Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Ξελασπώστε το μέλλον

Μέτρησε,
καλοσκέψου,
σημάδεψε –
και τράβα, βήματα τα βήματα,
έστω και πάνω σε μικροζητήματα.
Δεν είναι μόνον ο κομμουνισμός
στη γη,
στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.
Είναι και μέσ' στο σπίτι,
στο τραπεζάκι μπρος,
στις σχέσεις,
στη φαμίλια,
στην καθημερινή ρουτίνα


Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, απόσπασμα

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

"Είμαστε ίδιες"

"Είμαστε ίδιες". Πώς γίνεται να είμαστε ίδιες; Από αυτό που φαίνεται. Το φαινόμενο όμως, δεν είναι καθρέφτης; Μήπως κοιτάζουμε στην λίμνη, όπως ο νάρκισσος, και ερωτευόμαστε την αντανάκλασή μας; Είχαμε τα ίδια βιώματα; Τους ίδιους γονείς, συγγενείς; Είχαμε τα ίδια προβλήματα; Απώλεια; Την τρυφερή ηλικία που βιάζεται ώστε να κατανοήσει.. Δεν είμαστε ίδιες γιατί δεν γίνεται να είμαστε ίδιες. Η κάθε μία πέρασε τον δικό της προσωπικό εξευτελισμό για να μπορέσει να σταθεί άξια του εαυτού της. Ζύμωση. Το θηλυκό απαρτίζεται από ποικιλία όψεων. ΜΙΑ πολλαπλή προσωπικότητα. Αναλόγως ποιο χαρτί τραβήξει ο συν/τροφός/κάτοικος/άνθρωπος, εμφανίζει την αντίστοιχη πτυχή. 
Κάποιες μπερδεύονται και πιστεύουν στον ρόλο. Τον υιοθετούν, για κάποιο χρονικό διάστημα, και λένε "έτσι είμαι εγώ". Κάποιες ξεχνούν την πολύπλευρη όψη τους και χάνονται στο ψέμα. Κάποιες ξυπνούν και αναρωτιόνται πώς ξεχάστηκαν όλο αυτό το διάστημα.. Κάποιες ξυπνούν και δεν ξανακοιμούνται ποτέ. Κάποιες ονειροβατούν. Άλλες ακροβατούν.. Μια γυναίκα λοιπόν, ως ενέργεια, ως φύλο, ως ον, είναι απλά το θηλυκό. Όταν η θάλασσα περάσει από μέσα μας και μας ξεβράσει το κύμα, φεύγουν οι λέξεις και μένει η ουσία. Εκεί, όλες οι γυναίκες είναι ένα. Είναι απλά το θηλυκό. Είναι απλά ΜΙΑ πολλαπλή προσωπικότητα, αποτελούμενη απο πολλές υποδιαιρέσεις. Εκεί, είμαστε ίδιες. Έχουμε ανάγκες, έχουμε φωνή, έχουμε πόνο, έχουμε πυγμή. Είμαστε εδώ για να προστατέψουμε τη ζωή και σίγουρα για να γίνει αυτό, οφείλουμε να προστατέψουμε και τον εαυτό μας ως μέρος αυτού. Φύλακες παιδιών, ζώων, φυτών, ανδρών, μυστικών, ψυχών. Χωρίς απαραίτητα να ορίζουμε τι είναι αγάπη και τι όχι. Χωρίς ταμπέλες. Χωρίς λέξεις. Η ανθρωπιά εμπεριέχει σεβασμό, αγάπη, αλληλο-υποστήριξη. Η ανθρωπιά όλα τα σηκώνει κι ας μην τα συγχωρεί.

Μ2

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι



Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι
μέσα απ' τους θορύβους του θανάτου
και της νίκης
Να συλλογιέμαι εσένανε
μέσα απ' τη φυλακή
κι έχοντας περασμένα τα σαράντα

Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι
Να το 'να χέρι σου
σ' ένα ύφασμα γαλάζιο ξεχασμένο,
ξεχασμένο

Και να -- να'μαι στα μαλλιά σου
η ραθυμιά η περήφανη
της Ινσταμπούλ της γης μου

Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι,
να γράφω λόγια σένα,
να σε κοιτάζω πλαγιασμένος
έτσι ανάσκελα μες στο κελί μου
Μια λέξη που ΄χες πει
την τάδε μέρα,
στο τάδε μέρος
Όχι η λέξη η ίδια
μα αυτός ο τρόπος που είχε,
που είχε μέσα της
να κλείνει όλο τον κόσμο

Όμορφο που 'ναι να σε συλλογιέμαι
Για σένα θα σκαλίσω ακόμα
τόσα πράγματα
Θα φτιάξω ένα μικρό κουτί,
ένα δαχτυλίδι
Θα υφάνω τρεις οργιές μετάξι
Και ξαφνικά πετιέμαι ορθός
τρέχοντας να χουφτώσω
του παραθυριού τα κάγκελα
Και να φωνάζω στον γαλάζιο ουρανό
της λευτεριάς,
όλα μου τα τραγούδια
που ΄γραψα για σένα


Ναζίμ Χικμέτ, Αποδ. Γιάννης Ρίτσος

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Ουτοπία

Είναι στον ορίζοντα… κάνω δύο βήματα, απομακρύνεται δύο βήματα. Κάνω δέκα βήματα και ο ορίζοντας τρέχει δέκα βήματα μακριά. Όσο και να περπατάω, δεν θα τη φτάσω ποτέ. Τι χρησιμεύει τότε η ουτοπία; Σ” αυτό χρησιμεύει: στο να περπατάς.

Αυτός είναι και ο στόχος του ηθικού θεάματος επίσης, να περπατάς. Το λάθος είναι να βλέπουμε το θέαμα σαν το νέο κόσμο. Αυτό κάνει τόσο το εξουσιαστικό όσο και το εμπορικό θέαμα, και με αυτόν το τρόπο το θέαμα γίνεται υποκατάστατο του ονείρου.

Το ηθικό θέαμα προσφέρει ένα διαφορετικό σχηματισμό. Αντί για υποκατάστατο του ονείρου, το ηθικό θέαμα είναι ένα όνειρο σε επίδειξη. Είναι ένα όνειρο το οποίο μπορούμε να δούμε, να το σκεφτούμε, να δράσουμε μέσα του, να το δοκιμάσουμε αν μας κάνει, αλλά όχι απαραίτητα και να το πραγματοποιήσουμε. Το ηθικό θέαμα είναι το μέσο, όπως τα όνειρα που παρουσιάζει, για να φανταστούμε νέες καταλήξεις. Σαν τέτοιο, το ηθικό θέαμα έχει τη δυνατότητα της δημιουργίας ενός εξωτερικού – σαν μια ψευδαίσθηση. Αυτή δεν είναι η παραίσθηση του να πιστεύεις πως έχει δημιουργήσει ένα εξωτερικό, αλλά μια ψευδαίσθηση που δίνει κατεύθυνση και κίνητρο που μπορεί να σε οδηγήσει εκεί.

Θα δώσω ένα παράδειγμα του ιδανικού ηθικού θεάματος, ένα που να περιλαμβάνει όλες τις παραπάνω ιδιότητες. Δε μπορώ. Δεν υπάρχει. Το ιδανικό ηθικό θέαμα είναι το ίδιο σαν όνειρο: κάτι στο οποίο να δουλεύεις και να περπατάς προς αυτό. Οι προοδευτικοί έχουν πολύ περπάτημα να κάνουν. Πρέπει να το κάνουμε αυτό με τα πόδια μας στο έδαφος, με καθαρή αντίληψη του πραγματικού (και φανταστικού) εδάφους. Αλλά πρέπει επίσης να ονειρευτούμε, γιατί χωρίς όνειρα δεν ξέρουμε προς τα πού περπατάμε.

Τα προοδευτικά όνειρα, για να έχουν οποιαδήποτε πραγματική κοινωνική επιρροή, πρέπει να γίνουν δημοφιλή όνειρα. Αυτό θα συμβεί μόνο αν αντηχήσουν με τα όνειρα που οι άνθρωποι ήδη έχουν- όπως αυτά που εκφράζονται στην εμπορική κουλτούρα σήμερα, και ακόμα και αυτά που εκδηλώθηκαν από την εξουσία στο παρελθόν.

Αλλά για να έχουν τα προοδευτικά όνειρα κάποια ελπίδα να γίνουν δημοφιλή, πρέπει επίσης, να εκτεθούν. Τα όνειρά μας, κάνουν λίγο καλό, όταν βρίσκονται κλειδωμένα στα κεφάλια μας και ανακυκλώνονται στους μικρούς μας κύκλους. Πρέπει να ειδωθούν και ακουστούν, να κυκλοφορήσουν και να παιχτούν – να φωναχτούν από την κορυφή του βουνού.

Αυτή είναι η δουλειά του θεάματος. Το θέαμα είναι ήδη μέρος της πολιτικής και οικονομικής ζωής μας.

Το σημαντικό ερώτημα είναι : ποιανού ηθική κάνει πράξη και ποιανού τα όνειρα εκφράζει.




Εντουάρντο Γκαλεάνο

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

"Πατρίδα"

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά
κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδι
είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου
κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου
που ρουφάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας
πώς δε δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα
ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου
που λέει
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ


Ποίημα της Κενυάτισσας ποιήτριας Ουαρσάν Σάιρ

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Αν με τη μεσολάβηση

Αν με τη μεσολάβηση του Κυρ-Νουρί του παραγγελιοδόχου
Η πολιτεία μου, η Ιστανμπούλ μου 'στελνε
Ένα κουτί από κυπαρισσόξυλο, κουτί νυφιάτικο
Κι αν τ'άνοιγα έτσι κάνοντας να κουδουνίζει
το μικρό καμπανάκι της κλειδαριάς: Ιζίιννκνν

Να δυο τόπια υφάσματα της Σίλλης
Δυο ζευγάρια πουκάμισα
Άσπρα μαντήλια κεντημένα με κλωστή ασημένια
Άνθη λεβάντας μέσα σε μικρά τούλινα σακκουλάκια
και συ -ω, αν έβγαινες κι εσύ μέσα από κει.

Θα σ' έβαζα να κάτσεις άκρη-άκρη στο κρεβάτι μου
Θα'βαζα κάτου από τα πόδια σου το λυκίσιο μου δέρμα
Και θα'μενα μπροστά σου με τα χέρια μου δεμένα και σκυμμένο το κεφάλι
Θα σε κοιτούσα, ω εσύ χαρά μου, θα σε κοιτούσα μαγεμένος
Πόσο όμορφη είσαι, Θεέ μου, α πόσο όμορφη
Ο αέρας και το νερό της Ιστανμπούλ μες στο χαμόγελό σου
Όλη η ηδονή της πολιτείας μου μες στο βλέμμα σου
Ω σουλτάνα μου, ω αφέντρα μου, ω αν μ'άφηνες
κι αν ο Ναζίμ Χικμέτ ο σκλάβος σου τολμούσε
Θα'ταν σάμπως ν'ανάσαινε και να φιλούσε όλη την Ιστανμπούλ στο μάγουλό σου.
Όμως φυλάξου
φυλάξου μη μου πεις «έλα σιμά μου»
μου φαίνεται πως αν το χέρι σου άγγιζε το χέρι μου
θα σωριαζόμουνα νεκρός στο τσιμεντένιο πάτωμα.


Ναζίμ Χικμέτ, απόδοση Γιάννης Ρίτσος

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Ποίημα

Θυμάμαι όταν βγήκα απ' τη φυλακή. Το κουρεμένο κεφαλι μου στρογγυλό κι άδειο σαν την υδρόγειο. "'Οχι, δεν πεινάω" έλεγα στους φίλους που με προσκαλούσαν στο τραπέζι τους, ενώ την ίδια ώρα, άρπαζα κρυφά μια φούχτα κόλλυβα, απόνα πιάτο ακουμπισμένο στη ραπτομηχανή. Που βέβαια, τα' τρωγα ύστερα, στην τουαλέτα. Έτσι χόρτασα στη ζωή μου: με νεκρούς, ταπεινώσεις, ποιήματα, χρονολογίες απο παλιές καταστροφές κι οράματα απο αυριανές επαναστάσεις. Και συχνά, για να εκδικηθώ τους άλλους, που' χαν τη βλακεία να πιστεύουνε σε μένα, έκανα διάφορες ποταπότητες και προστυχιές: δεν επέστρεφα τα χρέη μου, έκλαιγα μπροστά στους άλλους ή μιλούσα ατέλειωτα στις κομματικές συγκεντρώσεις. Γιατί, αλήθεια, ξέχασα να πώ, ότι απο καιρό τώρα ήμουνα δοσμένος σε μια μεγάλη υπόθεση - τόσο μεγάλη, θέ μου, που να' χει τόπο ακόμα και για τους πιο ηλιθιους. Δεν μπορώ όμως να μην ομολογήσω, πως οι άνθρωποι μου πρόσφεραν πολλά : απιστίες οι γυναίκες, συμβουλές οι τρελλοί, απίθανα όνειρα οι σύντροφοι, κάπως βέβαια όλα αυτά φθαρμένα απ' την χρήση και το χρόνο. Μα η απλήστία μου, σαν ένα πελώριο κύμα, τα' λουζε όλα, και τα ξανάβρισκα σα μόλις κομμένα απο τον κόρφο του θεού. Κι οι μέρες μου, θριαμβευτικές, στηρίζαν τον υπέροχο,στέρεο αγκώνα τους πάνω στο νερό της ματαιότητας. Τέλος, για να μην τα πολυλογώ, αφού έζησα όλο το μαρτύριο της ελπίδας, έφτασα στο πιο απάνθρωπο έγκλημα : να πιστέψω στους ανθρώπους.
Τότε, λοιπόν, γιατί απαγορεύεται σ' έναν επαναστάτη, ν' αυτοκτονήσει.


Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα (1958-1964)

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Ἀποχαιρετιστήριο ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι.
Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰ
κι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ, τί μ᾿ εἶχε τότε φέρει,
σὲ ῾κείνη τὴ μεριά.

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μου
καὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιά,
τὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμου
τὰ πέτρινα σκαλιά.

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή, τὴ νύχτα τὴ μεγάλη,
νὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ, τὸ βρίσκω περιττό.
«Τὰ περασμένα πέρασαν, μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλι»,
μᾶς λέει τὸ ρητό...

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα, τὸ νιώθω
καὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖ,
πὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθο,
θὰ μέναμε πιστοί!

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξει,
τότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶ;
Τὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες, μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξει:
Ἀκόμα σ᾿ ἀγαπῶ!


Ναπολέων Λαπαθιώτης

Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Επήγα

Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ' επήγα.
Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,
επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.
Κ' ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Είμαστε υπεύθυνοι

Χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο
να τον μεταμορφώσουμε
ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται
απ' τις προλήψεις, τις βροχές, τις προδοσίες.
Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά,
για τις λιποψυχίες μας.
Είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας.


Άρης Αλεξάνδρου

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Ρόδα Αειθαλή

Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι` αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμα τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.


Τίτος Πατρίκιος

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Αναρωτιέμαι μερικές φορές

Αναρωτιέμαι μερικές φορές:
Είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά, πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν;
Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;
Ν' αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές.
Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις. Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου. Και να μη βλέπεις , πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. Σ' εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους.
Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.
Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.
Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω.
Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.  Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν.
Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.


Οδυσσέας Ελύτης, απο το Παράπονο

Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

Ποίημα του Ιουνίου

Όταν πιάνει Χειμώνας είναι αλλιώς
Οι ατελείωτες συζητήσεις στο κρύο
Τα βράδια που καταλήγουν πάντα σε κρασί και κουβέντα
για την αντεπανάσταση και τις αιτίες της…
Όλα αυτά κάνουν το χειμώνα εποχή για ποίηση
Όταν κρυώνεις
ωραιοποιείς πιο εύκολα μια σκέψη ζεστασιάς
το χειμώνα ερωτεύεσαι πιο εύκολα, πιο τρυφερά
το χειμώνα βγαίνουν τα πιο όμορφα ποιήματα…


Ξ. Μακρόπουλος, Συλλογή ποιημάτων Όταν γυρίσεις, 2012

Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Δυο άνθρωποι

Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου
δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να ήμουν εγώ
που με ξανάστελναν εξορία.
Και κείνο το πρωί είχα σαν και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα έβρισκα,
για έναν περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί μου
είχε και κείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον πήρανε χαράματα στις έξη από τη γυναίκα του).
Όταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους
με χειροπέδες
μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.
Δυο άνθρωποι.
Σαν και σένα.


Τίτος Πατρίκιος

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Εγώ δεν είμαι μονάχα αυτός που βλέπεις

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρεις τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα.


Τίτος Πατρίκιος

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος

Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.


Γιάννης Ρίτσος

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Το παράδοξο του έρωτα

Η υπερβολή της εποχής μας συνοψίζεται στο άπιαστο όνειρο: όλα σε ένα ή τα θέλω όλα. Ένα και μοναδικό πλάσμα πρέπει να συμπυκνώνει όλες μου τις προσδοκίες. Ποιος μπορεί να ανταποκριθεί σε τέτοια απαίτηση; Η ιλιγγιώδης αύξηση των διαζυγίων στην Ευρώπη δεν οφείλεται στον εγωισμό μας αλλά στον ιδεαλισμό μας: είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί, απέναντι στο είναι δύσκολο να μείνουμε μόνοι. Τα ζευγάρια διαλύονται όχι από απογοήτευση αλλά από υπερβολική ιδέα για τον εαυτό τους. Από τον έρωτα δεν μένει παρά «το κεραυνοβόλο βλέμμα του θεού» (Αντρέ Μπρετόν) κι αυτό είναι το πρόβλημα. Παραφορτώνουμε το καράβι, το επενδύουμε με τόσες ελπίδες, ώστε τελικά ναυαγεί. Δεν υποφέρουμε από έλλειψη συναισθημάτων αλλά από υπερβολική ανάγκη για συναισθήματα.

Πιστεύω ακόμα στο μεγάλο έρωτα, ακούμε να λέμε. Όμως δεν έχει νόημα να πιστεύουμε σε μία αφηρημένη έννοια, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι, καλύτερα να πιστεύουμε στα άτομα, τα ευάλωτα και ατελή άτομα. Αγαπώντας τον έρωτα καταλήγουμε στην εξιδανίκευσή του. Κάποτε αποκλεισμένος από τον γάμο, ο έρωτας-αίσθημα διαλύθηκε εκ των έσω προτού μπει σε κίνδυνο από τις υπερβολικές φιλοδοξίες -η βουλιμία του σηματοδοτεί και την απώλειά του. Από τότε που αφαιρέθηκαν τα εμπόδια που τον τροφοδοτούσαν με το να τον φρενάρουν, είναι υποχρεωμένος να βρει μόνος του τα μέσα για να ανανεωθεί. Πεθαίνει, όχι από τα εμπόδια που συναντά, αλλά από την εύκολη επιτυχία του. [...]

Πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη ασθένεια: η δαιμονική αναζήτηση του ερωτικού αντικειμένου που απογοητεύει και αντικαθίσταται από ένα άλλο, το οποίο με τη σειρά του επισκιάζεται από ένα τρίτο, ένα τέταρτο, μία σειρά από φλόγες που τρεμοσβήνουν κι ύστερα χάνονται για πάντα. Ενθουσιαζόμαστε, ψυχραινόμαστε, δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι. Κάθε φορά υπερτιμάμε τα συναισθήματά μας, νιώθουμε ψευτοερωτοχτυπημένοι -όπως γράφει ο Σταντάλ, «πιστεύουμε ότι αγαπάμε κάποιον για όλη μας τη ζωή στη διάρκεια μίας και μοναδικής βραδιάς». Η αδελφή ψυχή δεν είναι ποτέ αρκετά ωραία, έξυπνη, σέξι, όλοι οι υποψήφιοι είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία. Ο πρίγκιπας ήταν λοιπόν ένας τιποτένιος, η σεξοβόμβα μία ψυχρή νευρωτική, μία μέγαιρα. Αυτή είναι η κόλασή μας, αντίβαρο της προόδου: δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές.

Έτσι φτάνουμε στη μοναξιά. Μετά τα τριάντα, αντί να βρούμε το ονειρεμένο πλάσμα, καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση και μασουλάμε πρόχειρα φαγητά περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζονται οι μοναχικές και πονεμένες ψυχές στο διαδίκτυο, που συμμετέχουν σε μία αγορά «δεύτερο χέρι»: χωρισμένοι και ξαναπαντρεμένοι κάμποσες φορές «ερωτεύονται» έναν άγνωστο και είναι έτοιμοι να κάνουν τα ίδια λάθη, τις ίδιες εξωφρενικές επιλογές […]

Θα πεθαίνατε για κάποιον που αγαπάτε; Το ζήτημα όμως δεν μπαίνει έτσι, κυρίως πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να ζήσουμε με κάποιον, όχι να πεθάνουμε. Η ρουτίνα της καθημερινότητας συνεπάγεται τη συνέπεια της κάθε στιγμής και κάνει ανώφελη την εξονυχιστική εξέταση της κάθε χειρονομίας, της κάθε ακραίας ή τυχαίας κίνησης. Κάποτε η συναισθηματική αγωγή συνίστατο στην αποφυγή της απογοήτευσης: έπρεπε να βρούμε τον δρόμο μας στους μαιάνδρους της καρδιάς, να μην παραδοθούμε στις παρορμήσεις, να αντιμετωπίσουμε τις χίμαιρες της νιότης και να επιλέξουμε ένα πνευματικό και ηθικό δρομολόγιο. Όλη η φιλολογία μάς διδάσκει, αντιθέτως, πώς να ανασκαλεύουμε τη φωτιά, πώς να φλεγόμαστε... Ανατροπή σε σχέση με την κλασική εποχή: η κλασική εποχή φοβόταν τα μεγάλα πάθη, που προκαλούν δυστυχία - εμείς φοβόμαστε τη χλιαρότητα. Στην πραγματικότητα, δεν φοβόμαστε πια την αναρχία της συμπεριφοράς, αλλά την εξάλειψη των συγκινήσεων. Αυτό που επιζητούμε είναι το πάθος - ποιητικό, ευτυχισμένο- χωρίς τις μοιραίες του συνέπειες.


Πασκάλ Μπρικνέρ, απόσμασμα από Το παράδοξο του έρωτα.

Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Γάλλους συγγραφείς. Γράφει εναλλάξ μυθιστορήματα και δοκίμια, αρθρογραφεί στο Νουβέλ Ομπσερβατέρ, είναι διδάκτωρ της φιλοσοφίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού και διδάσκει ως καθηγητής επισκέπτης σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Συμμετείχε στον αναβρασμό του Μάη του ’68, τα ψέλνει εμμονικά στις φεμινίστριες και στην Ευρώπη που επαναπαύεται στον λήθαργό της κι έχει γράψει δοκίμια για την αέναη ευφορία της Δύσης και μια σειρά από τα σύγχρονα σύνδρομα που, όπως όλα δείχνουν, μας έφεραν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους Έλληνες αναγνώστες και ο ίδιος επισκέπτεται συχνά τη χώρα μας. Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του, ξεχωρίζουν Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα, Το Θείο Βρέφος, Η Μελαγχολική Δημοκρατία και η Αέναη Ευφορία.

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Χυδαίες Νοσταλγίες

Όμορφο το όνειρο σου
Μεγάλωσα και τράφηκα με τούτο
Μέθυσα στην σκέψη σου, ταξίδεψα
Κι ύστερα…
Ύστερα νοστάλγησα
Νοστάλγησα τους χτύπους της καρδίας σου,
το βλέμμα σου που δεν το κατάλαβα ποτέ,
τη σκέψη σου,
τη σκέψη σου που ποτέ δε θέλω να τη μάθω…

Χυδαίες Νοσταλγίες
Είναι
            να
                   νοσταλγείς
                                       τη
                                              σκέψη
                                                           της
Να νοσταλγείς πράγματα που δε τα ένιωσες ποτέ…

Ξ. Μακρόπουλος, Συλλογή ποιημάτων Όταν γυρίσεις, 2012

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Αλλά τα βράδια

Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ
Χωρίς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι

 Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο

Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται

Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα
γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα

Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει
ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμί
σαν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου


Τάσος Λειβαδίτης

Σάββατο 8 Αυγούστου 2015

Η εμπειρία του έρωτα

Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση.

Γνωρίζουμε τὸν ἔρωτα μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας. Πρὶν τὴν ἀποτυχία δὲν ὑπάρχει γνώση· ἡ γνώση ἔρχεται πάντα μετὰ τὴ βρώση τοῦ καρποῦ. Σὲ κάθε ἔρωτα ξαναζεῖ ἡ ἐμπειρία τῆς γεύσης τοῦ παραδείσου καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ παραδείσου. Σπουδάζουμε τὸν ἔρωτα μόνον ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὸς χαρίζει.

Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση. Μέγιστο μάθημα, γιατὶ σπουδάζουμε στὸν ἔρωτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ τρόπος ἀποδείχνεται ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας (αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστο κράμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ μας) «ξέρει», μὲ φοβερὴ ὀξυδέρκεια πέρα ἀπὸ νοήματα, πὼς ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς κερδίζεται μόνο στὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Στὴν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπενδύει ἡ φύση μας, στὸν ἔρωτα ὅλη τὴ ἀπύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας.

Διψᾶμε τὴ ζωή, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς περνάει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Ἄλλον. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου ἀναζητᾶμε τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς – τὴν ἀμοιβαιότητα στὴ σχέση. Ὁ Ἄλλος γίνεται τὸ «σημαῖνον» τῆς ζωῆς, ἡ αἰσθητὴ ἀνταπόκριση στὴν πιὸ βαθειὰ καὶ κυρίαρχη τῆς φύσης μας ἐπιθυμία. Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἐρωτευόμαστε νὰ μὴν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ ἡ δίψα μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἄλλος νὰ εἶναι πρόσχημα κι ἡ αὐτοπροσφορά μας αὐταπάτη. Ὅμως κι αὐτὸ θὰ διαφανεῖ μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.

Μετὰ τὴν ἀποτυχία ξέρουμε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τρόπος ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ φύση μας διψάει ἀπεγνωσμένα τὴ σχέση, δίχως νὰ ξέρει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. Δὲν ξέρει νὰ μοιράζεται, νὰ κοινωνεῖ, ξέρει μόνο νὰ ἰδιοποιεῖται τὴ ζωή, νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ τὴν νέμεται. Ἂν ἡ γεύση τῆς πληρότητας εἶναι κοινωνία τῆς ζωῆς μὲ τὸν Ἄλλον, ἡ ὁρμὴ τῆς φύσης μας ἀλλοτριώνει τὴν κοινωνία σὲ ἀπαίτηση ἰδιοκτησίας καὶ κατοχῆς τοῦ Ἄλλου. Ἡ ἀπώλεια τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι ποτὲ ποινή, εἶναι μόνο αὐτοεξορία.

Τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τὸν σπουδάζουμε πάντοτε σὰν χαμένο παράδεισο. Τὸν ψηλαφοῦμε στὴ στέρηση, στὸ ἐκμαγεῖο τῆς ἀπουσίας του. Ἔγγλυφο ἴχνος τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίκρα τῆς μοναξιᾶς στὴν ψυχή μας, ἡ ἀνέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Μὲ αὐτὴ τὴ γεύση μετρᾶς τὴ ζωή. Πρέπει νὰ σὲ ναυτολογήσει ὁ θάνατος γιὰ νὰ περιπλεύσεις τὴ ζωή, νὰ καταλάβεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Τότε ξεδιακρίνεις τὶς ἀκτὲς τοῦ νοήματος: Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς.

Διψᾶμε τὴ ζωὴ καὶ δὲν τὴν διψᾶμε μὲ σκέψεις ἢ νοήματα. Οὔτε καὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Τὴν διψᾶμε μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μας. Ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς, σπαρμένη μέσα στὴ φύση μας, ἀρδεύει κάθε ἐλάχιστη πτυχὴ τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ εἶναι ὁρμὴ ἀδυσώπητη γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἀντι-κείμενη οὐσία τοῦ κόσμου, ἕνα μὲ τὸ κάλλος τῆς γῆς, τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, τὴ νοστιμιὰ τῶν καρπῶν, τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀνθῶν. Ἕνα κορμὶ μὲ τὸν Ἄλλον. Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ἔχει ἀμοιβαιότητα ἡ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο. Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου, ὁ λόγος κάθε ἀντι-κείμενης οὐσίας. Λόγος ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μὲ καλεῖ στὴν καθολικὴ συν-ουσία. Μοῦ ὑπόσχεται τὸν κόσμο τῆς ζωῆς, τὸ ἔκπαγλο κόσμημα τῆς ὁλότητας. Στὴ μία σχέση.

Χρήστος Γιανναράς
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων

Ο Χρήστος Γιανναράς (10 Απριλίου 1935) είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στη Βόννη και στο Παρίσι (Σορβόνη). Το συγγραφικό του έργο σχετίζεται πολύ με την έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 10 γλώσσες.

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Φυγή

Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.

Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.

Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε
μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη
μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε
μέσα στὴ φυγή.


Γιώργος Σεφέρης

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Φαρμακονήσι

Πολύ κρύο φέτος, μητέρα
η θάλασσα πιο παγωμένη
κι απ’ τα χώματα της πατρίδας,
πνίγομαι, μητέρα
με πνίγουν

κι αν δεν με πνίξουν
θα έχουνε έτοιμη τη σφαίρα
για να την καρφώσουν στο κρανίο μου

αλλά τα όνειρα δεν πεθαίνουν, μητέρα
ούτε με σφαίρες
ούτε με διατάγματα

ο χρόνος τους τελειώνει
αυτοί κρυώνουν περισσότερο από εμάς
και παρηγοριά, προστασία ζητάνε
μέσα στα πολυτελή σαλόνια τους.

Πολύ κρύο φέτος, μητέρα
οι καρδιές τους πιο παγωμένες
κι απ’ τα χώματα της πατρίδας,
πνίγομαι, μητέρα
με πνίγουν

κι όταν με πνίξουν
έτοιμη θα έχουνε τη δικαιολογία
για να βεβηλώσουν τη μνήμη μου

ο χορτάτος υπουργός
ο ραφινάτος επιχειρηματίας
ο λογοτέχνης με τις υπόγειες διασυνδέσεις

οι προαιώνιοι εχθροί μας
με το μεγάλο στόμα
και το ελάχιστο μυαλό
που για αίμα διψούν και για χρήμα
ελπίζοντας πως θα τη βγάλουν καθαρή
και φέτος.

Πολύ κρύο, μητέρα
όμως, τα δάκρυα σου
ζεστή κρατούν την ελπίδα
ξεπλένουν τους φόβους μας

να θυμώνεις, μητέρα
να κλαις, ακούς;
έτσι κάνουν οι άνθρωποι, ακούς;

έτσι κι αλλιώς, δεν θ’ αργήσει εκείνη η μέρα
όπου κι εμείς, με τα δικά μας πλοία
σαν κάποιο παγωμένο Οκτώβρη χρόνια πριν
τα κανόνια θα πάρουμε απ’ την καρδιά μας
για να τα στρέψουμε στις τσέπες τους.

Εκεί να δεις δάκρυα, μητέρα…


Ειρηναίος Μαράκης, 24/1/2013

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Μεταξωτοί άνθρωποι

Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο αείμνηστος Νίκος Καρούζος: «Μεταξωτοί άνθρωποι».

Μιλούσε για κάποιους χωρικούς που είχε συναντήσει στη Λέσβο. Αγράμματοι ήταν, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί με τους άλλους. Απαλοί, χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει. Μεταξωτοί άνθρωποι;

Μου 'μεινε αυτός ο χαρακτηρισμός. Χαράχτηκε μέσα μου. Κι από τότε ένα νέο κριτήριο λειτουργεί στις αξιολογήσεις μου για τους ανθρώπους: η συμπεριφορά και η στάση τους σε «ασήμαντα» πεδία της καθημερινότητας. Αυτά που συνήθως τα προσπερνάμε ή δεν τα παρατηρούμε, γιατί δεν μας απασχόλησαν ποτέ οι εκφάνσεις της «μεταξωτής συμπεριφοράς».

Βέβαια οι άνθρωποι δεν συγκροτούν ως χαρακτήρες ένα συμπαγές όλον, αλλά ένα αντιφατικό σύνθεμα, στο οποίο συνυπάρχουν «μεταξωτά» στοιχεία και ακάνθινες απολήξεις. Γι' αυτό και είναι κάπως παρακινδυνευμένα τα άμεσα και οριστικά συμπεράσματα για το «είναι» των ανθρώπων.

Παρ' όλα αυτά, προσωπικά, διακινδυνεύω την εξαγωγή συμπερασμάτων παρατηρώντας μικρές «ασήμαντες» κινήσεις στις παρέες, στον εργασιακό χώρο και στο «δάσος» του καθε μέρα, όταν συγχρωτίζομαι με αγνώστους. Και συνήθως δεν πέφτω έξω. Διότι τα γνωρίσματα αυτά αποκαλύπτουν πειστικά τον εσωτερικό κόσμο του άλλου. Τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό.

Φερ' ειπείν, «σκλαβώνομαι» από εκείνους που δεν ορμάνε να πιάσουν την καλύτερη θέση στο τραπέζι μιας ταβέρνας. Θεωρώ την κίνηση αυτή απότοκο καταγωγικής ευγένειας και γενναιοδωρίας, η οποία αδιαφορεί για το ιδιωφελές και συμφέρον. Αντίθετα, οι άνθρωποι που σπεύδουν φουριόζοι για μια καλή θέση καταχωρίζονται μέσα μου σαν αρπακτικά. Και -το 'χω παρατηρήσει- έτσι συμπεριφέρονται, σαν αρπακτικά, και σε άλλα ζωτικά και κρίσιμα πεδία.

Κάποτε βρέθηκα σ' ένα τραπέζι, στο οποίο κυριαρχούσαν οι «επώνυμοι». Απέναντί μου καθόταν ένας πολύ γνωστός καλλιτέχνης, μεγάλο όνομα, ο οποίος ούτε φλυαρούσε ούτε ακκιζόταν όπως κάποιοι άλλοι στη συντροφιά. Όταν άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα κοινά πιάτα, ήταν ο μόνος που δεν επέπεσε για να εξασφαλίσει τη μερίδα του, αλλά ρωτούσε τους διπλανούς του και μοίραζε πρώτα στους άλλους και μετά, ό,τι έμενε, κρατούσε για τον εαυτό του. «Μεταξωτός άνθρωπος», σκέφτηκα.

Η μεταξωτή συμπεριφορά δεν παραπέμπει απαραιτήτως -ή κυρίως- στο σαβουάρ βιβρ και στους «καλούς τρόπους» εν γένει. Τέμνεται σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά δεν αποτελεί αποτύπωμα διδαχθείσης μεθόδου για το φέρεσθαι.

Εδώ, το «μετάξι» είναι αυτοφυές ή προϊόν δουλεμένου χαρακτήρα. Είναι ο τρόπος που ο άλλος βλέπει τους συνανθρώπους του. Είναι η θέαση του κόσμου χωρίς τα εγωιστικά γυαλιά του προσωπικού ωφελιμισμού. Είναι, ευρύτερα, η υποταγή του ατομικού συμφέροντος στη συλλογικότητα, χωρίς βέβαια η «μεταξωτή συμπεριφορά» να φτάνει σε σημείο υπονόμευσης προσωπικών δικαιωμάτων και δικαίων.

Κανένας δεν έχει δικαίωμα να αδικεί τον εαυτό του. Όμως, προσέξτε μια λεπτή απόχρωση: ποτέ ένας «μεταξωτός άνθρωπος» δεν νιώθει κορόιδο, όταν άλλοι τον προσπερνούν -στη σειρά μιας καντίνας ή στην ιεραρχία- χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα και μεθόδους.

Το «άφες αυτοίς» είναι ριζωμένο μέσα του. Αποτελεί μέρος του αξιακού του κώδικα. Ξέρει τι γίνεται στην «αγορά». Αλλά συνειδητά δεν συμμετέχει στο εξοντωτικό αυτό παιχνίδι. Απέχει χωρίς να κλαυθμηρίζει.

Γιατί, εκτός από μετάξι, τέτοιοι άνθρωποι διαθέτουν και ένα σκληρό κοίτασμα, που τους επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα στωικοί και γρανιτένιοι.

Ένας από αυτούς έγινε φίλος μου - και το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή ότι θα συμβεί αυτό. Πρώτη μέρα στη μονάδα γύρισε από τη σκοπιά και μπήκε στη σειρά για φαγητό. Ήταν τρίτος από το τέλος. Τότε ακούστηκε ο μάγειρας να λέει ότι έμειναν μονάχα δύο μερίδες. Ο Κωστής πλησίαζε, ήταν ένας από τους δύο τυχερούς. Αλλά μόλις άκουσε τον μάγειρα, έφυγε αθόρυβα παραχωρώντας τη θέση του στον επόμενο. Έτσι. Αθόρυβα, αυτοθυσιαστικά, γενναιόδωρα, χωρίς να το κάνει θέμα.

Οι «μεταξωτοί άνθρωποι», λοιπόν. Που μιλούν ελάχιστα για τον εαυτό τους. Που χαίρονται με τις επιτυχίες των άλλων. Που δεν σπεύδουν χαιρέκακα να «κάνουν πλάκα», δήθεν χαριεντιζόμενοι, με εξωτερικά γνωρίσματα που πονάνε τους άλλους. Εκείνοι, που δεν σπερμολογούν διακινώντας φήμες. Εκείνοι που υπερασπίζονται σθεναρά κάποιον απόντα όταν λοιδορείται σε μια παρέα, χωρίς να είναι φίλος τους, αλλά επειδή νιώθουν ότι αδικείται.

Οι μεταξωτοί άνθρωποι. Όσοι προσέχουν τι λες, και δεν είναι ωσεί παρόντες στην κουβέντα, με το μυαλό τους στο τι θα πουν οι ίδιοι για να εντυπωσιάσουν. Άνθρωποι με ανοιχτούς πόρους και πλατιά καρδιά. Υπεράνθρωποι; Όχι. Απλώς, μεταξωτοί. Φαίνονται από μακριά. Αρκεί να προσέξεις «μικρές», «ασήμαντες» κινήσεις στο φέρεσθαι των ανθρώπων.


Του Γιάννη Τριάντη, πρωτοδημοσιεύθηκε στα Επίκαιρα.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Στην κοιλάδα με τους ροδώνες

Αλήθεια -των αδυνάτων αδύνατο
ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου
το εφήμερο της παράλογης ζωής του
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
γιομάτοι μίσος διαφορές
σε χρώμα δέρματος /φυλή / θρησκεία


Νίκος Εγγονόπουλος

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Κάθε πρωΐ

Κάθε πρωὶ
Καταργοῦμε τὰ ὄνειρα
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια
Τὰ ροῦχα μας εἶναι μιὰ φωλιὰ ἀπὸ σίδερο
Κάθε πρωὶ
Χαιρετᾶμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν ἁρμόνικες
-Ἦχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ἀσήμαντες ἀπαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους.
Μὰ ποῦ τελειώνει ἡ μοναξιά;)


Μανόλης Αναγνωστάκης

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Τα πουλιά δέλεαρ του Θεού

Θα περάσουν αποπάνω μας όλοι οι τροχοί
στο τέλος
τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν.
Αγάπη μείνε στην καρδιά -
αυτός ας είναι ο κανών του τραγουδιού σου.
Με την αγάπη
θα σηκώσουμε την απελπισία μας
απ' τ' αμπάρι του κορμιού.
Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων
η απελπισία.
Και προπαντός
ας μην αφήσουμε την αγάπη
να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα...


Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Για τον όρο μετανάστες

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ' όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ' ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν' απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ' απ' όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ' εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ' τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.


Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Στην Ελλάδα οι μετανάστες φοβούνται περισσότερο απ’ τους ποιητές

Στην Ελλάδα οι μετανάστες φοβούνται περισσότερο απ’ τους ποιητές
Φοβούνται, ας πούμε, τα κύματα
Τα ποδήλατα
Τα μπαλκόνια
Ασήμαντα πράγματα
Κι όμως αυτοί φοβούνται
Φοβούνται και τα χαντάκια
Τις μηχανές
Τους πανηγυρισμούς
Τις βραδινές ώρες που οι ποιητές παίρνουν το δείπνο τους
Αυτοί φοβούνται
Μη χτυπήσει ξαφνικά η πόρτα
Και την ώρα του φρούτου αυτοί φοβούνται
Μην συναντήσουν
Τις γυναίκες με τους σκύλους
Ακόμα, φοβούνται τα ύψη
Τους λιμενικούς
Τους συνοριοφύλακες
Καθώς και τις σφαίρες της Frontex
Τον ήχο της μοτοσυκλέτας
Και το βιτριόλι
Φοβούνται επίσης στο λεωφορείο
Φοβούνται στο μετρό
Φοβούνται στο ταξί
Φοβούνται στη δουλειά
Φοβούνται στην πόλη
Φοβούνται στην επαρχία
Φοβούνται και τα αφεντικά
Κυρίως τα αφεντικά!
Φοβούνται τους λοστούς
Τις αλυσίδες
Τις σιδηρογροθιές
Και τα σπασμένα μπουκάλια
Φοβούνται τα μαχαίρια
Και την ώρα που οι ποιητές κοιμούνται
Αυτοί φοβούνται
Μην πεθάνουν
Στις ράγες του τραίνου
Κυνηγημένοι

Κωνσταντίνα Κούνεβα
Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ
Έντισον Γιαχάι
Σαχτζάτ Λουκμάν
Αριβάν Οσμάν Αμπντουλάχ
Γκραμός Παλούσι
Χουσεΐν Ζαχιντούλ
Chiekh Ndiaye
Abdukarim Yahya Idris
Ίλμι Λατές
Τόνυ Ονούοχα
Μη φοβάστε πια
Για ‘σας
Δεν θα γράψουν
Ποτέ
Οι ποιητές

(Ποίημα αγνώστου που γράφτηκε αμέσως μετά τις γνωστές δηλώσεις της ποιήτριας Κικής Δημουλά για τους μετανάστες)

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Φιλία: προς μια ριζοσπαστική γραμματική του σχετίζεσθαι

Του Μιχάλη Μεντίνη


Λέγεται κάπως σχηματικά πως οι αριστεροί δεν έχουν φίλους παρά μόνο συντρόφους, ενώ αντίθετα οι αναρχικοί μετατρέπουν τις παρέες τους σε πολιτικές ομάδες, και καταλήγουν όπως και οι αριστεροί να μην έχουν φίλους παρά μόνο συντρόφους. Παρά τον αδιαμφισβήτητα αφελή εμπειρισμό μιας τέτοιας διαπίστωσης (η οποία ενισχύεται από την επίσης γενικευτική αντίληψη πως οι «αριστεροί» δεν σε προσεγγίζουν ποτέ για να σε κάνουν φίλο παρά μόνο για να σε στρατολογήσουν), δεν μπορούμε παρά να εντοπίσουμε κάποιες ρηματικές συνάφειες με μια βιβλιογραφία που βρίθει παραδειγμάτων απαξίωσης, αναγωγής ή και κατάρρευσης της φιλίας μέσα στις σχέσεις συντροφικότητας. Ενδεικτικά, ο Abimael Guzman, ηγέτης των μαοϊκών ανταρτών τουSendero Luminoso (Φωτεινό Μονοπάτι) στο Περού έχει δηλώσει πως δεν είχε ποτέ φίλους παρά μόνο συντρόφους,[1] ενώ ο Σεργκέι Νετσάγιεφ στην Κατήχηση του επαναστάτη αναφέρει πως «ο επαναστάτης θεωρεί φίλους του και εκτιμά μόνον όσους έχουν δείξει στην πράξη πως είναι εξίσου επαναστάτες με τον ίδιο» (http://tinyurl.com/l38abuf), ταυτίζοντας έτσι στην ουσία κι αυτός τη φιλία με τις συντροφικές σχέσεις.[2] Με τον τρόπο αυτό, η φιλία, η οποία εκκινεί σχεδόν πάντα ως μια φυγόκεντρος κίνηση από την κεντρομόλο τάση του «κοινού αίματος» της οικογένειας, ενσωματώνεται στην επίσης κεντρομόλο τάση των «κοινών ιδεών» των σχέσεων συντροφικότητας. Οι εσωστρεφείς τάσεις των θεσμικών και θεσμοθετημένων σχέσεων επιχειρούν συστηματικά να τιθασεύσουν και να αντιστρέψουν τις απείθαρχες και παραβατικές κινήσεις της φιλίας, να την τιθασεύσουν, να τη μετατρέψουν σε τυποποιημένη σχέση, κάτι που για παράδειγμα αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην τάση να αποκαλείται ένας στενός φίλος «αδελφός» και έτσι ρηματικά η φιλία να «περιφράσσεται» από τον λόγο της οικογένειας.

Το παρόν κείμενο δεν εκκινεί από ένα αφηρημένο φιλοσοφείν περί της ουσίας της φιλίας όπως συνηθίζεται αρκετά συχνά στη σχετική βιβλιογραφία. Αν η φιλία δεν έχει «ουσία», και ανθρωπολογικές και ιστορικές έρευνες δείχνουν προς αυτήν τη κατεύθυνση, τότε οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση είναι αναγκαίο να γειώνεται σε μια πολύ συγκεκριμένη διαγνωστική του παρόντος: της κατάστασης του υποκειμένου και του σχεσιακού πλέγματος. Αν και δεν υπάρχει αρκετός χώρος για μια ουσιαστική διαγνωστική τέτοιου είδους, είναι σημαντικό να αναφερθούν δύο κομβικά σημεία. Το πρώτο αφορά τον ιστορικό εγκιβωτισμό του υποκειμένου και τον εγκλωβισμό του μέσα στον παραγόμενο εσωτερικό χώρο του εαυτού. Το σύγχρονο υποκείμενο είναι άνοσο και απρόσβλητο (δηλαδή im-mune – προσέξτε την κοινή ρίζα με το com-mune, θα επιστρέψω σε αυτό), περιχαρακωμένο και θωρακισμένο που θεωρεί το «εκεί έξω» ως κάτι εξαιρετικά ξένο και εχθρικό. Δεύτερον, οι σχέσεις που διαμορφώνει αυτό το υποκείμενο είναι σχέσεις που διασφαλίζουν την αίσθηση ασφάλειας την οποία επιδιώκει αδιάλειπτα· σχέσεις που δεν θέτουν υπό «απειλή» την οροθέτηση του, και τέτοιου είδους σχέσεις στηρίζονται στο «κοινό» (στο common) ως ιδιότητα, ως κατοχή, ως ιδιοκτησία: το κοινό αίμα της οικογένειας, το κοινό ιδεολογικό πλέγμα της οργάνωσης ή του πολιτικού χώρου, η κοινή καταγωγή του έθνους, ο κοινός πολιτισμός της πατρίδας, τα κοινό γονιδιακό υπόστρωμα της φυλής, τα κοινά οικονομικά συμφέροντα των ελίτ, τα κοινά ενδιαφέροντα και χόμπι και πάει λέγοντας

Η νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική, όπως εκφράζεται χαρακτηριστικά και από την εν γένει ψυχοθεραπεία και λοιπές ψ-πρακτικές, υποστηρίζει ενεργά αυτόν τον απεμπλουτισμό του σχεσιακού πλέγματος: το άνοιγμα στο διαφορετικό και στο άγνωστο θεωρείται πως βάζει σε κίνδυνο την ψυχική ηρεμία του ατόμου, με το τελευταίο να καλείται να την προστατέψει με κάθε τρόπο και να βρει σιγουριά, ασφάλεια και γαλήνη πρώτα μέσα στον εαυτό του και δευτερευόντως μέσα σε κύκλους οικείων: συγγενών, ομοπάτριων, ομοϊδεατών κ.λπ. Το ίδιο ισχύει και για τα διάφορα καπιταλο-(ψευδο) εσωτερικά συστήματα για τα οποία ο «αλλότριος» με τη γενικότερη έννοιά του, συχνά αναπαριστάται ως βαμπίρ που αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την ενεργειακή μας συγκρότηση: «τον έκοψα γιατί μου ρουφούσε ενέργεια» είναι η ρηματική αποτύπωση αυτής της συνθήκης. Ο Lovink (Networks Without a Cause, 2011) έχει χρησιμοποιήσει τον όρο echo chambersπροκειμένου να περιγράψει την κατάσταση όπου πολλοί χρήστες του διαδικτύου ζουν σε ουσιαστική απομόνωση και συναναστρέφονται μόνο σε κοινότητες ιδίου ενδιαφέροντος. Φυσικά, δεν είναι δύσκολο να δούμε πως αυτά τα echo chambers εκτείνονται και εκτός του διαδικτύου.

Ο νεοφιλελευθερισμός βάλλει συστηματικά ενάντια στην φιλία προσπαθώντας να την ελέγξει και να περιορίσει τις ανατρεπτικές τις τάσεις, μετατρέποντάς τη σε στρατηγική μάρκετινγκ, υποβιβάζοντάς τη σε «φιλικότητα» ή σε κοινωνική σχέση, κατασκευάζοντάς την όχι ως κίνηση αλλά ως κλειστή σχέση. Ο Todd May ισχυρίζεται πως η φιλία στην εποχή μας διαμορφώνεται στη βάση των δύο φουκωικών «μορφών», του καταναλωτή και του επιχειρηματία. Έτσι, στον βαθμό που λειτουργούμε ως «καταναλωτές», οι φίλοι μετατρέπονται σε προϊόν για κατανάλωση ευχαρίστησης, ενώ στο βαθμό που λειτουργούμε ως «επιχειρηματίες», οι φίλοι εντάσσονται μέσα σε ισολογισμούς κόστους-οφέλους και διατηρούνται στον βαθμό που μας είναι ή θα μας είναι χρήσιμοι. Ισχύει. Παρά την ορθότητα του επιχειρήματος όμως, ο May, λόγω της ελλιπούς διαγνωστικής του που δεν λαμβάνει υπόψη τις διάφορες πτυχές της θυμικής μας συγκρότησης στον καπιταλισμό, καταλήγει κι αυτός όπως και πολλοί άλλοι να ανάγει την αληθινή φιλία σε μια κλειστή σχέση εμπιστοσύνης που απλώς δεν υπακούει στην «επιχειρηματική λογική», και σε δεύτερο χρόνο, να την ταυτίζει σχεδόν ολοκληρωτικά με την συντροφικότητα προτείνοντάς τη μάλιστα και ως μοντέλο πολιτικής οργάνωσης. Στο σημείο αυτό δεν γίνεται να αποφύγουμε τη σύνδεση με αυτό που αναφέρθηκε στην αρχή, πως οι αναρχικοί μετατρέπουν τις φιλίες τους σε πολιτικές οργανώσεις, αφού ο May είναι αναρχικός. Το ζητούμενο λοιπόν είναι τι μπορεί να είναι η φιλία πέρα από κλειστή σχέση εμπιστοσύνης ή αντικείμενο μεταλλάξεων κατά τις διαθέσεις της αγοράς, και πώς αυτή μπορεί να διαμορφώνει γραμματικές του σχετίζεσθαι που εμποδίζουν την περίφραξη του εαυτού, συνθέτουν σχεσιακές ροές που εμποδίζουν τη συρραφή και τον απεμπλουτισμό του σχεσιακού πεδίου, και δημιουργούν κοινωνία; Για να ξεδιπλώσω το επιχείρημά μου θα ανατρέξω στην θεωρία του Roberto Esposito περί κοινότητας.[3]

Φιλία και κοινότητα
Ο Esposito αποστασιοποιείται ολοκληρωτικά από την παραδοσιακή κατανόηση της κοινότητας ως «ιδιότητας» που ενώνει τα υποκείμενα μεταξύ τους, ως «χαρακτηριστικού» που επιβεβαιώνει το ανήκειν στην ίδια ολότητα, ή ως της «ουσίας» που παράγεται μέσα από αυτή την ενότητα. Σε αντίθεση με αυτό που οι κοινοτιστικές φιλοσοφίες και η κοινοτιστική ηθική κατανοούν ως «πλήρες» ή «ολότητα», ο Esposito εκκινεί από μια ετυμολογική ανάλυση της λέξης communitas, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ρίζα της βρίσκεται στην λέξη munus· μια λέξη που περιγράφει το «δώρο» που προσφέρει κάποιος και το οποίο χαρακτηρίζεται από τον υποχρεωτικό του χαρακτήρα. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του munus, σημαίνει πως πρόκειται για ένα δώρο το οποίο κάποιος χαρίζει γιατί είναι αναγκασμένος να χαρίσει, γιατί δεν μπορεί να μην το δώσει, γιατί δεν μπορεί να το κρατήσει για τον εαυτό του. Έτσι, το munus, δεν προσδιορίζει σταθερότητα, ιδιότητα ή χαρακτηριστικό -και άρα κλείσιμο, αυτάρκεια και ασφάλεια- αλλά απώλεια, αφαίρεση, μεταφορά. Με άλλα λόγια, η κοινότητα χαρακτηρίζεται από μια κατηγορική απόσταση από την έννοια της ιδιότητας ως κοινής κατοχής από τα μέλη μιας ολότητας ατόμων ή από την έννοια της κοινής ταυτότητας. Η κοινότητα δεν είναι ούτε οντότητα ούτε συλλογικό υποκείμενο ούτε σύνολο ατόμων, αντίθετα είναι σχέση: η σχέση που κάνει τα υποκείμενα να μην είναι πια υποκείμενα γιατί τα αποκόπτει από την ταυτότητα, τα μετατοπίζει, τα μεταλλάσσει. Κοινότητα (και κοινωνία μπορούμε να ισχυριστούμε) είναι ακριβώς το «μεταξύ» που παράγεται από την αδυναμία παραγωγής ενός κλειστού και θωρακισμένου υποκειμένου, ή, αν προτιμάμε, η απαλλοτρίωση της υποκειμενικότητας που καθιστά αδύναμη την παραγωγή ενός εντοιχισμένου, άνοσου υποκειμένου. Με δικά του λόγια:

Η κοινότητα δεν διαμορφώνεται από μια πρόσθεση, αλλά από μια αφαίρεση, με το οποίο εννοώ πως τα μέλη της δεν είναι πια ταυτόσημα με τον εαυτό τους αλλά αντίθετα δομικά εκτεθειμένα σε μια τάση που τα αναγκάζει να ανοίξουν τα ατομικά τους σύνορα προκειμένου να εμφανιστούν σε αυτό που βρίσκεται «έξω» από τα ίδια.[4]
Ο Esposito υποστηρίζει, σε κοινή γραμμή με πολλούς άλλους θεωρητικούς και σε συνάφεια με τη σύντομη διάγνωστική που αναφέρθηκε παραπάνω, πως το νεωτερικό υποκείμενο προκύπτει ως ανοσοποιημένο υποκείμενο (ως im-mun-ised), ως απόλυτο υποκείμενο περιτοιχισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να παραμένει απομονωμένο και, κατά συνέπεια, απαλλαγμένο από και με μεγάλο φόβο προς, την υποχρέωση του munus, της απώλειας υποκειμενικότητας δηλαδή, που απειλεί την ταυτότητά του εκθέτοντας το στη μολυσματική σχέση με τους άλλους. Έτσι σταδιακά η κοινότητα αρχίζει να αποκτά την αναπαράσταση της ταυτότητας, της σύντηξης, της ένωσης και της ενδογαμίας· το κοινό ως σχεσιακό κενό αναπαριστάται ως η ολότητα/πληρότητα ενός κοινού υποκειμένου, και κατά συνέπεια ταυτίζεται με τον λαό, την περιοχή, την ουσία, περιφράσσεται, αποκόπτεται απ’ ό,τι βρίσκεται έξω από αυτήν, και καταρρέει μέσα στον κοινοτισμό, τα τοπικά συμφέρονται, τον πατριωτισμό, τον εθνικισμό και οτιδήποτε αρνείται την έννοια της απώλειας, της έλλειψης, της αφαίρεσης.

Η θέση μου είναι απλή. Ισχυρίζομαι πως η φιλία ως φυγόκεντρος κίνηση προς αυτό που βρίσκεται έξω από εμάς, είναι ο τρόπος που έχουμε ώστε να αμυνθούμε ενάντια στη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική και την κατασκευή ενός απόλυτου, εντοιχισμένου, εύθραυστου και συναισθηματικά διαχειρίσιμου μέσω ψυχοτεχνικών υποκειμένου. Η φιλία μπορεί να επιτελεί το άνοιγμα του εαυτού, να θαμπώνει τα σύνορα που τον ορίζουν, να ανοίγει διαύλους απ’ όπου ρέει υποκειμενικότητα. Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, η φιλία είναι μια σχεσιακή ροή που πραγματοποιεί κοινωνία. Αντίθετα με τη διαδεδομένη στη βιβλιογραφία τάση να αντιμετωπίζεται η φιλία «θετικά», ως μια διαδικασία υποκειμενοποίησης και ολοκλήρωσης, προτείνω να δούμε την φιλία αρνητικά, ως τη διαδικασία αποδόμησης των τειχών του εαυτού, ως μια διεργασία που μολύνει το άτομο και μπορεί να είναι ευχάριστη αλλά και δυσάρεστη, φιλική αλλά και εχθρική, hos-pitable αλλά και hos-tile.

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Πώς να απαγγέλεις ποίηση

Πάρε τη λέξη πεταλούδα. Για να πεις αυτή τη λέξη δεν χρειάζεται να κάνεις τη φωνή σου πιο ελαφριά από ένα γραμμάριο, ούτε χρειάζεται να την εφοδιάσεις με μικρά σκονισμένα φτερά. Δεν χρειάζεται να φανταστείς μιαν ηλιόλουστη ημέρα ή ένα χωράφι με ασφοδέλους. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι ερωτευμένη, ή να έχεις ερωτευτεί τις πεταλούδες. Η λέξη πεταλούδα δεν είναι η πραγματική πεταλούδα. Υπάρχει η λέξη μα υπάρχει και η πεταλούδα. Αν μπερδέψεις αυτά τα δυο, οι άνθρωποι θα έχουν κάθε δικαίωμα να σε κοροϊδεύουν. Μην το παρακάνεις με τη λέξη. Μήπως προσπαθείς να υπονοήσεις ότι αγαπάς τις πεταλούδες τελειότερα από οποιονδήποτε άλλον, ή ότι πραγματικά αντιλαμβάνεσαι τη φύση τους; Η λέξη πεταλούδα είναι απλά ένα δεδομένο. Δεν είναι μια ευκαιρία για να πλανιέσαι στον αέρα, να πετάξεις ψηλά, να πιάσεις φιλία με τα λουλούδια, να συμβολίσεις την ομορφιά και το εύθραυστο, ή να υποδυθείς την πεταλούδα με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Μην υποδύεσαι τις λέξεις. Ποτέ μην προσπαθήσεις να υψωθείς από το πάτωμα, όταν μιλάς για πέταγμα. Ποτέ μην κλείνεις τα μάτια, μην τινάζεις απότομα το κεφάλι σου στο πλάι, όταν μιλάς για θάνατο. Μην καρφώνεις τα φλογισμένα σου μάτια πάνω μου όταν μιλάς για έρωτα. Αν θέλεις να με εντυπωσιάσεις όταν μιλάς για έρωτα βάλε το χέρι σου στην τσέπη ή κάτω από το φόρεμά σου και χαϊδέψου. Αν η φιλοδοξία σου και η πείνα σου για χειροκρότημα σε έκαναν να μου μιλήσεις για έρωτα, θα ‘πρεπε να μάθεις πώς να το κάνεις χωρίς να ξεφτιλίζεις τον εαυτό σου ή το κείμενο.Ποιά είναι η έκφραση που απαιτούν οι καιροί; Οι καιροί απαιτούν μη έκφραση έτσι κι αλλιώς. Η εποχή δεν ζητάει καμιά απολύτως έκφραση. Έχουμε δει φωτογραφίες με χαροκαμένες Ασιάτισσες μητέρες. Δεν μας αφορά η αγωνία των οργάνων σου που πασπατέυεις. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να εκφράσεις με το πρόσωπό σου, που να μπορεί να συναγωνιστεί με τη φρίκη αυτής της εποχής. Μην προσπαθήσεις καν. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να φέρεις τον εαυτό σου αντιμέτωπο με τη χλεύη εκείνων που έχουν νιώσει αυτά τα πράγματα βαθιά. Έχουμε δει στις ειδήσεις ανθρώπους στο έπακρο του πόνου και του ξεριζωμού. Όλοι ξέρουν ότι τρως καλά κι ότι πληρώνεσαι κιόλας για να σταθείς εδώ. Κάνεις αυτό που κάνεις μπροστά σε ανθρώπους που βίωσαν την καταστροφή. Αυτό θα έπρεπε να σε κάνει πολύ μετρημένη. Πες τις λέξεις δώσε το δεδομένο, κάνε στην άκρη. Όλοι ξέρουν ότι υποφέρεις. δεν μπορείς να πεις στο ακροατήριο όλα όσα ξέρεις για τον έρωτα με κάθε γραμμή που θα απαγγέλεις για τον έρωτα. Παραμέρησε και θα ξέρουν ό,τι ξέρεις γιατί ήδη το ξέρουν. Δεν έχεις να τους μάθεις τίποτα. Δεν είσαι πιο όμορφη απ’ αυτούς. Ούτε πιο σοφή. Μην τους βάζεις τις φωνές. Μην τους βιάζεις στην ψύχρα. Αυτό είναι κακό σεξ. Αν τους δείξεις το περίγραμμα των γεννητικών σου οργάνων, τότε δώσε τους κι αυτό που τάζεις. Να θυμάσαι ότι πραγματικά, οι άνθρωποι δεν θέλουν έναν ακροβάτη στο κρεβάτι τους. Ποιά είναι η ανάγκη μας; Να είμαστε κοντά στον φυσικό άντρα, να είμαστε κοντά στη φυσική γυναίκα. Μην παριστάνεις ότι είσαι μια λατρεμένη τραγουδίστρια μ’ ένα τεράστιο πιστό ακροατήριο που σε ακολούθησε στα πάνω και στα κάτω της ζωής σου μέχρι τούτη εδώ τη στιγμή. Οι βόμβες, τα φλογοβόλα κι όλα τα σκατά κατέστρεψαν πολλά περισσότερα από δέντρα και χωριά. κατέστρεψαν και τη σκηνή. Νόμισες ότι το επάγγελμά σου θα γλίτωνε από τη γενική καταστροφή; Δεν υπάρχει πια σκηνή. Δεν υπάρχουν πια φώτα της ράμπας και προβολείς. Στέκεσαι μέσα στον κόσμο. Γι αυτό να είσαι σεμνή. Πες τις λέξεις, δώσε τα δεδομένα, παραμέρισε. Στάσου μόνη. σαν να είσαι στο δωματιό σου. Μην το παίζεις.

Αυτό είναι ένα εσωτερικό τοπίο. Είναι μέσα. Είναι πολύ προσωπικό. Σεβάσου την προσωπική ησυχία του υλικού. Αυτά τα κομμάτια γράφτηκαν στη σιωπή. Το θάρρος του παιχνιδιού είναι να το αρθρώσεις. Η πειθαρχία του είναι να μην το παραβιάσεις. Κάνε το ακροατήριο να νιώσει την αγάπη σου για μια τέτοια ήσυχη συνθήκη, παρ’ όλο που αυτή είναι ανύπαρκτη. Να είστε καλές πουτάνες. Το ποίημα δεν είναι σλόγκαν. Δεν μπορεί να σε διαφημίσει. Δεν μπορεί να προωθήσει τη φήμη σου ως ευαίσθητης. Δεν είσαι επιβήτορας. Δεν είσαι η γυναίκα φονιάς. Όλες αυτές οι βλακείες περί γκανγκστερ του έρωτα. Είσατε σπουδαστές της πειθαρχίας. Μην ” παίζετε” τις λέξεις. Οι λέξεις πεθαίνουν όταν τις “παίζετε”, μαραίνονται και μετά, το μόνο που απομένει είναι η φιλοδοξία σας.

Πες τις λέξεις με την ακρίβεια που θα τσέκαρες έναν κατάλογο πλυντηρίου. Μην αρχίσεις να συγκινείσαι με το δαντελένιο μπλουζάκι. Μην καυλώνεις όταν λες βρακί. Μην αρχίζεις να ανατριχιάζεις με την πετσέτα. Τα σεντόνια δεν πρέπει να σου βγάζουν μιαν ονειροπόλα έκφραση στα μάτια. Δεν υπάρχει λόγος να κλάψεις με τη λέξη μαντίλι. Οι κάλτσες δεν είναι εδώ για να σου θυμίζουν παράξενα και μακρινά ταξίδια. Όλα αυτά είναι απλά η μπουγάδα σου. Είναι μόνο τα ρούχα σου. Μην κάνεις μπανιστήρι μέσα από αυτά. Απλά φόρα τα.

Το ποίημα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πληροφορία. Είναι το Σύνταγμα της έσω χώρας. Αν το απαγγείλεις με στόμφο και το φουσκώσεις με ευγενικές προθέσεις, τότε δεν θα είσαι καλύτερη από τους πολιτικούς που τόσο περιφρονείς. Τότε, θα είσαι απλά κάποιος που κουνάει μια σημαία και κάνει την πιο φτηνή έκκληση σ’ ένα είδος συναισθηματικού πατριωτισμού. Να σκέφτεσαι τις λέξεις σαν επιστήμη, όχι σαν τέχνη. Είναι μια αναφορά. Είσαι ομιλήτρια σε μια συνεδρίαση του Κλαμπ Εξερευνητών του Ομίλου του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ. Αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζουν όλα τα ρίσκα της ορειβασίας. Σε τιμούν, παίρνοντας ως δεδομένο ότι τα γνωρίζεις. Αν τους τρίψεις τη μούρη μέσα σ’ αυτά, θα είναι σαν να τους προσβάλλεις για τη φιλοξενία τους. Μίλα τους για το ύψος του βουνού, τον εξοπλισμό που χρησιμοποίησες, να είσαι συγκεκριμένη όσον αφορά τις επιφάνειες και το χρόνο που σου χρειάστηκε για ν’ ανέβεις. Μη χειριστείς το ακροατήριο για να εκμαιεύσεις κομένες ανάσες κι αναστεναγμούς. Αν γίνεις άξια γι αυτά, αυτό δεν θα οφείλεται στην εκτίμηση που είχες εσύ για το συμβάν, αλλά στη δική τους. Αυτό θα γίνει από τα στατιστικά στοιχεία κι όχι από το τρέμουλο της φωνής σου ή το σκίσιμο του αέρα με τα χέρια σου. Θα γίνει με τα δεδομένα και την ήσυχη οργάνωση της παρουσίας σου.

Απόφυγε τη διάνθιση. Μη φοβηθείς να είσαι αδύναμη. Σου πηγαίνει να ‘σαι κουρασμένη. Μοιάζεις ότι θα μπορούσες να συνεχίζεις πολύ ακόμα. Έλα τώρα στην αγκαλιά μου. Για μένα είσαι η εικόνα της ομορφιάς.



Leonard Cohen, Μετάφραση Λίνα Νικολακοπούλου

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Μπορούμε να ζήσουμε την αγάπη θέτοντας υγιή όρια;

Η άνευ όρων αγάπη μπορεί να είναι δύσκολη, όμως το να θέσουμε κατάλληλα όρια είναι ακόμα δυσκολότερο

Τελευταία κάθε σχέση στη ζωή μου ήταν ένα πείραμα σε σχέση με την ιδέα της άνευ όρων αγάπης και ελευθερίας. Όμως αυτή τη βδομάδα τελικά ένωσα ένα βασικό κομμάτι του παζλ. Είναι απόλυτα δυνατό να προσφέρει κανείς άνευ όρων αγάπη συν ελευθερία, όμως η πρόσβαση σίγουρα εξαρτάται από όρους.

Η Brene Brown λέει ότι οι πιο συμπονετικοί άνθρωποι στον κόσμο είναι αυτοί με τα πιο αυστηρά όρια. Τώρα το καταλαβαίνω! Για τόσο καιρό, έκανα το λάθος να σκέφτομαι πως άνευ όρων αγάπη κι ελευθερία σημαίνει να μην περιμένεις τίποτα ως ανταπόδοση. Ορθάνοιχτη καρδιά. Μηδέν όρια. Να συγχωρείς ξανά και ξανά ανθρώπους που σε πλήγωσαν ή σε πρόδωσαν. Να δίνεις άδεια στους άλλους να ραγίσουν την καρδιά σου. Κι αυτό είναι ένα κομμάτι. Δεν μπορείς να ζεις προστατεύοντας συνέχεια την καρδιά σου. Όταν έχεις τις πόρτες κλειστές είναι πιο απίθανο να πληγωθείς, αλλά επίσης σου είναι αδύνατο να δώσεις και να δεχτείς αγάπη.

Ξόδεψα χρόνια μαθαίνοντας ν'αγαπώ άνευ όρων. Μπορεί να είναι το δυσκολότερο που θα κάνει ποτέ κάποιος. Αλλά ίσως είναι δυσκολότερο να το κάνουμε θέτοντας σωστά όρια.

Τι είναι αγάπη άνευ όρων;

Συνειδητοποιώ πλέον ότι αγάπη άνευ όρων σημαίνει πως βρίσκεσαι σε μια κατάσταση όπου αποδέχεσαι, εκτιμάς και είσαι ευγνώμων για το άτομο που αγαπάς. Δεν περιμένεις κάτι κι είσαι πρόθυμος-η να ακολουθήσεις την καρδιά σου. Επίσης σημαίνει μηδενική ανοχή στη θυματοποίηση του εαυτού σου αν δεν σ'αρέσει η συμπεριφορά κάποιου. Είσαι σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας σου. Έχεις την ευθύνη του εαυτού σου, αντί να κατηγορείς, να ντροπιάζεις και να κατακρίνεις κάποιον άλλο.

Άνευ όρων αγάπη σημαίνει πως αντιστέκεσαι στο να γραπώνεσαι, να προσκολλάσαι ή να προβάλλεις τον εαυτό σου πάνω στον άλλο. Δεν απαιτείς να υπακούσουν σε κανόνες για να κερδίσουν την αγάπη σου. Η αγάπη είναι δώρο, σαν ευλογία. Τη δίνεις ελεύθερα - έτσι απλά.

Πρόσβαση υπό όρους

Αλλά η πρόσβαση στον εσωτερικό σου κύκλο είναι απόλυτα ορισμένη. Αν κάποιος δεν μπορεί να σε αντιμετωπίσει με την αγάπη, τη στοργή και το σεβασμό που αξίζεις τους τοποθετείς στον εξωτερικό σου κύκλο -ή τους αφαιρείς κι εντελώς- με ορθάνοιχτη καρδιά και χωρίς να κατακρίνεις.

Αν η πρόσβαση στην καρδιά σου, το μέιλ σου, το τηλέφωνό σου και τη φυσική σου ύπαρξη βρίσκεται σε μια κλίμακα 1-10, με το 10 να είναι πλήρης πρόσβαση, αυτοί που είναι 10 πρέπει να έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη σου. Αν το "βάζο με τους βόλους" είναι μισογεμάτο εξαιτίας προδοσίας της εμπιστοσύνης σου, η πρόσβαση πρέπει να μειωθεί, όχι απαραίτητα στο 1 αλλά ίσως στο 5 ή 6. Ίσως δεν σου τηλεφωνούν κάθε μέρα, ή δεν κοιμούνται στο κρεβάτι σου, ή δεν είναι μαζί σου τα Χριστούγεννα.

Έτσι, αν κάποιος δε σε αντιμετωπίζει με σεβασμό, απλά περιορίζεις την πρόσβαση χωρίς να το κάνεις θέμα. Κανένας λόγος να γίνεις το θύμα που εξεγέρθηκε. Ούτε αυτό είναι σωστό. Η καρδιά σου μένει ανοιχτή. Τα όρια στενεύουν όμως. Άνευ όρων αγάπη, απόλυτη ελευθερία, περιορισμένη πρόσβαση.

Κι έπειτα δεν είναι δουλειά κάποιου άλλου να σου φερθεί καλά. Είναι δική σου, θέτοντας σωστά όρια που περιορίζουν την πρόσβαση ανάλογα με το αν αξίζει κάποιος να έχει πλήρη πρόσβαση στην καρδιά σου.

Τελικά...καταλαβαίνω.


Με αγάπη, Lissa Rankin

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Ένα κορίτσι

Είναι ένα κορίτσι, ίδιο με σένα
ξυπόλυτο, γυμνό από αισθήματα,
έτσι δηλώνει,
που παρέα ζητάει για το βράδυ
ή έστω ένα σπίρτο, ν’ ανάψει το τσιγάρο της,
θα πεθάνεις, κόψε το, θα πεθάνεις,
οι φίλοι συμβουλεύουν,
φάε κάτι να δυναμώσεις
μην παραμελείς τον εαυτό σου,
κι αυτή γελά, αγέρωχα, ανάβοντας ένα ακόμα
παραγγέλνοντας ουΐσκι
διπλό, χωρίς πάγο, σκέτο
χωρίς λεφτά, χωρίς φόβο
κερασμένο απ’ τον κοκκινογένη μπάρμπαν
που δειλά κοιτά το στήθος της, το όλο υποσχέσεις,
κι αυτή γελά
με σόκιν ανέκδοτα
που κάποιος τύπος, φαλακρός, με λαδωμένο μουστάκι
και τρύπιες κάλτσες,
εδώ και ώρα ηλίθια επαναλαμβάνει
μήπως και πιάσει γκόμενα,
και το κορίτσι μας, ίδιο με σένα
να γελάει, να γελάει, να γελάει
τα μάτια της να βουρκώνουν
ν’ ανάβει τσίγαρο – το τρίτο ή το τέταρτο;
τη μοιραία κίνηση να προσμένει

κι είναι ένας μπάρμαν, ίδιος εγώ
κοκκινογένης, με βλέμμα πότε ηλίθιο, πότε ερωτευμένο,
που είναι το ίδιο θα μου πεις,
να περιμένει την πρώτη κίνηση
από αυτήν που περιμένει
την πρώτη κίνηση,
να ονειροπολεί, να ζηλεύει
τον τύπο με το λιγδιασμένο μουστάκι
και τους μπράβους του απέναντι μπαρ
που ακούνε Παντελίδη τις νύχτες
και που τη μέρα
ψηφίζουν Μώραλη με μάτια κλειστά,
ποτά κερνώντας, κι ανοίγοντας συζήτηση
για μουσική
θέλοντας να φανεί άνετος και φιλικός
με κάποια επιφάνεια δηλαδή,
αλλά η μουσική δεν βοηθάει
δεν της αρέσει, βλέπεις, η τζαζ
κι αυτός ο μπάρμαν, ίδιος εγώ
όλο να αναβάλλει

έξω, σχεδόν ξημέρωμα, σχεδόν μπλε
κι ενώ η πόλη βάζει τη φόρμα εργασίας της
το κουστούμι, το καπέλο της
ανάλογα την διάθεση ή την περίσταση,
το ζευγάρι, μέσα στο μπαρ περιμένει
ακίνητο, σκεφτικό
την πρώτη κίνηση,
αυτή να ξαπλώνει στις καρέκλες
δίπλα του, κουρασμένη, με μαύρους κύκλους στα μάτια
πιο όμορφη από ποτέ
διεκδικώντας μια προσέγγιση
ένα άγγιγμα τέλος πάντων, ένα χαμόγελο
ενώ αυτός, αμήχανος, ιδρωμένος και γελοίος
να επαναλαμβάνει κάποια ερώτηση
που είχε κάνει και νωρίτερα
για να λάβει μια ίδια απάντηση
το ίδιο αμήχανη αλλά λιγότερο γελοία

ύστερα σιωπή
το κορίτσι, ίδιο με σένα
ο κοκκινογένης μπάρμπαν, ίδιος εγώ
διστάζουν
κι όμως στον έρωτα
δεν χωράει αναμονή

ευτυχώς, τα μάτια τους γνωρίζουν
νοιώθουν την αλήθεια
κι έρχονται πιο κοντά
όλα και πιο κοντά
απλώνουν τα χέρια τους
και…

κοιμήθηκες, αγάπη μου;
όχι, δεν πειράζει, κοιμήσου
χρειάζεσαι ξεκούραση
ναι, αύριο πάλι
οι ιστορίες γύρω απ’ τον έρωτα
δεν τελειώνουν ποτέ

καληνύχτα.


Ειρηναίος Μαράκης

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Εαρινή συμφωνία Χ

Αγάπη, Αγάπη,
δε μου'χες φέρει εμένα
μήτ' ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.

Νήστης γυμνός και αδάκρυτος
περιφερόμουν στα όρη
και τ' ανένδοτα μάτια μου στύλωνα
στους ουρανούς
γυρεύοντας την αμοιβή μου
απ' τη σιωπή και το τραγούδι.

Τα τρυφερά λυκόφωτα
οι πράες καμπύλες των βουνών
και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε πού είσαι ω Αγάπη.

Μα εγώ δεν είχα τι ν' αποκριθώ
κι έφευγα σιωπηλός
ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.

Οι ωχρές αυγές
ακουμπούσαν στο περβάζι μου
το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο
τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια
και με κοιτούσαν με πικρία
ζητώντας ν' απολογηθώ.

Τι ν' απαντήσω, Αγάπη;
Και δρασκελούσα το κατώφλι
τίναζα τα κατάμαυρα μαλλιά μου μες στο φως
και τραγουδούσα πλατιά στους ανέμους
το τραγούδι του «αδέσμευτου».

Πεισμωμένος χλωμός κι ακατάδεχτος
κοιτούσα τον κόσμο και κραύγαζα:
«Δεν έχω τίποτα
δικά μου είναι τα πάντα».


Κι όμως μια παιδική φωνή
επίμονα έκλαιγε βαθιά μου
γιατί δεν είχες έλθει, Αγάπη.

Τις νύχτες του έαρος
που η γύρη των άστρων
και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια
σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
γιατί αργούσες να 'ρθεις, Αγάπη.

Γι' αυτό κ' οι πιο λαμπροί μου στίχοι
είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους
ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα
γιατί έλειπες απ' την καρδιά μου, Αγάπη.

Όταν περιπλανιόμουν
στην ερημία του φθινοπώρου
στα γυμνά δάση
ζητώντας με σφιγμένα δάχτυλα
τον ήλιο που έφευγε χλωμός
πάνω απ' τις παγωμένες λίμνες
εσένα ζητούσα, ω Αγάπη.

Κι όταν ακόμη επέστρεφα
την όψη μου απ' τη γη
και τρυπούσα με πύρινα βλέμματα
τα τείχη της νύχτας
ήταν γιατί δεν ήθελα να κλάψω
που δε με συλλογίστηκες, Αγάπη.

Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.

Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ' αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.

Για σένα, Αγάπη, ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
ήταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να 'βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου

ω Αγάπη.


Γιάννης Ρίτσος

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Ήλιος ο πρώτος

XVI

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο

και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι

ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο

και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν

αεροβάτες

το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας

ένας Θεός μόνο το ξέρει.



Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεκτρική σου οδύνη

βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται

τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη

που όλο παρακαλείς/ κι όλο δεν ανεβαίνει

χρόνια και χρόνια/ εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.



Κι όμως του πόθου το όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα

κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά

τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησε

κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει

δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή

την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.



Δώσε το χέρι σου – πριν συνταχτούν πουλιά

στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε

πως επιτέλους φάνηκε να ‘ρχεται από μακριά

η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!

Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν

κι ας μας λεν αεροβάτες

φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι

σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά

χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδάμε!


Οδυσσέας Ελύτης

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Εαρινή συμφωνία XVI

Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή τού απείρου.

Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.

Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.

Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.

Κλείσε τα μάτια.


Γιάννης Ρίτσος

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Το τσάι, το καρότο και τ'αυγό

«Σου έχω πει την ιστορία την παλιά με το τσάι, το καρότο και τ’ αυγό;»
Η Έλλη γνέφει «όχι».
«Άκου, λοιπόν!» αρχίζει ο παππούς.

«Κάποτε παραπονιόταν ένας άνθρωπος πως είχε βάσανα πολλά. Τον κάλεσε, που λες, στο σπίτι της κάποια σοφή γερόντισσα, έβαλε ένα τσουκάλι με νερό να βράσει κι έριξε μέσα ένα καρότο κι ένα αυγό. Όταν έβρασαν καλά, έφτιαξε λίγο τσάι του βουνού και ρώτησε τον άνθρωπο τι βλέπει.

“Ένα καρότο που έχει μαλακώσει από το βράσιμο κι ένα σφιχτό αυγό”, της είπε κείνος.

“Και τι μυρίζει;” ρώτησε η γερόντισσα.

“Μοσχοβολάει τσάι του βουνού!” της απαντάει.

“Ε, λοιπόν, οι λύπες και οι στενοχώριες μοιάζουνε με νερό που βράζει” λέει η γερόντισσα. “Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν δυνατοί, μα σαν τους βρουν αναποδιές, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το καρότο, που μαλακώνει και διόλου δύναμη δεν έχει πια.

Άλλοι πάλι μοιάζουνε με το αυγό. Μέσα τους είναι αδύναμοι και μόνο ένα τσόφλι έχουν απ’ έξω να τους προστατεύει. Όταν έρθουν δύσκολοι καιροί, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το αυγό και, σαν αυτό, γίνονται κι από μέσα τους σκληροί.

Μα είναι κι άλλοι που θυμίζουνε το τσάι. Όταν τους βρίσκουν βάσανα, είναι κι εκείνοι σαν να πέφτουν σε βραστό νερό, μα ούτε σκληραίνουν, ούτε μαλακώνουν. Μεταλλάζουν μόνο το νερό σε τσάι του βουνού που ευωδιάζει. Κι ευφραίνονται με τη μοσχοβολιά του όσοι βρίσκονται κοντά. Τις λύπες και τις στενοχώριες, πάει να πει, τις κάνουν γνώση, καλοσύνη και χαρά.

Πήγαινε στο καλό λοιπόν” του λέει η γερόντισσα “και φρόντισε να είσαι σαν το τσάι.”»


Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, απόσπασμα από το βιβλίο Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα

Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ’ τον άμμο
για σάς χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα
ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.
Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους
και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών
γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.
Γράφω για σάς
αδέρφια μου στο θάνατο
συντρόφοι μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθειά κι απέραντα
όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.
Κι όταν πεθάνω και δε θάμαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί
και τα εργαλεία του λαού.

Τάσος Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 -30 Οκτωβρίου 1988)

Από τη συλλογή Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1956)

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Ένας κόσμος ανάποδα

Παρότι δεν μπορούμε να μαντέψουμε πως θα είναι τα επόμενα χρόνια, έχουμε τουλάχιστον το δικαίωμα να ονειρευτούμε πώς θα θέλαμε να είναι. Το 1948 και το 1976 ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών διατύπωσε οικουμενικές διακυρήξεις με εκτενείς καταλόγους ανθρώπινων δικαιωμάτων αλλά η μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας δεν έχει κανένα άλλο δικαίωμα εκτός από το δικαίωμα να βλέπει, να ακούει και να σιωπά.
Τι θα γίνει αν αρχίσουμε να ασκούμε το δικαίωμα στο όνειρο που δεν διακυρήχθηκε ποτέ; Τι θα γίνει αν για μια στιγμούλα αφεθούμε στο παραλήρημα; Ας διαπεράσει το βλέμμα μας το όνειδος και ας ονειρευτούμε έναν άλλο κόσμο όπου:

Ο αέρας θα είναι καθαρός, απαλλαγμένος από το μικρόβιο του ανθρώπινου φόβου και από τα ανθρώπινα πάθη. Στους δρόμους τα σκυλιά θα συνθλίβουν αυτοκίνητα. Τους ανθρώπους δεν θα τους ελέγχει το αυτοκίνητο, δε θα τους προγραμματίζει ο υπολογιστής, δε θα τους εξαγοράζει το σούπερ μάρκετ, δε θα τους παρακολουθεί η τηλεόραση. Η τηλεόραση θα πάψει να είναι το πιο σημαντικό μέλος της οικογένειας και θα της συμπεριφερόμαστε όπως στο σίδερο ή το πλυντήριο ρούχων.

Οι άνθρωποι θα δουλεύουν για να ζήσουν, αντί να ζουν για να δουλεύουν. Στους ποινικούς κώδικες θα ενταχθεί και το αδίκημα της βλακείας, το αδίκημα που διαπράττουν όσοι ζουν για να έχουν ή για να κερδίζουν, αντί να ζουν απλώς και μόνο για να ζουν, σαν τα πουλιά που κελαηδούν χωρίς να ξέρουν ότι κελαηδούν και σαν τα παιδιά που παίζουν χωρίς να ξέρουν ότι παίζουν.

Σε καμιά χώρα δεν θα φυλακίζονται οι νέοι που αρνούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία αλλά εκείνοι που θα θέλουν να την υπηρετήσουν. Οι οικονομολόγοι δε θα ονομάζουν επίπεδο ζωής το επίπεδο κατανάλωσης, ούτε ποιότητα ζωής την ποσότητα των υλικών αγαθών.

Οι μάγειροι δεν θα πιστεύουν ότι είναι ευχάριστο για τους αστακούς να τους βράζουν ζωντανούς. Οι ιστορικοί δεν θα πιστεύουν ότι η εισβολή σε μια χώρα είναι κάτι που την ευχαριστεί. Οι πολιτικοί δεν θα πιστεύουν ότι είναι ευχάριστο για τους φτωχούς να τρώνε υποσχέσεις.

Η σοβαρότητα θα πάψει να θεωρείται αρετή και κανείς δε θα παίρνει στα σοβαρά έναν άνθρωπο που δε θα είναι ικανός να γελάει με τον εαυτό του. Ο θάνατος και το χρήμα θα χάσουν τις μαγικές τους δυνάμεις και ούτε ο θάνατος ούτε η περιουσία θα μπορούν να μετατρέψουν έναν παλιάνθρωπο σε ευυπόληπτο πολίτη. Κανείς δε θα θεωρείται ήρωας ή χαζός επειδή κάνει αυτό που πιστεύει ότι είναι σωστό αντί να κάνει αυτό που τον συμφέρει περισσότερο.

Ο κόσμος δεν θα πολεμάει πια τους φτωχούς αλλά τη φτώχεια και η στρατιωτική βιομηχανία δε θα έχει άλλη λύση παρά να κλείσει. Το φαγητό δε θα είναι εμπόρευμα ούτε η επικοινωνία εμπόριο, επειδή το φαγητό και η επικοινωνία είναι δικαιώματα του ανθρώπου.

Κανείς δε θα πεθαίνει από πείνα επειδή κανείς δε θα πεθαίνει από το πολύ φαΐ. Κανείς δε θα φέρεται στα παιδιά του δρόμου σαν να είναι σκουπίδια, επειδή δε θα υπάρχουν παιδιά του δρόμου. Κανείς δε θα φέρεται στα πλούσια παιδιά σαν να είναι λεφτά, επειδή δε θα υπάρχουν πλούσια παιδιά.

Η εκπαίδευση δε θα είναι προνόμια μόνο όσων μπορούν να την πληρώσουν. Η αστυνομία δεν θα είναι εφιάλτης για όσους δεν μπορούν να την εξαγοράσουν. Η δικαιοσύνη και η ελευθερία, αδέρφια σιαμαία που καταδικάστηκαν να ζουν χωριστά, θα ενωθούν και πάλι, πλάτη με πλάτη.

Μια μαύρη γυναίκα θα είναι πρόεδρος της Βραζιλίας και μια άλλη γυναίκα, επίσης μαύρη, θα είναι πρόεδρος την Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής μια ινδιάνα γυναίκα θα κυβερνάει τη Γουατεμάλα και μια άλλη το Περού. Στην Αργεντινή οι τρελές της Πλάζα ντε Μάγιο θα είναι παράδειγμα πνευματικής υγείας, επειδή εκείνες αρνήθηκαν να ξεχάσουν στα χρόνια της υποχρεωτικής λήθης.

Η Αγία Μητέρα Εκκλησία θα διορθώσει τα τυπογραφικά λάθη στους πίνακες του Μωυσή και η έκτη εντολή θα προστάζει να τιμάμε το σώμα. Η Εκκλησία επίσης θα υπαγορεύσει μια ακόμη εντολή, που την ξέχασε ο Θεός: «Αγάπα τη φύση, μέρος της οποίας είσαι κι εσύ».

Θα ξαναβλαστήσουν τα δάση στον ερημωμένο κόσμο μας και στις ερημωμένες ψυχές.

Οι απελπισμένοι θα ξαναβρούν την ελπίδα τους και οι χαμένοι τη ζωή τους, αφού απελπίστηκαν επειδή ήλπισαν πολύ και χάθηκαν επειδή έψαξαν πολύ.

Όσοι έχουμε θέληση για δικαιοσύνη και ομορφιά θα είμαστε όλοι αδέρφια, όποτε κι αν έχουμε γεννηθεί, όπου κι αν έχουμε ζήσει, χωρίς να χρειαστεί να αλλάξουμε καθόλου τα σύνορα του κόσμου και του χρόνου.

Η τελειότητα θα εξακολουθήσει να είναι το βαρετό προνόμιο των θεών όμως, σ’ αυτό τον όμορφο αλλά και γαμημένο κόσμο, θα ζούμε την κάθε νύχτα σαν να ‘ναι η τελευταία και την κάθε μέρα σαν να ‘ναι η πρώτη μας.


Εντουάρντο Γκαλεάνο


Στις 13 Απριλίου του 2015, ο Ουρουγουανός λογοτέχνης Εντουάρντο Γκαλεάνο έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών. Εχθρός των απολυταρχικών καθεστώτων (με το έργο του να απαγορεύεται σε περιπτώσεις όπως του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ουρουγουάη το ‘73 και αργότερα στην Αργεντινή), φίλος του ποδοσφαίρου και της ριζοσπαστικής, ελεύθερης πλευράς της λατινοαμερικάνικης ιστορίας, θιασώτης του κόσμου «όπου κάθε νύχτα θα τη ζούμε σαν να ‘ναι η τελευταία και την κάθε μέρα σαν να ‘ναι η πρώτη μας».
Ο Γκαλεάνο είχε αρνηθεί ότι ήταν ιστορικός συγγραφέας, λέγοντας πως «είμαι ένας συγγραφέας που θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της απηχθείσας μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα της Λατινικής Αμερικής, πατρίδα περιφρονημένη και αγαπητή».
«Έχουμε κόψει τη μνήμη σε κομμάτια και γράφω προσπαθώντας να ανακτήσω την αληθινή μας μνήμη, τη μνήμη της ανθρωπότητας που είχε ακρωτηριαστεί από αλαζονεία, από ρατσισμό, από τον μιλιταρισμό και πολλούς άλλους «ισμούς», που σκότωσαν με τρομερό τρόπο το μεγαλείο μας και την ομορφιά,» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.
«Κάθε μέρα έχει μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί, επειδή οι μέρες μας είναι φτιαγμένες από ιστορίες. Οι επιστήμονες λένε ότι είμαστε φτιαγμένοι από μικρά σωματίδια, τα άτομα, αλλά εμένα ένα πουλάκι μου είπε ότι είμαστε φτιαγμένοι από ιστορίες», έγραφε…

αποσπάσματα από Το Περιοδικό

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

Game of Thrones- ιστορικός υλισμός (Απάντηση στο άρθρο του P.Mason)




Game of thrones και το τέλος της μαρξιστικής θεωρίας

Πώς θα έμοιαζε μια αρκετά υλιστική ανάγνωση του Game of Thrones;

του Sam Kriss



Δε χρειάζεται να το πούμε, μα η μαρξιστική θεωρία δεν είναι αστείο, μια διασκεδαστική τεχνική που μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε καθημερινό φαινόμενο εξιτάρει τη φαντασία κάποιου.

Υπάρχει ένας ανησυχητικός πολλαπλασιασμός αυτού του είδους της τυχαιότητας τελευταία: εφημερίδες δημοσιεύουν μαρξιστικές θεωρίες μολυβιών, μαρξιστικές αναγνώσεις του νέου άλμπουμ της Taylor Swift, μαρξιστικές εκθέσεις για το λόγο που έχουν ρώγες οι άντρες. Ιδρύματα που δεν είχαν φανταστεί ποτέ ότι θα εξέδιδαν μαρξιστικές κριτικές, ας πούμε του τραπεζικού συστήματος, είναι εξαιρετικά χαρούμενα να αφήσουν τα παιδιά του Καρλ να κριτικάρουν τα όνειρά μας.

Στο πιο πρόσφατο παράδειγμα, ο Guardian έχει επιστρατεύσει τον Paul Mason, οικονομικό αναλυτή του Channel 4 News, να δώσει μια ιστορική-υλιστική πρόβλεψη για τις επερχόμενες σεζόν του Game of Thrones.

Όχι ότι υπάρχει κάτι κακό σ'όλα αυτά - όμως αυτοί οι άνθρωποι θα'πρεπε να θυμούνται ότι ο Μαρξισμός είναι φωτιά και κίνδυνος: η θεωρητική προσέγγιση που όχι μόνο καταφέρνει να κατανοήσει τις καπιταλιστικές σχέσεις, αλλά προτείνει την κατάργηση αυτών των σχέσεων.

Με άλλα λόγια, είναι το μόνο αστείο που είναι πραγματικά κωμικό. Ο Μαρξισμός βλέπει τη λεπτεπίλεπτα κουρδισμένη λογική όλων των σύγχρονων κοινωνιών, αναγνωρίζει την απόλυτη χρησιμότητα κάθε στοιχείου, κι έπειτα δηλώνει πως το όλο πράγμα είναι τρελό και ηλίθιο. Εντέλει αποκαλύπτει ότι ο λογικός κόσμος που ζούμε τώρα είναι στην πραγματικότητα ένας εξωπραγματικός κόσμος, γεμάτος snark και grumpkin (μυθικά τέρατα στο GoT), τόσο παράλογος όσο οτιδήποτε στις πιο παραφουσκωμένες μυθοπλασίες.

Το άρθρο του Mason Μπορεί η μαρξιστική θεωρία να προβλέψει το τέλος του Game of Thrones; παρανοεί τόσο τη φαντασία όσο και το μαρξισμό, κυρίως επειδή αποτυγχάνει να κατανοήσει αυτό το σημαντικό σημείο. Μέρος της αποτυχίας του έχει να κάνει επίσης με την υπερβάλλουσα φιλοδοξία του - στο χώρο μιας σύντομης έκθεσης, ο Mason προσπαθεί να προβλέψει τη μελλοντική έκβαση του GoT υπό την άποψη της φεουδαρχίας και την άνοδο του καπιταλισμού, και να εξηγήσει γιατί οι άνθρωποι που ζουν στις καπιταλιστικές οικονομίες απολαμβάνουν φανταστικές ιστορίες που συμβαίνουν μέσα στη μεσαιωνική αποσύνθεση.

Οποιοδήποτε από αυτά τα ζητήματα θα μπορούσε να προσφέρει αρκετό υλικό για ένα ολόκληρο βιβλίο. Μπερδεμένα μεταξύ τους σε λίγο παραπάνω από χίλιες λέξεις, καταλήγουν να περνάνε το ένα πάνω απ'το άλλο σχεδόν ακατανόητα πια. (Φυσικά, δεδομένου του μπερδέματος που έκανε με αυτές τις τρεις ιδέες, αυτός ο αντίλογος θα πρέπει να κάνει περίπου το ίδιο.)

Το κεντρικό επιχείρημα του Mason είναι πως το χρέος και ο όλεθρος που υπέστη το Γουέστερος κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Πέντε Βασιλέων μας παρέχει μια φανταστική αναλογία με την κρίση στον ύστερο μεσαίωνα της δικής μας ιστορίας (επίσης, συγκεχυμένα, με την τρέχουσα κρίση της ΕΕ). Το βασίλειο είναι ώριμο για μια αστική επανάσταση -όπως το θέτει, "Το Γουέστερος χρειάζεται καπιταλιστές"- αλλά, εξαιτίας των περιορισμών του είδους της "υψηλής μυθοπλασίας" [το είδος αυτό που έχει να κάνει με κόσμους εκτός της δικής μας πραγματικότητας, σε ένα δευτερεύον/παράλληλο σύμπαν,χρόνο,κλπ], αυτό δεν μπορεί να συμβεί ποτέ. Το κοινωνικό σύστημα σε τέτοιες μυθοπλασίες μπορεί να παρακμάσει, μα δεν καταρρέει ποτέ. Αντίθετα, η φανταστική φεουδαρχία θα βγει αγκομαχώντας από την κρίση της βρίσκοντας νέα γη και πόρους πέρα από τη Θάλασσα του Ηλιοβασιλέματος στη Δύση.

Αυτό το επιχείρημα είναι ασύστολα ανεύθυνο, και ούτε κατά διάνοια μαρξιστικό. Ξεχάστε τους καπιταλιστές: μια Δημοκρατία των Λαών του Γουέστερος είναι δυνατή και επικείμενη - όμως μπορεί να είναι πολύ πιο ξένη και φανταστική απ'όσο πολλοί από μας θα θέλαμε να παραδεχτούμε.

Ξεκινώντας με την τετριμμένη άποψη για τον πραγματικό κόσμο, ορίστε ο απολογισμός του Mason για την κρίση της κάποτε υπαρκτής φεουδαρχίας:
Τα τεράστια χρέη που είχαν συσσωρευτεί σε ένα διεφθαρμένο σύστημα πατρωνίας, του οποίου οι πραγματικές πηγές πλούτου είχαν στερέψει, ήταν αυτά που στο τέλος κατέστρεψαν αυτό το ίδιο το σύστημα.
. . . . Όμως τελικά η δύναμη του εμπορίου άρχισε να συμπιέζει την εξουσία των βασιλιάδων. Και η φεουδαρχία έδωσε τελικά τη θέση της σε ένα άλλο σύστημα, τον καπιταλισμό, που βασίζεται σε εμπόρους, τραπεζίτες, αποικιοκρατική λεηλασία και δουλεμπόριο.
Μπορεί να υπάρχει η αίσθηση πως κάτι λείπει εδώ. Οι παλιές μοναρχικές δυνάμεις βρίσκονται υπό το βάρος ενός αυξανόμενου χρέους που απειλεί την σταθερότητα της κοινωνίας. Οπότε οι τραπεζίτες σπεύδουν προς διάσωση, μετασχηματίζοντας την φεουδαρχία σε καπιταλισμό. Παρόλο που σ'ένα σύστημα πατρωνίας, όσο διεφθαρμένο κι αν είναι, υποτίθεται πως δεν μπορεί να υπάρχει δημόσιο χρέος.

Αυτό που περιγράφει ο Mason δεν είναι μια φεουδαρχική κρίση, αλλά μια καπιταλιστική. Στο ξεκίνημα της μεσαιωνικής περιόδου δεν υπήρχαν όργανα του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, τότε που η φεουδαρχία έπνεε τα λοίσθια υπήρχαν. Κάτι άλλο συνέβη που έβαλε τα θεμέλια για την εμφάνιση της εγχρήματης παγκόσμιας αυτοκρατορίας.

Εκπληκτικά, για κάτι που ισχυρίζεται να είναι μια ιστορική-υλιστική ανάλυση, δεν υπάρχει απολύτως καμία αναφορά στην ταξική πάλη. Η πραγματική κρίση της φεουδαρχίας ήταν ελάχιστα σχετική με τη διαφθορά και την ανηθικότητα της αριστοκρατίας, αλλά ήταν απολύτως συνδεδεμένη με τη συλλογική δράση από μεριάς των εργαζόμενων μαζών.

Αφού ο πληθυσμός της Ευρώπης αποδεκατίστηκε από το Μαύρο Θάνατο, η εργασία ξαφνικά άρχισε να πληρώνεται αξιοπρεπώς, κι όταν αυτό απειλούνταν υπήρχε η αυτοπεποίθηση της εξέγερσης. Οι εξεγέρσεις των χωρικών ήταν σχεδόν αδιάκοπες κατά τη διάρκεια της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου - μόνο στη Γερμανία υπήρξαν πάνω από εξήντα περίοδοι μαζικού ξεσηκωμού ανάμεσα στα 1336 και 1525.

Συχνά οι χωρικοί έπαιρναν αυτό που ζητούσαν: υψηλούς μισθούς, δικαιώματα στις κοινές γαίες και ελεύθερο χρόνο. Ως αποτέλεσμα, η κυρίαρχη τάξη δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να καρπωθεί το πλεόνασμα που χρειαζόταν για να συνεχίσει να λειτουργεί το σύστημα: στο τέλος βρήκαν διαφυγή στο μερκαντιλισμό, τις περιφράξεις και την πρωταρχική συσσώρευση.
Η παρακμή της φεουδαρχίας ήταν στην πραγματικότητα μια στιγμή απίστευτων ευκαιριών που καταπνίγηκαν με τη βία. Ο Mason δε φαίνεται να το αναγνωρίζει. Αντιθέτως, συνδέει την κρίση του ύστερου μεσαίωνα με αυτό που στη θεωρία της μυθοπλασίας είναι γνωστό ως αποψίλωση [thinning]. Όπως εξηγεί:
Στη σύγχρονη φανταστική μυθιστοριογραφία υπάρχει πάντα μια κρίση του συστήματος: τόσο στην οικονομική τάξη όσο και στις «αύρες» της εξουσίας – της μαγείας- που απορρέει από αυτή. Υπάρχει, στη θεωρία της λογοτεχνίας, ακόμη και ένας τεχνικός όρος για αυτό το κρίσιμο σημείο: ο όρος «thinning» (= αραίωση ή αποψίλωση). Στην Εγκυκλοπαίδεια της Φαντασίας, μάλιστα που έχουν φτιάξει οι John Clute και John Grant ορίζουν ως thinning, «τη συνεχή απειλή της παρακμής», της αποδυνάμωσης του υπάρχοντος status, που συνοδεύεται από ένα διάχυτο πένθος και την αίσθηση της αδικίας στον κόσμο.
Όμως, αυτή η αποψίλωση απαιτείται, από τις αφηγηματικές συμβάσεις, να είναι συνεχής και διαβρωτική. Στους φανταστικούς κόσμους επιτρέπονται δράκοι και μάγισσες, αλλά ποτέ αληθινή πρόοδος:
Το Γουέστερος χρειάζεται καπιταλιστές... Όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί στο δευτερεύων/παράλληλο κόσμο της φανταστικής λογοτεχνίας. Δεν μπορεί να επιτραπεί ποτέ στη διαδικασία της αποψίλωσης του συστήματος να φτάσει στο τέλος της: πρέπει να είναι αέναη ώστε να λειτουργήσει η έπαρση [της φεουδαρχίας] στη δραματοποίηση.
Για τον Mason, η φαντασία είναι πάντοτε παράλογη, και η πραγματικότητα βγάζει πάντοτε νόημα. Αυτός ο ισχυρισμός είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφίβολος. Καταρχάς, η ανάλυσή του για την τρέχουσα παράταξη των δυνάμεων και των εξουσιών στο GoT είναι εντελώς λανθασμένη.
Οι επαναστάτες χωρικοί και το όνειρό τους για μια Νέα Ιερουσαλήμ είναι σε πλήρη ισχύ - η Αδελφότητα Χωρίς Λάβαρα κατακλύζει την επαρχία, φλογεροί κομμουνιστές και γεμάτοι μονοθεϊστικό ζήλο. Και οι καπιταλιστές που φαντάζεται ο Mason, "ντυμένοι στα μαύρα, με λευκά δαντελένια κολάρα, αυστηρά πρόσωπα και μια αποστροφή προς το σεξ και το ποτό," είναι ήδη εδώ.
Είναι η Σιδερένια Τράπεζα του Μπράαβος: στην τελευταία σεζόν, αποκαλύπτεται πως είναι αυτοί που χρηματοδοτούν τους κρυφά χρεοκοπημένους Λάννιστερ. Είναι αυτοί που ξελασπώνουν τον Στάνις μετά από μια σειρά άσχημες ήττες και εσωτερικά σχίσματα. Κι είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως αυτή η πόλη από δραπέτες σκλάβους δεν παρακολουθεί στενά την πρόοδο της Ντενίρις προς την ακτή Εσοσι.
Όταν οι μπρααβοσιανοί χαιρετιούνται, ο ένας λέει valar morghulis, ο άλλος valar doeharis. Όλοι οι άντρες πρέπει να πεθάνουν, όλοι οι άντρες πρέπει να υπηρετήσουν - το μότο του νεκρωτικού καπιταλισμού. Δε νοιάζονται για τη νομιμότητα, την πρωτοτοκία ή το θεϊκό δικαίωμα των βασιλέων. Νοιάζονται για τους αριθμούς στα κατάστιχά τους. Αν πρέπει να αναδιαρθρώσουν ολοκληρωτικά την οικονομία του Γουέστερος για να πάρουν τα λεφτά τους πίσω, θα το κάνουν. Ένα βασίλειο που ρημάζεται από τον πόλεμο είναι ό,τι πρέπει για την πρωταρχική συσσώρευση: η αυγή του φανταστικού καπιταλισμού είναι σε εξέλιξη.
Περισσότερο θεμελιώδες, παρόλα αυτά, είναι ότι ο Mason παρανοεί τι σημαίνει πραγματικά αποψίλωση. Από την Encyclopedia of Fantasy:
Ο Παράλληλος Κόσμος είναι σχεδόν συνέχεια υπό την απειλή κάποιας έκπτωσης, μια απειλή που συχνά συνοδεύεται από το πένθος και/ή μια αίσθηση αδικίας. Στη δομικά άρτια μυθοπλασία, η αποψίλωση μπορεί να ειδωθεί ως μια υποβίβαση της υγιούς Χώρας/Γης σε μια παρωδία του εαυτού της, και ο αποψιλωτικός παράγοντας - τελικά, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο Σκοτεινός Άρχοντας- φαίνεται σαν να προκαλεί τη ζημιά στη γη από φθόνο.
Η αποψίλωση δεν είναι ζήτημα της αποδοτικότητας των καλλιεργειών ή της ποσότητας χρυσού στα εμπορικά πλοία από το Λάνισπορτ. Δεν είναι κάτι για το οποίο ένας τηλεοπτικός οικονομικός αναλυτής θα υπέβαλε έκθεση ("Η μοχθηρία του Σκοτεινού Άρχοντα ανέβηκε στο υψηλότερο ποσοστό εδώ κι έξι χρόνια στο κλείσιμο του χρηματιστηρίου χθες..."). Είναι κατ'ουσίαν φαινόμενο της πλοκής, η κατάρρευση του φανταστικού κόσμου μέσα στη συμβολική πραγματικότητα.
Η Μέση Γη του Tolkien υποτίθεται πως είναι ένας αυτόνομα υπαρκτός φανταστικός κόσμος - όμως είναι ταυτόχρονα ο δικός μας κόσμος, στη δική του μακρινή ιστορία. Η αποψίλωση είναι μια διαδικασία απομάγευσης, ο αργός θάνατος της μαγείας και του θαύματος: αφού ο Σάουρον ηττάται, τα ξωτικά και οι μάγοι αφήνουν τη Μέση Γη προς τις Αθάνατες Γαίες, και το σκηνικό έχει στηθεί για την Εποχή των Ανθρώπων, στην οποία όλοι ζούμε ακόμα.
Αυτή η διαδικασία δεν είναι πολύ διαφορετική από την άνοδο της μηχανιστικής λογικής με τις κεφαλαιοκρατικές επαναστάσεις, το βιομηχανοποιημένο ξεκαθάρισμα με τα τέρατα και τα πνεύματα. Μακριά από αυστηρές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, η αποψίλωση ενσωματώνει τον κόσμο που γνωρίζουμε σε αυτόν της φαντασίας. Αποκαλύπτει πως η πραγματικότητα μας που τόσο αλόγιστα παραδεχόμαστε, είναι τόσο πλασμένη και ουσιαστικά φανταστική όσο και η Μόρντορ και το Σάιρ.