πολύ σιωπηλά είναι όλα, κι η σιωπή είναι καλή μονάχα σαν κλείνη μέσα της χαρά. Αλλοιώς τη φοβάμαι... ΛΗ
τα σπέρματα
των λυκανθρώπων
κουράζουν
τα πηδάλια
του ορίζοντος
ρίχτουν
αναμμένες φλογέρες
μέσα
στα ματωμένα φουστάνια
που κρέμονται
στα πυκνά κλαριά
των δέντρων
πνίγουν κοράκια
μεσ’ στους καθρέφτες
ζητούν
τη δικαιοσύνη
και τον οίκτο
των
παιδιών
εγώ
-όμως-
βάζω κόκκινα λουλούδια
μεσ’ στα μαλλιά της
ορθώνομαι
ολόγυμνος
μέσα σε κήπους
πορφυρούς
χάνομαι
μέσα σε
σκοτεινές σπηλιές
που κρύφτουν
βαθιά
ραφτομηχανές
και ψάρια
κίτρινα
που μιλούν
σα λουλούδια
κι ίσως
εγώ να είμαι πια
αυτός ο λυκάνθρωπος
των αστραπών
αυτός που λεν
-σα βραδιάζει-
ο «άνθρωπος παρένθεσις»
μες στις φυσούνες
της πλεκτάνης
στα
σάβανα
της πορείας
εν ώρα
νυκτός
όταν
πεθαίνει
ένα πουλί
σα θειαφοκέρι
κι έτσι πέφτουν
-σταλαματιά, σταλαματιά-
στους κρόταφους
των απεγνωσμένων
κλειδοκυμβάλων
τα ζευγάρια
των απογοητευμένων
κι ένα
βαρύ σύννεφο
από μακριά
ξανθά μαλλιά
-με μάτια φαιά-
πετάει αθόρυβα
μες σε
στενόμακρα υπόγεια
οπ’ ανθούν μόνο
λιμάνια
και
γυπαετοί
κι είναι η σιωπή
φωτιά
μιαν ανεμόσκαλα
που τοποθετούν
προσεκτικά
στα χείλια
κι ένα άσπρο
άλογο
που είναι
ένα δέντρο
κοντά στη θάλασσα
κι ένα κόκκινο
άλογο
σαν
σημαία
και τρέχω
πάνω στα νερά
-ακούραστα-
με το λυρικό
ποδήλατο
με την περικεφαλαία
της αγάπης
κι όταν φτάσω
στο τελευταίο
σκαλί
της σκοτεινής
αυτής σκάλας
κι ανοίξω
την πόρτα
του δωματίου
τότες μόνε αντιλαμβάνομαι
πως το δωμάτιο
ήταν
-είναι-
ένας μεγάλος κήπος
γιομάτος μουσική
και
ζωγραφιές
-ένα δωμάτιο
γεμάτο σεντόνια
ριχμένα
μέσα στον κήπο-
σεντόνια
π’ άλλα ανεμίζανε
σα σημαίες
κι ωσάν
υελοπίνακες
κι άλλα ήτανε
ριχμένα κάτω
σαν καθρέφτες
κι άλλα
μιλούσαν
λέξεις άναρθρες
σαν καπνοδόχες
κι άλλα στρωμένα
σε κρεβάτια
σαν κομήτες
άλλα έμοιαζαν
κανάτια
άλλα ήτανε
σαν προβοσκίδες
κι άλλα
έντυναν
με δροσιά
και τραγικές κραυγές
γυναίκες ολόγυμνες
κι ωραίες
έτσι
που πρέπει
-ίσως ναν κι ανάγκη απόλυτη-
να παραβάλω
την όλη
κατάσταση
μ’ ένα γυαλί
που όταν
βάζης
το μάτι
βλέπεις
ένα βαθύ
πηγάδι
και στο
βάθος
ένα
π ο υ λ ί
Νίκος Εγγονόπουλος, 1939
τα σπέρματα
των λυκανθρώπων
κουράζουν
τα πηδάλια
του ορίζοντος
ρίχτουν
αναμμένες φλογέρες
μέσα
στα ματωμένα φουστάνια
που κρέμονται
στα πυκνά κλαριά
των δέντρων
πνίγουν κοράκια
μεσ’ στους καθρέφτες
ζητούν
τη δικαιοσύνη
και τον οίκτο
των
παιδιών
εγώ
-όμως-
βάζω κόκκινα λουλούδια
μεσ’ στα μαλλιά της
ορθώνομαι
ολόγυμνος
μέσα σε κήπους
πορφυρούς
χάνομαι
μέσα σε
σκοτεινές σπηλιές
που κρύφτουν
βαθιά
ραφτομηχανές
και ψάρια
κίτρινα
που μιλούν
σα λουλούδια
κι ίσως
εγώ να είμαι πια
αυτός ο λυκάνθρωπος
των αστραπών
αυτός που λεν
-σα βραδιάζει-
ο «άνθρωπος παρένθεσις»
μες στις φυσούνες
της πλεκτάνης
στα
σάβανα
της πορείας
εν ώρα
νυκτός
όταν
πεθαίνει
ένα πουλί
σα θειαφοκέρι
κι έτσι πέφτουν
-σταλαματιά, σταλαματιά-
στους κρόταφους
των απεγνωσμένων
κλειδοκυμβάλων
τα ζευγάρια
των απογοητευμένων
κι ένα
βαρύ σύννεφο
από μακριά
ξανθά μαλλιά
-με μάτια φαιά-
πετάει αθόρυβα
μες σε
στενόμακρα υπόγεια
οπ’ ανθούν μόνο
λιμάνια
και
γυπαετοί
κι είναι η σιωπή
φωτιά
μιαν ανεμόσκαλα
που τοποθετούν
προσεκτικά
στα χείλια
κι ένα άσπρο
άλογο
που είναι
ένα δέντρο
κοντά στη θάλασσα
κι ένα κόκκινο
άλογο
σαν
σημαία
και τρέχω
πάνω στα νερά
-ακούραστα-
με το λυρικό
ποδήλατο
με την περικεφαλαία
της αγάπης
κι όταν φτάσω
στο τελευταίο
σκαλί
της σκοτεινής
αυτής σκάλας
κι ανοίξω
την πόρτα
του δωματίου
τότες μόνε αντιλαμβάνομαι
πως το δωμάτιο
ήταν
-είναι-
ένας μεγάλος κήπος
γιομάτος μουσική
και
ζωγραφιές
-ένα δωμάτιο
γεμάτο σεντόνια
ριχμένα
μέσα στον κήπο-
σεντόνια
π’ άλλα ανεμίζανε
σα σημαίες
κι ωσάν
υελοπίνακες
κι άλλα ήτανε
ριχμένα κάτω
σαν καθρέφτες
κι άλλα
μιλούσαν
λέξεις άναρθρες
σαν καπνοδόχες
κι άλλα στρωμένα
σε κρεβάτια
σαν κομήτες
άλλα έμοιαζαν
κανάτια
άλλα ήτανε
σαν προβοσκίδες
κι άλλα
έντυναν
με δροσιά
και τραγικές κραυγές
γυναίκες ολόγυμνες
κι ωραίες
έτσι
που πρέπει
-ίσως ναν κι ανάγκη απόλυτη-
να παραβάλω
την όλη
κατάσταση
μ’ ένα γυαλί
που όταν
βάζης
το μάτι
βλέπεις
ένα βαθύ
πηγάδι
και στο
βάθος
ένα
π ο υ λ ί
Νίκος Εγγονόπουλος, 1939
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου