1951 - 7/1/2009) υπήρξε ερμηνεύτρια που συνδέθηκε από νωρίς με το πολιτικό τραγούδι. Επιχείρησε αρκετές φορές στην καριέρα της και την ερμηνεία λυρικότερων στίχων. Ήταν βασική ερμηνεύτρια των τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη και του Θάνου Μικρούτσικου. Ήταν από τις πρώτες τραγουδίστριες του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Ο Θάνος Μικρούτσικος (1947) είναι Έλληνας συνθέτης, μουσικός. Άρχισε να συνθέτει στα τέλη της δεκαετίας του '60, αλλά επίσημα εμφανίστηκε το 1975, με το δίσκο Πολιτικά τραγούδια. Συνέχισε την πορεία του ως στρατευμένος δημιουργός μελοποιώντας Ρίτσο, Μαγιακόφσκι, Μάνο Ελευθερίου, Μπρεχτ και άλλους. Οι δίσκοι του Καντάτα για τη Μακρόνησο, Φουέντε Οβεχούνα, Τροπάρια για Φονιάδες, Μουσική πράξη στον Μπρεχτ, είναι χαρακτηριστικοί του κλίματος της μεταπολίτευσης της περιόδου 1975-78. Ειδικά η Καντάτα για τη Μακρόνησο, έργο πρωτοποριακό για την εποχή του, όπου ο συνθέτης πειραματίζεται πάνω στην ατονική μουσική, γνώρισε διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ και σημαδεύτηκε από την καταπληκτική ερμηνεία της Μαρίας Δημητριάδη.
Στη συνέχεια, με τον δίσκο Σταυρός Του Νότου, σε ποίηση Νίκου Καββαδία, ανοίχτηκε σε ευρύτερη τραγουδιστική θεματική, υπηρετώντας παράλληλα το θέατρο, καθώς και την ηλεκτρονική και ατονική μουσική. Με την ίδια αγάπη πάντα για τον έμμετρο λόγο συνεχίζει να μελοποιεί Ρίτσο, Αλκαίο, Τριπολίτη, Βιγιόν, Καβάφη και άλλους. Ακόμα, έχει παρουσιάσει την όπερα Ελένη και έχει μελοποιήσει παραμύθια.

Ο Φώντας Λάδης (1943) είναι συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος. Έχει συγγράψει εικοσιδύο βιβλία, μεταξύ των οποίων νουβέλες, ποίηση, παιδική λογοτεχνία, ταξιδιωτικά βιβλία, πολιτικά και ιστορικά δοκίμια. Τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, όπως και από πολλούς άλλους Έλληνες συνθέτες. Έχει γράψει άρθρα και στήλες για τον ελληνικό και ξένο τύπο, επιπρόσθετα με την δουλειά του ως συντάκτης για πολλές καθημερινές αθηναϊκές εφημερίδες. Έχει ζήσει και δουλέψει στο εξωτερικό για πολλά χρόνια και έχει βραβευθεί σε ένα διεθνή διαγωνισμό συγγραφής θεατρικών έργων στο Ρίμινι της Ιταλίας. Είναι μέλος της Ελληνικής Ένωσης Συντακτών και της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Είναι ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της μη κερδοσκοπικής εταιρείας ιστορικής έρευνας και διατήρησης, Μνήμες.

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (γενν. Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10/2/1898 - 14/8/1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του "επικού θεάτρου" (Episches Theater) στη Γερμανία. Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία. Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική του Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.
Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του Βάαλ (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του Ταμπούρλα μες τη Νύχτα (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ κι επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το "διδακτικό" και "ανθρωπιστικό" θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του.
Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό Η Λέξη (Das Wort). Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.
Το 1944 γράφει το έργο Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής, μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού. Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.
Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.