Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Φαρμακονήσι

Πολύ κρύο φέτος, μητέρα
η θάλασσα πιο παγωμένη
κι απ’ τα χώματα της πατρίδας,
πνίγομαι, μητέρα
με πνίγουν

κι αν δεν με πνίξουν
θα έχουνε έτοιμη τη σφαίρα
για να την καρφώσουν στο κρανίο μου

αλλά τα όνειρα δεν πεθαίνουν, μητέρα
ούτε με σφαίρες
ούτε με διατάγματα

ο χρόνος τους τελειώνει
αυτοί κρυώνουν περισσότερο από εμάς
και παρηγοριά, προστασία ζητάνε
μέσα στα πολυτελή σαλόνια τους.

Πολύ κρύο φέτος, μητέρα
οι καρδιές τους πιο παγωμένες
κι απ’ τα χώματα της πατρίδας,
πνίγομαι, μητέρα
με πνίγουν

κι όταν με πνίξουν
έτοιμη θα έχουνε τη δικαιολογία
για να βεβηλώσουν τη μνήμη μου

ο χορτάτος υπουργός
ο ραφινάτος επιχειρηματίας
ο λογοτέχνης με τις υπόγειες διασυνδέσεις

οι προαιώνιοι εχθροί μας
με το μεγάλο στόμα
και το ελάχιστο μυαλό
που για αίμα διψούν και για χρήμα
ελπίζοντας πως θα τη βγάλουν καθαρή
και φέτος.

Πολύ κρύο, μητέρα
όμως, τα δάκρυα σου
ζεστή κρατούν την ελπίδα
ξεπλένουν τους φόβους μας

να θυμώνεις, μητέρα
να κλαις, ακούς;
έτσι κάνουν οι άνθρωποι, ακούς;

έτσι κι αλλιώς, δεν θ’ αργήσει εκείνη η μέρα
όπου κι εμείς, με τα δικά μας πλοία
σαν κάποιο παγωμένο Οκτώβρη χρόνια πριν
τα κανόνια θα πάρουμε απ’ την καρδιά μας
για να τα στρέψουμε στις τσέπες τους.

Εκεί να δεις δάκρυα, μητέρα…


Ειρηναίος Μαράκης, 24/1/2013

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Μεταξωτοί άνθρωποι

Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο αείμνηστος Νίκος Καρούζος: «Μεταξωτοί άνθρωποι».

Μιλούσε για κάποιους χωρικούς που είχε συναντήσει στη Λέσβο. Αγράμματοι ήταν, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί με τους άλλους. Απαλοί, χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει. Μεταξωτοί άνθρωποι;

Μου 'μεινε αυτός ο χαρακτηρισμός. Χαράχτηκε μέσα μου. Κι από τότε ένα νέο κριτήριο λειτουργεί στις αξιολογήσεις μου για τους ανθρώπους: η συμπεριφορά και η στάση τους σε «ασήμαντα» πεδία της καθημερινότητας. Αυτά που συνήθως τα προσπερνάμε ή δεν τα παρατηρούμε, γιατί δεν μας απασχόλησαν ποτέ οι εκφάνσεις της «μεταξωτής συμπεριφοράς».

Βέβαια οι άνθρωποι δεν συγκροτούν ως χαρακτήρες ένα συμπαγές όλον, αλλά ένα αντιφατικό σύνθεμα, στο οποίο συνυπάρχουν «μεταξωτά» στοιχεία και ακάνθινες απολήξεις. Γι' αυτό και είναι κάπως παρακινδυνευμένα τα άμεσα και οριστικά συμπεράσματα για το «είναι» των ανθρώπων.

Παρ' όλα αυτά, προσωπικά, διακινδυνεύω την εξαγωγή συμπερασμάτων παρατηρώντας μικρές «ασήμαντες» κινήσεις στις παρέες, στον εργασιακό χώρο και στο «δάσος» του καθε μέρα, όταν συγχρωτίζομαι με αγνώστους. Και συνήθως δεν πέφτω έξω. Διότι τα γνωρίσματα αυτά αποκαλύπτουν πειστικά τον εσωτερικό κόσμο του άλλου. Τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό.

Φερ' ειπείν, «σκλαβώνομαι» από εκείνους που δεν ορμάνε να πιάσουν την καλύτερη θέση στο τραπέζι μιας ταβέρνας. Θεωρώ την κίνηση αυτή απότοκο καταγωγικής ευγένειας και γενναιοδωρίας, η οποία αδιαφορεί για το ιδιωφελές και συμφέρον. Αντίθετα, οι άνθρωποι που σπεύδουν φουριόζοι για μια καλή θέση καταχωρίζονται μέσα μου σαν αρπακτικά. Και -το 'χω παρατηρήσει- έτσι συμπεριφέρονται, σαν αρπακτικά, και σε άλλα ζωτικά και κρίσιμα πεδία.

Κάποτε βρέθηκα σ' ένα τραπέζι, στο οποίο κυριαρχούσαν οι «επώνυμοι». Απέναντί μου καθόταν ένας πολύ γνωστός καλλιτέχνης, μεγάλο όνομα, ο οποίος ούτε φλυαρούσε ούτε ακκιζόταν όπως κάποιοι άλλοι στη συντροφιά. Όταν άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα κοινά πιάτα, ήταν ο μόνος που δεν επέπεσε για να εξασφαλίσει τη μερίδα του, αλλά ρωτούσε τους διπλανούς του και μοίραζε πρώτα στους άλλους και μετά, ό,τι έμενε, κρατούσε για τον εαυτό του. «Μεταξωτός άνθρωπος», σκέφτηκα.

Η μεταξωτή συμπεριφορά δεν παραπέμπει απαραιτήτως -ή κυρίως- στο σαβουάρ βιβρ και στους «καλούς τρόπους» εν γένει. Τέμνεται σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά δεν αποτελεί αποτύπωμα διδαχθείσης μεθόδου για το φέρεσθαι.

Εδώ, το «μετάξι» είναι αυτοφυές ή προϊόν δουλεμένου χαρακτήρα. Είναι ο τρόπος που ο άλλος βλέπει τους συνανθρώπους του. Είναι η θέαση του κόσμου χωρίς τα εγωιστικά γυαλιά του προσωπικού ωφελιμισμού. Είναι, ευρύτερα, η υποταγή του ατομικού συμφέροντος στη συλλογικότητα, χωρίς βέβαια η «μεταξωτή συμπεριφορά» να φτάνει σε σημείο υπονόμευσης προσωπικών δικαιωμάτων και δικαίων.

Κανένας δεν έχει δικαίωμα να αδικεί τον εαυτό του. Όμως, προσέξτε μια λεπτή απόχρωση: ποτέ ένας «μεταξωτός άνθρωπος» δεν νιώθει κορόιδο, όταν άλλοι τον προσπερνούν -στη σειρά μιας καντίνας ή στην ιεραρχία- χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα και μεθόδους.

Το «άφες αυτοίς» είναι ριζωμένο μέσα του. Αποτελεί μέρος του αξιακού του κώδικα. Ξέρει τι γίνεται στην «αγορά». Αλλά συνειδητά δεν συμμετέχει στο εξοντωτικό αυτό παιχνίδι. Απέχει χωρίς να κλαυθμηρίζει.

Γιατί, εκτός από μετάξι, τέτοιοι άνθρωποι διαθέτουν και ένα σκληρό κοίτασμα, που τους επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα στωικοί και γρανιτένιοι.

Ένας από αυτούς έγινε φίλος μου - και το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή ότι θα συμβεί αυτό. Πρώτη μέρα στη μονάδα γύρισε από τη σκοπιά και μπήκε στη σειρά για φαγητό. Ήταν τρίτος από το τέλος. Τότε ακούστηκε ο μάγειρας να λέει ότι έμειναν μονάχα δύο μερίδες. Ο Κωστής πλησίαζε, ήταν ένας από τους δύο τυχερούς. Αλλά μόλις άκουσε τον μάγειρα, έφυγε αθόρυβα παραχωρώντας τη θέση του στον επόμενο. Έτσι. Αθόρυβα, αυτοθυσιαστικά, γενναιόδωρα, χωρίς να το κάνει θέμα.

Οι «μεταξωτοί άνθρωποι», λοιπόν. Που μιλούν ελάχιστα για τον εαυτό τους. Που χαίρονται με τις επιτυχίες των άλλων. Που δεν σπεύδουν χαιρέκακα να «κάνουν πλάκα», δήθεν χαριεντιζόμενοι, με εξωτερικά γνωρίσματα που πονάνε τους άλλους. Εκείνοι, που δεν σπερμολογούν διακινώντας φήμες. Εκείνοι που υπερασπίζονται σθεναρά κάποιον απόντα όταν λοιδορείται σε μια παρέα, χωρίς να είναι φίλος τους, αλλά επειδή νιώθουν ότι αδικείται.

Οι μεταξωτοί άνθρωποι. Όσοι προσέχουν τι λες, και δεν είναι ωσεί παρόντες στην κουβέντα, με το μυαλό τους στο τι θα πουν οι ίδιοι για να εντυπωσιάσουν. Άνθρωποι με ανοιχτούς πόρους και πλατιά καρδιά. Υπεράνθρωποι; Όχι. Απλώς, μεταξωτοί. Φαίνονται από μακριά. Αρκεί να προσέξεις «μικρές», «ασήμαντες» κινήσεις στο φέρεσθαι των ανθρώπων.


Του Γιάννη Τριάντη, πρωτοδημοσιεύθηκε στα Επίκαιρα.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Στην κοιλάδα με τους ροδώνες

Αλήθεια -των αδυνάτων αδύνατο
ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου
το εφήμερο της παράλογης ζωής του
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
γιομάτοι μίσος διαφορές
σε χρώμα δέρματος /φυλή / θρησκεία


Νίκος Εγγονόπουλος

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Κάθε πρωΐ

Κάθε πρωὶ
Καταργοῦμε τὰ ὄνειρα
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια
Τὰ ροῦχα μας εἶναι μιὰ φωλιὰ ἀπὸ σίδερο
Κάθε πρωὶ
Χαιρετᾶμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν ἁρμόνικες
-Ἦχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ἀσήμαντες ἀπαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους.
Μὰ ποῦ τελειώνει ἡ μοναξιά;)


Μανόλης Αναγνωστάκης

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Τα πουλιά δέλεαρ του Θεού

Θα περάσουν αποπάνω μας όλοι οι τροχοί
στο τέλος
τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν.
Αγάπη μείνε στην καρδιά -
αυτός ας είναι ο κανών του τραγουδιού σου.
Με την αγάπη
θα σηκώσουμε την απελπισία μας
απ' τ' αμπάρι του κορμιού.
Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων
η απελπισία.
Και προπαντός
ας μην αφήσουμε την αγάπη
να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα...


Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Για τον όρο μετανάστες

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ' όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ' ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν' απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ' απ' όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ' εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ' τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.


Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Στην Ελλάδα οι μετανάστες φοβούνται περισσότερο απ’ τους ποιητές

Στην Ελλάδα οι μετανάστες φοβούνται περισσότερο απ’ τους ποιητές
Φοβούνται, ας πούμε, τα κύματα
Τα ποδήλατα
Τα μπαλκόνια
Ασήμαντα πράγματα
Κι όμως αυτοί φοβούνται
Φοβούνται και τα χαντάκια
Τις μηχανές
Τους πανηγυρισμούς
Τις βραδινές ώρες που οι ποιητές παίρνουν το δείπνο τους
Αυτοί φοβούνται
Μη χτυπήσει ξαφνικά η πόρτα
Και την ώρα του φρούτου αυτοί φοβούνται
Μην συναντήσουν
Τις γυναίκες με τους σκύλους
Ακόμα, φοβούνται τα ύψη
Τους λιμενικούς
Τους συνοριοφύλακες
Καθώς και τις σφαίρες της Frontex
Τον ήχο της μοτοσυκλέτας
Και το βιτριόλι
Φοβούνται επίσης στο λεωφορείο
Φοβούνται στο μετρό
Φοβούνται στο ταξί
Φοβούνται στη δουλειά
Φοβούνται στην πόλη
Φοβούνται στην επαρχία
Φοβούνται και τα αφεντικά
Κυρίως τα αφεντικά!
Φοβούνται τους λοστούς
Τις αλυσίδες
Τις σιδηρογροθιές
Και τα σπασμένα μπουκάλια
Φοβούνται τα μαχαίρια
Και την ώρα που οι ποιητές κοιμούνται
Αυτοί φοβούνται
Μην πεθάνουν
Στις ράγες του τραίνου
Κυνηγημένοι

Κωνσταντίνα Κούνεβα
Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ
Έντισον Γιαχάι
Σαχτζάτ Λουκμάν
Αριβάν Οσμάν Αμπντουλάχ
Γκραμός Παλούσι
Χουσεΐν Ζαχιντούλ
Chiekh Ndiaye
Abdukarim Yahya Idris
Ίλμι Λατές
Τόνυ Ονούοχα
Μη φοβάστε πια
Για ‘σας
Δεν θα γράψουν
Ποτέ
Οι ποιητές

(Ποίημα αγνώστου που γράφτηκε αμέσως μετά τις γνωστές δηλώσεις της ποιήτριας Κικής Δημουλά για τους μετανάστες)

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Φιλία: προς μια ριζοσπαστική γραμματική του σχετίζεσθαι

Του Μιχάλη Μεντίνη


Λέγεται κάπως σχηματικά πως οι αριστεροί δεν έχουν φίλους παρά μόνο συντρόφους, ενώ αντίθετα οι αναρχικοί μετατρέπουν τις παρέες τους σε πολιτικές ομάδες, και καταλήγουν όπως και οι αριστεροί να μην έχουν φίλους παρά μόνο συντρόφους. Παρά τον αδιαμφισβήτητα αφελή εμπειρισμό μιας τέτοιας διαπίστωσης (η οποία ενισχύεται από την επίσης γενικευτική αντίληψη πως οι «αριστεροί» δεν σε προσεγγίζουν ποτέ για να σε κάνουν φίλο παρά μόνο για να σε στρατολογήσουν), δεν μπορούμε παρά να εντοπίσουμε κάποιες ρηματικές συνάφειες με μια βιβλιογραφία που βρίθει παραδειγμάτων απαξίωσης, αναγωγής ή και κατάρρευσης της φιλίας μέσα στις σχέσεις συντροφικότητας. Ενδεικτικά, ο Abimael Guzman, ηγέτης των μαοϊκών ανταρτών τουSendero Luminoso (Φωτεινό Μονοπάτι) στο Περού έχει δηλώσει πως δεν είχε ποτέ φίλους παρά μόνο συντρόφους,[1] ενώ ο Σεργκέι Νετσάγιεφ στην Κατήχηση του επαναστάτη αναφέρει πως «ο επαναστάτης θεωρεί φίλους του και εκτιμά μόνον όσους έχουν δείξει στην πράξη πως είναι εξίσου επαναστάτες με τον ίδιο» (http://tinyurl.com/l38abuf), ταυτίζοντας έτσι στην ουσία κι αυτός τη φιλία με τις συντροφικές σχέσεις.[2] Με τον τρόπο αυτό, η φιλία, η οποία εκκινεί σχεδόν πάντα ως μια φυγόκεντρος κίνηση από την κεντρομόλο τάση του «κοινού αίματος» της οικογένειας, ενσωματώνεται στην επίσης κεντρομόλο τάση των «κοινών ιδεών» των σχέσεων συντροφικότητας. Οι εσωστρεφείς τάσεις των θεσμικών και θεσμοθετημένων σχέσεων επιχειρούν συστηματικά να τιθασεύσουν και να αντιστρέψουν τις απείθαρχες και παραβατικές κινήσεις της φιλίας, να την τιθασεύσουν, να τη μετατρέψουν σε τυποποιημένη σχέση, κάτι που για παράδειγμα αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην τάση να αποκαλείται ένας στενός φίλος «αδελφός» και έτσι ρηματικά η φιλία να «περιφράσσεται» από τον λόγο της οικογένειας.

Το παρόν κείμενο δεν εκκινεί από ένα αφηρημένο φιλοσοφείν περί της ουσίας της φιλίας όπως συνηθίζεται αρκετά συχνά στη σχετική βιβλιογραφία. Αν η φιλία δεν έχει «ουσία», και ανθρωπολογικές και ιστορικές έρευνες δείχνουν προς αυτήν τη κατεύθυνση, τότε οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση είναι αναγκαίο να γειώνεται σε μια πολύ συγκεκριμένη διαγνωστική του παρόντος: της κατάστασης του υποκειμένου και του σχεσιακού πλέγματος. Αν και δεν υπάρχει αρκετός χώρος για μια ουσιαστική διαγνωστική τέτοιου είδους, είναι σημαντικό να αναφερθούν δύο κομβικά σημεία. Το πρώτο αφορά τον ιστορικό εγκιβωτισμό του υποκειμένου και τον εγκλωβισμό του μέσα στον παραγόμενο εσωτερικό χώρο του εαυτού. Το σύγχρονο υποκείμενο είναι άνοσο και απρόσβλητο (δηλαδή im-mune – προσέξτε την κοινή ρίζα με το com-mune, θα επιστρέψω σε αυτό), περιχαρακωμένο και θωρακισμένο που θεωρεί το «εκεί έξω» ως κάτι εξαιρετικά ξένο και εχθρικό. Δεύτερον, οι σχέσεις που διαμορφώνει αυτό το υποκείμενο είναι σχέσεις που διασφαλίζουν την αίσθηση ασφάλειας την οποία επιδιώκει αδιάλειπτα· σχέσεις που δεν θέτουν υπό «απειλή» την οροθέτηση του, και τέτοιου είδους σχέσεις στηρίζονται στο «κοινό» (στο common) ως ιδιότητα, ως κατοχή, ως ιδιοκτησία: το κοινό αίμα της οικογένειας, το κοινό ιδεολογικό πλέγμα της οργάνωσης ή του πολιτικού χώρου, η κοινή καταγωγή του έθνους, ο κοινός πολιτισμός της πατρίδας, τα κοινό γονιδιακό υπόστρωμα της φυλής, τα κοινά οικονομικά συμφέροντα των ελίτ, τα κοινά ενδιαφέροντα και χόμπι και πάει λέγοντας

Η νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική, όπως εκφράζεται χαρακτηριστικά και από την εν γένει ψυχοθεραπεία και λοιπές ψ-πρακτικές, υποστηρίζει ενεργά αυτόν τον απεμπλουτισμό του σχεσιακού πλέγματος: το άνοιγμα στο διαφορετικό και στο άγνωστο θεωρείται πως βάζει σε κίνδυνο την ψυχική ηρεμία του ατόμου, με το τελευταίο να καλείται να την προστατέψει με κάθε τρόπο και να βρει σιγουριά, ασφάλεια και γαλήνη πρώτα μέσα στον εαυτό του και δευτερευόντως μέσα σε κύκλους οικείων: συγγενών, ομοπάτριων, ομοϊδεατών κ.λπ. Το ίδιο ισχύει και για τα διάφορα καπιταλο-(ψευδο) εσωτερικά συστήματα για τα οποία ο «αλλότριος» με τη γενικότερη έννοιά του, συχνά αναπαριστάται ως βαμπίρ που αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την ενεργειακή μας συγκρότηση: «τον έκοψα γιατί μου ρουφούσε ενέργεια» είναι η ρηματική αποτύπωση αυτής της συνθήκης. Ο Lovink (Networks Without a Cause, 2011) έχει χρησιμοποιήσει τον όρο echo chambersπροκειμένου να περιγράψει την κατάσταση όπου πολλοί χρήστες του διαδικτύου ζουν σε ουσιαστική απομόνωση και συναναστρέφονται μόνο σε κοινότητες ιδίου ενδιαφέροντος. Φυσικά, δεν είναι δύσκολο να δούμε πως αυτά τα echo chambers εκτείνονται και εκτός του διαδικτύου.

Ο νεοφιλελευθερισμός βάλλει συστηματικά ενάντια στην φιλία προσπαθώντας να την ελέγξει και να περιορίσει τις ανατρεπτικές τις τάσεις, μετατρέποντάς τη σε στρατηγική μάρκετινγκ, υποβιβάζοντάς τη σε «φιλικότητα» ή σε κοινωνική σχέση, κατασκευάζοντάς την όχι ως κίνηση αλλά ως κλειστή σχέση. Ο Todd May ισχυρίζεται πως η φιλία στην εποχή μας διαμορφώνεται στη βάση των δύο φουκωικών «μορφών», του καταναλωτή και του επιχειρηματία. Έτσι, στον βαθμό που λειτουργούμε ως «καταναλωτές», οι φίλοι μετατρέπονται σε προϊόν για κατανάλωση ευχαρίστησης, ενώ στο βαθμό που λειτουργούμε ως «επιχειρηματίες», οι φίλοι εντάσσονται μέσα σε ισολογισμούς κόστους-οφέλους και διατηρούνται στον βαθμό που μας είναι ή θα μας είναι χρήσιμοι. Ισχύει. Παρά την ορθότητα του επιχειρήματος όμως, ο May, λόγω της ελλιπούς διαγνωστικής του που δεν λαμβάνει υπόψη τις διάφορες πτυχές της θυμικής μας συγκρότησης στον καπιταλισμό, καταλήγει κι αυτός όπως και πολλοί άλλοι να ανάγει την αληθινή φιλία σε μια κλειστή σχέση εμπιστοσύνης που απλώς δεν υπακούει στην «επιχειρηματική λογική», και σε δεύτερο χρόνο, να την ταυτίζει σχεδόν ολοκληρωτικά με την συντροφικότητα προτείνοντάς τη μάλιστα και ως μοντέλο πολιτικής οργάνωσης. Στο σημείο αυτό δεν γίνεται να αποφύγουμε τη σύνδεση με αυτό που αναφέρθηκε στην αρχή, πως οι αναρχικοί μετατρέπουν τις φιλίες τους σε πολιτικές οργανώσεις, αφού ο May είναι αναρχικός. Το ζητούμενο λοιπόν είναι τι μπορεί να είναι η φιλία πέρα από κλειστή σχέση εμπιστοσύνης ή αντικείμενο μεταλλάξεων κατά τις διαθέσεις της αγοράς, και πώς αυτή μπορεί να διαμορφώνει γραμματικές του σχετίζεσθαι που εμποδίζουν την περίφραξη του εαυτού, συνθέτουν σχεσιακές ροές που εμποδίζουν τη συρραφή και τον απεμπλουτισμό του σχεσιακού πεδίου, και δημιουργούν κοινωνία; Για να ξεδιπλώσω το επιχείρημά μου θα ανατρέξω στην θεωρία του Roberto Esposito περί κοινότητας.[3]

Φιλία και κοινότητα
Ο Esposito αποστασιοποιείται ολοκληρωτικά από την παραδοσιακή κατανόηση της κοινότητας ως «ιδιότητας» που ενώνει τα υποκείμενα μεταξύ τους, ως «χαρακτηριστικού» που επιβεβαιώνει το ανήκειν στην ίδια ολότητα, ή ως της «ουσίας» που παράγεται μέσα από αυτή την ενότητα. Σε αντίθεση με αυτό που οι κοινοτιστικές φιλοσοφίες και η κοινοτιστική ηθική κατανοούν ως «πλήρες» ή «ολότητα», ο Esposito εκκινεί από μια ετυμολογική ανάλυση της λέξης communitas, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ρίζα της βρίσκεται στην λέξη munus· μια λέξη που περιγράφει το «δώρο» που προσφέρει κάποιος και το οποίο χαρακτηρίζεται από τον υποχρεωτικό του χαρακτήρα. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του munus, σημαίνει πως πρόκειται για ένα δώρο το οποίο κάποιος χαρίζει γιατί είναι αναγκασμένος να χαρίσει, γιατί δεν μπορεί να μην το δώσει, γιατί δεν μπορεί να το κρατήσει για τον εαυτό του. Έτσι, το munus, δεν προσδιορίζει σταθερότητα, ιδιότητα ή χαρακτηριστικό -και άρα κλείσιμο, αυτάρκεια και ασφάλεια- αλλά απώλεια, αφαίρεση, μεταφορά. Με άλλα λόγια, η κοινότητα χαρακτηρίζεται από μια κατηγορική απόσταση από την έννοια της ιδιότητας ως κοινής κατοχής από τα μέλη μιας ολότητας ατόμων ή από την έννοια της κοινής ταυτότητας. Η κοινότητα δεν είναι ούτε οντότητα ούτε συλλογικό υποκείμενο ούτε σύνολο ατόμων, αντίθετα είναι σχέση: η σχέση που κάνει τα υποκείμενα να μην είναι πια υποκείμενα γιατί τα αποκόπτει από την ταυτότητα, τα μετατοπίζει, τα μεταλλάσσει. Κοινότητα (και κοινωνία μπορούμε να ισχυριστούμε) είναι ακριβώς το «μεταξύ» που παράγεται από την αδυναμία παραγωγής ενός κλειστού και θωρακισμένου υποκειμένου, ή, αν προτιμάμε, η απαλλοτρίωση της υποκειμενικότητας που καθιστά αδύναμη την παραγωγή ενός εντοιχισμένου, άνοσου υποκειμένου. Με δικά του λόγια:

Η κοινότητα δεν διαμορφώνεται από μια πρόσθεση, αλλά από μια αφαίρεση, με το οποίο εννοώ πως τα μέλη της δεν είναι πια ταυτόσημα με τον εαυτό τους αλλά αντίθετα δομικά εκτεθειμένα σε μια τάση που τα αναγκάζει να ανοίξουν τα ατομικά τους σύνορα προκειμένου να εμφανιστούν σε αυτό που βρίσκεται «έξω» από τα ίδια.[4]
Ο Esposito υποστηρίζει, σε κοινή γραμμή με πολλούς άλλους θεωρητικούς και σε συνάφεια με τη σύντομη διάγνωστική που αναφέρθηκε παραπάνω, πως το νεωτερικό υποκείμενο προκύπτει ως ανοσοποιημένο υποκείμενο (ως im-mun-ised), ως απόλυτο υποκείμενο περιτοιχισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να παραμένει απομονωμένο και, κατά συνέπεια, απαλλαγμένο από και με μεγάλο φόβο προς, την υποχρέωση του munus, της απώλειας υποκειμενικότητας δηλαδή, που απειλεί την ταυτότητά του εκθέτοντας το στη μολυσματική σχέση με τους άλλους. Έτσι σταδιακά η κοινότητα αρχίζει να αποκτά την αναπαράσταση της ταυτότητας, της σύντηξης, της ένωσης και της ενδογαμίας· το κοινό ως σχεσιακό κενό αναπαριστάται ως η ολότητα/πληρότητα ενός κοινού υποκειμένου, και κατά συνέπεια ταυτίζεται με τον λαό, την περιοχή, την ουσία, περιφράσσεται, αποκόπτεται απ’ ό,τι βρίσκεται έξω από αυτήν, και καταρρέει μέσα στον κοινοτισμό, τα τοπικά συμφέρονται, τον πατριωτισμό, τον εθνικισμό και οτιδήποτε αρνείται την έννοια της απώλειας, της έλλειψης, της αφαίρεσης.

Η θέση μου είναι απλή. Ισχυρίζομαι πως η φιλία ως φυγόκεντρος κίνηση προς αυτό που βρίσκεται έξω από εμάς, είναι ο τρόπος που έχουμε ώστε να αμυνθούμε ενάντια στη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική και την κατασκευή ενός απόλυτου, εντοιχισμένου, εύθραυστου και συναισθηματικά διαχειρίσιμου μέσω ψυχοτεχνικών υποκειμένου. Η φιλία μπορεί να επιτελεί το άνοιγμα του εαυτού, να θαμπώνει τα σύνορα που τον ορίζουν, να ανοίγει διαύλους απ’ όπου ρέει υποκειμενικότητα. Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, η φιλία είναι μια σχεσιακή ροή που πραγματοποιεί κοινωνία. Αντίθετα με τη διαδεδομένη στη βιβλιογραφία τάση να αντιμετωπίζεται η φιλία «θετικά», ως μια διαδικασία υποκειμενοποίησης και ολοκλήρωσης, προτείνω να δούμε την φιλία αρνητικά, ως τη διαδικασία αποδόμησης των τειχών του εαυτού, ως μια διεργασία που μολύνει το άτομο και μπορεί να είναι ευχάριστη αλλά και δυσάρεστη, φιλική αλλά και εχθρική, hos-pitable αλλά και hos-tile.

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Πώς να απαγγέλεις ποίηση

Πάρε τη λέξη πεταλούδα. Για να πεις αυτή τη λέξη δεν χρειάζεται να κάνεις τη φωνή σου πιο ελαφριά από ένα γραμμάριο, ούτε χρειάζεται να την εφοδιάσεις με μικρά σκονισμένα φτερά. Δεν χρειάζεται να φανταστείς μιαν ηλιόλουστη ημέρα ή ένα χωράφι με ασφοδέλους. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι ερωτευμένη, ή να έχεις ερωτευτεί τις πεταλούδες. Η λέξη πεταλούδα δεν είναι η πραγματική πεταλούδα. Υπάρχει η λέξη μα υπάρχει και η πεταλούδα. Αν μπερδέψεις αυτά τα δυο, οι άνθρωποι θα έχουν κάθε δικαίωμα να σε κοροϊδεύουν. Μην το παρακάνεις με τη λέξη. Μήπως προσπαθείς να υπονοήσεις ότι αγαπάς τις πεταλούδες τελειότερα από οποιονδήποτε άλλον, ή ότι πραγματικά αντιλαμβάνεσαι τη φύση τους; Η λέξη πεταλούδα είναι απλά ένα δεδομένο. Δεν είναι μια ευκαιρία για να πλανιέσαι στον αέρα, να πετάξεις ψηλά, να πιάσεις φιλία με τα λουλούδια, να συμβολίσεις την ομορφιά και το εύθραυστο, ή να υποδυθείς την πεταλούδα με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Μην υποδύεσαι τις λέξεις. Ποτέ μην προσπαθήσεις να υψωθείς από το πάτωμα, όταν μιλάς για πέταγμα. Ποτέ μην κλείνεις τα μάτια, μην τινάζεις απότομα το κεφάλι σου στο πλάι, όταν μιλάς για θάνατο. Μην καρφώνεις τα φλογισμένα σου μάτια πάνω μου όταν μιλάς για έρωτα. Αν θέλεις να με εντυπωσιάσεις όταν μιλάς για έρωτα βάλε το χέρι σου στην τσέπη ή κάτω από το φόρεμά σου και χαϊδέψου. Αν η φιλοδοξία σου και η πείνα σου για χειροκρότημα σε έκαναν να μου μιλήσεις για έρωτα, θα ‘πρεπε να μάθεις πώς να το κάνεις χωρίς να ξεφτιλίζεις τον εαυτό σου ή το κείμενο.Ποιά είναι η έκφραση που απαιτούν οι καιροί; Οι καιροί απαιτούν μη έκφραση έτσι κι αλλιώς. Η εποχή δεν ζητάει καμιά απολύτως έκφραση. Έχουμε δει φωτογραφίες με χαροκαμένες Ασιάτισσες μητέρες. Δεν μας αφορά η αγωνία των οργάνων σου που πασπατέυεις. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να εκφράσεις με το πρόσωπό σου, που να μπορεί να συναγωνιστεί με τη φρίκη αυτής της εποχής. Μην προσπαθήσεις καν. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να φέρεις τον εαυτό σου αντιμέτωπο με τη χλεύη εκείνων που έχουν νιώσει αυτά τα πράγματα βαθιά. Έχουμε δει στις ειδήσεις ανθρώπους στο έπακρο του πόνου και του ξεριζωμού. Όλοι ξέρουν ότι τρως καλά κι ότι πληρώνεσαι κιόλας για να σταθείς εδώ. Κάνεις αυτό που κάνεις μπροστά σε ανθρώπους που βίωσαν την καταστροφή. Αυτό θα έπρεπε να σε κάνει πολύ μετρημένη. Πες τις λέξεις δώσε το δεδομένο, κάνε στην άκρη. Όλοι ξέρουν ότι υποφέρεις. δεν μπορείς να πεις στο ακροατήριο όλα όσα ξέρεις για τον έρωτα με κάθε γραμμή που θα απαγγέλεις για τον έρωτα. Παραμέρησε και θα ξέρουν ό,τι ξέρεις γιατί ήδη το ξέρουν. Δεν έχεις να τους μάθεις τίποτα. Δεν είσαι πιο όμορφη απ’ αυτούς. Ούτε πιο σοφή. Μην τους βάζεις τις φωνές. Μην τους βιάζεις στην ψύχρα. Αυτό είναι κακό σεξ. Αν τους δείξεις το περίγραμμα των γεννητικών σου οργάνων, τότε δώσε τους κι αυτό που τάζεις. Να θυμάσαι ότι πραγματικά, οι άνθρωποι δεν θέλουν έναν ακροβάτη στο κρεβάτι τους. Ποιά είναι η ανάγκη μας; Να είμαστε κοντά στον φυσικό άντρα, να είμαστε κοντά στη φυσική γυναίκα. Μην παριστάνεις ότι είσαι μια λατρεμένη τραγουδίστρια μ’ ένα τεράστιο πιστό ακροατήριο που σε ακολούθησε στα πάνω και στα κάτω της ζωής σου μέχρι τούτη εδώ τη στιγμή. Οι βόμβες, τα φλογοβόλα κι όλα τα σκατά κατέστρεψαν πολλά περισσότερα από δέντρα και χωριά. κατέστρεψαν και τη σκηνή. Νόμισες ότι το επάγγελμά σου θα γλίτωνε από τη γενική καταστροφή; Δεν υπάρχει πια σκηνή. Δεν υπάρχουν πια φώτα της ράμπας και προβολείς. Στέκεσαι μέσα στον κόσμο. Γι αυτό να είσαι σεμνή. Πες τις λέξεις, δώσε τα δεδομένα, παραμέρισε. Στάσου μόνη. σαν να είσαι στο δωματιό σου. Μην το παίζεις.

Αυτό είναι ένα εσωτερικό τοπίο. Είναι μέσα. Είναι πολύ προσωπικό. Σεβάσου την προσωπική ησυχία του υλικού. Αυτά τα κομμάτια γράφτηκαν στη σιωπή. Το θάρρος του παιχνιδιού είναι να το αρθρώσεις. Η πειθαρχία του είναι να μην το παραβιάσεις. Κάνε το ακροατήριο να νιώσει την αγάπη σου για μια τέτοια ήσυχη συνθήκη, παρ’ όλο που αυτή είναι ανύπαρκτη. Να είστε καλές πουτάνες. Το ποίημα δεν είναι σλόγκαν. Δεν μπορεί να σε διαφημίσει. Δεν μπορεί να προωθήσει τη φήμη σου ως ευαίσθητης. Δεν είσαι επιβήτορας. Δεν είσαι η γυναίκα φονιάς. Όλες αυτές οι βλακείες περί γκανγκστερ του έρωτα. Είσατε σπουδαστές της πειθαρχίας. Μην ” παίζετε” τις λέξεις. Οι λέξεις πεθαίνουν όταν τις “παίζετε”, μαραίνονται και μετά, το μόνο που απομένει είναι η φιλοδοξία σας.

Πες τις λέξεις με την ακρίβεια που θα τσέκαρες έναν κατάλογο πλυντηρίου. Μην αρχίσεις να συγκινείσαι με το δαντελένιο μπλουζάκι. Μην καυλώνεις όταν λες βρακί. Μην αρχίζεις να ανατριχιάζεις με την πετσέτα. Τα σεντόνια δεν πρέπει να σου βγάζουν μιαν ονειροπόλα έκφραση στα μάτια. Δεν υπάρχει λόγος να κλάψεις με τη λέξη μαντίλι. Οι κάλτσες δεν είναι εδώ για να σου θυμίζουν παράξενα και μακρινά ταξίδια. Όλα αυτά είναι απλά η μπουγάδα σου. Είναι μόνο τα ρούχα σου. Μην κάνεις μπανιστήρι μέσα από αυτά. Απλά φόρα τα.

Το ποίημα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πληροφορία. Είναι το Σύνταγμα της έσω χώρας. Αν το απαγγείλεις με στόμφο και το φουσκώσεις με ευγενικές προθέσεις, τότε δεν θα είσαι καλύτερη από τους πολιτικούς που τόσο περιφρονείς. Τότε, θα είσαι απλά κάποιος που κουνάει μια σημαία και κάνει την πιο φτηνή έκκληση σ’ ένα είδος συναισθηματικού πατριωτισμού. Να σκέφτεσαι τις λέξεις σαν επιστήμη, όχι σαν τέχνη. Είναι μια αναφορά. Είσαι ομιλήτρια σε μια συνεδρίαση του Κλαμπ Εξερευνητών του Ομίλου του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ. Αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζουν όλα τα ρίσκα της ορειβασίας. Σε τιμούν, παίρνοντας ως δεδομένο ότι τα γνωρίζεις. Αν τους τρίψεις τη μούρη μέσα σ’ αυτά, θα είναι σαν να τους προσβάλλεις για τη φιλοξενία τους. Μίλα τους για το ύψος του βουνού, τον εξοπλισμό που χρησιμοποίησες, να είσαι συγκεκριμένη όσον αφορά τις επιφάνειες και το χρόνο που σου χρειάστηκε για ν’ ανέβεις. Μη χειριστείς το ακροατήριο για να εκμαιεύσεις κομένες ανάσες κι αναστεναγμούς. Αν γίνεις άξια γι αυτά, αυτό δεν θα οφείλεται στην εκτίμηση που είχες εσύ για το συμβάν, αλλά στη δική τους. Αυτό θα γίνει από τα στατιστικά στοιχεία κι όχι από το τρέμουλο της φωνής σου ή το σκίσιμο του αέρα με τα χέρια σου. Θα γίνει με τα δεδομένα και την ήσυχη οργάνωση της παρουσίας σου.

Απόφυγε τη διάνθιση. Μη φοβηθείς να είσαι αδύναμη. Σου πηγαίνει να ‘σαι κουρασμένη. Μοιάζεις ότι θα μπορούσες να συνεχίζεις πολύ ακόμα. Έλα τώρα στην αγκαλιά μου. Για μένα είσαι η εικόνα της ομορφιάς.



Leonard Cohen, Μετάφραση Λίνα Νικολακοπούλου

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Μπορούμε να ζήσουμε την αγάπη θέτοντας υγιή όρια;

Η άνευ όρων αγάπη μπορεί να είναι δύσκολη, όμως το να θέσουμε κατάλληλα όρια είναι ακόμα δυσκολότερο

Τελευταία κάθε σχέση στη ζωή μου ήταν ένα πείραμα σε σχέση με την ιδέα της άνευ όρων αγάπης και ελευθερίας. Όμως αυτή τη βδομάδα τελικά ένωσα ένα βασικό κομμάτι του παζλ. Είναι απόλυτα δυνατό να προσφέρει κανείς άνευ όρων αγάπη συν ελευθερία, όμως η πρόσβαση σίγουρα εξαρτάται από όρους.

Η Brene Brown λέει ότι οι πιο συμπονετικοί άνθρωποι στον κόσμο είναι αυτοί με τα πιο αυστηρά όρια. Τώρα το καταλαβαίνω! Για τόσο καιρό, έκανα το λάθος να σκέφτομαι πως άνευ όρων αγάπη κι ελευθερία σημαίνει να μην περιμένεις τίποτα ως ανταπόδοση. Ορθάνοιχτη καρδιά. Μηδέν όρια. Να συγχωρείς ξανά και ξανά ανθρώπους που σε πλήγωσαν ή σε πρόδωσαν. Να δίνεις άδεια στους άλλους να ραγίσουν την καρδιά σου. Κι αυτό είναι ένα κομμάτι. Δεν μπορείς να ζεις προστατεύοντας συνέχεια την καρδιά σου. Όταν έχεις τις πόρτες κλειστές είναι πιο απίθανο να πληγωθείς, αλλά επίσης σου είναι αδύνατο να δώσεις και να δεχτείς αγάπη.

Ξόδεψα χρόνια μαθαίνοντας ν'αγαπώ άνευ όρων. Μπορεί να είναι το δυσκολότερο που θα κάνει ποτέ κάποιος. Αλλά ίσως είναι δυσκολότερο να το κάνουμε θέτοντας σωστά όρια.

Τι είναι αγάπη άνευ όρων;

Συνειδητοποιώ πλέον ότι αγάπη άνευ όρων σημαίνει πως βρίσκεσαι σε μια κατάσταση όπου αποδέχεσαι, εκτιμάς και είσαι ευγνώμων για το άτομο που αγαπάς. Δεν περιμένεις κάτι κι είσαι πρόθυμος-η να ακολουθήσεις την καρδιά σου. Επίσης σημαίνει μηδενική ανοχή στη θυματοποίηση του εαυτού σου αν δεν σ'αρέσει η συμπεριφορά κάποιου. Είσαι σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας σου. Έχεις την ευθύνη του εαυτού σου, αντί να κατηγορείς, να ντροπιάζεις και να κατακρίνεις κάποιον άλλο.

Άνευ όρων αγάπη σημαίνει πως αντιστέκεσαι στο να γραπώνεσαι, να προσκολλάσαι ή να προβάλλεις τον εαυτό σου πάνω στον άλλο. Δεν απαιτείς να υπακούσουν σε κανόνες για να κερδίσουν την αγάπη σου. Η αγάπη είναι δώρο, σαν ευλογία. Τη δίνεις ελεύθερα - έτσι απλά.

Πρόσβαση υπό όρους

Αλλά η πρόσβαση στον εσωτερικό σου κύκλο είναι απόλυτα ορισμένη. Αν κάποιος δεν μπορεί να σε αντιμετωπίσει με την αγάπη, τη στοργή και το σεβασμό που αξίζεις τους τοποθετείς στον εξωτερικό σου κύκλο -ή τους αφαιρείς κι εντελώς- με ορθάνοιχτη καρδιά και χωρίς να κατακρίνεις.

Αν η πρόσβαση στην καρδιά σου, το μέιλ σου, το τηλέφωνό σου και τη φυσική σου ύπαρξη βρίσκεται σε μια κλίμακα 1-10, με το 10 να είναι πλήρης πρόσβαση, αυτοί που είναι 10 πρέπει να έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη σου. Αν το "βάζο με τους βόλους" είναι μισογεμάτο εξαιτίας προδοσίας της εμπιστοσύνης σου, η πρόσβαση πρέπει να μειωθεί, όχι απαραίτητα στο 1 αλλά ίσως στο 5 ή 6. Ίσως δεν σου τηλεφωνούν κάθε μέρα, ή δεν κοιμούνται στο κρεβάτι σου, ή δεν είναι μαζί σου τα Χριστούγεννα.

Έτσι, αν κάποιος δε σε αντιμετωπίζει με σεβασμό, απλά περιορίζεις την πρόσβαση χωρίς να το κάνεις θέμα. Κανένας λόγος να γίνεις το θύμα που εξεγέρθηκε. Ούτε αυτό είναι σωστό. Η καρδιά σου μένει ανοιχτή. Τα όρια στενεύουν όμως. Άνευ όρων αγάπη, απόλυτη ελευθερία, περιορισμένη πρόσβαση.

Κι έπειτα δεν είναι δουλειά κάποιου άλλου να σου φερθεί καλά. Είναι δική σου, θέτοντας σωστά όρια που περιορίζουν την πρόσβαση ανάλογα με το αν αξίζει κάποιος να έχει πλήρη πρόσβαση στην καρδιά σου.

Τελικά...καταλαβαίνω.


Με αγάπη, Lissa Rankin

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Ένα κορίτσι

Είναι ένα κορίτσι, ίδιο με σένα
ξυπόλυτο, γυμνό από αισθήματα,
έτσι δηλώνει,
που παρέα ζητάει για το βράδυ
ή έστω ένα σπίρτο, ν’ ανάψει το τσιγάρο της,
θα πεθάνεις, κόψε το, θα πεθάνεις,
οι φίλοι συμβουλεύουν,
φάε κάτι να δυναμώσεις
μην παραμελείς τον εαυτό σου,
κι αυτή γελά, αγέρωχα, ανάβοντας ένα ακόμα
παραγγέλνοντας ουΐσκι
διπλό, χωρίς πάγο, σκέτο
χωρίς λεφτά, χωρίς φόβο
κερασμένο απ’ τον κοκκινογένη μπάρμπαν
που δειλά κοιτά το στήθος της, το όλο υποσχέσεις,
κι αυτή γελά
με σόκιν ανέκδοτα
που κάποιος τύπος, φαλακρός, με λαδωμένο μουστάκι
και τρύπιες κάλτσες,
εδώ και ώρα ηλίθια επαναλαμβάνει
μήπως και πιάσει γκόμενα,
και το κορίτσι μας, ίδιο με σένα
να γελάει, να γελάει, να γελάει
τα μάτια της να βουρκώνουν
ν’ ανάβει τσίγαρο – το τρίτο ή το τέταρτο;
τη μοιραία κίνηση να προσμένει

κι είναι ένας μπάρμαν, ίδιος εγώ
κοκκινογένης, με βλέμμα πότε ηλίθιο, πότε ερωτευμένο,
που είναι το ίδιο θα μου πεις,
να περιμένει την πρώτη κίνηση
από αυτήν που περιμένει
την πρώτη κίνηση,
να ονειροπολεί, να ζηλεύει
τον τύπο με το λιγδιασμένο μουστάκι
και τους μπράβους του απέναντι μπαρ
που ακούνε Παντελίδη τις νύχτες
και που τη μέρα
ψηφίζουν Μώραλη με μάτια κλειστά,
ποτά κερνώντας, κι ανοίγοντας συζήτηση
για μουσική
θέλοντας να φανεί άνετος και φιλικός
με κάποια επιφάνεια δηλαδή,
αλλά η μουσική δεν βοηθάει
δεν της αρέσει, βλέπεις, η τζαζ
κι αυτός ο μπάρμαν, ίδιος εγώ
όλο να αναβάλλει

έξω, σχεδόν ξημέρωμα, σχεδόν μπλε
κι ενώ η πόλη βάζει τη φόρμα εργασίας της
το κουστούμι, το καπέλο της
ανάλογα την διάθεση ή την περίσταση,
το ζευγάρι, μέσα στο μπαρ περιμένει
ακίνητο, σκεφτικό
την πρώτη κίνηση,
αυτή να ξαπλώνει στις καρέκλες
δίπλα του, κουρασμένη, με μαύρους κύκλους στα μάτια
πιο όμορφη από ποτέ
διεκδικώντας μια προσέγγιση
ένα άγγιγμα τέλος πάντων, ένα χαμόγελο
ενώ αυτός, αμήχανος, ιδρωμένος και γελοίος
να επαναλαμβάνει κάποια ερώτηση
που είχε κάνει και νωρίτερα
για να λάβει μια ίδια απάντηση
το ίδιο αμήχανη αλλά λιγότερο γελοία

ύστερα σιωπή
το κορίτσι, ίδιο με σένα
ο κοκκινογένης μπάρμπαν, ίδιος εγώ
διστάζουν
κι όμως στον έρωτα
δεν χωράει αναμονή

ευτυχώς, τα μάτια τους γνωρίζουν
νοιώθουν την αλήθεια
κι έρχονται πιο κοντά
όλα και πιο κοντά
απλώνουν τα χέρια τους
και…

κοιμήθηκες, αγάπη μου;
όχι, δεν πειράζει, κοιμήσου
χρειάζεσαι ξεκούραση
ναι, αύριο πάλι
οι ιστορίες γύρω απ’ τον έρωτα
δεν τελειώνουν ποτέ

καληνύχτα.


Ειρηναίος Μαράκης