Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Η πρωτεύουσα

- Ποια είναι η πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Κονγκό;
- Η Αμβέρσα.

Σ' αυτή την πόλη που τρέφεται με διαμάντια,
στα ποιήματα των ποιητών φυτρώνουν αγκαθωτά συρματοπλέγματα.
Οι προγραμματισμένες συναντήσεις πεθαίνουν στα ημερολόγια.
Το χέρι μου σταματά ν' αγγίζει τα χείλη σου.
Οι αστυνομικοί σταματούν να γελάνε.
Το ταξί σταματά όταν ο οδηγός σκοτώνεται από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή στη
     Δαμασκό μπροστά απ' τον κεντρικό σταθμό της Αμβέρσας.
Ο τρόμος  σταματά στο πλειστέισιον.
Κι εγώ παίρνω τον εαυτό μου παραμάσχαλα και σταματώ να σταματώ.
Σκέφτομαι την απόσταση μεταξύ των χειλιών μου και του δέρματός σου
λες και δε γεννήθηκα το 1979 στον παλαιστινιακό προσφυγικό καταυλισμό Γιαρμούκ
    στη Δαμασκό.
Λες κι εσύ δε γεννήθηκες στη Γαλακτική Οδό.

Σ' αυτή την πόλη όπου καθαρίζουν το αίμα απ' τα διαμάντια με την ίδια προσοχή που
γιατροί καθαρίζουν το αίμα απ' την πληγή ενός τραυματισμένου που μόλις του έσωσαν
τη ζωή,
εγώ περπατώ με βήμα ελαφρύ σαν τανκς που κυλά στην άσφαλτο.
Κουβαλώ τα ποιήματά μου σαν μικροπωλητής.
Κάθε που κατευθύνομαι  προς τη θάλασσα, με καταβροχθίζει η έρημος που χύνεται απ'
    τις βαλίτσες των μεταναστών.
Είναι η ίδια έρημος που χύνεται απ' το διαβατήριό μου, το οποίο κανείς δεν αναγνωρίζει
    εκτός από σένα.
Είμαι ο συγγραφέας ποιημάτων που μιλάνε για το θάνατο λες και μιλάνε για την
    ελπίδα.
Για τον πόλεμο λες και υπάρχει Θεός.
Από τότε που πέθαναν οι φίλοι μου έχω γίνει λύκος μοναχικός.
Στριμώχνω την ευτυχία στη γωνία και την ποδοπατώ σαν να' ταν δηλητηριώδες έντομο.
Όσοι φίλοι μου πέθαναν από βασανιστήρια κάθονται δίπλα μου φορώντας τα καλά τους
    λες και βρισκόμαστε σε κάποια δεξίωση.

Η μάνα μου με αναζητά στις τηλεφωνικές γραμμές
για να βεβαιωθεί ότι κατουράω ακόμα σ' αυτόν εδώ τον πλανήτη.

Καθάρισα το δωμάτιό μου από κάθε ίχνος θανάτου.
Έτσι, όταν σε καλέσω για ένα ποτήρι κρασί
δεν θα νιώσεις ότι βρίσκομαι στη Δαμασκό.
Ενώ είμαι στη Στοκχόλμη.

Σ' αυτή την πόλη που τρέφεται με ματωμένα διαμάντια,
θυμάμαι τον ματωμένο γάμο.
Θυμάμαι τη λήθη.
Στέκομαι στο κέντρο μιας μαυρόμαυρης ομαδικής φωτογραφίας ποιητών που κάποτε
    πέρασαν από δω.
Οι σημειώσεις που άφησες στο περιθώριο των ποιημάτων μου με θλίβουν.
Η καρδιά μου μεταμορφώνεται σε σκιάχτρο ξύλινο για να διώξει μακριά τα πουλιά του
    Χίτσκοκ.
Η αθώα καρδιά μου δεν τ' αντέχει όλα αυτά.
Γίνεται σκληρή σαν λέξεις ειλικρινείς.
Κι ο δρόμος μεταμορφώνεται σε σημειωματάριο.
Εσύ είσαι η μόνη που μπορεί να μεταμορφώσει το δρόμο σε σημειωματάριο.
Όλο αθωότητα με πιάνεις απ' το χέρι για να αποκεφαλίσουμε μαζί το χρόνο.
Ύστερα η Παγκόσμια Τράπεζα καταρρέει.
Οι αστοί ενώνονται ενάντια στους μετανάστες.
Ένας σεκιουριτάς, οπλισμένος με την ιστορία, σχεδιάζει ένα τείχος μεταξύ των
    προαστίων και της ευτυχίας.
Το χρώμα του δέρματος μοιάζει με σημείο ελέγχου ανάμεσά μας.
Ανάμεσα στο λιμάνι απ' όπου εισάγεται η ελευθερία
και στο δρόμο που εκτείνεται απ' το νεκροταφείο μέχρι το υπνοδωμάτιο.
Δεν είναι ο πόλεμος που μ' έχει καταβάλει,
αλλά τα ποιήματα που μιλάνε για πόλεμο.
Δεν είναι οι ψυχρές πόλεις που μ' έχουν καταβάλει,
αλλά τα ποιήματα που μιλάνε για ψυχρές πόλεις μου έχουν φάει τα δάχτυλα.
Και χωρίς δάχτυλα δεν μπορώ να χορέψω.


Γιαγιάθ Αλ Μαντχούν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου