Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Θολούρα

Σηκώθηκε και τους ετοίμασε τέλεια το πρωινό
με μαθηματικές κινήσεις.
Τους χαιρέτησε: Στο καλό σας αγαπάω μην αργήσετε
απ’ το σοφά γυαλισμένο κεφαλόσκαλο.
Τίναξε το χαλί έπλυνε φλιτζάνια και τασάκια
μιλώντας μόνη της.
Έβαλε το φαί στην κατσαρόλα κι άλλαξε το νερό στα βάζα.
Ένιωσε έξυπνη στο μανάβικο
χαμογέλασε συγκαταβατικά στην κομμώτρια
αλλοτριώθηκε στην αποθήκη καλλυντικών
κι αγόρασε εκδόσεις «ΚΥΤΤΑΡΟ» τη «ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ
ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ».
Έστρωσε το τραπέζι την ώρα
που χτύπαγε το κουδούνι
όμορφη έξυπνη κι ενημερωμένη στα κοινά.
Το παιδί κοιμήθηκε
κι ο άντρας την ακούμπησε από πίσω.
Αυτή χαχάνισε όπως είχε δει σ’ ένα διαφημιστικό
και του ‘πε με χοντρή σεξουαλική φωνή: Έλα
Την πήδηξε τελείωσε και ξεράθηκε.
Η γυναίκα σηκώθηκε με προσοχή για να μην τον ξυπνήσει
έπλυνε τα πιάτα μιλώντας μόνη της
άνοιξε τα παράθυρα να φύγει η τσικνίλα.
Έκανε τσιγάρο άνοιξε το βιβλίο και διάβασε:
«… μόνο όταν οι γυναίκες απαιτήσουν ενεργητικά
θα υπάρξει ελπίδα γι’ αλλαγή»
και πιο κάτω:
ΝΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΧΡΥΣΗ ΜΟΥ
ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ;
Σηκώθηκε με προσοχή
πήρε το καλώδιο της ψήστρας
το ‘σφιξε καλά στο λαιμό του άντρα της
κι έγραψε κάτω από την ερώτηση
του φεμινιστικού κινήματος: ΕΠΝΙΞΑ ΕΝΑΝ.
Ύστερα πήρε το 100 και μέχρι να ‘ρθουν
κοίταξε το ωροσκόπιό της στη ΓΥΝΑΙΚΑ


Κατερίνα Γώγου

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Έρωτας στο Ψυχιατρείο

Μία ξένη έχει έρθει
Να μοιραστούμε το δωμάτιό μου στο σπίτι
Στο σπίτι το μισότρελο
Ένα κορίτσι τρελό σαν τα πουλιά

Κλειδώνοντας την πόρτα της νύχτας με το μπράτσο της,
Τη φτερούγα της,
Κατευθείαν μέσα στον λαβύρινθο του κρεβατιού

Ξορκίζει το αποδεδειγμένα παραδεισένιο σπίτι
Με σύννεφα που εισχωρούν

Ξορκίζει επιπλέον με περιπάτους
το εφιαλτικό δωμάτιο
Ασύλληπτη σαν τους νεκρούς
Ή ιππεύει τους ωκεανούς της φαντασίας
Αρσενικών κοιτώνων

Έχει έρθει κατεχόμενη από δαίμονες
Αυτή που αποδέχεται το φως των ψευδαισθήσεων
Μέσα από τον στιβαρό τοίχο
Τη δαιμόνισαν οι ουρανοί

Κοιμάται σε στενό αυλάκι
Και περπατά στη σκόνη
Ακόμη εξεγείρεται στις ίδιες της τις επιθυμίες
Πάνω στις σανίδες του τρελού σπιτιού
Που είναι πια φθαρμένες από τα δάκρυα
Των περιπάτων μου

Και έτσι εξαϋλωμένος κι αλλοπαρμένος
από το φως στα μπράτσα της
Στο τέλος-επιτέλους-
Ίσως πετύχω
Να αντέξω την πρώτη οπτασία που πυρπόλησε τα αστέρια .


Ντύλαν Τόμας

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Εσύ και το ποίημα

Έρχεσαι και ξανάρχεσαι σ’ αυτή την αίθουσα
τόσο γυμνή που σε κοιτάζουν όλοι
Βασανίζεις τα καθίσματα
σα να βασανίζεις τον ένοχο
Σου λέω να πνίξεις μέσα σου αυτά τα άγρια πουλιά
μα εσύ τα λευτερώνεις.
Γίνεσαι μαύρη από τη λύπη σου
κι έρχεσαι εδώ.
Από καιρό έρχεσαι και ξανάρχεσαι.
Τα γόνατά σου αστράφτουν μέσα στην αίθουσα.
Σου πλένω με τα δάκρυά μου
τα χέρια και τις μασχάλες.
Σου πλένω τα πόδια ως τα βουνά.
Σου χαρίζω την πιο ζεστή μου φωνή για να ντυθείς.
Μα εσύ φεύγεις
όπως ήρθες
γυμνή
για να υπάρχει πάντα ένα Ποίημα
να λέει για σένα.


Τάκης Σινόπουλος, 1951-1964