Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Η θρησκεία του Κεφαλαίου


Τα αποσπάσματα προέρχονται απ' το βιβλίο του Πωλ Λαφάργκ Η Θρησκεία του κεφαλαίου. Το βιβλίο αυτό αποτελεί τα πρακτικά ενός (φανταστικού) Διεθνούς Συνεδρίου που έγινε στο Λονδίνο (δεν καθορίζεται η ημερομηνία), κατά τη διάρκεια του οποίου, οι εκπρόσωποι των πιο επιφανών αστών συντάσσουν τα Πρακτικά μιας νέας θρησκείας που θα λατρεύει το Χάος που δημιούργησαν και που ονόμασαν «πολιτισμένο κόσμο». Μιας θρησκείας ικανής όχι μόνο "να σταματήσει την επικίνδυνη εξάπλωση των σοσιαλιστικών ιδεών» αλλά και να δώσει στον χαοτικό και καπιταλιστικό αυτό κόσμο την φαινομενικά οριστική μορφή του. Πρόκειται βέβαια για μια απολαυστική φάρσα του συγγραφέα του πασίγνωστου βιβλίου Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά που τύγχανε να είναι και γαμπρός του Μαρξ. Δυστυχώς το κείμενο αυτό, στο μεγαλύτερο μέρος του, παραμένει ακόμα επίκαιρο...

Η ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΤΟΝ ΕΡΓΑΤΩΝ

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς ονομάζεσαι;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μισθωτός.

Ε: Ποιοι είναι οι γονείς σου;

Α: Ο πατέρας μου ήταν μισθωτός, καθώς και ο παππούς μου και ο προπάππος μου. Αλλά οι πρόγονοί μου ήταν δουλοπάροικοι και σκλάβοι. Η μάνα μου ονομάζεται Φτώχεια.

Ε: Από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις;

Α: Έρχομαι από τη Φτώχεια και πηγαίνω στην Εξαθλίωση, περνώντας από το νοσοκομείο όπου το κορμί μου θα χρησιμεύσει για τα πειράματα στα καινούργια σας φάρμακα και για τις έρευνες των γιατρών που περιθάλπουν τους προνομιούχους του Κεφαλαίου.

Ε: Πού γεννήθηκες;

Α: Σε μια σοφίτα, κάτω από την στέγη του σπιτιού που έχτισε ο πατέρας μου και οι συνάδελφοι του.

Ε: Ποια είναι η θρησκεία σου;

Α: Η θρησκεία του Κεφαλαίου.

Ε: Ποια καθήκοντα σου επιβάλλει η θρησκεία σου;

Α: Δυο κύρια καθήκοντα: το καθήκον της παραίτησης και το καθήκον της εργασίας. Η θρησκεία μου μου επιβάλλει να παραιτηθώ από τα δικαιώματά μου πάνω στη γη, την κοινή μας μητέρα, πάνω στα πλούτη που κρύβουν τα σπλάχνα της, πάνω στην γονιμότητα του εδάφους της και την γονιμοποίησή της από τη ζέστη και το φως του ήλιου. Μου επιβάλλει να παραιτηθώ από το δικαίωμα να έχω έλεγχο πάνω στην εργασία των χεριών και του μυαλού μου, μου επιβάλλει ακόμα να παραιτηθώ από τα δικαιώματα πάνω στον ίδιο μου τον εαυτό: από τη στιγμή που περνάω το κατώφλι του εργαστηρίου μου, δεν ανήκω πια στον εαυτό μου, είμαι κτήμα του αφεντικού μου. Η θρησκεία μου, μου επιβάλλει να δουλεύω από μικρός ως τον θάνατό μου, να δουλεύω με το φως του ήλιου και της ασετιλίνης, να δουλεύω μέρα νύχτα, να δουλεύω πάνω στη γη, κάτω από τη γη και μες στη θάλασσα. Να δουλεύω παντού και πάντα.

Ε: Σου επιβάλλει και άλλα καθήκοντα;

Α: Ναι. Να συνεχίζω τη νηστεία όλο το χρόνο. Να ζω με στερήσεις χωρίς να χορταίνω ποτέ. Να καταπνίγω όλες τις σαρκικές μου ανάγκες και τις πνευματικές αναζητήσεις.

Ε: Σου απαγορεύει ορισμένα είδη τροφής;

Α: Μου απαγορεύει να αγγίζω το κυνήγι, τα πουλερικά, το μοσχαράκι πρώτης, δεύτερης και τρίτης διαλογής, να γεύομαι τον σολωμό, τον αστακό, τα φρέσκα ψάρια. Μου απαγορεύει να πίνω αγνό κρασί και γάλα έτσι όπως βγαίνει από το μαστάρι της αγελάδας.

Ε: Ποιες τροφές σου επιτρέπει;

Α: Το ψωμί, τις πατάτες, τα φασόλια, το μπακαλιάρο και την ξερή ρέγγα, τα απορρίμματα του κρεοπωλείου, το γελαδινό και αλογίσιο κρέας, τα χοιρινά. Για να ανακτήσω γρήγορα τις εξαντλημένες μου δυνάμεις μου επιτρέπει να πίνω νοθευμένο κρασί, ρακί από πατάτες και "δηλητήριο" από κοκκινογούλι.

Ε: Και ποια καθήκοντα σου υπαγορεύει απέναντι στον εαυτό σου;

Α: Να ροκανίζω τις οικονομίες μου, να ζω μέσα στην βρώμα και την εξαθλίωση. Να φορώ ρούχα σκισμένα, μπαλωμένα, μανταρισμένα, μέχρι να κουρελιαστούν. Να κυκλοφορώ χωρίς κάλτσες και με τρύπια παπούτσια που μουσκεύουν από το βρώμικο παγωμένο νερό των δρόμων.

Ε: Τι καθήκοντα έχεις απέναντι στην οικογένειά σου;

Α: Να απαγορεύω στη γυναίκα και τα παιδιά μου κάθε κοκεταρία, κάθε κομψότητα και εκλέπτυνση. Να τους ντύνω με φτηνοϋφάσματα ίσα για να μη σοκάρουν την αιδώ του μπάτσου. Να τους μάθω να μην παγώνουν το χειμώνα με τα βαμβακερά ρούχα και να μην σκάνε το καλοκαίρι μέσα στα χαμόσπιτα. Να αποτυπώνω στα κεφάλια των μικρών παιδιών μου τους ιερούς κανόνες της εργασίας ώστε να μπορέσουν, από την τρυφερή τους ηλικία, να κερδίσουν τη ζωή τους και να μην ζουν εις βάρος της κοινωνίας. Να τα διδάξω να πλαγιάζουν χωρίς βραδινό και χωρίς φως, να τα εξοικειώσω με την ανέχεια που είναι η μοίρα τους.

Ε: Ποια είναι τα καθήκοντα που η θρησκεία σου σου επιβάλλει απέναντι στην κοινωνία;

Α: Να αυξάνω τον κοινωνικό πλούτο πρώτα με τη δουλειά μου και μετά με τις αποταμιεύσεις μου.

Ε: Τι σου επιβάλλει να κάνεις με τις οικονομίες σου;

Α: Να τις καταθέτω στο Κρατικό Ταμιευτήριο για να καλύπτουν το κρατικό έλλειμμα ή να τις εμπιστεύομαι στις εταιρίες που έχουν ιδρύσει οι φιλάνθρωποι οικονομολόγοι για να τις δανείζουν στα αφεντικά μου. Τις οικονομίες μας πρέπει να τις βάζουμε πάντα στη διάθεση των αφεντικών μας.

Ε: Σου επιτρέπει να αγγίζεις τις καταθέσεις σου;

Α: Όσο το δυνατόν σπανιότερα. Μας επιβάλλει να μην επιμένουμε όταν το Κράτος αρνείται να τις αποδώσει και να παραιτούμαστε από κάθε διεκδίκηση όταν οι φιλάνθρωποι οικονομολόγοι, προλαβαίνοντας τις ανάγκες μας, μας αναγγέλλουν ότι οι οικονομίες μας έγιναν καπνός.

Ε: Έχεις πολιτικά δικαιώματα;

Α: Το κεφάλαιο μου έχει παραχωρήσει την αθώα διασκέδαση να εκλέγω τους νομοθέτες που φτιάχνουν νόμους για να μας τιμωρούν. Αλλά μας απαγορεύει να ασχολούμεθα με την πολιτική και να ακούμε τους σοσιαλιστές.

Ε: Για ποιο λόγο;

Α: Επειδή η πολιτική είναι προνόμιο των αφεντάδων και επειδή οι σοσιαλιστές είναι κατεργάρηδες που μας ληστεύουν και μας κοροϊδεύουν. Μας λένε ότι ο άνθρωπος που δεν εργάζεται δεν πρέπει να τρώει, ότι όλα ανήκουν στους εργάτες αφού εκείνοι τα παράγουν όλα και ότι το αφεντικό είναι ένα παράσιτο που πρέπει να εξολοθρευτεί Η αγία θρησκεία του Κεφαλαίου μας, διδάσκει, αντίθετα, ότι η σπατάλη των πλουσίων γεννά την εργασία που μας δίνει ψωμί, ότι οι πλούσιοι συντηρούν τους φτωχούς, ότι αν δεν υπήρχαν πλούσιοι, οι φτωχοί θα χάνονταν. Μας διδάσκει ακόμα να μην είμαστε τόσο αφελείς ώστε να πιστεύουμε πως οι γυναίκες και οι κόρες μας θα ήξεραν να ντυθούν με τα μετάξια και τα βελούδα που υφαίνουν, αφού οι ίδιες δεν θέλουν να στολίζονται παρά με κακόγουστα βαμβακερά και πως εμείς δεν θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε τα γνήσια κρασιά και να γευτούμε τα ωραία φαγητά, αφού είμαστε συνηθισμένοι σε απαίσια βοδινά και νοθευμένα ποτά.

Ε: Ποιος είναι ο θεός σου;

Α: Το Κεφάλαιο.

Ε: Είναι προαιώνιος;

Α: Οι σοφότεροι ιερωμένοι μας, οι ανώτεροι οικονομολόγοι, ισχυρίζονται ότι υπήρχε από καταβολής κόσμου. Επειδή τότε ήταν πολύ μικρός, ο Δίας, ο Ιεχωβάς, ο Ιησούς και άλλοι ψευτοθεοί, βασίλεψαν στη θέση του και επ’ ονόματί του. Αλλά από το 1500 περίπου, μεγάλωσε και δεν παύει να μεγαλώνει σε όγκο και ισχύ. Σήμερα είναι ο κυρίαρχος του κόσμου.

Ε: Ο θεός σου είναι παντοδύναμος;

Α: Ναι. Η κατοχή του εξασφαλίζει όλα τα επίγεια αγαθά. Όταν αποστρέφει το πρόσωπό του από μια οικογένεια και ένα έθνος, αυτά βυθίζονται στην αθλιότητα και τον πόνο. Η δύναμη του Θεού-Κεφαλαίου μεγαλώνει όσο αυξάνεται ο όγκος του. Κάθε μέρα κατακτά και καινούργια κράτη. Κάθε μέρα μεγαλώνει το κοπάδι των μισθωτών που, σ' όλη τους τη ζωή είναι ταγμένοι να αυξήσουν τον όγκο του.

Ε: Ποιοι είναι οι εκλεκτοί του Θεού-Κεφαλαίου;

Α: Τα αφεντικά, οι καπιταλιστές, οι εισοδηματίες.

Ε: Πώς σε ανταμείβει ο Θεός σου;

Α: Προσφέροντας συνεχώς δουλειά, σε μένα, τη γυναίκα μου και τα μικρά μου παιδιά.

Ε: Αυτή είναι η μοναδική σου ανταμοιβή;

Α: Όχι. Ο Θεός μας επιτρέπει να ικανοποιούμε την πείνα μας καταβροχθίζοντας με τα μάτια τις ορεκτικές βιτρίνες με τα κρέατα και τα τρόφιμα που δεν γευτήκαμε ούτε θα γευτούμε ποτέ, με τα οποία τρέφονται οι εκλεκτοί και οι άγιοι πατέρες. Η καλωσύνη του μας επιτρέπει να ζεστάνουμε τα μουδιασμένα από την παγωνιά μέλη μας κοιτάζοντας τις γούνες και τα παχιά παπλώματα με τα οποία σκεπάζονται οι εκλεκτοί και οι άγιοι πατέρες. Μας παραχωρεί επίσης την εκλεπτυσμένη οπτική απόλαυση να βλέπουμε να περνά εποχούμενη, από τις λεωφόρους και τις πλατείες, η ιερή φυλή των εισοδηματιών και των καπιταλιστών, αστραφτεροί, καμαρωτοί ματσωμένοι, κοιλαράδες, τριγυρισμένοι από ένα συρφετό από βαλέδες με γαλόνια και ψιμυθιωμένες κοκότες. Και καμαρώνουμε στη σκέψη πως αυτά τα θαυμαστά πράγματα, που απολαμβάνουν οι εκλεκτοί και εμείς το στερούμαστε, είναι έργα των χεριών και του μυαλού μας.

Ε: Οι εκλεκτοί ανήκουν σε διαφορετική ράτσα από τη δική σου;

Α: Οι καπιταλιστές πλάστηκαν από τον ίδιο πηλό με τους εργαζόμενους, αλλά επιλέχτηκαν ανάμεσα σε χιλιάδες και εκατομμύρια.

Ε: Τι έκαναν για να αξίζουν μια τέτοια διάκριση;

Α: Τίποτα. Ο Θεός αποδεικνύει την παντοδυναμία του χαρίζοντας την εύνοιά του σε αυτούς που δεν κουράστηκαν να την κερδίσουν.

Ε: Δηλαδή το Κεφάλαιο είναι άδικο;

Α: Το Κεφάλαιο είναι το ίδιο η Δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη του όμως ξεπερνά την αδύνατη νόησή μας. Αν το Κεφάλαιο ήταν αναγκασμένο να παραχωρεί τη χάρη του σε εκείνους που την αξίζουν, δεν θα ήταν καθόλου ελεύθερο, η δύναμή του θα είχε όρια. Το Κεφάλαιο επιβεβαιώνει την παντοδυναμία του διαλέγοντας τους εκλεκτούς του, αφεντικά και καπιταλιστές, μέσα από το σωρό των ανίκανων, των μασκαράδων, των τιποτένιων.

Ε: Πώς σε τιμωρεί ο θεός σου;

Α: Καταδικάζοντάς με στην ανεργία. Με τον τρόπο αυτό με αφορίζουν. Μου απαγορεύουν το κρέας, το κρασί, τη φωτιά. Με καταδικάζουν να πεθάνω της πείνας, εγώ, η γυναίκα μου και τα παιδιά μου.

Ε: Ποια σφάλματα πρέπει να διαπράξεις για να καταδικαστείς στην ανεργία;

Α: Κανένα. Το Κεφάλαιο αρέσκεται να επιβάλλει την ανεργία για λόγους που το μικρό μυαλό μας αδυνατεί να συλλάβει.

Ε: Ποιες είναι οι προσευχές σου;

Α: Δεν προσεύχομαι καθόλου με λόγια. Η δουλειά είναι η προσευχή μου. Κάθε προφορική προσευχή θα παρενοχλούσε την αποδοτική προσευχή της δουλειάς, την μόνη προσευχή που είναι αρεστή γιατί είναι η μόνη χρήσιμη και επικερδής για το Κεφάλαιο, η μόνη που δημιουργεί υπεραξία.

Ε: Πού προσεύχεσαι;

Α: Παντού: στη θάλασσα, στη στεριά και κάτω από τη γη, στους αγρούς, τα ορυχεία, τα εργαστήρια και τα μαγαζιά. Για να γίνει δεκτή η προσευχή μας και να ανταμειφθεί, πρέπει να θυσιάσουμε στο Κεφάλαιο τη βούλησή μας, την ελευθερία και την αξιοπρέπειά μας. Πρέπει να σπεύδουμε σε κάθε χτύπημα της καμπάνας, σε κάθε σφύριγμα της μηχανής. Και αφού προσευχηθούμε, πρέπει, σαν αυτόματα, να κουνάμε πόδια και χέρία, να λαχανιάζουμε και να ιδρωκοπάμε, να τεντώνουμε τους μυς, να εξαντλούμε τα νεύρα μας. Πρέπει να είμαστε ταπεινόφρονες, να ανεχόμαστε υπάκουα τις παραφορές και τις βρισιές του αφεντικού μας και των βοηθών του, αφού αυτοί έχουν πάντα δίκιο, ακόμα και όταν φαίνεται ότι έχουν άδικο. Πρέπει να ευχαριστούμε το αφεντικό όταν περικόπτει τον μισθό μας και παρατείνει τις ώρες εργασίας, αφού ό,τι κάνει είναι σωστό και για το καλό μας. Πρέπει να νιώθουμε περήφανοι όταν το αφεντικό και οι βοηθοί του χαϊδολογάνε τις γυναίκες και τις κόρες μας, αφού ο Θεός μας, το Κεφάλαιο, εκτός από το δικαίωμα να αποφασίζουν για τη ζωή και το θάνατό των μισθωτών, τους παραχωρεί και το δικαίωμα να βάζουν χέρι στις εργαζόμενες. Αντί να παραπονεθούμε, αντί να βράσουμε από θυμό, αντί να απεργήσουμε, αντί να επαναστατήσουμε, πρέπει να υπομένουμε όλη τη δυστυχία, να τρώμε βρώμικο ψωμί και να πίνουμε λασπωμένο καφέ. Αφού για να τιμωρήσει την ανυπακοή μας, το Κεφάλαιο οπλίζει το αφεντικό με κανόνια και τουφέκια, με φυλακές και εξορίες, με γκιλοτίνες και αγχόνες.

Ε: Μετά το θάνατο, ποια θα είναι η ανταμοιβή σου;

Α: Πολύ μεγάλη. Μετά το θάνατο, το Κεφάλαιο θα με αφήσει να κάτσω και να ξαποστάσω. Δεν θα υποφέρω πια από το κρύο και την πείνα, δεν θα αγωνιώ για το καθημερινό ψωμί, ούτε για εκείνο της επόμενης μέρας. Θα απολαμβάνω την αιώνια ανάπαυση του τάφου.





Ο Paul Lafargue γεννήθηκε το 1842 στο Σαντιάγο της Κούβας από εύπορους γαλλοεβραίους γονείς, που ασχολούνταν µε την καλλιέργεια του καφέ. Το 1851 οι γονείς του επέστρεψαν στο Μπορντώ της Γαλλίας. Ο νεαρός Πωλ τελείωσε το 1859 το γυµνάσιο της Τουλούζης και γράφτηκε στην ιατρική σχολή του Παρισιού.
Το κλίµα της εποχής ευνοεί τη µελέτη και τη ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών του αντιλήψεων. Ο Λαφάργκ ασπάζεται τις απόψεις του Προυντόν για το σοσιαλισµό και στρατεύεται στο σοσιαλιστικό κίνηµα. Τον Φεβρουάριο του 1865 γνωρίζει στο Λονδίνο τον Καρλ Μαρξ, που τον εντυπωσιάζει. Αποτέλεσµα της συνάντησής του µε τον Μαρξ είναι και η γνωριµία του µε τη θυγατέρα του Λάουρα, την οποία παντρεύεται το 1868, µε κουµπάρο τον Ένγκελς. Την ίδια χρονιά αποκτούν έναν φιλάσθενο γιό που, µετά από αρκετές ταλαιπωρίες, χάνουν το 1872. Στο µεταξύ, το 1867 γίνεται µέλος της κομμουνιστικής διεθνούς και ορίζεται γραµµατέας της για τις ισπανικές υποθέσεις. Με την κήρυξη του γαλλοπρωσικού πολέµου, το 1870, ο αντιβοναπαρτισµός του γίνεται πιο έντονος και οι σοσιαλιστικές του ιδέες πολύ πιο ριζοσπαστικές. Μετά την ήττα της Κοµµούνας του Παρισιού, ο Λαφάργκ καταφεύγει στην Ισπανία, όπου µαίνεται η µάχη µεταξύ µαρξιστών και αναρχικών στους κόλπους της διεθνούς. Παρά τον προυντονισµό που του καταλογίζει ο Μαρξ, ο Λαφάργκ αγωνίζεται µε ζήλο εναντίον των αναρχικών. Αργότερα, τα περιφρονητικά του σχόλια για τους ισπανούς αναρχικούς προκαλούν την αγανάκτηση του µεγάλου ιταλού αναρχικού Μαλατέστα, ο οποίος καλεί τον Λαφάργκ σε µονοµαχία -που δεν γίνεται ποτέ. Στο Λονδίνο συνεχίζει τη µάχη κατά των αναρχικών, που καταλήγει σε πύρρειο νίκη των µαρξιστών: διαγραφή του Μπακούνιν και των οργανώσεων που τον υποστήριζαν, µεταφορά της έδρας της Πρώτης ∆ιεθνούς στη Νέα Υόρκη και ουσιαστικά διάλυσή της.
Το 1880 επιστρέφει στη Γαλλία και δηµοσιεύει Το δικαίωµα στην τεµπελιά σε συνέχειες, στην εφηµερίδα L' egalite. Το έργο του Λαφάργκ διχάζει και φέρνει σε αµηχανία τους σοσιαλιστές, γιατί ενώ όσα γράφει για την οικονοµία και τις ελεεινές συνθήκες ζωής των εργαζοµένων συµπίπτουν µε τα λεγόµενα του Μαρξ, που είναι η απόλυτη αυθεντία για τους ίδιους και ο Λαφάργκ είναι γνωστός πολιτικός αγωνιστής και γαµπρός του, ο τρόπος που διαπραγµατεύεται το θέµα του είναι ανορθόδοξος: τα εργατικά κόµµατα σε όλες τις χώρες του κόσµου διεκδικούν -ακόµα και σήµερα- το δικαίωµα στη δουλειά. Στη συνέχεια ο Λαφάργκ µαζί µε τον Ζιλ Γκεσντ συγγράφουν το οικονοµικό πρόγραµµα του Γαλλικού Εργατικού Κόµµατος, µε το οποίο, µεταξύ άλλων, απαιτούν καθιέρωση µιας ηµέρας ανάπαυσης την εβδοµάδα για όλους τους εργαζόµενους, απαγόρευση της παιδικής εργασίας κάτω των 14 και περιορισµό της εργασίας των ενηλίκων στις οκτώ ώρες (η αργία µιας ηµέρας καθιερώνεται, τελικά, στη Γαλλία το 1906 και το οκτάωρο το 1909).
Στις 26 Νοεµβρίου 1911 ο Πωλ και η Λάουρα Λαφάργκ αυτοκτονούν µε ένεση υδροκυανίου, αν και, σύµφωνα µε τις µαρτυρίες των φίλων και των γνωστών τους ήταν σε άριστη φυσική και πνευµατική κατάσταση. Στο σηµείωµα που άφησε ο Λαφάργκ, γράφει: "Υγιής στο σώµα και το πνεύµα, αυτοκτονώ, πριν τα ανελέητα γηρατειά, που θα µου αποσπούν µία µία τις απολαύσεις και τις χαρές της ζωής και θα µου αφαιρούν τις σωµατικές και πνευµατικές δυνάµεις, συντρίψουν τη θέλησή µου και µε κάνουν βάρος στον εαυτό µου και στους άλλους. Από χρόνια έχω υποσχεθεί στον εαυτό µου να µην περάσω τα εβδοµήντα [...] Ζήτω ο κοµµουνισµός. Ζήτω ο διεθνής σοσιαλισµός"
Η αυτοκτονία του ζεύγους Λαφάργκ έγινε δεκτή µε ενθουσιασµό από τους αναρχικούς του Παρισιού, ενώ δίχασε, για άλλη µια φορά, τους σοσιαλιστές, ορισµένοι από τους οποίους τους καταλόγισαν "λιποταξία από την ταξική πάλη". Ο Λένιν, που εκφώνησε δεκάλεπτο λόγο στην κηδεία τους, δεν αναφέρθηκε ούτε µια φορά στον τρόπο θανάτου του ζευγαριού.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Υπερασπίζομαι την αναρχία

Μη με σταματάς. Ονειρεύομαι.
Ζήσαμε σκυμμένοι αιώνες αδικίας.
Αιώνες μοναξιάς.
Τώρα μη. Μη με σταματάς.
Τώρα κι εδώ για πάντα και παντού.
Ονειρεύομαι ελευθερία.
Μέσα απ' του καθένα
την πανέμορφη ιδιαιτερότητα
ν' αποκαταστήσουμε
του Σύμπαντος την Αρμονία.
Ας παίξουμε. Η γνώση είναι χαρά.
Δεν είναι επιστράτευση απ' τα σχολεία
Ονειρεύομαι γιατί αγαπώ.
Μεγάλα όνειρα στον ουρανό.
Εργάτες με δικά τους εργοστάσια
συμβάλουν στην παγκόσμια σοκολατοποιία.
Ονειρεύομαι γιατί ΞΕΡΩ και ΜΠΟΡΩ.
Οι τράπεζες γεννάνε τους «ληστές».
Οι φυλακές τους «τρομοκράτες»
Η μοναξιά τους «απροσάρμοστους».
Το προϊόν την «ανάγκη»
Τα σύνορα τους στρατούς
Όλα η ιδιοχτησία.
Βία γεννάει η Βία.
Μη ρωτάς. Μη με σταματάς.
Είναι τώρα ν' αποκαταστήσουμε
του ηθικού δικαίου την υπέρτατη πράξη.
Να κάνουμε ποίημα τη Ζωή.
Και τη Ζωή πράξη.
Είναι ένα όνειρο που μπορώ μπορώ μπορώ
Σ' ΑΓΑΠΩ
και δεν με σταματάς δεν ονειρεύομαι. Ζω.
Απλώνω τα χέρια
στον Ερωτά στην αλληλεγγύη
στην Ελευθερία.
Όσες φορές χρειαστεί κι απ' την αρχή.
Υπερασπίζομαι την ΑΝΑΡΧΙΑ.

Κατερίνα Γώγου


Η Κατερίνα Γώγου έκανε ποίηση σε μια εποχή που οι άλλοι "ποιητές" έκαναν δημόσιες σχέσεις. Πάνω από όλα ήταν η ίδια ποίηση. Ανάμεσα σε χάπια, ποτά, σβησμένα τσιγάρα, φτωχογειτονιές, προδοσίες.
Γεννήθηκε στην Αθήνα (1/6/1940). Από μικρή δούλεψε σαν ηθοποιός στο θέατρο και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φίλμς. Το πρώτο της βιβλίο με ποιήματα ήταν το "Τρία κλικ αριστερά" και βγήκε το 1978. Έβγαλε επίσης τα βιβλία "Ιδιώνυμο"(1980)," Το ξύλινο παλτό"(1982)," Απόντες"(1986)," Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών"(1988). Όπως αναφέρει ο Λεωνίδας Χρηστάκης, η Κατερίνα ήταν έξω από κάθε λογής εκδοτικά και καλλιτεχνικά κυκλώματα και κλίκες και γι΄αυτό σπάνια θα δείτε να αναφέρονται σε αυτήν στα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης. Αυτοκτόνησε το 1993 με χάπια σε ηλικία 53 χρονών.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Νέοι της Σιδώνος

Κανονικά δεν πρέπει να 'χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά - αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην ήπειρο
Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ΄ άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρόν και δραστικό - κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούστε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)

Μανόλης Αναγνωστάκης, 1970

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (10/3/1925 – 23/6/2005) ήταν ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. 
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Η μη ύπαρξη – ο θάνατος – απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; “Ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”. Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. […] Σε φόντο σελίδων. Με πένθιμο χρώμα. […]Νόμισα πως θα πνιγόμουνα! […] Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή που μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν “Είναι αργά” μου είπε κάποτε “θα ‘πρεπε πια να πηγαίνουμε. Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε […]
“Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” λέει ο ίδιος για την ενασχόληση του με την ποιητική. […] "Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας". 
“Ο Αναγνωστάκης”, γράφει ο Γιώργος Καφταντζής το 1955, “τοποθέτησε στη βιτρίνα της νέας μας ποίησης ένα καινούριο μπουκαλάκι με άγνωστο δηλητήριο. Μα αν έλειπε δε θα ‘ξερε κανείς πως η ζωή μας αυτούς τους καιρούς είχε την κατρακύλα της. Είναι για την ελληνική τέχνη ότι ο πόνος για το κορμί το ανθρώπινο. Προειδοποιεί τον κίνδυνο.”.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Ο γκρεμιστής

Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!



Κωστής Παλαμάς





Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13/1/1859 - Αθήνα, 27/2/1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, πρωτοπόρος της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής. Ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτολογικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. 
Όταν ο ποιητής ήταν 6 χρονών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864-Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά της οικογένειας. Στο Μεσολόγγι έζησε από το 1867 ως το 1875, σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία.
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1875, όπου γράφτηκε στην Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα και το 1876 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή Ερώτων Έπη, σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις επιδράσεις της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή απορρίφθηκε με το χαρακτηρισμό "λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα". Η πρώτη του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα Μεσολόγγι. Από το 1898 εκείνος και οι δύο φίλοι και συμφοιτητές του Νίκος Καμπάς και Γεώργιος Δροσίνης άρχισαν να συνεργάζονται με τις πολιτικές-σατιρικές εφημερίδες Ραμπαγάς και Μη χάνεσαι.
Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν, αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896. Το 1898, μετά το θάνατο του γιού του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση Ο Τάφος. Το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ' όπου αποχώρησε το 1928. Από την ίδια χρονιά (1897) άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές και συνθέσεις, όπως οι Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, Ασάλευτη Ζωή, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Η Φλογέρα του Βασιλιά. Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Κωστής Παλαμάς μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφ' ενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφ' ετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας αρκετές φορές από το 1926 έως το 1940.
Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά στους έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.

Το ποιητικό του έργο είναι μεγάλο σε έκταση και σε σημασία και είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του. Διαμετρικά αντίθετες πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Νίκος Ζαχαριάδης αισθάνθηκαν την ανάγκη να τοποθετηθούν απέναντι στο Δωδεκάλογο του Γύφτου. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει ότι ο Παλαμάς είχε μεγαλύτερη επιρροή από 10 Πρωθυπουργούς. Το ενδιαφέρον για το έργο του μειώθηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα, όταν αφενός επικράτησαν διαφορετικά αισθητικά ρεύματα και αφετέρου υποχώρησε το ενδιαφέρον για την ποίηση γενικότερα.
Η κορυφαία έκφραση της λυρικής σκέψης του Παλαμά είναι Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907). Στο πνευματικό του ταξίδι ο Γύφτος θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει τον κόσμον όλο. Θα απαρνηθεί τη δουλειά, την αγάπη, τη θρησκεία, τους αρχαίους, τους βυζαντινούς και όλες τις πατρίδες, αλλά και θα τα αναστήσει όλα μέσα από την Τέχνη, μαζί και τη μεγάλη χίμαιρα της εποχής, τη Μεγάλη Ιδέα. Θα υμνήσει τον ελεύθερο λαό του, αλλά θα τραγουδήσει και έναν νιτσεϊκό αδάκρυτο ήρωα. Θα καταλήξει προσκυνώντας τη Φύση και την Επιστήμη.
Η εποχή της εμφάνισης του Κωστή Παλαμά, αλλά και των άλλων ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής συνέπεσε με την έξαρση του προβληματισμού για το γλωσσικό ζήτημα: το 1888 εκδόθηκε το Ταξίδι μου του Ψυχάρη, ενώ είχε προηγηθεί η διαμάχη Κωνσταντίνου Κόντου- Δημ. Βερναρδάκη, το 1882. Ενώ σταδιακά στην ποίηση η δημοτική καθιερώθηκε (με τη συμβολή και των ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής), στην πεζογραφία (και φυσικά στον επίσημο λόγο) επικρατούσε η καθαρεύουσα. Ο Παλαμάς, υποστηρικτής της δημοτικής, υποδέχθηκε με ευνοϊκή κριτική το Ταξίδι μου: μια μόλις μέρα αφ' ότου το διάβασε, έγραψε το άρθρο Το επαναστατικόν βιβλίον του κ. Ψυχάρη, εκφράζοντας ενθουσιώδεις κρίσεις, χωρίς βέβαια να παραλείψει να επισημάνει και τις ακρότητες του συγγραφέα. Η υποστήριξή του προς όλες τις προσπάθειες καθιέρωσης της δημοτικής ήταν συνεχής και έμπρακτη: συνεργαζόταν με το περιοδικό-όργανο του δημοτικισμού Ο Νουμάς από το πρώτο κιόλας τεύχος και στη δημοτική έγραψε όχι μόνο τα ποιήματα, αλλά και τα (λίγα) διηγήματά του.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Αυτά τα κόκκινα σημάδια

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ‘ναι κι από αίμα.
Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,
μπορεί να ‘ναι κι απ’ το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα,
είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τρένου.

Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα,
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα,
για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.

Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,
το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα,
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε.

Γιάννης Ρίτσος



Ο Γιάννης Ρίτσος (1/5/1909 - 11/11/1990) ήταν ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του. 

Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ιδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατόπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη. Μετά την απελευθέρωσή του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ. Το 1956 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Το 1967 εξορίζεται στη Γυάρο, Λέρο και Σάμο (κατ’οίκον περιορισμός) ως το 1970. Το 1968 στέλνει κρυφά στη Γαλλία το «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» και τα «Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», που τα μελοποιεί ο Θεοδωράκης ,ο οποίος βρίσκεται στη Γαλλία και τα παρουσιάζει σε συναυλίες. Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ. Συμμετέχει στις διαδηλώσεις οικοδόμων και φοιτητών στο Πολυτεχνείο, για το οποίο γράφει «Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο, κ’η φωνή τους ακόμα Αδέλφια, Αδέλφια...»(Το σώμα και το αίμα). Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Ο μεγάλος δικτάτορας

Ακούμε αναίσθητοι, κοιτάμε χωρίς να βλέπουμε
και τίποτα δεν κάνουμε ν'αλλάξουμε..