Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Το φως που καίει

Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές.
Ως τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών.
Λεφτεριά θα πει δύναμη.
Οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τ’ αφτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους.
ΜΩΜΟΣ: Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα, όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ: Ποια;
ΜΩΜΟΣ: Η Ανισότητα.

Κώστας Βάρναλης, απόσπασμα από Το φως που καίει


O Κώστας Βάρναλης (14/2/1884-16/12/1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. 
Γεννήθηκε στον Πύργο Ανατολικής Ρωμυλίας σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Μπουργκάς σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Αμαλιάδα και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια.

Κάποτε επί χούντας -θυμόταν η Ελλη Αλεξίου- τον είχαν καλέσει στην Αστυνομία. Κι η πρώτη ερώτηση στην εξέταση που του έκαναν ήταν: «Πού διαμένετε;». Και η απάντηση: «Αφού δεν ξέρετε, πώς ήρθατε και με βρήκατε;». Κι όταν πάλι -σε παρόμοια περίπτωση- είχε ερωτηθεί: «Ποιο είναι το πολιτικό σας πιστεύω;» ο Βάρναλης δεν δίστασε -δεν δίστασε ποτέ- κι είπε:
«Πολύ ανιαροί είσθε. Ολο τα ίδια ρωτάτε. Σας το 'πα μια φορά και φθάνει: είμαι κομμουνιστής».

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ἐπιλογικό

Νὰ μὲ θυμόσαστε - εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα 
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια, 
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.

Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.

Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:

Θἄθελα 
ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω 
ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω, 
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια 
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω, 
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε: 
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ 
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.

Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.

Γιάννης Ρίτσος

Ο Γιάννης Ρίτσος (1/5/1909 - 11/11/1990) ήταν ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του. 
Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ιδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατόπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη. Μετά την απελευθέρωσή του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ. Το 1956 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Το 1967 εξορίζεται στη Γυάρο, Λέρο και Σάμο (κατ’οίκον περιορισμός) ως το 1970. Το 1968 στέλνει κρυφά στη Γαλλία το «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» και τα «Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», που τα μελοποιεί ο Θεοδωράκης ,ο οποίος βρίσκεται στη Γαλλία και τα παρουσιάζει σε συναυλίες. Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ. Συμμετέχει στις διαδηλώσεις οικοδόμων και φοιτητών στο Πολυτεχνείο, για το οποίο γράφει «Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο, κ’η φωνή τους ακόμα Αδέλφια, Αδέλφια...»(Το σώμα και το αίμα). Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.