Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας

-Μίλα!
-Μίλα! Γιατί δε μιλάς;
-Μίλα! Δε με νοιάζει τι θα πεις, μίλα!
-Μίλα! Μίλα!
Πες της...πες της...γιατί δεν της λες ότι κάθε στιγμή μαζί ήταν γιορτή. Επιφάνεια, οι δυο σας μόνοι μέσα στον κόσμο.
Ότι ήταν πιο θαρραλέα, πιο αναλάφρη κι από πουλί, ότι κατέβηκε ορμητική δυο δυο τα σκαλιά σαν ίλιγγος και μέσα από την υγρή πασχαλιά σε οδήγησε στο βασίλειό της, στην άλλη πλευρά, πίσω από τον καθρέφτη.
Πες της, γιατί δεν της λες, ότι όταν ήρθε η νύχτα, άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της αγίας τράπεζας, ότι στο σκοτάδι έλαμψε η γύμνια σας, καθώς γείρατε.
Ότι άνοιξες τα μάτια σου και την είδες στο πλάι σου και είπες...Πες της το. Αυτό πρέπει να της το πεις: ευλογήμενη να' σαι.
Κι ότι ήξερες πως η ευλογία σου ήταν θράσος. Ότι κοιμόταν και το χέρι της ήταν ακόμα ζεστό κάτω από τα σκεπάσματα.
Πες της για τα ηλεκτροφόρα σύρματα της κοιλιάς της, ότι βουνά πρόβαλλαν στην ομίχλη, θάλασσες λυσσομανούσαν, ενώ κοιμόταν ακόμα καθισμένη σε θρόνο κι ήταν, θέε μου, δική σου.
Πες της, γιατί δεν της λες ότι όταν ξαπλώνατε μαζί, έσβησαν πόλεις χτισμένες ως εκ θαύματος.
Πουλιά ταξίδευαν στον ίδιο δρόμο.
Ότι ο ουρανός ξετυλιγόταν μπρος στα μάτια σας, ότι τα ψάρια στα ποτάμια κολυμπούσαν αντίδρομα.


Αρσένι Ταρκόφκσι, Μετάφραση Χρήστος Κολτούκης

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

First sight

I believe
in love at first sight
but I will always believe
that the people
we love
we have loved before.
Many, many, many times before
and when we stumble
through grace and circumstance
and that brilliant illusion of choice
to finally meet them again,
we feel it faster
each time through.
The one glance
that set life alight
is two sets of two eyes
staring through the layers
of lifetimes and stolen glances
and first kisses and hands held;
the brace against the weight
and unrelenting tide
of waiting.
I believe
in love at first sight
but am not burdened with the misconception
that it' s a first sight
at all.


from the Miracle in the mundane, Tyler Knott Gregson

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Exodus

for years

until yesterday
I was girl
it took much of my life to become a woman
it was very hard for me to grow up
now I say that I am
woman and girl together
I've won them both
they are mine
I'll be an old woman and I'll be the only one who doesn't know it


από τα Ομηρικά, Φοίβη Γιαννίση

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Αἰώρηση

Στὸν οὐρανὸ οἱ δυνατότητες
εἶναι μόνο συναρπαστικές.
Καθὼς κρεμόμουνα στὸν ἀέρα
κρατημένος ἀπὸ ἕνα κάτασπρο σύννεφο
σὲ μυθικὴ ὀθόνη τῆς φαντασίας
παρατηροῦσα τὶς τιμὲς
τῶν στοιχείων τοῦ αἵματός μου
κι ἄκουγα μία ἐκθαμβωτικὴ μουσικὴ πράξη
σχεδὸν ἐξωανθρώπινη
πρὸς τ᾿ ἀριστερὰ στὸ γεωγραφικὸ χάρτη
στὸ σημεῖο ποὺ βρίσκεται τὸ βουνὸ Τρόμος
τυλιγμένο πάντοτε μ᾿ ἀστραπὲς
καὶ ἔκπαγλες καταιγίδες.
Ἐκεῖ ἀνέβηκα μία φορά.
Ἐκεῖ πρωτάκουσα τὸ τραγούδι
ποὺ ἔλεγε ἀνήκουμε στὰ νερά.
Κι ἀπ᾿ τὴν ἄλλη ἔλαμπε ὁ Ἐκκλησιαστής.
Ἀπὸ καιρὸ γνώριζα πὼς τὸ αἷμα
περιέχει ὅλο τὸ μυστήριο
ποὺ δίνεται μὲ σημάδια
στὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ πλήρη ἀσυνέχεια.
Μήπως ἡ κυκλοφορία; -
διερωτήθηκε ὁ λαμπρὸς Καὶ αἰφνιδίως
ἦρθε στὸ μυαλό μου ὁ Λεονάρντο
ποὺ ἤξερε θεσπέσιες εἰδήσεις ἀπ᾿ τὸ σῶμα.


τοῦ Θάνου Κωνσταντινίδη, 29 Αὐγούστου 1990

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Το πορφυρό χρώμα

Αγαπημένη μου Νέτι.
Δε γράφω πια στο Θεό, γράφω σε σένα.
[...]Δεν υπάρχει τρόπος να διαβάσεις τη Βίβλο και να μη σκεφτείς πως ο Θεός είναι λευκός, μου λέει. Ύστερα αναστενάζει. Όταν ανακάλυψα πως σκεφτόμουνα ότι ο Θεός είναι λευκός και άντρας, έχασα το ενδιαφέρον μου. Θυμώνεις, επειδή δε φαίνεται ν' ακούει τις προσευχές σου. Χμμμ! Μήπως ο δήμαρχος ακούει τίποτε απ' όσα του λένε οι έγχρωμοι; Ρώτα τη Σοφία, μου λέει.
Όμως δε χρειάζεται να ρωτήσω τη Σοφία. Το ξέρω πως οι λευκοί δεν ακούνε ποτέ τους έγχρωμους, τελεία και παύλα. Όταν σ' ακούνε, σ' ακούνε μόνο τόσο όσο να μπορέσουν να σου πούνε τι να κάνεις.
Να τι είναι, λέει η Σουγκ. Να τι πιστεύω. Ο Θεός είναι μέσα σου και μέσα σ' όλους τους άλλους. Έρχεσαι στον κόσμο με το Θεό. Όμως μόνο αυτοί που τον γυρεύουν μέσα τους τον βρίσκουν. Και μερικές φορές φανερώνεται ακόμα κι αν δεν τον γυρεύεις ή δεν ξέρεις τι γυρεύεις. Για τους περισσότερους ανθρώπους είναι μπελάς νομίζω. Πόνος. Να νιώθεις σκατά. Κι ο Θεός δεν είναι άντρας ή γυναίκα, είναι ουδέτερο.
Και πώς είναι; τη ρωτάω.
Δε μοιάζει με τίποτα, μου λέει. Δεν είναι φωτογραφία. Δεν είναι κάτι που μπορείς να το δεις ξεχωριστά απ' όλα τ' άλλα, ξεχωριστά από τον εαυτό σου. Πιστεύω πως ο Θεός είναι όλα, λέει η Σουγκ. Όλα που υπάρχουν ή υπήρχαν ή θα υπάρξουν. Κι όταν το νιώθεις αυτό κι είσαι ευτυχισμένη που το νιώθεις, τον έχεις βρει.
Η Σουγκ είναι όμορφη, πρέπει να σου πω. Κατσουφιάζει λιγάκι, κοιτάζει έξω στην αυλή, ακουμπάει πίσω στην καρέκλα της, είναι σαν ένα μεγάλο τριαντάφυλλο.
Μου λέει, το πρώτο μου βήμα μακριά από το γέρο λευκό άντρα ήταν τα δέντρα. Ύστερα ο αέρας. Ύστερα τα πουλιά. Ύστερα οι άλλοι άνθρωποι. Όμως μια μέρα που καθόμουν ήσυχη κι ένιωθα σαν ορφανό παιδί, όπως και ήμουνα, μου ήρθε: Αυτή η αίσθηση πως ήμουν μέρος όλων, όχι χωριστή, καθόλου. Ήξερα πως αν έκοβα ένα δέντρο, θα μάτωνε το μπράτσο μου. Κι άρχισα να γελάω και να κλαίω και να τρέχω γύρω γύρω μέσα στο σπίτι. Ήξερα πολύ καλά τι ήταν. Στην πραγματικότητα, όταν σου συμβεί, αποκλείεται να μην το καταλάβεις. Μοιάζει κάπως με, ξέρεις ποιο, μου λέει, χαμογελώντας και μου χαϊδεύει το μπούτι, ψηλά.
Σουγκ! της λέω.
Ναι, μου λέει. Ο Θεός τ' αγαπάει όλα αυτά τα αισθήματα. Είναι από τα καλύτερα πράγματα που έφτιαξε ο Θεός. Κι όταν ξέρεις πως ο Θεός τ' αγαπάει, τ' απολαμβάνεις πολύ περισσότερο. Μπορείς ν' αφεθείς, να κάνεις όλα όσα γίνονται και να δοξάζεις το Θεό με το να σ' αρέσει αυτό που σ' αρέσει.
Ο Θεός δεν πιστεύει πως είναι βρώμιο; τη ρωτάω.
Όχι, μου λέει. Ο Θεός το έφτιαξε. Άκου, ο Θεός αγαπάει όλα όσα αγαπάς κι εσύ, και πολλά πράγματα που δεν τ' αγαπάς. Όμως πιο πολύ απ' όλα ο Θεός αγαπάει το θαυμασμό.
Μου λες πως ο Θεός είναι ματαιόδοξος; τη ρωτάω.
Όχι, μου λέει. Όχι ματαιόδοξος, θέλει μόνο να μοιράζεται μαζί σου όλα τα καλά πράγματα. Νομίζω πως ο Θεός τσαντίζεται όταν περνάς μπροστά στο πορφυρό χρώμα κάποιου λιβαδιού και δεν το προσέχεις.
Τι κάνει όταν τσαντίζεται; τη ρωτάω.
Να κάνει κάτι άλλο. Οι άνθρωποι νομίζουν πως το μόνο που ενδιαφέρει το Θεό είναι να τον ευχαριστούμε. Όμως κάθε βλάκας που ζει στον κόσμο μπορεί να δει πως εκείνος προσπαθεί πάντα να μας ευχαριστήσει.
Ναι; της λεω. Ναι, μου λέει. Πάντα μας κάνει μικρές εκπλήξεις και μας τις παρουσιάζει όταν δεν το περιμένουμε. Εννοείς πως θέλει να τον αγαπάμε, ακριβώς όπως λέει η Βίβλος.
Ναι, Σέλι, μου λέει. Όλα θέλουν να τ' αγαπάμε. Τραγουδάμε και χορεύουμε, κάνουμε γκριμάτσες και δίνουμε μπουκέτα λουλούδια προσπαθώντας ν' αγαπηθούμε. Πρόσεξες ποτέ πως τα δέντρα κάνουν όλα όσα κάνουμε κι εμείς για να τραβήξουν την προσοχή, εκτός από το να περπατάνε;
Λοιπόν μιλάμε και μιλάμε για το Θεό. Όμως εγώ είμαι ακόμα σα χαμένη. Προσπαθώ να διώξω από το κεφάλι μου εκείνον το γέρο, λευκό άντρα. Τον σκεφτόμουνα τόσο πολύ στη ζωή μου, ώστε ποτέ δεν πρόσεξα πραγματικά τίποτε απ' αυτά που έφτιαξε ο Θεός. Ούτε ένα στάχυ (πώς το έκανε;), ούτε το πορφυρό χρώμα (από πού έρχεται;). Ούτε τα μικρά αγριολούλουδα. Τίποτα.
Τώρα που ανοίγουν τα μάτια μου, νιώθω σα χαζή. Δίπλα σε κάθε μικρό θάμνο της αυλής μου, η κακία του Μίστερ ---- μοιάζει σα να μικραίνει. Όμως δε χάνεται τελείως. Είναι όπως το λέει η Σουγκ, πρέπει να βγάλεις το λευκό άντρα από το μάτι σου πριν μπορέσεις να δεις τίποτε άλλο.
Ο λευκός άντρας χαλάει τα πάντα, λέει η Σουγκ. Είναι πάνω στο δοχείο με το μπληγούρι σου, μέσα στο κεφάλι σου και μέσα στο ραδιόφωνο. Προσπαθεί να σε κάνει να πιστέψεις πως είναι παντού. Μόλις πιστέψεις πως είναι παντού, πιστεύεις πως είναι ο Θεός. Όμως δεν είναι. Όποτε προσπαθείς να προσευχηθείς κι ένας λευκός άντρας στρογγυλοκάθεται στην άλλη άκρη της προσευχής σου, πες του να πάει να χαθεί, λέει η Σουγκ. Σκέψου τα λουλούδια, τον άνεμο, το νερό, μια μεγάλη πέτρα.
Όμως αυτή είναι δύσκολη δουλειά, πρέπει να σου πω. Ήταν εδώ τόσον πολύ καιρό που δε θέλει να το κουνήσει. Μας απειλεί με κεραυνούς, πλημμύρες, και σεισμούς. Εμείς πολεμάμε. Δεν προσεύχομαι πια καθόλου. Κάθε φορά που σκέφτομαι μια πέτρα, την πετάω.

Αμήν

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Γυναικείες κουβέντες [ιιι]

Ήταν τότε, στους παλιούς καιρούς. Υπήρχε η γη, ο ουρανός, οι μέρες, οι νύχτες. Η βροχή κι ο ήλιος, ο κύκλος των εποχών. Υπήρχε ο σπόρος που βλάσταινε, το δέντρο που ψήλωνε και ευδοκιμούσε, έδινε τους καρπούς του κι έπειτα μαραινόταν μέσα σε μια αργή απαλότητα. Υπήρχε η κοιλιά των γυναικών που μεγάλωνε, φούσκωνε για καιρό, κι έπειτα ανάβλυζε η νέα ύπαρξη. Υπήρχαν παιδιά που μεγάλωναν και μεγάλοι που έγερναν στο χώμα και πέθαιναν.
Τ' άστρα γυρνούσαν τις νύχτες, οι εποχές εναλλάσσονταν, και τα σύννεφα κύλαγαν μέσα στον άνεμο.
Ο αέρας γλιστρούσε πάνω σε δέρματα προσεχτικά. Το γδαρμένο λιθάρι των προγόνων κρατούσε.
Ο κόσμος ήταν ο ερωτικός γάμος μιας μονιμότητας κι ενός περάσματος. Η ζωή ήταν η απόδειξη του περάσματος μέσα στη μονιμότητα όλων των πραγμάτων, όταν ακόμα δεν είχαν ξεχωρίσει αυτό που πέρναγε απ' αυτό που έμενε.
[...] Κι ο άντρας είχε χωρίς να στενοχωριέται από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του, τη θέση του κατώτερου. Η φύση τον είχε κάνει χρήσιμο και αφοσιωμένο. Μα δεν ήταν παρά ένα κλωνάρι της ζωής. Όταν έφτανε η στιγμή του θανάτου του, σαν ξερό κλωνάρι, ξεκόλλαγε από το δέντρο της ζωής, που συνέχιζε και χωρίς αυτόν τη φωτεινή του άνθηση.
Ο άντρας  υπηρετούσε τη γυναίκα, στο μέτρο που ήταν το μέσο διατήρησης της ζωής, το ενδιάμεσο ανάμεσα στις γυναίκες, πηγές της ζωής και στη φύση, πλούσια με όσα ποθούσε άπληστα η ζωή.
Ο άντρας έφτιαξε το εργαλείο κατ' εικόνα και ομοίωση του. Πολύτιμο αντικείμενο βέβαια, μα που δεν έχει από μόνο του κανένα σκοπό, που δεν υπάρχει παρά για να υπηρετεί τη ζωή και που το πετάς όταν πια δε χρησιμεύει.
Φτιάχνοντας το εργαλείο ο άντρας, στοχάστηκε πάνω στη σχέση του μ' αυτό. Κι είδε με περιέργεια ότι μπορούσε να φτιάξει το εργαλείο ή να μην το φτιάξει. Ότι απ' αυτόν εξαρτιόταν η τύχη του πυριτόλιθου - να τον κόψει ή ο πυριτόλιθος να κόβει.
Τότε ο άντρας έβαλε στον εαυτό του ένα ερώτημα φοβερό: Γιατί αυτή κι όχι εγώ; Γιατί μ' έκανε άντρα, αντί να με κάνει γυναίκα; Γιατί με στέρησε απ' αυτό που αυτή διαθέτει, τη γονιμότητα;
Κι ο άντρας απόχτησε το αίσθημα ενάντια στη μητέρα του.

Έτσι, μ' ένα πρώτο αίσθημα αδικίας στράφηκαν οι άντρες ενάντια στις γυναίκες, έσφιξαν τις γροθιές τους και συγκέντρωσαν όλη τη σκέψη τους στην επιδίωξη μιας εκδίκησης.
Διεκδίκησαν μερίδιο στην ιερή πράξη της γέννησης. Κάθε άντρας θα συνδεόταν με μια γυναίκα, αποκλειστικά και θα 'λέγαν από δω και μπρος ότι το παιδί προερχόταν και από τη γυναίκα και από τον άντρα αυτόν. Αγνοώντας τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα σ' αυτόν και το παιδί, εφηύρε την πατρότητα, που τη θεωρούσε δικό του διάταγμα.
Οι γυναίκες, το ίδιο αδαείς, και γι' αυτό σίγουρες για τα προνόμιά τους, συμφώνησαν εύκολα σ' αυτή την παρωδία.
Για ν' ανταπαντήσουν στη δύναμη, που μόνο αυτές διέθεταν, αυτοί επινόησαν μια εξουσία, που τους επέτρεπε να τις ανταγωνίζονται.
Μη διαθέτοντας καμιά εξουσία ατομική, δε μπορούσαν να βρουν την εξουσία παρά μόνο από το συνασπισμό των δυνάμεών τους. Έτσι οι άντρες συνασπίστηκαν.
Οι γυναίκες ευχαριστήθηκαν βλέποντας να δεκαπλασιάζονται οι καρποί της εργασίας τους. Ευχαριστήθηκαν βλέποντάς τους να αγωνίζονται να χτίζουν, να ξεχερσώνουν, να καλλιεργούν, να πολεμούν και να καμαρώνουν μόνοι τους.
Κι έφτασε μια στιγμή, που αυτοί μπόρεσαν να πούνε: αυτό εδώ είναι δουλειά του άντρα, κι εσείς οι γυναίκες, που δεν έχετε καμία σχέση μ' αυτό που κάναμε, δεν επιτρέπεται να πλησιάζετε πια.
Αυτές συγκατένευσαν πρόθυμα γιατί, ευχαριστημένες από τ' άμεσα αποτελέσματα της συνεργασίας τους δεν έβλεπαν τίποτε που να θίγει τη δικιά τους δύναμη και την αξία τους, που τη θεωρούσαν άφθαρτη.
Από την εξουσία να φτιάχνουν, αυτοί πέρασαν στην εξουσία ν' αποφασίζουν.
Κι έτσι η πόρτα για την επικράτηση του αρσενικού άνοιξε.
Όλη η ιστορία του άντρα δεν είναι παρά η διαδοχική εγκαθίδρυση τομέων δραστηριότητας, απ' τους οποίους  απομάκρυνε τη γυναίκα, και που τους χρησιμοποιούσε για να περιορίσει και να υποτάξει τη μέχρι τότε θριαμβεύουσα δύναμη των γυναικών. Είναι η επινόηση, η κατοχή του λόγου.
Και παραδόξως, με δεδομένα τα μέσα που διέθεταν και την αναγκαιότητα ενός συνασπισμού τους για ν' αντιπαρατεθούν στις γυναίκες, μιμήθηκαν τη μόνη δύναμη που ήξεραν, τη δύναμη της γυναίκας.
Κι αυτή βρισκόταν μέσα στην πράξη της γέννησης μονιμότητας και παροδικότητας.
Σχημάτισαν για τον εαυτό τους την αντίληψη ότι είναι περαστικοί που οικοδομούν τη μονιμότητα. Κι επινόησαν την ιστορία, μια παρωδία της ζωής.
Ήθελαν τους εαυτούς τους να 'ναι δημιουργοί και προφήτες. Θεμελιωτές, χτίστες και κύριοι βασιλείων.
Θέλησαν η γη να μην είναι πια η γη, αλλά η γη του άντρα. Την αναποδογύρισαν, την ξεκοίλιασαν, την αναστάτωσαν. Την έκαναν διαφορετική, πιο πλούσια και λιγότερο πολύτιμη.
Θέλησαν να εγκαθιδρυθεί ανάμεσα σ' αυτούς και τα πράγματα ένας δεσμός το ίδιο στενός, όσο κι ο δεσμός της γυναίκας με το παιδί που έχει μέσα της. Έτσι εγκαθίδρυσαν την ιδιοκτησία, που δεν είναι παρά μια εικόνα αυτού του δεσμού παραφθαρμένη, ριγμένη στην αδράνεια. Στη γυναίκα, αυτός ο δεσμός δεν είχε νόημα, παρά όσο προετοίμαζε τη ζωή, κι έπαυε να υπάρχει από μόνος του όταν η εμφάνιση της νέας ζωής τον έκανε άχρηστο. Αυτοί όμως καθόρισαν ένα δεσμό, που αντί να υπόσχεται υποτάσσει, ένα δεσμό, που δεν έχει νόημα, παρά όσο εξασφαλίζει την εξουσία, ένα δεσμό, που αντί να σβήνει δε μπορεί παρά να ενισχύεται από μια εξουσία που τον ευνοεί. Ένα δεσμό που, αν καμιά φορά τρέφει το δικό του άντρα, κάνει όλους τους άλλους να πεινούν. Τον καταραμένο δεσμό, που στραγγαλίζει τη ζωή.
Ανήγγειλαν τη βασιλεία του άντρα.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Γυναικείες κουβέντες [ιι]

Μα είν' αλήθεια, τ' ομολογώ, το δέχομαι, ότι μήτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκα το παιδί σ' όλη αυτή την ιστορία. Έζησα τη γέννησή του μαζί του χωρίς να γνοιάζομαι γι' αυτό. Η μαμή με πληροφόρησε για την καλή του κατάσταση και για το φύλο του. Δεν είχα σκεφτεί να το ρωτήσω. Έλεγα το μωρό που γεννήθηκε από μένα και ζει -αυτό είν' όλο. (Αναμφίβολα δεν ήξερα τίποτα για το μητρικό συναίσθημα ή ένστικτο, δεν ήξερα τίποτα άλλο σχεδόν παρά την ευτυχία μου).
Κοίμησαν το μωρό κοντά μου. Όχι μόνο δεν τ' αναγνώριζα σα δικό μου, μα και τίποτε ποτέ δε μου 'χε φανεί τόσο ξένο, όσο αυτό τ' ανθρωπάκι. Μου φαινόταν ότι είχε έρθει απ' την άλλη άκρη του κόσμου, απ' την άλλη άκρη του καιρού. Ποια τεράστια νύχτα να 'χε διασχίσει για να φτάσει, έτσι μικρούλι και τρωτό, εδώ δίπλα μου;
Το κοίταζα με κάποιο δέος. Μα μερικές στιγμές συνέβαινε κάτι παράξενο -τό 'βλεπα πού και πού να σηκώνει ένα χέρι τυφλού, ν' ανοιγοκλείνει τα δάχτυλα, να τεντώνει έξαφνα τα ποδαράκια του σα να 'χε νιώσει έναν σπασμό ερεθιστικό, και να που αναγνώριζα πια, δίχως πάθος αυτές τις κινήσεις που είχα δοκιμάσει μέσα μου και που τις έβλεπα τώρα έξω από μένα. Μα τι σάλευε έτσι, συνέχεια, προς τα πού; Το σώμα του δεν είχε αρχίσει τώρα να υπάρχει, συνέχιζε τη μακριά ιστορία του, πού άρχιζε, πού τραβούσε;
Του έλεγα, από πού έρχεσαι, πού είσαι; Τίποτε δε μου 'χε ποτέ φανεί να 'ρχεται από τόσο μακριά και να κρατιέται τόσο μακριά...
Ζαλισμένη, γύρισα τα μάτια. Κι αν έβηχε, κι αν κλαψούριζε, δε μ' άρεσε να γυρίζω προς το μέρος του από ανησυχία.
Αυτό που σιγά σιγά μας έφερε κοντά δεν ήταν καρπός μήτε των υποχρεώσεών μου, μήτε της στοργής μου γι' αυτό αλλά μόνο η αρμονική συνάντηση της όρεξής του και της ευτυχίας μου.
Από κάπου μέσα μου, απροσδιόριστα μα βαθιά, ένιωθα να ανεβαίνει το γάλα μέχρι τις άκρες του στήθους μου, σαν υγρά κύματα, που με διαπερνούσαν με μια μακρόσυρτη κι απαλή δαγκωνιά. Έπρεπε και το 'θελα αυτό που έμοιαζε να ζητά το μικρό, αλλά δυνατό, άπληστο στοματάκι. Έπαιρνα το μωρό στα όλο αγάπη χέρια μου, το κατεύθυνα προς το διογκωμένο στήθος μου, και τα χείλη του, η γλώσσα του έγλειφαν, τραβούσαν, μου δημιουργούσαν μια θαυμαστή ευχαρίστηση.

Αν η ευτυχία της αδιαθεσίας είναι πολύ διακριτική για ν' αντισταθεί στα αισθήματα ντροπής που την πλήττουν, αν η ευτυχία του τοκετού έχει πάνω της κάτι το φοβερό, τόσο βασανιστικό, που κινδυνεύει να κυριευτεί από τη φριχτή κατάρα που του δίνει τη μορφή και τ' όνομα του υπέρτατου πόνου, η ευτυχία του θηλασμού δε φαίνεται νά 'ναι αντικείμενο κανενός ιδιαίτερου περιορισμού. Μια γυναίκα που βυζαίνει μπορεί κάλλιστα να το κάνει αυτό και δημόσια, χωρίς να σοκάρει ή να προκαλέσει απέχθεια. (Αν και θυμάμαι ότι είχα δει συχνά, στα παιδικά μου χρόνια, γυναίκες να θηλάζουν στο πάρκο ή ακόμα και στο μετρό, πάει τώρα καιρός που δεν το ξανάδα. Μήπως διαγράφεται καμιά νέα ντροπή;  «Ελευθερώνεις» το στήθος από το σουτιέν με τον όρο ότι είναι νέο και στέρεο, άρα επιδεκτικό για την επιθυμία και την ευχαρίστηση των αντρών, αλλά φοβάμαι πως με την ίδια κίνηση σκεπάζεις το διογκωμένο στήθος που θηλάζει, και που ολοφάνερα δεν μπορεί να διεγείρει και να υπηρετήσει την αρσενική επιθυμία). Όμως κανείς, μου φαίνεται, δε λέει ότι είναι κακό ή απωθητικό κι ότι πρέπει να κρύβεσαι για να το κάνεις. Εδώ υπάρχει για τις γυναίκες μια δυνατότητα να ζουν, χωρίς καμιά πραγματική εξωτερική ποινή, μια ιδιαίτερα δυνατή και φανερή ευχαρίστηση του κορμιού τους. Μα την αξιοποιούν αυτές; Ίσως, σε μερικές περιπτώσεις. Μα είναι γεγονός ότι δε μιλούν ποτέ γι' αυτό όταν διεκδικούν την αυτονομία του σώματός τους και των απολαύσεών του. Κάνουν πάντα σα να μην έχει αυτό καμιά σημασία, σα να μη μετράει. Στ' αλήθεια, μόνες τους περιφρονούν και καταφρονούν αυτή την ευχαρίστηση.
Η πραγματικότητα του σώματός τους, η ζωή της δικιάς του σάρκας είναι αντικείμενο τέτοιας συνολικής υποτίμησης, που είναι πια ανίκανες να αντιληφθούν και ν' αναγνωρίσουν μια ευτυχία του δικού τους σώματος, άλλη από τη διέγερση ή την ανταπόκριση στην επιθυμία του άντρα. (Ο αυνανισμός ή οι ομοφυλόφιλες σχέσεις δεν ανακαλύπτουν κάποια νέα ευτυχία του σώματος, αλλά μάλλον μετατοπίζουν σε άλλο πεδίο την ευτυχία της κάθε σεξουαλικής σχέσης γενικα).
Και μη φανταστείτε ότι η ευτυχία του θηλασμού ανάγεται στην ευχαρίστηση του χαδιού ή του πιπιλίσματος των θηλών στη σεξουαλική πράξη, ότι είναι κάτι σαν καθυστερημένη τους επανάληψη ή ανεπαρκής εικόνα ή αβέβαιη προεικόνιση. Είναι μια ευτυχία ιδιαίτερη, σκληρή και στρογγυλή σαν μπισκότο. Μια ευτυχία που δεν υπενθυμίζει ή δεν επικαλείται καμιά παρόμοια. Μια ευτυχία κλειστή, ολοκληρωμένη.
Μην πείτε ακόμη ότι είναι η ιδέα της προσφοράς αυτό που ευχαριστεί (όπως δεν μπορείς να πεις ότι αυτό που ευχαριστεί τον άντρα στη σεξουαλική πράξη είναι η ιδέα αυτού που δίνει) τη γυναίκα που θηλάζει. Είναι το σώμα που είναι ευτυχισμένο όταν το γάλα τρέχει στα στήθη σα χυμός ζωοποιός, είναι το σώμα που είναι ευτυχισμένο, όταν θηλάζει το μωρό.
Και το πιο απαίσιο ψέμα είν' αυτό από τις ανάξιες μητέρες που με το πρόσχημα ότι θήλασαν, καθάρισαν, χάιδεψαν, αγκάλιασαν, τάισαν, παρηγόρησαν, φρόντισαν, προστάτεψαν το μωρό τους, απαιτούν μετά να πληρωθούν με ευγνωμοσύνη ή μ' ευγνωμονούσα αγάπη -λες και για να το κάνουν αυτό χρειάστηκε να  «θυσιαστούν».
Μήπως δε θά 'πρεπε μάλλον αυτές να πλημμυρίσουν το μωρό μ' ευγνωμοσύνη, γιατί τους πρόσφερε τόσες απολαύσεις; Όταν χαϊδεύεις το μωρό μ' αγάπη, ξέρω καλά τι απέραντη ευχαρίστηση είναι για τη μητέρα να φιλά το στοματάκι ή τα ποδαράκια του.
Μα μερικές γυναίκες είναι τόσο πεισμένες ότι δεν έχουν πλασθεί για την ευτυχία, παρά μόνο για την αφοσίωση, τη θυσία και τα βάσανα, που είναι ανίκανες ανίκανες να λογαριάσουν σαν απόλαυση και λαμπρή χαρά την αγάπη που τρέφουν για το παιδί τους, και το νιώθουν με το μόνο τρόπο που καταλαβαίνουν, σαν υποχρέωση.
[...] Τι συμβαίνει όμως; Τόσο ανίσχυρη είναι η φαντασία τους που να μην μπορούν ν' αποβλέπουν σ' άλλες ευτυχίες με το σώμα τους; Τόσο κοντόθωρη είναι η οπτική τους, που δεν μπορούν να φτάσουν μέχρι την πηγή των δυστυχιών τους; Μήπως είναι η πολλή ταπεινοφροσύνη, η πολλή τεμπελιά;
Αν ήξεραν μόνο, αυτές που ποτέ δεν ονειρεύτηκαν παρά μόνο με νοσταλγία, ότι σ' αυτές ανήκει περισσότερο από τον καθένα η χάρη ν' αναγγέλουν τη ζωή, να την υπόσχονται, να τη θέλουν...
Αν ήξεραν μόνο πως αν ο άντρας έφτιαξε αυτό τον κόσμο, τον κόσμο της καταπίεσης, σ' αυτές εναπόκειται πρώτα απ' όλα η προετοιμασία του ερχομούν ενός κόσμου άλλου, που θα 'ταν επιτέλους ο κόσμος της ζωής...
Οι γυναίκες δε θα μπορέσουν να ελευθερωθούν όσο δε θα θελήσουν να 'ναι κι ελευθερώτριες, με την καταγγελία και τον αγώνα, απ' όλες τις καταπιέσεις, αυτές που προέρχονται από τον άντρα, από την εξουσία, από την εργασία, αλλά κι απ' αυτές που προέρχονται απ' αυτές τις ίδιες κι εξασκούνται πάνω σ' αυτές τις ίδιες, πάνω στους άλλους κι ιδιαίτερα πάνω στα παιδιά τοπυς: γυναίκες δίχως σώμα, γυναίκες δίχως φύλο, απολυμασμένες, αποστεγνωμένες από αισθήματα, γυναίκες-φωτογραφίες, γυναίκες-μαριονέτες, αλλά και γυναίκες συνένοχες του ισχυρού άντρα, του στρατιωτικού, του συζύγου, του αφεντικού και του χωροφύλακα, αλλά και γυναίκες ζηλιάρες, καπριτσιόζες και εκδικητικές, γυναίκες αστές, γυναίκες ασήμαντες, αλλά και πάνω απ' όλα γυναίκες-δράκοι της οικογένειας, γυναίκες-μάρτυρες της αφοσίωσης, γυναίκες-αδηφάγα όρνεα, μητέρες δεσποτικές και δολοφονικές, μισητές μητριές...
Όσο θα' μαστε κάπου συνένοχες των καταπιέσεων του άντρα, όσο θα τις επαναλαμβάνουμε πάνω στα παιδιά μας, κατασκευάζοντας απ' αυτά άγριους καταπιεστές ή πειθήνιους καταπιεζόμενους, ποτέ, ποτέ δε θα 'μαστε ελεύθερες...

Όχι, δεν προσπαθώ να παροτρύνω τις γυναίκες να κάνουν παιδιά, μήτε να τις κρατήσω ή να τις οδηγήσω σ' αυτό που θα' ταν ο δικός τους τομέας -τελείως άλλο είν' αυτό που λέω.
Θα ήθελα να μάθουν οι γυναίκες να εκτιμούν το κάθε τι μέσα από τη δικιά τους οπτική γωνία κι όχι απ' αυτή του άντρα.
Θα ήθελα ο αγώνας τους ενάντια στην αρσενική εξουσία να συνοδεύεται, να στηρίζεται, ή μάλλον να' ναι ένα με την ανελέητη πάλη ενάντια στις δηλητηριώδεις αξίες του άντρα -γιατί φοβάμαι ότι χωρίς το δεύτερο, τότε το πρώτο θα 'ταν χαμένος κόπος και μια ακόμη δυστυχία.
Θα ήθελα να γνωρίσουν την έκταση αυτού που τους έχουν αποστερήσει και τη ζημιά που προκαλούν οι παραδεκτές αξίες. Γιατί δε θα 'θελα να 'ναι μόνο ανυπότακτες, αλλά και προβλεπτικές, προφητικές.
Όταν ανακαλύπτω ότι ο τοκετός είναι μια ασύλληπτη ευτυχία κι όχι ένα ακόμα αβάσταχτο βάσανο, δε με σαγηνεύει μόνο η αποκάλυψη ενός χαμένου θησαυρού και λάμψη ενός μυστικού που φανερώνεται... Γιατί αυτό που προαισθάνομαι είναι η θεμελιακή αρχή της πολεμικής τους μηχανής, όχι μόνο ενάντια στη γυναίκα, του πιο απειλητικού τους εχθρού, γιατί είναι ο πιο προικισμένος για τη ζωή, αλλά ενάντια σε όλα όσα ζουν, γιατί αυτό που τους βλάπτει είναι η ίδια η ζωή.

Ήξερα ότι αυτοί ήθελαν την εξουσία. Μαθαίνω ότι αυτή η εξουσία σκοπό της έχει να φράζει τη ζωή, να την πνίγει, να τη δηλητηριάζει.
Δεν είναι μόνο εξουσία που δρα σε βάρος της ζωής, είναι εξουσία που δρα εναντίον της. Κι αν μας διδάσκουν να λατρέυουμε την εξουσία, σκοπός τους είναι να μας αποτραβήξουν απ' αυτό που τους απειλεί πιο πολύ, η βαθιά μας όρεξη για τη ζωή.
Δε θέλουν ν' απολαμβάνουν οι γυναίκες το σώμα τους και τις μυθικές τους εξουσίες. Τις μαθαίνουν ν' απολαμβάνουν τα ψίχουλα και την αρσενική εξουσία. Γιατί αν ανακάλυπταν οι γυναίκες ότι μπορούν και μόνες τους ν' απολαμβάνουν, όχι μόνο θα τις έχαναν από τον έλεγχό τους, αλλά κι αυτές θα 'χαναν την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους.
Δε θέλουν να σκέφτονται οι εργαζόμενοι την ευτυχία και να την ξαναδημιουργούν, τους θέλουν να δουλεύουν στα πλαίσια της εξουσίας τους, να δουλεύουν γι' απολαύσεις εξευτελιστικές, αποβλακωτικές, φθοροποιές και φονικές, που ταιριάζουν με την εξουσία τους.
Δε θέλουν ν' ανακαλύπτουν τα παιδιά την έντονη χαρά της ανάπτυξης και της γνώσης -τα θέλουν να μαθαίνουν να ευχαριστιούνται με μινιατούρες αυτοκινήτων και με καλούς βαθμούς, να μαθαίνουν να μη μεγαλώνουν και να υποφέρουν, να μαθαίνουν να μπαίνουν ετοιμασμένα σε μια εξουσία που τα 'χει παραλύσει.
Το ίδιο θέλουν και για τους γέροντες, που γι' αυτούς επιτέλους σβήνει το άστρο της εξουσίας, να μη θέλουν να ζουν! Θέλουν να ψοφάνε οι γέροντες, μες στην αγωνία, στη φρίκη και την εγκατάλειψη. Θέλουν να κλαίνε επειδή ζουν οι γέροντες που κατάλαβαν τι θα πει η εξουσία τους.
Θέλουν να 'ναι όλη η ζωή, που ακόμα ξεφεύγει από την εξουσία τους, ένα καταραμένο φορτίο.