Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

Άσε να μιλήσει Αυτός

Όταν έφτασα στην πόλη
εσύ έφυγες.
Κι όταν έφευγα
δεν σήκωσες τα μάτια να μ' αποχαιρετήσεις.

Δέχομαι την ευγένειά σου.
Δέχομαι τις προσβολές σου.
Δέχομαι οτιδήποτε έχεις να μου δώσεις.

Η λάμψη σου φωτίζει κάθε πλάσμα στη γη,
αλλά οι ασήμαντοι πόθοι μας
την κρατούν κρυμμένη.

Ζεις σ' ένα μοναχικό τόπο
σαν την όμορφη γυναίκα κάποιου πρίγκιπα.
Αν έβγαινες απ' την κρυψώνα σου
θα έπεφτε το πέπλο κάθε προσώπου.

Σκοτίζεις το νου που αμφιβάλλει,
μεθάς το κεφάλι του πιστού.
Λεηλατείς κάθε ψυχή απ' τις αισθήσεις,
φυλακίζεις κάθε καρδιά στο στήθος σου.

Όλα τα ρόδα θυσιάζονται το Δεκέμβριο.
Όλο το είναι θυσιάζεται στη δόξα της αγάπης.

Αφού το ρόδο δεν είναι αιώνιο
γιατί σκλαβώνεται από την ευωδιά του;
Άσε με να μάθω τα μυστικά σου-
εκείνα που διαρκούν για πάντα.

Πόσοι άνθρωποι δεν είχαν τραγικό τέλος
τρέχοντας πίσω απ' την ομορφιά;
Γιατί δεν έψαχνα εσένα;-
την καρδιά και την ουσία της ομορφιάς.

Έπλασες τον άνθρωπο από μια χούφτα χώμα.
Του έδωσες τη δύναμη
να γνωρίσει την υπέρτατη αλήθεια.
Τον ελευθέρωσες από τις παγίδες
αυτού του κόσμου
με μια πνοή από το πνεύμα σου.

Αγάπη,
Καρδιά,
βρείτε το δρόμο για τον ουρανό.

Βρείτε το δρόμο για τον λειμώνα του Θεού.
Πολύ χρόνο χάσατε σ' αυτό τον λειμώνα των ζώων.

Ρίξε το βλέμμα σου πιο ψηλά
απ' όσο μπορείς να δεις.
Μην ξεχνάς τον ανώτερο σκοπό που σ' έφερε εδώ.

Τώρα, σώπασε.
Άσε να μιλήσει Αυτός
που δημιούργησε τις λέξεις.

Εκείνος έφιαξε την πόρτα.
Εκείνος έφιαξε την κλειδαριά.
Εκείνος έχει και το κλειδί.


Τζελαλαντίν Ρουμί (1207-1273), από το Στον κήπο του Αγαπημένου

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Ο νότος

Από έναν απ’ τους εξώστες σου
έχοντας δει τα αρχέγονα άστρα,
από τον πάγκο της σκιάς
δει
κείνα τα σκόρπια φώτα
πού η άγνοια μου
δεν ήξερε να ονοματίσει
ούτε να κατατάξει
σε αστερισμούς,
έχοντας ακούσει
το κύλισμα του νερού
στη στέρνα την κρυφή,
το άρωμα από γιασεμί
και αγιόκλημα,
τη σιωπή
του κοιμισμένου παπαγάλου,
την αψίδα της στοάς,
το νότισμα
- τούτα τα πράματα, ίσως,
είναι το ποίημα.


Jorge Luis Borges

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

The Rain in the Pinewood

Be silent.
At the edge
of the woods I do not hear
the human words you say;
I hear new words
spoken by droplets and leaves
far away.
Listen.
It rains from the scattered clouds.
It rains on the briny, burned
tamarisk,
it rains on the pine trees
scaly and rough,
it rains on the divine
myrtle,
on the bright ginestra flowers
gathered together,
on the junipers full of
fragrant berries,
it rains on our sylvan faces,
it rains on our bare hands
on our light clothes,
on the fresh thoughts
that our soul, renewed,
liberates,
on the beautiful fable
that beguiled you yesterday,
that beguiles me today,
oh Hermione.
Can you hear?
The rain falls
on the solitary vegetation
with a crackling noise that lasts
and varies in the air
according to the thicker,
less thick foliage.
Listen.
With their singing, the cicadas
are answering this weeping,
this southern wind weeping
that does not frighten them,
and nor does the grey sky.
And the pine tree
has a sound, the myrtle
another one, the juniper
yet another, different
instruments
under countless fingers.
And we are immersed
in the sylvan spirit,
living the same
sylvan life;
and your inebriated face
is soft from the rain,
like a leaf,
and your hair is
is fragrant like the light
ginestra flowers,
oh terrestrial creature

Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Κάτω από τον ουρανό

Μέσ᾿ τὸ δωμάτιο
μιὰ βροχὴ ἀπὸ κάτουρο
πετοῦν ἁγνὲς κοπέλες μὲ φτερὰ
ψοφίμια μὲ ρὸζ στὴν καρδιά τους οὐρανὸ
κι ἄνθρωποι μ᾿ οὐρανὸ γεμάτο σάπιο αἷμα
κρέμονται κι ἀνεμίζουν τ᾿ ἄσπρα πόδια τους
ἀπὸ τὰ μάτια τους βγαίνουνε μαχαίρια
τεράστιες μαῦρες ἀνεμῶνες φυτρώνουνε
στὸ στῆθος τους
καθὼς πετᾶνε σφάζουν κι ἀγκαλιάζονται
οἱ ἁγνὲς κοπέλες τὰ ψοφίμια οἱ σάπιοι
ἄνθρωποι
κάτω ἀπὸ ἕναν κατουρημένο οὐρανό

*
Δάσος παράξενο μαγεύει τὴ φωνή μου
κάθε μου λέξη μία σταγόνα αἷμα
ὅλο μου τὸ τραγούδι ἕνα δέντρο
ἀπὸ τὸ αἷμα ποτισμένο τῶν φονιάδων
χίλιοι φονιάδες χίλια ἄγρια δέντρα
δάσος παράξενο ποὺ μαγεύει τὴ φωνή μου


Μίλτος Σαχτούρης

Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Η φλόγα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ποια είσαι; Υπάρχεις μέσα μου απ' την ώρα που γεννήθηκα. Όμως γεννήθηκα μονάχος μου. Κι εσύ μονάχη σου γεννήθηκες.

ΙΩΑΝΝΑ: Νιώθω πως γεννηθήκαμε μαζί διπλωμένοι ο ένας μέσα στον άλλο. Τώρα είμαι αλαφριά και χαίρομαι. Παράξενο. Κάθε φορά γινόταν έτσι.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Εγίνηκε πολλές φορές;

ΙΩΑΝΝΑ: Μη με ρωτάς. Κοίταξε τώρα χαίρομαι. Θα με πονέσεις;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Πατρίδα μου. Σε ξαναβρίσκω γιομάτη σπηλιές. Και πέτρες. Κι οράματα. Μάνα μου μαύρη στον ήλιο.

ΙΩΑΝΝΑ: Μίλα μου ακόμα. Σβήσε με τη φωνή σου εκείνα που έζησα διψώντας και γυρεύοντας ως σήμερα. Τα χέρια σου κυλάνε πάνω μου όπως ο αέρας στις κατηφοριές. Κοίτα είμαι καθαρή.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Είσαι η ίδια η φλόγα. Ποια είσαι;

ΙΩΑΝΝΑ: Η φλόγα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Καις πολύ;

ΙΩΑΝΝΑ: Φοβάσαι;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Το στόμα σου μοσκοβολάει όπως ο κίντυνος. Σ' αγγίζω αγρίμι σκοτεινό και τρέμω ολάκερος.

ΙΩΑΝΝΑ: Θα με πονέσεις;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Θα με κάψεις;

ΙΩΑΝΝΑ: Κράτα με σφιχτά γιατί κάτι μέθυσε μέσα μου και τρέχει χορεύοντας απ' το μυαλό ως τα πόδια.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Έλα να φύγουμε. Ο δρόμος άνοιξε και λάμπει σαν το χέρι του θεού.

ΙΩΑΝΝΑ: Φοβάμαι. Ποιος είσαι;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ποια είσαι;


Τάκης Σινόπουλος, "Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου" (1961)

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Εκτός κινδύνου

Μια βδομάδα αφού είχε πεθάνει ο μπαμπάς
απότομα κατάλαβα
ότι η αγάπη του για ‘μένα ήτανε πλέον ασφαλής—τίποτα
δεν μπορούσε να τη βλάψει. Αυτούς τους τελευταίους μήνες,
το πρόσωπό του έλαμπε κάποιες φορές όταν
θα έμπαινα μες στο δωμάτιό του, και η γυναίκα του μου είχε πει
πως μια φορά, όταν μισοκοιμόταν, είχε
χαμογελάσει λέγοντας τ’ όνομά μου. Εκτιμούσε
το τσαγανό μου—όταν με είχαν δέσει στην καρέκλα, τότε,
έδεναν κάποιον που εκτιμούσε, και όταν
δεν μιλούσε για μέρες, ήμουν εγώ ένα απ’ τα πλάσματα
στα οποία δεν μιλούσε,
κάποιος με μια θέση στη ζωή του. Την τελευταία
εβδομάδα, το είχε πει κι όλας, μία φορά,
κατά λάθος. Μπήκα μες στο δωμάτιό του, κι είπα «Τι
κάνεις,» και απάντησε «κι εγώ σ’ αγαπώ»
Έκτοτε, είχα αυτές τις λέξεις
να χάσω. Μέχρι την τελευταία
στιγμή, θα μπορούσα ίσως να κάνω κάτι λάθος, να τον προσβάλω
και με ένα απ’ τα παλιά του στόματα της αηδίας ίσως να ξανα-
στράβωνε τη ζωή μου. Τότε δεν το ‘χα σκεφτεί,
τους βοηθούσα να τον περιθάλψουν,
σκουπίζοντας το πρόσωπό του και κοιτάζοντάς τον.
Μα έπειτα, λίγο αφού είχε πεθάνει,
σκέφτηκα ξαφνικά, σαστίζοντας, πως πλέον
πάντα του θα μ’ αγαπά, και γέλασα—πέθανε, πέθανε!


Σάρον Όλντς, από Queer poets in greek

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Είναι η ζωή σου

Η ζωή σου είναι η δική σου ζωή
μην την αφήσεις να τσακιστεί σε μια φτηνή υποταγή.
Να παραφυλάς.
Υπάρχουν τρόποι να ξεφύγεις.
Και κάπου υπάρχει και ένα φως.
Μπορεί να μην είναι πολύ δυνατό
αλλά διώχνει σκοτάδι.
Να παραφυλάς.
Οι θεοί θα σου προσφέρουν ευκαιρίες.
Να τις μάθεις.
Να τις αρπάξεις.
Να παραφυλάς.
Να θυμάσαι πως δεν μπορείς ποτέ να νικήσεις το θάνατο
μα καμιά φορά
μπορείς να νικήσεις το θάνατο της ζωής
Και όσο πιο συχνά το κάνεις
τόσο περισσότερο φως θα υπάρχει.
Η ζωή σου είναι η δική σου ζωή.
Κατάλαβέ το όσο την έχεις.
Είσαι υπέροχος.
Οι θεοί προσμένουν μεγάλη ευχαρίστηση
από σένα.


Charles Bukowski