Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

θεώρημα

Τώρα πια σας έδειξα
πώς τετραγώνισα
τους κύκλους των ονείρων
στο σχήμα ενός φωταγωγού
συνοικιακής πολυκατοικίας.
Η σεμνή αυτή τελετή έληξε.
Παρακαλείσθαι
όπως διαλυθείτε
ησύχως.


Τζένη Μαστοράκη, Διόδια, 1990

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

I am

I Am the Couple, holding hands in the Square,
I Am the Child, that jumps up in the Air,
I Am the One, disabled in Chair,
I Am the Mute, unable to Share.

I Am the Baby wheeled in a Pram,
I Am All Beings, I Am that, I Am.
I Am the Oldest, the Youngest, the Small,
I Am the Richest, the Poorest, the Tall.

I Am these people you see every Day,
I Am the One, inside you I Play.
I Am the Dog, that is faithful to One.
I Am the Bird that seeks any Crumb.

I Am the Sky, and I Am the Sun,
I Am the elements, for I Am the One.
I Am the Earth, and I Am the Sea,
I Am your Breath, as you choose to know me.

I Am forgetfulness,
Until forgetfulness ends,
I Am All Love,
Now choose...to Transcend.

One Love
Amanda Lorence
25 June 2019

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Αυτοβιογραφική βινιέτα

τη γνώρισα και μπλαμπλαμπλά
τότε εκείνη -τσαφ- είπε ναι
και όπως είναι γνωστό -φαπ- αμέσως
βρισκόμαστε -πουφ- στον αέρα
-φλαπ φλαπ φλαπ- πετούσαμε στον αέρα
και -αγκ- εγώ το αποτύπωσα
για πάντα σαν τρεις γραμμές με ένα τακτακτακ
του έκπληκτου εκτυπωτή
αυτή -ααχ- άνοιξε το στόμα της και έλαμψαν
οι λευκές αποχρώσεις του οδοντικού της νήματος
κι εγώ έγραφα κι έγραφα από πόσα νήματα
μπορεί να απαλλαγεί -μπρρ- ένας οποιοσδήποτε
άνθρωπος
σκέφτομαι πως -χμ- γύρω στα τρία ή τέσσερα
κι επίσης σκέφτομαι -αχά- ποιος τα κινεί
αλλά αυτό έκανα όταν -κρακ-
η καρδιά μου αντιλήφθηκε τι κρυβόταν
πίσω απ' τα ξεχωριστά ματς μουτς που μου έδινε
έτσι έβαλα εμπόδια κι όλα τα δυνατά όρια
όμως ήταν βολικό ένα σύμφωνο διαρκείας
και -σκασίλα μου- ήρθε η μοίρα μουσαφίρισσα
στο σπίτι μου
σας στρώνω το τραπέζι από τότε
εγώ σλουρπ λέω εσύ να στοπ
εγώ σους εσύ μπαα κι εγώ χμ
από τότε από τα γκαπ σου τα σνιφ μου
γκλαπ στο ντριν σου
ουφ στο μπαπ και μπούχου στα μπα σου
κι έτσι τοκτόκ χτύπησα με τη μεταγλώσσα σου
και δεν απάντησε κανείς
μπουφ και γι' αυτό χρατς
η υπομονή μου κύρτωσε τα πόδια της
αν εσύ πια όχι μμμμ
τότε εγώ πια όχι αααχ
κι έτσι
μπουμ


Maria Eloy-Garcia
από το τεύχος 11 του ΤΕΦΛΟΝ

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Η τρελή γυναίκα

Η τρελή γυναίκα,
προχωρά
ανέτοιμη
ανήμπορη
ούτε αντιδράει.
Κάποιοι της χρωστούν
άλλοι τη μαδάνε
μα περήφανη στέκει
οι πληγές πύο τρέχουν.
Απλόχερη αγκαλιά ανοίγει
θέλει όλους να αγαπήσει.
Προχωρά.
Δόθηκε, πιστή, στων τελευταίων ετών, τις αναμνήσεις
δεν ησυχάζει.
Θυσιάζεται,
τα είδωλά της γκρεμίζονται.
Κάποιοι τη θωπεύουν
άλλοι τη σκυλεύουν
μα εκείνη ακίνητη στέκεται
το θάνατο περιμένει,
περήφανη
διάφανη
Γυναίκα.


Νίκος Μόσχοβος, Το Πέταγμα του Μικρού Ιανού, Θεσσαλονίκη 1995

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Η άβυσσος

Απύθμενη η άβυσσος
τις σκέψεις χωρίζει.
Αστραπές
βροχή
ουράνιο τόξο τον Πύργο αγγίζει.
Τα βιβλία των ονείρων ξεφυλλίζει,
σα να ήταν η πρώτη φορά.
Βαθυγάλανη η θάλασσα
σχηματίζει λέξεις,
εικόνες
σχήματα.
Η αυλαία σηκώθηκε,
εμπρός, ηθοποιοί υποκλιθείτε
οι προσωπίδες ας πέσουν
αληθινά αισθήματα να φανούν.
Αινίγματα κρυμμένα
χαραγμένα σε παλιά τοπία
το φως επιζητούν.
Τα βιβλία των αγγέλων
άνοιξε,
ο αγέρας έξω λυσσομανάει
ένα ποτήρι πέφτει
σπάζει
θρυμματισμένα κομμάτια
ματωμένα χέρια σήκωσαν.
Μέδουσες το σώμα σου τσιμπάνε
δεν το καταλαβαίνεις.
Η βροχή πέφτει
πάνω στην κουπαστή
άρπαξε ό,τι απόμεινε
το πίσω μέρος της σκηνής μην κοιτάς,
η πράξη ολοκληρώθηκε.
Σκοτάδι απέραντο,
παντού απλώνεται
αν δώσεις όλα
τίποτα δε θα μείνει.
Χαμογέλασε, λοιπόν, η αρχή έγινε.


Νίκος Μόσχοβος, Το Πέταγμα του Μικρού Ιανού, Θεσσαλονίκη 1995

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Τελευταίο σημάδι

Την άμμο σημάδεψε,
οι ύστερες στιγμές ήρθαν
σα γερασμένος ελέφαντας για το προκαθορισμένο
σημείο κίνησε.
Έμαθε
ότι τα λόγια αληθινά βγήκαν.
Ονειρικά
η πραγματικότητα φαντασία έγινε.
Ανάτρεψε
τις εικόνες,
την καρδιά.
Κενό λόγο κάπου κατέγραψε.
Να παραδεχτεί το τέλος, αρνήθηκε.
Θυμήθηκε,
Πού άραγε αλλού να ξαποστάσει
Εκεί γύρισε,
ανάσα έβγαλε,
πείσμωσε,
άλλη ευκαιρία δεν του δόθηκε
η γέννα πόνο έφερε.
Γέρος αισθάνθηκε
η μοναξιά άσχημα παιχνίδια διαδραματίζει
το μυαλό σαλεύει
αντιστέκεται.
Τι άλλωστε επιλογές του μένουν;
τη θέση πρέπει να κρατήσει.
Σα σωστός δεινόσαυρος
παλεύει
των κυμάτων τη ροή.
Μα ο τοκετός έλαβε χώρα πλέον,
το ποτάμι τη βάρκα παρασέρνει,
Δακρύζει.
Στην άμμο ακούμπησε
τις άχρωμες φωτογραφίες φωτιά άναψε,
ο ένδοξος επιθανάτιος ρόγχος τώρα ας έρθει.
Το τελευταίο σημάδι ο άνεμος έσβησε.


Νίκος Μόσχοβος, Το Πέταγμα του Μικρού Ιανού, Θεσσαλονίκη 1995

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Οι ρήσεις των σοφών

Πρέπει να διαλέξουμε
ο σοφός είπε.
Όλοι με ανοιχτό στόμα άκουγαν
Δε σκέφτηκαν πως η ρήση παγίδα έκρυβε.
Χειροκρότησαν.
Ύστερα στη δεξίωση πήγαν
Από όλα τα καλά έφαγαν
Τον υμνούσαν
Το υπέρμετρο Εγώ του κολάκευαν,
εκείνος ευγενικά απαντούσε.
Πρέπει να διαλέξουμε,
επανέλαβε.
Άπαντες, δίκιο είχε, φώναξαν.
Τις πόρτες τους άνοιξαν
μέσα να περάσει
τα ενδότερα των μυστικών να μάθει.
Εκείνος, τα τρωτά λάθη, είδε
την προβιά αθώου φόρεσε.
Στη χώρα ταξίδεψε
την ίδια φράση έλεγε πάντοτε
Πρέπει να διαλέξουμε
Τον πίστεψαν
Την προτροπή ακολούθησαν.
Προσεκτικά τους καρπούς διάλεξαν
αράδα όλους πέταξαν.
Ώσπου κανείς δεν έμεινε
Ικανοποιημένοι κοίταξαν,
μα τότε κατάλαβαν,
ο ιδρώτας τους απόμεινε
Πλανήθηκαν οικτρά
Ώσπου δεύτερος σοφός ήρθε
άλλο χρησμό να τους αναγγείλει.
Καινούριες φυτείες σπείρτε.
Νόμισαν ότι λύση βρήκαν
μα πάλι οι καρποί κάηκαν.
Έρημος η πεδιάδα έμεινε.
Συνειδητοποίησαν
η χώρα καταστράφηκε
Τα παιδιά κάτω στο ερειπωμένο νεκροταφείο έκλαιγαν.
Τίμημα ακριβό πλήρωσαν
εξαφανίστηκαν,
τώρα ο αγέρας εκεί σφυρίζει
τον αέναο σκοπό
ΚΑΠΟΤΕ ΥΠΗΡΞΑΜΕ.


Νίκος Μόσχοβος, Το Πέταγμα του Μικρού Ιανού, Θεσσαλονίκη 1995

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Οι άυλοι

Απόγονοι πολιτισμών
Χαραγμένα πρόσωπα
θλιμμένα κοιτάνε.
Ύμνους αλλοτινούς τραγουδούν.
Περήφανοι πάνω στις βουνοκορφές στέκουν
ξεχασμένοι.
Χορεύοντας θρηνούν
τα περασμένα μελλούμενα περιμένουν.
Πολεμούν,
μα ο δείκτης τους ξεπέρασε.
Τη γνώση άγγιξαν.
Έτσι απλά, για πάντα η ορμή τους ξέφυγε.
Φιλικά, χαιρετούν
ΚΑΛΟΣΥΝΑΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
πόση αγωνία, τάχα, κρύβουν!
ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΟΙ
Εξαϋλώθηκαν
άγγελοι αληθινοί έγιναν
δίχως φτερά έμειναν
πεσμένοι
αποκαθηλωμένοι εδώ για πάντα
ΓΙΟΙ ΚΑΙ ΚΟΡΕΣ
ΑΔΕΛΦΙΑ ΚΑΙ ΘΕΙΟΙ
ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΜΑΝΕΣ
τη σπασμένη καδένα προσπαθούν να ενώσουν,
τα τύμπανα ηχούν,
Μειδιούν,
κάτι απόψε
ήρθε από παλιά.
Εδώ
Εκεί
Αλλού.
ΚΑΛΗΜΕΡΑ, πρόσχαροι σου λένε.
Χτυπήματα δέχτηκαν
μα εξακολουθούν
πεισμώνουν
μία άκρη τη, βρήκαν.
ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΕΣ βαλμένες
παντού
ευκαιρίες οι ΑΛΛΟΙ εκμεταλλεύτηκαν.
Ο ήλιος δάκρυσε
καθώς έδυσε.
ΡΩΤΗΣΕ:
Πόσα χρόνια χρειάστηκαν;
ΠΟΛΛΑ, απάντησαν.
Τα μπαγκάζια τους πήραν
έφυγαν
εξαφανίστηκαν.
Η φωτιά ακόμα σιγόκαιε.
Ήσαν ΑΫΛΟΙ.


Νίκος Μόσχοβος, Το Πέταγμα του Μικρού Ιανού, Θεσσαλονίκη 1995

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

Κουνταλίνι

I

Το φίδι κάθεται στην κοιλιά μου
Τυλίγει τη μέση μου
κι η ουρά του σπρώχνει την είσοδο του κόλπου μου.

Εκείνος πού και πού πετάει
με τόνο παιδιού τρομαγμένου
ή και θυμωμένου μαζί
"ναι αλλά πάρτε το! βάλτε το μέσα!"

Το σώμα μου και το φίδι θέλουνε
να μείνουνε μαζί.
Σφίγγεται στο αριστερό μου χέρι
Σκαρφαλώνει στο σβέρκο μου
αργά έρχεται στο δεξί ώμο

Ξαφνικά νιώθω δονήσεις στο σβέρκο
και σαν ζωντανή αλυσίδα.
Για λίγο κάτι μ' έχει σβερκώσει

Η όλη αίσθηση βγάζει κάτι βαθιά σεξουαλικό
σαν απ' τον πυρήνα της φωτιάς της γης
Εκείνο και το σώμα μου
ηλεκτρικά επικοινωνούν
δονήσεις

Νιώθω πιο μαζί σου από ποτέ
Κι από πριν δηλαδή
Αλλά τώρα είναι πιο
εύκολο
να συνδεθώ
ή καλύτερα να το πάρω στα σοβαρά αλλά και
να βγει μια συνεννόηση
Ίσως γι' αυτό. Να τα λέμε πιο συχνά


ΙΙ

"Το φίδι! Το φίδι! λέω
Πες μου, στ' αλήθεια γίνεται;"
"Στ' αλήθεια. Να το πάρω;"
"Όχι να δω αν γίνεται ήθελα"

Κάπως ηρέμησα όμως ο σβέρκος μου
πονούσε
Όχι ότι δεν πονάει όταν τριπάρω

Όταν πηδάς τόσες διαστάσεις
θέλεις ξεκούραση μετά
Ανανέωση και γέλιο
Ειδικά αν ξέρεις ότι
τόσο φόβο προκαλεί
το φίδι


ΙΙΙ

Που απλά υπενθυμίζει
τη βαθιά
συγγένεια με τη γη
Τις φλέβες και τη λάβα
που χαρακώνουν τις
νοητές
ηθικές προβολές
της ενσάρκωσης του ειδώλου,
της καθομοίωσης με
το ξόαννο που αποκρύπτει

ο φόβος
το φιδίσιο χορό της Σαλώμης,
και την υπερβατή ζεστασιά
του σώματος δεν
την κοιτά

Σαν παραπλανητικό σύννεφο
κοιτάει από ψηλά ως πάτο
Ποτέ δεν αγκαλιάζει το
σχήμα του φύλλου
την αναπνοή του σκυλιού
την χρωματική οσμή
του λουλουδιού

Κι αυτά τα τυχαία σημάδια
ζωής που έχουν οι κλειστοί χώροι
είναι γιατί δείχνουν
ζώα και μοτίβα
που μόνο απομιμήσεις τους
αποτελούν
οι βιομηχανικές παπάτζες
που αγοράσαμε στις εκπτώσεις
(Καλύτερα να ψείριζα περισσότερα)


IV

Και τα σώματα
ειδικά τα μάτια, μιλάνε
Αυτά μπορούν ωστόσο να σε
παραπλανήσουν

Αλλά τα σώματα
που τόσο βλέπουν
αν τα ακολουθούσαμε
με κλειστά μάτια
θα μας έφταναν
Εκεί

Γιατί το μάτι μπορεί
να μην κοιτάξει μόνο
Εκεί
έτσι για σπάσιμο
για να είναι το κακό παιδί
της υπόθεσης

Αν απλά έδιωχνα το
σύννεφο θα
άνοιγε το κεφάλι μου
Δε θα ήταν πια "μου"
κι έτσι θα άνοιγα

Και μετά;


Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Μια αφορμή

Εκείνα τα βράδια
περισσότερο μιλούσαμε για όνειρα
και λιγότερο για πραγματικότητες

και μου ψιθύριζες κάτι «σ' αγαπώ» στ' αυτί
που περισσότερο μου ακούγονταν
σαν παράπονα
πάρα σαν ενδείξεις.

Αν θυμάσαι,
μου έλεγες εκείνες τις ιστορίες
που τις ερωτευόμουν
και τις ζητούσα ξανά και ξανά.

Γούσταρα να μου τις λες
γιατί με έφτιαχνε η ιδέα του θανάτου
και τα λερωμένα λόγια

οι λασπολογίες,
οι μοναχικοί αυτόχειρες,
οι καυλωμένες συγκινήσεις.

Κι εγώ πρόσεχα τις λέξεις
που έβγαιναν από τα χείλη
και το σώμα·

τις έβλεπα να σπάνε πάνω στα θραύσματα
των χαμένων ευκαιριών,
των κάλπικων ελπίδων,
των υποσχέσεων που κάνεις δεν κράτησε.

Θυμάσαι τι σου είπα;

(δεν είπα σ' αγαπώ)

«Εν τέλει η ελευθερία
ήταν κάτι περισσότερο από ένα συναίσθημα·
ήταν μια αφορμή.»


© Θάνος Ι. Κουλουβάκης, 11/6/19

Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος

Στον Π.Σ.

Επειδή με τη δική μου γλώσσα
δεν μπορώ να σ’ αγγίξω μεταγλωττίζω το πάθος μου.
Δεν μπορώ να σε μεταλάβω
και σε μετουσιώνω,
δεν μπορώ να σε ξεντύσω
έτσι σε ντύνω μ’ αλλόφωνη φαντασία.
Στα φτερά σου από κάτω
δεν μπορώ να κουρνιάσω
γι’ αυτό γύρω σου πετάω
και του λεξικού σου γυρνάω τις σελίδες.
Πώς απογυμνώνεσαι θέλω να μάθω
πώς ξανοίγεσαι
γι’ αυτό μες στις γραμμές σου
ψάχνω συνήθειες
τα φρούτα π’ αγαπάς
μυρουδιές που προτιμάς
κορίτσια που ξεφυλλίζεις.
Τα σημάδια σου ποτέ μου δεν θα δω γυμνά
εργάζομαι λοιπόν σκληρά πάνω στα επίθετα σου
για να τ’ απαγγείλω σ’ αλλόθρησκη λαλιά.
Πάλιωσε όμως η δική μου ιστορία
κανένα ράφι δεν στολίζει ο τόμος μου
και τώρα εσένα φαντάζομαι με δέρμα σπάνιο
ολόδετο σε ξένη βιβλιοθήκη.
Επειδή δεν έπρεπε ποτέ
ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας
και να γράψω αυτό το ποίημα
τον γκρίζο ουρανό διαβάζω
σε ηλιόλουστη μετάφραση.


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Πραγματικά δεν ξέρω

Πώς μοιάζει να είσαι άνθρωπος;
ρώτησε το πουλί…
Πραγματικά δεν ξέρω
Μοιάζει να είσαι κατάδικος στο δικό σου δέρμα
αλλά να λαχταράς το άπειρο
να είσαι αιχμάλωτος σ” ένα ψίχουλο του χρόνου
αλλά να απλώνεις το χέρι για αιωνιότητα
να είσαι αβέβαιος χωρίς ελπίδα
κι ένας ανόητος της ελπίδας
να είσαι ένας κρύσταλλος παγετού
και μια χούφτα από ζεστασιά
να αναπνέεις τον αέρα
να πνίγεσαι άφωνος
να φλέγεσαι
και να έχεις μια φωλιά από στάχτες
να τρως ψωμί
αλλά να έχεις γιορτή όταν πεινάς
να πεθαίνεις χωρίς αγάπη
αλλά να αγαπάς πέρα από το θάνατο.
Όλα αυτά είναι αστεία, είπε το πουλί
πετώντας ανάλαφρα ψηλά στον ουρανό.


Άννα Καμιένσκα