Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Αν

Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να 'χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να 'σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν' αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ' το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,

αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν' ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν' αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,

αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ' αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ' την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν' αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα σου, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν' αντέξεις σ' αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα 'χεις
άλλο εξόν απ' τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,

αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ' άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερολέπτων της διαδρομής του,
τότε θα 'ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και -περισσότερο ακόμα- θε να 'σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.

Rudyard Kipling (1865-1936)
μτφρ. Άγγελος Δόξας (1900-1985)


Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1865-1936). Μόλο που εύκολα (και όχι παντελώς αναίτια) πολλοί καταλογίζουν στο έργο του σοβινισμό και διάθεση εξωραϊσμού της αποικιοκρατίας,
 ο Κίπλινγκ ούτε στο Αν εξαντλείται, ούτε βεβαίως από το έργο του (τεράστιο σε όγκο) λείπουν οι κριτικές βολές κατά του αποικιοκρατικού συστήματος. 
Γεννημένος και μεγαλωμένος στην αγγλοκρατούμενη Ινδία, σπούδασε στην Αγγλία και εκεί έζησε ως το τέλος του. 
Στα μυθιστορήματά του συναντάται η αποικιοκρατική έπαρση βλέμματος με την τρυφερότητα λόγου και την ανάγκη καθημερινής δικαιοσύνης και ρυθμικής αντοχής που επιβάλλει στον άνθρωπο η ζωή έξω από τα τοπία των πόλεων. Θεωρείται από τους κορυφαίους στιλίστες της αγγλικής γλώσσας. Τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1907. Το 1927 βραβεύτηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Βασιλικής Λογοτεχνικής Εταιρείας.

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Σώπα, μη μιλάς!

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή,
κόψ' τη φωνή σου,
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός,
η σιωπή ειναι χρυσός.
...Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί,
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα, μου λέγαν:
«σώπα!».
Στο σχολείο μου κρύψανε την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε: «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»
Με φίλησε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
«Κοίτα μην πεις τίποτα, σσσ ...;σώπα!»
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου,
η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
«Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα!».
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα!»
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
και τα 'μαθα να σωπαίνουν,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική
και ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε: «Σώπα».
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες, με συμβουλεύανε:
«Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα!»
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή,
με τους γείτονες, μας ένωνε όμως, το «Σώπα!».
«Σώπα!» ο ένας, «σώπα!» ο άλλος, «σώπα!» οι επάνω, «σώπα!» οι κάτω,
«σώπα!» όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
«Σώπα!» οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας ...;
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα!».
Και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη,
μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ εύκολα,
μόνο με το «Σώπα!».
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα»!
Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν' την να σωπάσει.
Κόψ' την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απ' το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς»
Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς!
Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ' την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσά σου.
Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα 'ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!

Αζίζ Νεσίν


Τούρκος σατιρικός συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής (1915-1995). Ένας από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες της Τουρκίας διεθνώς κι ένα από τα πιο φωτεινά μυαλά της γειτονικής χώρας. Ο Αζίζ Νεσίν είναι ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του κριτικού ρεαλισμού στα τουρκικά γράμματα. Στην πολιτική και κοινωνική του σάτιρα στηλιτεύει τα τρωτά της τουρκικής κοινωνίας, που δεν είναι και λίγα. Αγαπημένοι του ήρωες είναι οι άνθρωποι του λαού, εργαζόμενοι και άνεργοι.
Γεννήθηκε ως Μαχμούτ Νουσρέτ Νεσίν στη νήσο Χάλκη στα Πριγκιπονήσια στις 20 Δεκεμβρίου 1915. Αζίζ ήταν το όνομα του πατέρα του, που τον έχασε σε μικρή ηλικία. Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και στα 19 του αποφάσισε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων της Τουρκίας και το 1939 ονομάσθηκε ανθυπολοχαγός πεζικού. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1944, δημοσιεύοντας ποιήματα και διηγήματα στη λογοτεχνική σελίδα της εφημερίδας «Μιλιέτ». Ένα χρόνο αργότερα αποτάχθηκε από το στρατό για τις αριστερές του πεποιθήσεις.
Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην άνοιξε μπακάλικο, αλλά γρήγορα αποφάσισε ότι του ταίριαζε καλύτερα η δημοσιογραφία. Δούλεψε ως διορθωτής και συντάκτης ύλης σε εφημερίδες, ενώ τις απόψεις και τις ιδέες του διοχέτευσε στα διάφορα σατιρικά περιοδικά και εφημερίδες, που εξέδωσε μαζί με τον συνάδελφό του Σαμπαχατίν Αλί. Η κοινωνική και πολιτική κριτική που ασκούσε από τα έντυπά του, ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά της λογοκρισίας και του εισαγγελέα. Το 1947 φυλακίστηκε επί δεκάμηνο για τις πολιτικές του ιδέες και εξορίστηκε για τέσσερις μήνες. Συνολικά πέρασε πεντέμισι χρόνια στη φυλακή.
Τον Σεπτέμβριο του 1955 συνελήφθη μαζί με άλλους αριστερούς ως υποκινητής του Πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης. Γρήγορα, η κατηγορία κατέπεσε, αφού ήταν φανερό ότι τα «Σεπτεμβριανά», όπως έμειναν στην ιστορία, τα είχαν οργανώσει οι μηχανισμοί της κυβέρνησης Μεντερές. Την προσωπική του μαρτυρία κατέθεσε στο βιβλίο του Να κρεμαστούν σαν τα τσαμπιά.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 ο Νεσίν ήταν από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς στην Τουρκία και από τους λίγους που μπορούσαν να ζήσουν από το πνευματικό τους έργο, που εκτός από σατιρικά πεζογραφήματα περιλάμβανε θεατρικά έργα, ενθυμήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ποίηση και δοκίμια. Το 1972, με δική του χρηματοδότηση άνοιξε τις πύλες του το Ίδρυμα Νεσίν, που παρείχε τροφή, στέγη και εκπαίδευση σε ορφανά.
Τη δεκαετία του '80, όταν την Τουρκία κυβερνούσε η χούντα του στρατηγού Εβρέν, ο Νεσίν ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας και ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη γνωστή Επιστολή των Διανοουμένων (Aydünlar Dilekçeci), που ασκούσε κριτική στο καθεστώς και ζητούσε την επαναφορά της Δημοκρατίας. Ακολούθησε φυσικά δίκη και καταδίκη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αφιερώθηκε στη μάχη κατά του θρησκευτικού φανατισμού και αναδείχθηκε ένας από τους ασυμβίβαστους επικριτές του Ισλάμ. Στις αρχές της δεκαετίας του '90 άρχισε να μεταφράζει τους Σατανικούς Στίχους του Σαλμάν Ρούσντι, που ήταν καταδικασμένος σε θάνατο για το βιβλίο του αυτό από ισλαμικό φετφά για προσβολή του Προφήτη Μωάμεθ. Ο Νεσίν έγινε στόχος των ισλαμιστών στην Τουρκία και επικυρήχθηκε από έναν επιχειρηματία με το ποσό των 100.000 δολαρίων.
Στις 2 Ιουλίου 1993, ενώ παρακολουθούσε μια πολιτιστική εκδήλωση των Αλεβιτών στην πόλη Σιβάς (Σεβάστεια), ένα εξαγριωμένο πλήθος φανατικών μουσουλμάνων πολιόρκησε το ξενοδοχείο και στη συνέχεια το πυρπόλησε. Ο Αζίζ Νεσίν επέζησε, αλλά 37 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Η κυβέρνηση κατηγόρησε δια στόματος της πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ τον ίδιο τον Νεσίν, επειδή είχε «προκαλέσει το πλήθος».
Ο Αζίζ Νεσίν με πολλά προβλήματα υγείας άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Ιουλίου 1995. Υπέστη καρδιακή προσβολή την ώρα που υπέγραφε βιβλία του σε βιβλιοπωλείο της Σμύρνης.
Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις στην Τουρκία και το εξωτερικό. Το 1991 ήλθε στην Αθήνα για να παραλάβει το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας «Αμπντί Ιπεκτσί». Έργα του έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και στα ελληνικά. Το πιο γνωστό είναι ο Καφές και η Δημοκρατία.

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Λέσβος


Μάνα ηδονής ρωμαϊκής, ελληνικής λαγνείας,
Λέσβος με τα λιγόθυμα και χαρωπά φιλιά,
όπως ο ήλιος φλογερά, δροσάτα σαν οπώρες,
στολίδια ανεκτίμητα στη μέρα, στη νυχτιά· 
Μάνα ηδονής ρωμαϊκής, ελληνικής λαγνείας, 

Λέσβος, που τα φιλιά εκεί μοιάζουν με καταρράχτες
και θαρραλέα πέφτουνε σε βάραθρο βαθύ,
τρέχουνε μ' αναφιλητά, μετά ξεσπούν σε γέλια
μεθυστικά, αμέτρητα και μυστικά πολύ· 
Λέσβος, που τα φιλιά εκεί μοιάζουν με καταρράχτες.

Λέσβος, που η κάθε Φρύνη σου ποθεί η μια την άλλη,
και βρίσκει πάντα αντίλαλο εκεί ο στεναγμός,
όσο την Πάφο εσένα σε θαυμάζουνε τ' αστέρια,
κι η Αφροδίτη δίκαια ζηλεύει τη Σαπφώ!
Λέσβος, που η κάθε Φρύνη σου ποθεί η μια την άλλη,

Λέσβος, με τις παράφορες και φλογισμένες νύχτες,
μες σε καθρέφτες κορασιές με μάτια ολοσβηστά
επιθυμώντας άγονα το άκαρπο κορμί τους
της ήβης τους μεστούς καρπούς θωπεύουν τρυφερά· 
Λέσβος, με τις παράφορες και φλογισμένες νύχτες,

τον Πλάτωνα τον αυστηρό τώρα λησμόνησέ τον· 
την άφεση στη δίνουνε τ' αμέτρητα φιλιά,
βασίλισσα χώρας τερπνής, ευγενική, εγκάρδια,
που επινοείς αέναα χάδια ηδονικά.
τον Πλάτωνα τον αυστηρό τώρα λησμόνησέ τον.

Την άφεση σ' τη δίνει εσέ το αιώνιο μαρτύριο,
που τις φιλόδοξες καρδιές επίμονα εξαντλεί,
όμως το παίρνει μακριά ένα καθάριο γέλιο
μισοϊδωμένο τώρα πια σε άλλη ανατολή!
Την άφεση σ' τη δίνει εσέ το αιώνιο μαρτύριο!

Λέσβος, μα ποιος τολμά να γίνει δικαστής σου,
εξαντλημένη και ωχρή να σε κατηγορεί,
αν δε ζυγίσει σε χρυσό ζυγό τα δάκρυά σου,
ποτάμια δάκρυα στη θάλασσα που έχουν χυθεί;
Λέσβος, μα ποιος τολμά να γίνει δικαστής σου;

Τι κι αν οι νόμοι μάς μιλούν για δίκιο ή αδικία;
Παρθένες απαράμιλλες, του Αιγαίου δοξασμός,
είναι η θρησκεία σας σεβαστή σαν κάθε άλλη θρησκεία,
και του έρωτα περίγελος ο Άδης κι ο Ουρανός!
Τι κι αν οι νόμοι μάς μιλούν για δίκιο ή αδικία;

Εμένα η Λέσβος διάλεξε να ψάλλω το τραγούδι,
των ανθισμένων κοριτσιών να πω το μυστικό,
εμέ που γνώρισα παιδί το σκοτεινό μυστήριο
που σμίγει γέλιο ξέφρενο και θρήνο γοερό· 
Εμένα η Λέσβος διάλεξε να ψάλλω το τραγούδι.

Και από τότε αγρυπνώ στην άκρη του Λευκάτα,
φρουρός με μάτια σίγουρα, διαπεραστικά,
παραφυλώντας για να δω γολέτα ή φρεγάτα,
σκιές που τρέμουν μακριά σε πλάτη γαλανά· 
Και από τότε αγρυπνώ στην άκρη του Λευκάτα,

να μάθω αν είν' η θάλασσα πονετική, γαλήνια
και μέσα στ' αναφιλητά που ο βράχος αντηχεί
στη Λέσβο, που όλο συγχωρεί, εάν θα φέρει πίσω
το λατρεμένο της Σαπφώς λείψανο που είχε βγει
να μάθει αν είν' η θάλασσα πονετική, γαλήνια!

Της Ψάπφας της αρρενωπής που έγραφε κι αγαπούσε,
πιο όμορφη απ' την Κυπρίδα, θλιμμένη και χλωμή!
- Τα γαλανά νικήθηκαν από τα σκούρα μάτια
με κύκλους μαύρους, μελανούς από τη συντριβή
Της Ψάπφας της αρρενωπής που έγραφε κι αγαπούσε!

- Πιο όμορφη απ' την Κυπρίδα την αναδυομένη,
που χύνονταν τριγύρω της γαλήνιος θησαυρός
τα ολόφωτα, τα θεϊκά, τα ολόξανθά της νιάτα,
και θαύμαζε ο πατέρας της γερο-Ωκεανός· 
 Πιο όμορφη απ' την Κυπρίδα την αναδυομένη!

- Ναι, της Σαπφώς που πέθανε της προδοσίας τη μέρα,
όταν τους όρκους πάτησε και έγινε βορά
προσφέροντας τ' ωραίο κορμί υπέρτατη θυσία
σ' ένα χυδαίο εγωιστή που χτύπησε σκληρά
αυτή που έτσι πέθανε της προδοσίας τη μέρα.

Κι είναι από κείνο τον καιρό που η Λέσβος χύνει δάκρυα
και στέκεται ατάραχη που ο κόσμος την τιμά
μα κάθε νύχτα απ' την κραυγή της θύελλας μεθάει
σαν η παντέρμη ακρογιαλιά στον ουρανό μιλά!
Κι είναι από κείνο τον καιρό που η Λέσβος χύνει δάκρυα!




Charles Baudelaire, Pièces condamnées tirées des Fleurs du mal
μτφ. Ερρίκος Σοφράς, Τα άνθη του κακού, Τα απαγορευμένα ποιήματα, εκδ. Μεταίχμιο




Σαρλ Μπωντλέρ (1821-1867), γενάρχης της νέας ποίησης και πατέρας της μοντέρνας συνθήκης. Εγκύκλιες σπουδές σε λαμπρά κολέγια της Λυών και του Παρισιού. Τυπική εγγραφή στη Νομική σχολή, θαμώνας στο Καρτιέ Λατέν, φιλία με τον Νερβάλ και τον Ντελακρουά. Άρρωστος από σύφιλη απ' τα δεκαοχτώ του, εθίζεται στα νηπενθή φάρμακα δίχως να απαλλαγεί ποτέ. Μεγάλα προβλήματα με τους γονείς εξαιτίας της έκλυτης ζωής· αποφασίζεται ταξίδι του με επιβατηγό πλοίο ως την Καλκούτα·  επιστρέφει σε λίγους μήνες αποφασισμένος να ασχοληθεί συστηματικά με την ποίηση και την τεχνοκριτική. Γνώρισε στους Γάλλους τον Βάγκνερ, τον Ντε Κουίνσυ και κυρίως τον Πόε μεταφράζοντας αριστοτεχνικά πολλά πεζά του. Έργα: Η Φανφαρλό (νουβέλα, 1847)·  η συλλογή ποιημάτων Τα άνθη του κακού (1857), "το μέγιστο παράδειγμα νεοτερικής ποίησης όλων των γλωσσών" (Τ. Σ. Έλιοτ), που του στοίχισε μια δικαστική καταδίκη για προσβολή της δημοσίας αιδούς, πρόστιμο 300 φράγκων, την απόσυρση του βιβλίου λίγες μέρες αφότου εκδόθηκε, την απάλειψη έξι ποιημάτων: των "απαγορευμένων"· Οι τεχνητοί παράδεισοι (δοκίμιο, 1860)· Μικρά πεζά ποιήματα (1862), καθώς και σημαντικά κριτικά δοκίμια για τη ζωγραφική, τη μουσική, τη λογοτεχνία. Πέρασε τα τελευταία χρόνια του στο Βέλγιο δίνοντας διαλέξεις για να ζήσει. Πέθανε σε ηλικία 46 ετών.


Ο Ερρίκος Σοφράς (Αθήνα 1964) σπούδασε μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Δημοσίευσε ποιήματά του στον Εκηβόλο. Μετέφρασε το Φιλιατρό του πηγαδιού του Ζεάμι και 44 Ποιήματα και 3 Γράμματα της Ντίκινσον. Φρόντισε μεταφράσεις του Βερλαίν στο βιβλίο Νυχτερινή Φαντασία· εξέδωσε και σχολίασε την ποιητική σύνθεση του Ζ. Λορεντζάτου Θαλάσσια ξύλα· συμμετείχε στην ερευνητική ομάδα του τόμου Ο Σεφέρης για νέους αναγνώστες. Εργάστηκε για χρόνια στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας του ΥΠΕΠΘ.


Lesbos

Mère des jeux latins et des voluptés grecques,
Lesbos, où les baisers, languissants ou joyeux, 
Chauds comme les soleils, frais comme les pastèques, 
Font l'ornement des nuits et des jours glorieux, 
Mère des jeux latins et des voluptés grecques, 

Lesbos, où les baisers sont comme les cascades 
Qui se jettent sans peur dans les gouffres sans fonds, 
Et courent, sanglotant et gloussant par saccades, 
Orageux et secrets, fourmillants et profonds; 
Lesbos, où les baisers sont comme les cascades! 

Lesbos, où les Phrynés l'une l'autre s'attirent, 
Où jamais un soupir ne resta sans écho, 
À l'égal de Paphos les étoiles t'admirent, 
Et Vénus à bon droit peut jalouser Sapho!
Lesbos où les Phrynés l'une l'autre s'attirent, 

Lesbos, terre des nuits chaudes et langoureuses, 
Qui font qu'à leurs miroirs, stérile volupté! 
Les filles aux yeux creux, de leur corps amoureuses, 
Caressent les fruits mûrs de leur nubilité; 
Lesbos, terre des nuits chaudes et langoureuses, 

Laisse du vieux Platon se froncer l'oeil austère; 
Tu tires ton pardon de l'excès des baisers, 
Reine du doux empire, aimable et noble terre, 
Et des raffinements toujours inépuisés. 
Laisse du vieux Platon se froncer l'oeil austère. 

Tu tires ton pardon de l'éternel martyre, 
Infligé sans relâche aux coeurs ambitieux, 
Qu'attire loin de nous le radieux sourire 
Entrevu vaguement au bord des autres cieux! 
Tu tires ton pardon de l'éternel martyre! 

Qui des Dieux osera, Lesbos, être ton juge 
Et condamner ton front pâli dans les travaux, 
Si ses balances d'or n'ont pesé le déluge 
De larmes qu'à la mer ont versé tes ruisseaux? 
Qui des Dieux osera, Lesbos, être ton juge? 

Que nous veulent les lois du juste et de l'injuste ? 
Vierges au coeur sublime, honneur de l'archipel, 
Votre religion comme une autre est auguste, 
Et l'amour se rira de l'Enfer et du Ciel! 
Que nous veulent les lois du juste et de l'injuste? 

Car Lesbos entre tous m'a choisi sur la terre 
Pour chanter le secret de ses vierges en fleurs, 
Et je fus dès l'enfance admis au noir mystère 
Des rires effrénés mêlés aux sombres pleurs; 
Car Lesbos entre tous m'a choisi sur la terre. 

Et depuis lors je veille au sommet de Leucate, 
Comme une sentinelle à l'oeil perçant et sûr, 
Qui guette nuit et jour brick, tartane ou frégate, 
Dont les formes au loin frissonnent dans l'azur; 
Et depuis lors je veille au sommet de Leucate, 

Pour savoir si la mer est indulgente et bonne, 
Et parmi les sanglots dont le roc retentit 
Un soir ramènera vers Lesbos, qui pardonne, 
Le cadavre adoré de Sapho, qui partit 
Pour savoir si la mer est indulgente et bonne! 

De la mâle Sapho, l'amante et le poète, 
Plus belle que Vénus par ses mornes pâleurs! 
— L'oeil d'azur est vaincu par l'oeil noir que tachète 
Le cercle ténébreux tracé par les douleurs 
De la mâle Sapho, l'amante et le poète! 

— Plus belle que Vénus se dressant sur le monde 
Et versant les trésors de sa sérénité 
Et le rayonnement de sa jeunesse blonde 
Sur le vieil Océan de sa fille enchanté; 
Plus belle que Vénus se dressant sur le monde! 

— De Sapho qui mourut le jour de son blasphème, 
Quand, insultant le rite et le culte inventé, 
Elle fit son beau corps la pâture suprême 
D'un brutal dont l'orgueil punit l'impiété 
De celle qui mourut le jour de son blasphème. 

Et c'est depuis ce temps que Lesbos se lamente, 
Et, malgré les honneurs que lui rend l'univers, 
S'enivre chaque nuit du cri de la tourmente 
Que poussent vers les cieux ses rivages déserts. 
Et c'est depuis ce temps que Lesbos se lamente!