Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Το άπειρο

Αγαπημένος μού ήταν πάντα αυτός ο λόφος
ο έρημος, κι αυτά τα δέντρα που μας κρύβουν
τον μακρινόν ορίζοντα. Μα εδώ που στέκω
οραματίζομαι τις αχανείς εκτάσεις
τ’ ουρανού και την υπερκόσμια γαλήνη
κι ανατριχιάζω. Και καθώς ακούω
μέσα απ’ το φύλλωμα το θρόισμα του αέρα
συγκρίνω την αμόλυντη σιωπή του απείρου
μ’ αυτόν τον ήχο. Κι αισθάνομαι το αιώνιο,
και τις σβησμένες εποχές, και τη δική μας
που ζει και πάλλεται. Κι ο στοχασμός μου
πνίγεται στη βαθιά απεραντοσύνη.
Σ’ αυτή τη θάλασσα γλυκό είναι το ναυάγιο.


Giacomo Leopardi, μτφρ. Νάσος Βαγενάς

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

η αντωνυμία σου δεν είναι εσύ

αναζήτηση στη συζήτηση – έχει αποκτήσει
τη μορφή του χρώματός σου
και τις ελπίδες σου τις ελπίδες σου
τις έχει διαμορφώσει

έτσι ώστε

το σχήμα ενός τραύματος που όλο πλαταίνει
μέσα, [να] βρίσκει λόγο ριζώνει πάνω στο λόγο

τα μάτια του μες στα μάτια σου το σώμα του είναι ένας πόνος που διαστέλλεται και η σύσπαση

αυτή δεν είναι δική μου

δεν γεννάω εγώ τέτοιες συσπάσεις στους πνεύμονές σου δεν είμαι εγώ
ο κάτοικος αυτής της πληγής

ο ήλιος που σου έδωσα να καρφώσεις στο κεφάλι σου
είναι δικός του και μάλλον μόνο δικός του

πρόσκ[όλ]ληση αποδεκτή. τώρα μπορείτε να καλείτε ο ένας τον άλλο
χρησιμοποιώντας αντωνυμίες πιο κτητικού περιεχομένου.


Ντενίσα Σαχίνι

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Γυναίκες σαν και μένα

Γυναίκες σαν και μένα δωρίζουν όνειρα,
ακόμα κι αν θα τα στερηθούν οι ίδιες.
Γυναίκες σαν και μένα δίνουν την ψυχή τους,
γιατί η ψυχή είναι σαν μια σταγόνα νερό στην έρημο.
Γυναίκες σαν και μένα απλώνουν το χέρι
και σε βοηθούν να σηκωθείς, ριψοκινδυνεύοντας
να γκρεμιστούν κι αυτές με τη σειρά τους.
Γυναίκες σαν και μένα κοιτάζουν μπροστά,
έστω κι αν η καρδιά μένει πάντα κάποια βήματα πίσω.
Γυναίκες σαν και μένα
αναζητούν ένα νόημα στο να υπάρχουν και,
όταν το βρουν,
θα προσπαθήσουν να το διδάξουν
σε όποιον απλώς επιβιώνει.
Γυναίκες σαν και μένα, όταν αγαπούν,
αγαπούν για πάντα…
και όταν πάψουν ν’ αγαπούν είναι μόνο επειδή
σκλήθρες της ύπαρξης κείτονται
ανυπεράσπιστες στα χέρια της ζωής.
Γυναίκες σαν και μένα κυνηγούν ένα όνειρο…
το όνειρο ν’ αγαπηθούν γι’ αυτό που είναι
και όχι γι’ αυτό που οι άλλοι θα ’θελαν να είναι.
Γυναίκες σαν και μένα γυρνούν τον κόσμο
αναζητώντας εκείνες τις αξίες, που τώρα πια,
έχουν παραπέσει στης ψυχής την απολησμονιά.
Γυναίκες σαν και μένα θα ’θελαν ν’ αλλάξουν,
όμως αυτό θα σήμαινε να ξαναγεννηθούν.
Γυναίκες σαν και μένα φωνάζουν σιωπηλά,
για να μην μπερδεύεται η φωνή τους με τα δάκρυα.
Γυναίκες σαν και μένα είναι εκείνες που εσύ
καταφέρνεις πάντα να τους τσακίζεις την καρδιά,
γιατί ξέρεις ότι θα σ’ αφήσουν να φύγεις,
δίχως ερωτήσεις.
Γυναίκες σαν και μένα αγαπούν βαθιά, ξέροντας πως,
ως αντάλλαγμα, δεν θα πάρουν παρά μόνο ψίχουλα.
Γυναίκες σαν και μένα τρέφονται απ’ το ελάχιστο
και πάνω σ’ αυτό,
δυστυχώς, θεμελιώνουν την ύπαρξή τους.
Γυναίκες σαν και μένα περνούν απαρατήρητες,
όμως είναι οι μόνες που αληθινά θα σ’ αγαπήσουν.
Γυναίκες σαν και μένα είν’ εκείνες που,
στο φθινόπωρο της ζωής σου
θα λυπηθείς για όλα όσα θα μπορούσαν να σου δώσουν
και που εσύ δεν θέλησες…


Alda Merini, μετάφραση Ευαγγελία Πολύμου

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

Άκου τις ακροθαλασσιές

Άκου τις ακροθαλασσιές και τα κύματα που σπάζουν στα βράχια
Άκου ,τα βουνά και το θρόισμα των φύλλων καθώς πέφτουν στη γη
Άκου την περπατησιά σου δίπλα στις λίμνες
Άκου τα δέντρα και τις κορφές, άκου
Άκου τις παρατημένες κραυγές μέσα στα λαγκάδια και τις σιωπές που ακολουθούν, άκου
Άκου τες και μετά μάζεψε τες, βαλτές μαζί με τα πανάρχαια λείψανα που περιμένουν άταφα περιμένοντας την αποκαθήλωση των ορμών μας
Άκου τα φανερά αλλά κι αυτά που δεν φαίνονται
Άκου μια λέξη πριν γίνει μέρος μιας πρότασης και σκίσε την πληγή που ακολουθεί
Άκου τα χρόνια που σαλεύουν καταμεσής του ωκεανού μέσα σε ποστάλια και σκουριασμένες άγκυρες, άκου
Άκου τον θόρυβο των μηχανών που οραματίζονται την λευτεριά
Άκου εμένα που σου μιλώ και που μετά βουβαίνομαι για χρόνια
Άκου το πέταγμα των πουλιών κι εκείνο το αθόρυβο της κουκουβάγιας μέσα στη νύχτα, στη δική μας νύχτα
Άκου, αφουγκράσου μας, πριν μας σβήσουν την μνήμη ένα μεσημέρι με λιακάδα
Άκου πριν μας πάρουν την χαρμολύπη και μας ξεσκίσουν την ανθρωπινότητα μας
Άκου, βλέπε, θυμήσου, ο καιρός μας μίσεψε, έφτασε ο καιρός των επόμενων μηρυκαστικών που αφαιμάζουν το θρόνο του αίματος για μπουκιές ξερό ψωμί
Άκου... κοιμήσου και θα 'ρθω και 'γω ένα βράδυ
ένα τυχαίο βράδυ, εκεί που η φωνή μας θα συνεχίσει να ακούγεται καθαρά στα ακρώρεια και στις απουσίες του εγώ μας


Βασίλης Παχνουδάκης

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Έρωτας με την πρώτη ματιά

Κι οι δυο τους είναι πεπεισμένοι
ότι τους ένωσε ένα αίσθημα ξαφνικό.
Είναι ωραία μια τέτοια βεβαιότητα,
αλλά η αβεβαιότητα ακόμη πιο ωραία.
Νομίζουν πως αφού δεν γνωρίζονταν από πριν
τίποτα ποτέ μεταξύ τους δεν είχε συμβεί.
Τι λεν όμως γι’ αυτό οι δρόμοι, οι σκάλες, οι διάδρομοι,
όπου από καιρό μπορούσαν να προσπερνούν o ένας τον άλλο; –
Θα ήθελα να τους ρωτήσω
μήπως θυμούνται:
μια στιγμή σε κάποια στρεφόμενη πόρτα,
πρόσωπο με πρόσωπο,
κάποια «συγγνώμη» μες στο στριμωξίδι,
ένα «κάνετε λάθος» στο ακουστικό
– ξέρω όμως την απάντησή τους.
Όχι, δεν θυμούνται.
Θα εκπλήσσονταν πάρα πολύ
αν μάθαιναν ότι εδώ και πολύ καιρό
η τύχη έπαιζε μαζί τους.
Ανέτοιμη ακόμη
να μετατραπεί γι’ αυτούς σε μοίρα,
μια τους έφερνε κοντά, μια τους απομάκρυνε,
τους έκοβε το δρόμο
και καταπνίγοντας το πανούργο της γέλιο
πηδούσε έπειτα στην άκρη.
Υπήρχαν οιωνοί, σημάδια,
και τι μ’ αυτό που ήταν δυσανάγνωστα.
Ίσως τρία χρόνια πριν
ή την περασμένη Τρίτη
κάποιο φυλλαράκι να πετάρισε
απ’ τον έναν ώμο στον άλλο.
Υπήρχε κάτι χαμένο που κάποιος το βρήκε.
Ποιος ξέρει, ίσως μια μπάλα
στους θάμνους της παιδικής ηλικίας ακόμη;
Υπήρχαν πόμολα και κουδούνια
πάνω στα οποία από τα πριν
το ένα άγγιγμα σκέπαζε το άλλο.
Βαλίτσες δίπλα δίπλα στο χώρο φύλαξης αποσκευών.
Υπήρχε ίσως και κάποια νύχτα το ίδιο όνειρο
που με το ξύπνημα έσβησε αμέσως.
Στο κάτω κάτω κάθε αρχή
δεν είναι παρά μόνο η συνέχεια
και το βιβλίο συμβάντων
μένει πάντα ανοιχτό στη μέση.



Wisława Szymborska, μτφρ. Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Η ζωή εδώ και τώρα

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Γένεση

Εν αρχή ήν το σκότος.
Ύστερα ήρθες εσύ
και φύτεψες κατάστηθα στη νύχτα
μιαν αχτίδα.
Και εγένετο φως,
ημέρα πρώτη.
Ήτανε τότε που γεννήθηκε
η όρασή μου
και γνώρισα τα χέρια σου
και χάρηκα
γιατί ταιριάζανε
τα δάχτυλά σου στα πλευρά μου.

Αργύρης Χιόνης

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Νέα σελήνη

 Νέα σελήνη.
Δεν ξέρω ότι οι μέρες περνάνε,
μόνο το βλέπω στους αριθμούς που αλλάζουν στο κινητό.
Ίσως αχρείαστο, ίσως σημαντικό
ώστε να "αξιολογώ ορθολογικά"
την ταχύτατη πορεία που έχει πάρει η συνειδητοποίηση
των πληγών κι η απελευθέρωση που
προκύπτει.
Χθες ήταν τεράστιο το βάρος που έφυγε  απ' το συκώτι μου.
Κι η άμμος με αγκάλιασε εμένα
και την επιθυμία μου, δικαιολόγησε
τον πόνο ως αναγκαίο για να
συνδεθώ μαζί της, να της χαρίσω το
βάρος μου για να δανειστώ την
ανάσα της.

Φόβος.
Της ανυπαρξίας ή του αλόγου;


Εύα
19/8/2020

Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Νευροανατομία

Οι χιλιάδες λεπτομέρειές σου,
που δε θα μάθω,
είναι επώδυνες ακίδες
σ' εκείνη την περιοχή
του εγκεφάλου μου
που θα σ' αγαπούσε
αν είχες μείνει.


Μιράντα Παπαδοπούλου

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Το καναρίνι

«Το καναρινί μου που πια δεν κελαϊδάει,
θέλεις να τ’ αμολύσω στο βουνό;

— Ώ, όχι, μην το κάνεις, φίλε μου.

— Το καναρίνι μου που πια δεν κελαϊδάει,
θες να το θάψω στο δασάκι των μπαμπού;

— Ώ, όχι, μην το κάνεις ούτε αυτό!

— Το καναρίνι μου που πια δεν κελαϊδάει
θες να το μαστιγώσω μ’ ένα κλωνάρι ιτιάς;

— Ώ, όχι. είναι μικρούλι, θα πονούσε!

— Το καναρίνι μου που πια δεν κελαϊδάει
γώ θα τ’ αφήσω σε μια βάρκα από αβόριο,
μ’ ένα κουπί ασημένιο
μια νύχτα με πανσέληνο.
Θα του ξανάρθουν τότε όσα τραγούδια ξέχασε.»


Γυάζο Σάιτζο [Yaso Saijō / 西條八十] Μετφρ. Ρίτα Μπούμη Παπά

Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

My Brother My Wound

I was calling in the bulls from the street.
They came like a dark river —
a blur of chest and hoof —
everything moving, under, splinter — hooked
their horns through the walls. Light hummed
the holes like yellow jackets. My mouth
was a nest torn empty.

Then, he was at the table.
Then, in the pig’s jaws —
he was not hungry. He was stop.
He was bad apple. He was choking.

So I punched my fists against his stomach.
Mars flew out
and broke open or bloomed —
how many small red eyes shut in that husk?

He said, Look. Look. And they did.

He said, Lift up your shirt. And I did.

He slid his fork beneath my ribs —
Yes, he sang. A Jesus side wound.
It wouldn’t stop bleeding.
He reached inside
and turned on the lamp —

I never knew I was also a lamp — until the light
fell out of me, dripped down my thigh, flew up in me,
caught in my throat like a canary.
Canaries really means dogs, he said.

He put on his shoes.
You started this with your mouth, he pointed.
Where are you going? I asked.
To ride the Ferris wheel, he answered,
and climbed inside me like a window.

Natalie Diaz

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

A Woman Speaks

Moon marked and touched by sun
my magic is unwritten
but when the sea turns back
it will leave my shape behind.
I seek no favor
untouched by blood
unrelenting as the curse of love
permanent as my errors
or my pride
I do not mix
love with pity
nor hate with scorn
and if you would know me
look into the entrails of Uranus
where the restless oceans pound.

I do not dwell
within my birth nor my divinities
who am ageless and half-grown
and still seeking
my sisters
witches in Dahomey
wear me inside their coiled cloths
as our mother did
mourning.

I have been woman
for a long time
beware my smile
I am treacherous with old magic
and the noon's new fury
with all your wide futures
promised
I am
woman
and not white.


Audre Lorde, poetryfoundation.org

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Στο παιδί μου

Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Oνόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.


Μανόλης Αναγνωστάκης

Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Συνδεδεμένος

2.

Και σου λέω πάλι
εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω
σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο
ακόμα και τις τελευταίες φορές
τις τελευταίες φορές που ικετεύεις
τις τελευταίες φορές που αγαπάς
ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι
κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω
εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ
εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ

η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι
Αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου
χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων

κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι
πως ίσως δεν αγαπηθώ
πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα
πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα
ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι

εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν
αν σε αγαπήσουν

εκτός κι αν δεν σ’ αγαπήσουν.


Σάμιουελ Μπέκετ

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Τα σπίτια δεν είναι τοίχοι και μια πόρτα

Τα σπίτια δεν είναι τοίχοι και μια πόρτα,
τα σπίτια είναι μια πόρτα με κλειδί και τοίχοι αδιαπέραστοι
‒ κι ακόμη, παράθυρα, απλά παράθυρα ‒

γιατί αν τα σπίτια ήταν από γυαλί θα καταλήγαμε σε μια γωνιά
να εκλιπαρούμε για τοίχους, συντετριμμένοι από τον ίλιγγο ενός σπιτιού
αντιμέτωπου με την απεραντοσύνη των άστρων.

Στρεφόμαστε προς τον ουρανό και τον ορίζοντα
αλλά έχουμε ανάγκη να κλείσουμε το παράθυρο και να βάλουμε τα λουλούδια στο βάζο.

Και να τα ατενίζουμε, συμπαγή, δικά μας,
δίχως ο κόσμος τους να μας αντιστρέφει την ερώτηση.


Teresa Colom

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Σε παλιό στυλ

Οι εραστές είναι ακριβά κύπελλα,
όπου ο ένας πίνει τον άλλο.
Το πρωί πηγαίνουν σε ολοπόρφυρους,
βασιλικούς δρόμους
και το βράδυ πλαγιάζουν σε κρεβάτια
κι από θρύλους πιο βαθιά.
Κι αν καμιά φορά τους δεις να παραπατάνε
ή να παίρνουν μονοπάτια άγνωστα και μυθικά-
μην ξαφνιαστείς,
γιατί οι εραστές είναι τυφλοί,
με τα ωχρά τους βλέφαρα κλειστά
ο ένας από τη λάμψη του άλλου.
Οι εραστές δε βλέπουν, μόνο αγγίζονται,
μα οι ρόγες των δαχτύλων τους είναι τα ίδια
τα πελώρια, τα πάντα έκπληκτα,
μάτια του Θεού.


Τάσος Λειβαδίτης

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Μικρή εξομολόγηση

Θα 'θελα να ΄μαι χαρούμενη, - λέει· όλη μέρα
ψάχνω κάτι να βρω για να χαρώ. Συχνά δε βρίσκω·
τότε τα ρούχα μου πέφτουν από πάνω μου· μένω
πιασμένη μαλακά μες στο κενό, περιμένοντας
κάποιος να μ' αγαπήσει και να υπάρξω. Πριν φυσήσει
ελάχιστη αύρα την αισθάνομαι να τρέμει
στα νύχια των ποδιών μου. Κι άξαφνα,
ένα μονάχα νήμα αράχνης αιωρούμενο
μου σκίζει από πάνω έως κάτω το μάγουλο.


Γιάννης Ρίτσος

Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Moving day

There are so many flights of stairs
that lead up toward your heart
I get breathless just thinking about
having to climb them all

others in the lobby
are waiting for you to install an elevator
they argue about their place in line
all insisting they were first

my luggage hits the first step

beneath me the noise blooms
like a clumsy flower
and they all turn their heads toward me

for a moment
they are silent

and then

laughter stampedes from their lungs
the instant they recognize
my preposterously imminent failure

they are certain
I won’t succeed

and perhaps I won’t

but I can find no good reason to tell them
that none of what they are carrying
will fit with them in that elevator
they are all waiting for

so I save my breath

and listen to the next flower
loudly take its place in the bouquet
as I pull the heavy luggage of my heart
up the next step

toward yours.


Shane.L.Koyczan

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Άτιτλο

Όταν έρχεσαι με την εικόνα σου
Πίσω απ’ το δέρμα
Σου γνέφω χορευτικά
Κανείς δε γλιτώνει απ’ τον εαυτό του
Άγγιξε
Υπάρχει στο βλέμμα ένας πιθανός
Απίθανος ήλιος

Γεωργία Τρούλη

Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

Πένθιμα αναμενόμενο

Πρέπει να βρούμε τρόπο
να γεφυρώσουμε
τον έρωτα ανάμεσά μας.
Δεν πάει άλλο.
Με κούρασε η πτώση
στο κενό.
Έχω στα χέρια μου
τα Άνθη του Κακού.
Στο κεφάλι μου
ένα φρικτό πονοκέφαλο.
Δεν ξέρω αν πρέπει
να πιω μια ασπιρίνη
ή να ερωτευθώ
την πρώτη Μαρία
που θα βρεθεί
μπροστά μου.
Είναι κι αυτός ο χειμώνας
που με βυθίζει στο αναπάντεχο.
Είσαι κι εσύ, που επιμένεις
ν' αγαπώ το αναμενόμενο.


Αντωνης Τσόκος, Ένα ποτήρι ακόμη, Τσαρλς – Εκδ. Γαβριηλίδης, 2015

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Χαρταετός

από τη Μαρία Νεφέλη

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν – ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πώς να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε –
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι…

Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «δεσποινίς»
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια·
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ’βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι «Ή Άννέτα με τα σάνταλα»
«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω – δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα».
Μου το ’χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ’χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ – δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν – απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν·
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.


Οδυσσέας Ελύτης

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Σημείο Αναγνωρίσεως

άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε πρσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.

Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Από μακριά εξαπατάς.
Θαρρεί κανείς πώς έχεις ελαφρά ανακαθήσει
να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο πού είδες,
πώς παίρνεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο:
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου
μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο
κι η στάση σου είναι η θέλησή σου
κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις
την αγωνία του αιχμάλωτου.
Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη:
αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς
ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα είναι τα χέρια σου.
Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.
Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερίες και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης
κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων,
καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, πού έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,
σε λέω γυναίκα.

Σε λέω γυναίκα
γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.


Κική Δημουλά

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Κοντά σου

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.

Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.


Μαρία Πολυδούρη

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Οι λέξεις


Στην αγαπημένη μου
Ρομίνα

Μέρες ήρθαν που, για να γεμίσω το άδειο, πάω
στις λέξεις, τις χαϊδεύω για να με βοηθήσουν
όπως άλλες εποχές που λαχάνιαζαν για ν' αφήσω
έστω κι ένα σημάδι μικρό από το γεμάτο που
με πλημμύριζε. Η ζωή με τη μονότονη επανάληψή
της -ζωή θάνατος- πείθει πάντα τους ανθρώπους
πως το φυσικό είναι η ζωή και το αφύσικο
ο θάνατος. Χαϊδεύω τη μέρα. Η χαρά τώρα
πια λέγεται ανάσα.


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, αδημοσίευτο

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Όταν το σώμα

Όταν το σώμα
υποσχεθεί τον εαυτό του
κι εκπληρώσει την υπόσχεσή του
επιθυμώντας με φωνές
που ξεχύνονται στον κήπο
και κολλάν στους κλάδους
σαν ρετσίνι,
όταν το σώμα εξαρθεί αναγγέλλοντας
«υπάρχω απόλυτα στο χάος»
και κάτω από δυνατούς γλόμπους
ανοίξει στα δύο
για να χωθεί μισό
στο άλλο μισό του άλλου,
όταν ο λόγος του γίνεται
κατακόρυφη γραμμή
που το συνδέει με τα ουράνια,
όταν το σώμα
φαρμακωθεί απ' τους χυμούς
φασκιωθεί απ' τ' αγγίγματα
φανερωθεί σαν ολομόναχο
και συνεπαρμένο,
όταν όσα δίνει καταπίνει
όπου πιέζει ενδίδει,
όταν η μετρημένη επιφάνειά του
έχει μετρηθεί άπειρες φορές
με το μάτι, το στόμα
το φακό του χρόνου εξονυχιστικό
πάνω στο κάθε σπυρί, πόρο
όταν κουλουριαστούν ξέπνοες
οι ωραίες αναλογίες
κι εξαντληθεί το επιχείρημα
«EΡΩΤΕΥΟΜΑΙ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ»
οι φωνές ξαναγυρίζουν
στις ρίζες των νεφρών
κι ένα πουλί κρυμμένο
αλώβητο στα τόσα σάλια και φιλιά
πετάει, φεύγει πάνω
απ' τον ερημότοπο
σπαρμένο δόντια και μαλλιά,
που άφησε πίσω του το σώμα,
όταν το σώμα...


Κατερίνα Αγγελάκη - Ρούκ, Ενάντιος έρωτας 1986

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Ερωτικό γράμμα (Μη χάνεις το θάρρος σου)

Μη χάνεις το θάρρος σου
εμείς πάντα το ξέραμε
πως δε χωράει
μέσα στους τέσσερις τοίχους
το μεγάλο μας όνειρο

Εμάς τα σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι
που στα σπλάχνα τους κοιμούνται
τόσοι σκοτωμένοι

Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου
που κελαηδούσαν σαν πουλιά
θα θυμάμαι τα μάτια σου
φλογερά και μεγάλα
σαν δυο νύχτες έρωτα
μέσα στον άγριο πόλεμο.


Τάσος Λειβαδίτης, Της εξορίας 1976

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Αξίζεις μια αγάπη

Αξίζεις μια αγάπη που να σε αγαπά ξεχτένιστη,
με τα πάντα -και τις αιτίες που σε σηκώνουν βιαστικά,
με τα πάντα -και τα δαιμόνια που δε σε αφήνουν να κοιμηθείς.

Αξίζεις μια αγάπη που να σε κάνει να νιώθεις σίγουρη,
που να μπορεί να καταναλώσει όλο τον κόσμο αν περπατάει χέρι με χέρι με σένα,
που να νιώθει πως οι αγκαλιές σου πάνε τέλεια με το δέρμα της.

Αξίζεις μια αγάπη που να θέλει να χορεύει μαζί σου,
που να επισκέπτεται τον παράδεισο κάθε φορά που κοιτάει τα μάτια σου,
και που δεν βαριέται ποτέ να διαβάζει τις εκφράσεις σου.

Αξίζεις μια αγάπη που να σε ακούει όταν τραγουδάς,
που να σε στηρίζει στα ρεζιλίκια σου,
που να σέβεται ότι είσαι ελεύθερη,
που να σε συνοδεύει στο πέταγμά σου,
που να μην την τρομάζει η πτώση.

Αξίζεις μια αγάπη που να πάρει τα ψέματα,
που να σου φέρει τον ενθουσιασμό,
τον καφέ
και την ποίηση.


Frida Kahlo, μτφρ.: Ναταλί Φύτρου
Πηγή

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

New Year

I drop the dying year behind me like a shawl
and let it fall. The urgent fireworks fling themselves
against the night, flowers of desire, love’s fervency.
Out of the space around me, standing here, I shape
your absent body against mine. You touch me as the giving air.

Most far, most near, your arms are darkness, holding me,
so I lean back, lip-read the heavens talking on in light,
syllabic stars. I see, at last, they pray at us.


Carol Ann Duffy