Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Το σώμα και το μηδέν

Του Γ. Στογιαννίδη


'Ονειρο διπλωμένο στ' όνειρο
η μέρα στάχτη η νύχτα τίποτα
η πέτρα που σκοντάφτεις και ξυπνάς
σιγά σιγά τα βήματα σε πάνε ως τα βουνά
φεγγάρι ασύγκριτο
περνώντας των δασών τα αινίγματα
τις αίθουσες των δέντρων.


Ναι μοναξιά
κι ένα κορμί
γεμάτο με ησυχία και μηδέν.


Τάκης Σινόπουλος, Αντίστιξη, 1957

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Παίρνοντας σάρκα και οστά

Εγώ να σε χλωρίδα
εσύ να με πανίδα

Εγώ να σε δέρμα
εγώ να σε πόρτα
και να σε παράθυρο
εσύ να με οστά
εσύ να με ωκεανό
εσύ να με τόλμη
εσύ να με μετεωρίτη

Εγώ να σε χρυσό κλειδί
εγώ να σε εξαιρετική
εσύ να με παροξυσμό

Εσύ να με παροξυσμό
και να με παράδοξο
εγώ να σε τσέμπαλο
εσύ να με σιωπηλά
εσύ να με καθρέφτη
εγώ να σε δείκτη

    Εσύ να με αντικατοπτρισμό
    εσύ να με όαση
    εσύ να με πουλί
    εσύ να με έντομο
    εσύ να με καταρράκτη

Εγώ να σε φεγγάρι
εσύ να με σύννεφο
εσύ να με πλημμυρίδα
Εγώ να σε διάφανη
εσύ να με σύθαμπο
εσύ να με διαφώτιστο
εσύ να με άδειο πύργο
και να με λαβύρινθο
Εσύ να με παράλλαξη
και να με παραβολή
εσύ να με όρθιο
και να με ξαπλωμένο
εσύ να με γερμένο

     Εγώ να σε ισημερία
     εγώ να σε ποιήτρια
     εσύ να με χορό
     εγώ να σε ξεχωριστή
     εσύ να με κάθετο
     και σοφίτα
 
         Εσύ να με ορατό
         εσύ να με σιλουέτα
         εσύ να με άπειρα
         εσύ να με αδιαίρετο
         εσύ να με ειρωνεία

     Εγώ να σε εύθραυστη
     εγώ να σε φλογερή
     εγώ να σε φωνητικά
     εσύ να με ιερογλυφικά

Εσύ να με διάστημα
εσύ να με υδατόπτωση
εγώ να σε υδατόπτωση
με τη σειρά μου αλλά εσύ

εσύ να με ρευστό

εσύ να με πεφταστέρι

εσύ να με ηφαιστειακή

εμείς να μας συντρίψιμοι

      Εμείς να μας σκανδαλωδώς
      μέρα και νύχτα
      εμείς να μας σήμερα κιόλας
      εσύ να με εφαπτομένη
      εγώ να σε ομόκεντρο

      Εσύ να με διαλυτό
      εσύ να με αδιάλυτο
      εσύ να με ασφυκτική
      και να με απελευθερωτική
      εσύ να με ταλαντωτική

           Εσύ να με ίλιγγο
           εσύ να με έκσταση
           εσύ να με παθιασμένα
           εσύ να με απόλυτο
           εγώ να σε απούσα
           εσύ να με παράλογο

παίρνοντας σάρκα και οστά

Εγώ να σε ρουθούνι να σε μαλλιά
εγώ να σε γοφό
εσύ να με στοιχειώνεις
εγώ να σε στέρνο
εγώ να προτομή το στέρνο σου μετά να σε πρόσωπο
εγώ να σε μπούστο
εσύ να με μυρωδιά να με ζάλη
γλιστράς
εγώ να σε μηρό να σε χάδι
να σε αναριγώ
εσύ να με δρασκελίζεις
εσύ να με ανυπόφορο
εγώ να σε αμαζόνα
εγώ να σε λαιμό να σε κοιλιά
να σε φούστα
εγώ να σε ζαρτιέρα να σε μπρετέλα να σε Μπαχ
ναι εγώ να σε Μπαχ για τσέμπαλο στήθος και
       φλάουτο

εγώ να σε τρεμάμενη
εσύ να με σαγηνεύεις να με απορροφάς
εγώ να σε διαμάχη
εγώ να σε διακύβευση να σε ανάβαση
εσύ να με περνάς ξυστά
εγώ να σε κολυμπώ
αλλά εσύ εσύ να με στροβιλίζεις
να με αγγίζεις να με κυκλώνεις
εσύ να με σάρκα πετσί δέρμα και δάγκωμα
εσύ να με μαύρο σλιπ
εσύ να με κόκκινες μπαλαρίνες
κι όταν εσύ δεν ψηλοτάκουνο τις αισθήσεις μου
εσύ να τις κροκόδειλοι
να τις φώκιες να τις συναρπάζεις
να με σκεπάζεις
εγώ να σε ανακαλύπτω να σε επινοώ
κάποιες φορές εσύ να παραδίνεσαι

εσύ να με υγρά χείλη
εγώ να σε λυτρώνω να σε παραληρώ
εσύ να με παραληρείς και να με παθιάζεις
εγώ να σε ώμο να σε σπόνδυλο να σε αστράγαλο
εγώ να σε βλεφαρίδες και κόρες ματιών
κι αν εγώ δεν ωμοπλάτη πριν απ' τους πνεύμονές μου
κι από μάκρια ακόμα εσύ να με μασχάλες
εγώ να σε ανασαίνω
μέρα και νύχτα να σε ανασαίνω
εγώ να σε στόμα
εγώ να σε ουρανίσκο να σε δόντια να σε νύχια
εγώ να σε αιδοίο να σε βλέφαρα
εγώ να σε χνώτο
να σε βουβώνα
εγώ να σε αίμα να σε αυχένα
εγώ να σε κνήμες να σε βεβαιότητα
εγώ να σε μάγουλα και να σε φλέβες

εγώ να σε χέρια
εγώ να σε ιδρώτα
εγώ να σε γλώσσα


Ghérasim Luca
πηγή: Τεφλόν, Ποιητικό σκεύος και όχι μόνο

«...ένα πλήθος ουσιαστικών, επιρρημάτων και επιθέτων παίρνουν συντακτικά τη θέση του ρήματος, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι όντως πρόκειται για μεταβατικά ρήματα, χάρη πολλές φορές και στην αναπόφευκτη ομοηχία που υπάρχει στα γαλλικά. Στους δύο πρώτους στίχους:
       Je te flore
       Tu me faune
τα ουσιαστικά flore (χλωρίδα) και faune (πανίδα) μεταμορφώνονται ως δια μαγείας σε ρήματα, σαν να λέγαμε στα ελληνικά «σε χλωρίζω» και «με πανίζεις». Για να παραμείνει σαφές το τέχνασμα και η σύνταξη του Λούκα, μετατρέψαμε την οριστική σε υποτακτική...»

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Όπως ο Κερέμ


Μάνος Λοΐζος, από τα Γράμματα στην αγαπημένη


Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι

Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ' την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ' τον έρωτά του

Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη


Ναζίμ Χικμέτ, αποδ. Γιάννης Ρίτσος

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Νεκρή φύση

Τι υπάρχει σ’ εκείνο το δωμάτιο
έχουν βγάλει το κρεβάτι
λείπει και το ντουλάπι
και εκείνο το μικρό παλιομοδίτικο τραπεζάκι στη μέση
βολικό για να ακουμπάς πάνω του ένα κερί ή
ένα φλιτζάνι τσάι ή γάλα το πρωί
χάθηκαν και οι δύο ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες
που ήταν ακριβώς κάτω από το παράθυρο
και οι κουρτίνες – σαν να τις πήρε ο άνεμος
μέσα από το κλειστό τζάμι
ούτε λάμπα
ούτε κάτι πάνω στους γυμνούς τοίχους
να αποσπά την προσοχή σου
ούτε εγώ πλάι σ’ εσένα
ούτε κι εσύ δίπλα σ’ εμένα
μέσα εγώ είμαι δίπλα σου
εσύ δίπλα σ’ εμένα
η πορσελάνινη κανάτα
ένα κομμάτι φέτα
τα κεράσια
-----------
Σηκώνεσαι πολύ νωρίς ένα πρωί
βγαίνεις έξω και παίρνεις βαθιά ανάσα
για να ανοίξεις τις κυψελίδες των πνευμόνων σου μέχρι τέρμα
να αφήσεις να μπει μέσα σου
η δροσιά του οξυγόνου
να καταλάβεις βαθιά με το σώμα σου
τα πράγματα μόνο φαίνονται μεταβλητά
ενώ στην ουσία μέσα κι έξω
παραμένουν τα ίδια
κάθε φθινόπωρο
χάνεις και κάποιον δικό σου


Sylvia Choleva

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

Κάποιος

Κάποιος κοιτάει μέσα μου και βλέπει ότι με βλέπει
κάποιος ακούει μέσα μου κι ακούει ότι μ’ ακούει
με συναντάει το απόγευμα σε μια γωνιά του δρόμου
μαντεύοντας ποιος θα `ναι κει κι όσα θα μου συμβούνε

Κάποιος που είναι μέσα μου μου χτίζει ένα σπιτάκι
και το γκρεμίζει γρήγορα πριν να το κατοικήσω
κάποιος που είναι πάντοτε μπροστά και δε μ’ αφήνει
κλείνοντας και φράζοντας το δρόμο να περάσω

Κάποιος κινείται μέσα μου και ξεκινάει σαν τρένο
γεμάτος ανυπόμονους κι ωραίους ταξιδιώτες
κάποιος μου λέει πως είν’ αργά και δε θα αρθούν εγκαίρως
να μας γλιτώσουν οι καλοί απ’ τις κακές διαθέσεις

Κάποιος μου λέει για στάσου ένα λεπτό περίμενε
στάσου να δω ποιος είσαι συ ποιος είν’ αυτός πού πάμε
μα ήταν άλλος απ’ αυτό που νόμιζα πως ήταν
και που’ ναι πάντα μακριά από εκείνου που είναι

Κάποιος θυμάται μέσα μου έναν παλιό του φίλο
τότε που πέφταν κανονιές η μια πάνω στην άλλη
κάποιος μου λέει δεν είμαι γω που γράφω αυτήν την ώρα
μα ένα χέρι ελαστικό που σπρώχνει το δικό μου

Κάποιος μιλάει μέσα μου όταν μιλάω με κάποιον
και του εξηγεί πως γίνεται το κάθε τι στον κόσμο
πως γίνεται το ανώμαλο απ’ το κανονικό
και ο καπνός απ’ τη φωτιά πως βγαίνει γαλανόλευκος

Κι απ’ τη βροχή το σύννεφο πως χαμηλώνει αθόρυβα
κι αδειάζοντας πως πέθαινε επάνω από τα σπίτια
κι από την πόρτα του μυαλού μια σκέψη πως μπαινόβγαινε
αλείβοντας τα λόγια της με της μιλιάς το μέλι

Ένας σκορπιός τρυπήθηκε απ’ το κεντρί του μόνος
κάποιο ρολόι αδέσποτο μπερδεύοντας τις ώρες
χτυπούσε οκτώ στις έντεκα και δώδεκα στις μία
απάνω στο καμπαναριό ή μέσα στην καρδιά μου

Ανοίξτε αμέσως για να μπει αυτός ο κάποιος άλλος
να μπει απ’ το παράθυρο όπως μια πεταλούδα
που με κοιτάει όταν κοιτώ μέσα στον εαυτό μου
μες το δικό μου πρόσωπο το πρόσωπο ενός άλλου


Νάνος Βαλαωρίτης

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

στο λέω

στο λέω
καίγομαι να φτιάξω
έναν άλλο δικό μου κόσμο
ένα ψηφιδωτό με όλες τις εικόνες
που ξεπετάγονται
από το λαβύρινθο του μυαλού μου
και που δεν ερμηνεύονται
όχι όπως τα όνειρα που μοιάζουν
με ποιήματα
αλλά όπως τα ποιήματα
που μοιάζουν με όνειρα


Aντρέι Ταρκόφσκι

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Η πρωτεύουσα

- Ποια είναι η πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Κονγκό;
- Η Αμβέρσα.

Σ' αυτή την πόλη που τρέφεται με διαμάντια,
στα ποιήματα των ποιητών φυτρώνουν αγκαθωτά συρματοπλέγματα.
Οι προγραμματισμένες συναντήσεις πεθαίνουν στα ημερολόγια.
Το χέρι μου σταματά ν' αγγίζει τα χείλη σου.
Οι αστυνομικοί σταματούν να γελάνε.
Το ταξί σταματά όταν ο οδηγός σκοτώνεται από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή στη
     Δαμασκό μπροστά απ' τον κεντρικό σταθμό της Αμβέρσας.
Ο τρόμος  σταματά στο πλειστέισιον.
Κι εγώ παίρνω τον εαυτό μου παραμάσχαλα και σταματώ να σταματώ.
Σκέφτομαι την απόσταση μεταξύ των χειλιών μου και του δέρματός σου
λες και δε γεννήθηκα το 1979 στον παλαιστινιακό προσφυγικό καταυλισμό Γιαρμούκ
    στη Δαμασκό.
Λες κι εσύ δε γεννήθηκες στη Γαλακτική Οδό.

Σ' αυτή την πόλη όπου καθαρίζουν το αίμα απ' τα διαμάντια με την ίδια προσοχή που
γιατροί καθαρίζουν το αίμα απ' την πληγή ενός τραυματισμένου που μόλις του έσωσαν
τη ζωή,
εγώ περπατώ με βήμα ελαφρύ σαν τανκς που κυλά στην άσφαλτο.
Κουβαλώ τα ποιήματά μου σαν μικροπωλητής.
Κάθε που κατευθύνομαι  προς τη θάλασσα, με καταβροχθίζει η έρημος που χύνεται απ'
    τις βαλίτσες των μεταναστών.
Είναι η ίδια έρημος που χύνεται απ' το διαβατήριό μου, το οποίο κανείς δεν αναγνωρίζει
    εκτός από σένα.
Είμαι ο συγγραφέας ποιημάτων που μιλάνε για το θάνατο λες και μιλάνε για την
    ελπίδα.
Για τον πόλεμο λες και υπάρχει Θεός.
Από τότε που πέθαναν οι φίλοι μου έχω γίνει λύκος μοναχικός.
Στριμώχνω την ευτυχία στη γωνία και την ποδοπατώ σαν να' ταν δηλητηριώδες έντομο.
Όσοι φίλοι μου πέθαναν από βασανιστήρια κάθονται δίπλα μου φορώντας τα καλά τους
    λες και βρισκόμαστε σε κάποια δεξίωση.

Η μάνα μου με αναζητά στις τηλεφωνικές γραμμές
για να βεβαιωθεί ότι κατουράω ακόμα σ' αυτόν εδώ τον πλανήτη.

Καθάρισα το δωμάτιό μου από κάθε ίχνος θανάτου.
Έτσι, όταν σε καλέσω για ένα ποτήρι κρασί
δεν θα νιώσεις ότι βρίσκομαι στη Δαμασκό.
Ενώ είμαι στη Στοκχόλμη.

Σ' αυτή την πόλη που τρέφεται με ματωμένα διαμάντια,
θυμάμαι τον ματωμένο γάμο.
Θυμάμαι τη λήθη.
Στέκομαι στο κέντρο μιας μαυρόμαυρης ομαδικής φωτογραφίας ποιητών που κάποτε
    πέρασαν από δω.
Οι σημειώσεις που άφησες στο περιθώριο των ποιημάτων μου με θλίβουν.
Η καρδιά μου μεταμορφώνεται σε σκιάχτρο ξύλινο για να διώξει μακριά τα πουλιά του
    Χίτσκοκ.
Η αθώα καρδιά μου δεν τ' αντέχει όλα αυτά.
Γίνεται σκληρή σαν λέξεις ειλικρινείς.
Κι ο δρόμος μεταμορφώνεται σε σημειωματάριο.
Εσύ είσαι η μόνη που μπορεί να μεταμορφώσει το δρόμο σε σημειωματάριο.
Όλο αθωότητα με πιάνεις απ' το χέρι για να αποκεφαλίσουμε μαζί το χρόνο.
Ύστερα η Παγκόσμια Τράπεζα καταρρέει.
Οι αστοί ενώνονται ενάντια στους μετανάστες.
Ένας σεκιουριτάς, οπλισμένος με την ιστορία, σχεδιάζει ένα τείχος μεταξύ των
    προαστίων και της ευτυχίας.
Το χρώμα του δέρματος μοιάζει με σημείο ελέγχου ανάμεσά μας.
Ανάμεσα στο λιμάνι απ' όπου εισάγεται η ελευθερία
και στο δρόμο που εκτείνεται απ' το νεκροταφείο μέχρι το υπνοδωμάτιο.
Δεν είναι ο πόλεμος που μ' έχει καταβάλει,
αλλά τα ποιήματα που μιλάνε για πόλεμο.
Δεν είναι οι ψυχρές πόλεις που μ' έχουν καταβάλει,
αλλά τα ποιήματα που μιλάνε για ψυχρές πόλεις μου έχουν φάει τα δάχτυλα.
Και χωρίς δάχτυλα δεν μπορώ να χορέψω.


Γιαγιάθ Αλ Μαντχούν