Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Εαρινή συμφωνία Χ

Αγάπη, Αγάπη,
δε μου'χες φέρει εμένα
μήτ' ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.

Νήστης γυμνός και αδάκρυτος
περιφερόμουν στα όρη
και τ' ανένδοτα μάτια μου στύλωνα
στους ουρανούς
γυρεύοντας την αμοιβή μου
απ' τη σιωπή και το τραγούδι.

Τα τρυφερά λυκόφωτα
οι πράες καμπύλες των βουνών
και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε πού είσαι ω Αγάπη.

Μα εγώ δεν είχα τι ν' αποκριθώ
κι έφευγα σιωπηλός
ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.

Οι ωχρές αυγές
ακουμπούσαν στο περβάζι μου
το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο
τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια
και με κοιτούσαν με πικρία
ζητώντας ν' απολογηθώ.

Τι ν' απαντήσω, Αγάπη;
Και δρασκελούσα το κατώφλι
τίναζα τα κατάμαυρα μαλλιά μου μες στο φως
και τραγουδούσα πλατιά στους ανέμους
το τραγούδι του «αδέσμευτου».

Πεισμωμένος χλωμός κι ακατάδεχτος
κοιτούσα τον κόσμο και κραύγαζα:
«Δεν έχω τίποτα
δικά μου είναι τα πάντα».


Κι όμως μια παιδική φωνή
επίμονα έκλαιγε βαθιά μου
γιατί δεν είχες έλθει, Αγάπη.

Τις νύχτες του έαρος
που η γύρη των άστρων
και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια
σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
γιατί αργούσες να 'ρθεις, Αγάπη.

Γι' αυτό κ' οι πιο λαμπροί μου στίχοι
είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους
ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα
γιατί έλειπες απ' την καρδιά μου, Αγάπη.

Όταν περιπλανιόμουν
στην ερημία του φθινοπώρου
στα γυμνά δάση
ζητώντας με σφιγμένα δάχτυλα
τον ήλιο που έφευγε χλωμός
πάνω απ' τις παγωμένες λίμνες
εσένα ζητούσα, ω Αγάπη.

Κι όταν ακόμη επέστρεφα
την όψη μου απ' τη γη
και τρυπούσα με πύρινα βλέμματα
τα τείχη της νύχτας
ήταν γιατί δεν ήθελα να κλάψω
που δε με συλλογίστηκες, Αγάπη.

Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.

Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ' αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.

Για σένα, Αγάπη, ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
ήταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να 'βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου

ω Αγάπη.


Γιάννης Ρίτσος

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Ήλιος ο πρώτος

XVI

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο

και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι

ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο

και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν

αεροβάτες

το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας

ένας Θεός μόνο το ξέρει.



Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεκτρική σου οδύνη

βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται

τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη

που όλο παρακαλείς/ κι όλο δεν ανεβαίνει

χρόνια και χρόνια/ εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.



Κι όμως του πόθου το όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα

κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά

τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησε

κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει

δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή

την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.



Δώσε το χέρι σου – πριν συνταχτούν πουλιά

στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε

πως επιτέλους φάνηκε να ‘ρχεται από μακριά

η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!

Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν

κι ας μας λεν αεροβάτες

φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι

σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά

χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδάμε!


Οδυσσέας Ελύτης

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Εαρινή συμφωνία XVI

Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή τού απείρου.

Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.

Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.

Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.

Κλείσε τα μάτια.


Γιάννης Ρίτσος