Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Αν

Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να 'χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να 'σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν' αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ' το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,

αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν' ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν' αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,

αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ' αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ' την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν' αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα σου, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν' αντέξεις σ' αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα 'χεις
άλλο εξόν απ' τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,

αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ' άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερολέπτων της διαδρομής του,
τότε θα 'ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και -περισσότερο ακόμα- θε να 'σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.

Rudyard Kipling (1865-1936)
μτφρ. Άγγελος Δόξας (1900-1985)


Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1865-1936). Μόλο που εύκολα (και όχι παντελώς αναίτια) πολλοί καταλογίζουν στο έργο του σοβινισμό και διάθεση εξωραϊσμού της αποικιοκρατίας,
 ο Κίπλινγκ ούτε στο Αν εξαντλείται, ούτε βεβαίως από το έργο του (τεράστιο σε όγκο) λείπουν οι κριτικές βολές κατά του αποικιοκρατικού συστήματος. 
Γεννημένος και μεγαλωμένος στην αγγλοκρατούμενη Ινδία, σπούδασε στην Αγγλία και εκεί έζησε ως το τέλος του. 
Στα μυθιστορήματά του συναντάται η αποικιοκρατική έπαρση βλέμματος με την τρυφερότητα λόγου και την ανάγκη καθημερινής δικαιοσύνης και ρυθμικής αντοχής που επιβάλλει στον άνθρωπο η ζωή έξω από τα τοπία των πόλεων. Θεωρείται από τους κορυφαίους στιλίστες της αγγλικής γλώσσας. Τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1907. Το 1927 βραβεύτηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Βασιλικής Λογοτεχνικής Εταιρείας.

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Σώπα, μη μιλάς!

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή,
κόψ' τη φωνή σου,
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός,
η σιωπή ειναι χρυσός.
...Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί,
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα, μου λέγαν:
«σώπα!».
Στο σχολείο μου κρύψανε την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε: «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»
Με φίλησε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
«Κοίτα μην πεις τίποτα, σσσ ...;σώπα!»
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου,
η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
«Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα!».
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα!»
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
και τα 'μαθα να σωπαίνουν,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική
και ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε: «Σώπα».
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες, με συμβουλεύανε:
«Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα!»
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή,
με τους γείτονες, μας ένωνε όμως, το «Σώπα!».
«Σώπα!» ο ένας, «σώπα!» ο άλλος, «σώπα!» οι επάνω, «σώπα!» οι κάτω,
«σώπα!» όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
«Σώπα!» οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας ...;
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα!».
Και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη,
μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ εύκολα,
μόνο με το «Σώπα!».
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα»!
Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν' την να σωπάσει.
Κόψ' την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απ' το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς»
Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς!
Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ' την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσά σου.
Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα 'ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!

Αζίζ Νεσίν


Τούρκος σατιρικός συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής (1915-1995). Ένας από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες της Τουρκίας διεθνώς κι ένα από τα πιο φωτεινά μυαλά της γειτονικής χώρας. Ο Αζίζ Νεσίν είναι ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του κριτικού ρεαλισμού στα τουρκικά γράμματα. Στην πολιτική και κοινωνική του σάτιρα στηλιτεύει τα τρωτά της τουρκικής κοινωνίας, που δεν είναι και λίγα. Αγαπημένοι του ήρωες είναι οι άνθρωποι του λαού, εργαζόμενοι και άνεργοι.
Γεννήθηκε ως Μαχμούτ Νουσρέτ Νεσίν στη νήσο Χάλκη στα Πριγκιπονήσια στις 20 Δεκεμβρίου 1915. Αζίζ ήταν το όνομα του πατέρα του, που τον έχασε σε μικρή ηλικία. Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και στα 19 του αποφάσισε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων της Τουρκίας και το 1939 ονομάσθηκε ανθυπολοχαγός πεζικού. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1944, δημοσιεύοντας ποιήματα και διηγήματα στη λογοτεχνική σελίδα της εφημερίδας «Μιλιέτ». Ένα χρόνο αργότερα αποτάχθηκε από το στρατό για τις αριστερές του πεποιθήσεις.
Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην άνοιξε μπακάλικο, αλλά γρήγορα αποφάσισε ότι του ταίριαζε καλύτερα η δημοσιογραφία. Δούλεψε ως διορθωτής και συντάκτης ύλης σε εφημερίδες, ενώ τις απόψεις και τις ιδέες του διοχέτευσε στα διάφορα σατιρικά περιοδικά και εφημερίδες, που εξέδωσε μαζί με τον συνάδελφό του Σαμπαχατίν Αλί. Η κοινωνική και πολιτική κριτική που ασκούσε από τα έντυπά του, ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά της λογοκρισίας και του εισαγγελέα. Το 1947 φυλακίστηκε επί δεκάμηνο για τις πολιτικές του ιδέες και εξορίστηκε για τέσσερις μήνες. Συνολικά πέρασε πεντέμισι χρόνια στη φυλακή.
Τον Σεπτέμβριο του 1955 συνελήφθη μαζί με άλλους αριστερούς ως υποκινητής του Πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης. Γρήγορα, η κατηγορία κατέπεσε, αφού ήταν φανερό ότι τα «Σεπτεμβριανά», όπως έμειναν στην ιστορία, τα είχαν οργανώσει οι μηχανισμοί της κυβέρνησης Μεντερές. Την προσωπική του μαρτυρία κατέθεσε στο βιβλίο του Να κρεμαστούν σαν τα τσαμπιά.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 ο Νεσίν ήταν από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς στην Τουρκία και από τους λίγους που μπορούσαν να ζήσουν από το πνευματικό τους έργο, που εκτός από σατιρικά πεζογραφήματα περιλάμβανε θεατρικά έργα, ενθυμήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ποίηση και δοκίμια. Το 1972, με δική του χρηματοδότηση άνοιξε τις πύλες του το Ίδρυμα Νεσίν, που παρείχε τροφή, στέγη και εκπαίδευση σε ορφανά.
Τη δεκαετία του '80, όταν την Τουρκία κυβερνούσε η χούντα του στρατηγού Εβρέν, ο Νεσίν ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας και ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη γνωστή Επιστολή των Διανοουμένων (Aydünlar Dilekçeci), που ασκούσε κριτική στο καθεστώς και ζητούσε την επαναφορά της Δημοκρατίας. Ακολούθησε φυσικά δίκη και καταδίκη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αφιερώθηκε στη μάχη κατά του θρησκευτικού φανατισμού και αναδείχθηκε ένας από τους ασυμβίβαστους επικριτές του Ισλάμ. Στις αρχές της δεκαετίας του '90 άρχισε να μεταφράζει τους Σατανικούς Στίχους του Σαλμάν Ρούσντι, που ήταν καταδικασμένος σε θάνατο για το βιβλίο του αυτό από ισλαμικό φετφά για προσβολή του Προφήτη Μωάμεθ. Ο Νεσίν έγινε στόχος των ισλαμιστών στην Τουρκία και επικυρήχθηκε από έναν επιχειρηματία με το ποσό των 100.000 δολαρίων.
Στις 2 Ιουλίου 1993, ενώ παρακολουθούσε μια πολιτιστική εκδήλωση των Αλεβιτών στην πόλη Σιβάς (Σεβάστεια), ένα εξαγριωμένο πλήθος φανατικών μουσουλμάνων πολιόρκησε το ξενοδοχείο και στη συνέχεια το πυρπόλησε. Ο Αζίζ Νεσίν επέζησε, αλλά 37 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Η κυβέρνηση κατηγόρησε δια στόματος της πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ τον ίδιο τον Νεσίν, επειδή είχε «προκαλέσει το πλήθος».
Ο Αζίζ Νεσίν με πολλά προβλήματα υγείας άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Ιουλίου 1995. Υπέστη καρδιακή προσβολή την ώρα που υπέγραφε βιβλία του σε βιβλιοπωλείο της Σμύρνης.
Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις στην Τουρκία και το εξωτερικό. Το 1991 ήλθε στην Αθήνα για να παραλάβει το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας «Αμπντί Ιπεκτσί». Έργα του έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και στα ελληνικά. Το πιο γνωστό είναι ο Καφές και η Δημοκρατία.

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Λέσβος


Μάνα ηδονής ρωμαϊκής, ελληνικής λαγνείας,
Λέσβος με τα λιγόθυμα και χαρωπά φιλιά,
όπως ο ήλιος φλογερά, δροσάτα σαν οπώρες,
στολίδια ανεκτίμητα στη μέρα, στη νυχτιά· 
Μάνα ηδονής ρωμαϊκής, ελληνικής λαγνείας, 

Λέσβος, που τα φιλιά εκεί μοιάζουν με καταρράχτες
και θαρραλέα πέφτουνε σε βάραθρο βαθύ,
τρέχουνε μ' αναφιλητά, μετά ξεσπούν σε γέλια
μεθυστικά, αμέτρητα και μυστικά πολύ· 
Λέσβος, που τα φιλιά εκεί μοιάζουν με καταρράχτες.

Λέσβος, που η κάθε Φρύνη σου ποθεί η μια την άλλη,
και βρίσκει πάντα αντίλαλο εκεί ο στεναγμός,
όσο την Πάφο εσένα σε θαυμάζουνε τ' αστέρια,
κι η Αφροδίτη δίκαια ζηλεύει τη Σαπφώ!
Λέσβος, που η κάθε Φρύνη σου ποθεί η μια την άλλη,

Λέσβος, με τις παράφορες και φλογισμένες νύχτες,
μες σε καθρέφτες κορασιές με μάτια ολοσβηστά
επιθυμώντας άγονα το άκαρπο κορμί τους
της ήβης τους μεστούς καρπούς θωπεύουν τρυφερά· 
Λέσβος, με τις παράφορες και φλογισμένες νύχτες,

τον Πλάτωνα τον αυστηρό τώρα λησμόνησέ τον· 
την άφεση στη δίνουνε τ' αμέτρητα φιλιά,
βασίλισσα χώρας τερπνής, ευγενική, εγκάρδια,
που επινοείς αέναα χάδια ηδονικά.
τον Πλάτωνα τον αυστηρό τώρα λησμόνησέ τον.

Την άφεση σ' τη δίνει εσέ το αιώνιο μαρτύριο,
που τις φιλόδοξες καρδιές επίμονα εξαντλεί,
όμως το παίρνει μακριά ένα καθάριο γέλιο
μισοϊδωμένο τώρα πια σε άλλη ανατολή!
Την άφεση σ' τη δίνει εσέ το αιώνιο μαρτύριο!

Λέσβος, μα ποιος τολμά να γίνει δικαστής σου,
εξαντλημένη και ωχρή να σε κατηγορεί,
αν δε ζυγίσει σε χρυσό ζυγό τα δάκρυά σου,
ποτάμια δάκρυα στη θάλασσα που έχουν χυθεί;
Λέσβος, μα ποιος τολμά να γίνει δικαστής σου;

Τι κι αν οι νόμοι μάς μιλούν για δίκιο ή αδικία;
Παρθένες απαράμιλλες, του Αιγαίου δοξασμός,
είναι η θρησκεία σας σεβαστή σαν κάθε άλλη θρησκεία,
και του έρωτα περίγελος ο Άδης κι ο Ουρανός!
Τι κι αν οι νόμοι μάς μιλούν για δίκιο ή αδικία;

Εμένα η Λέσβος διάλεξε να ψάλλω το τραγούδι,
των ανθισμένων κοριτσιών να πω το μυστικό,
εμέ που γνώρισα παιδί το σκοτεινό μυστήριο
που σμίγει γέλιο ξέφρενο και θρήνο γοερό· 
Εμένα η Λέσβος διάλεξε να ψάλλω το τραγούδι.

Και από τότε αγρυπνώ στην άκρη του Λευκάτα,
φρουρός με μάτια σίγουρα, διαπεραστικά,
παραφυλώντας για να δω γολέτα ή φρεγάτα,
σκιές που τρέμουν μακριά σε πλάτη γαλανά· 
Και από τότε αγρυπνώ στην άκρη του Λευκάτα,

να μάθω αν είν' η θάλασσα πονετική, γαλήνια
και μέσα στ' αναφιλητά που ο βράχος αντηχεί
στη Λέσβο, που όλο συγχωρεί, εάν θα φέρει πίσω
το λατρεμένο της Σαπφώς λείψανο που είχε βγει
να μάθει αν είν' η θάλασσα πονετική, γαλήνια!

Της Ψάπφας της αρρενωπής που έγραφε κι αγαπούσε,
πιο όμορφη απ' την Κυπρίδα, θλιμμένη και χλωμή!
- Τα γαλανά νικήθηκαν από τα σκούρα μάτια
με κύκλους μαύρους, μελανούς από τη συντριβή
Της Ψάπφας της αρρενωπής που έγραφε κι αγαπούσε!

- Πιο όμορφη απ' την Κυπρίδα την αναδυομένη,
που χύνονταν τριγύρω της γαλήνιος θησαυρός
τα ολόφωτα, τα θεϊκά, τα ολόξανθά της νιάτα,
και θαύμαζε ο πατέρας της γερο-Ωκεανός· 
 Πιο όμορφη απ' την Κυπρίδα την αναδυομένη!

- Ναι, της Σαπφώς που πέθανε της προδοσίας τη μέρα,
όταν τους όρκους πάτησε και έγινε βορά
προσφέροντας τ' ωραίο κορμί υπέρτατη θυσία
σ' ένα χυδαίο εγωιστή που χτύπησε σκληρά
αυτή που έτσι πέθανε της προδοσίας τη μέρα.

Κι είναι από κείνο τον καιρό που η Λέσβος χύνει δάκρυα
και στέκεται ατάραχη που ο κόσμος την τιμά
μα κάθε νύχτα απ' την κραυγή της θύελλας μεθάει
σαν η παντέρμη ακρογιαλιά στον ουρανό μιλά!
Κι είναι από κείνο τον καιρό που η Λέσβος χύνει δάκρυα!




Charles Baudelaire, Pièces condamnées tirées des Fleurs du mal
μτφ. Ερρίκος Σοφράς, Τα άνθη του κακού, Τα απαγορευμένα ποιήματα, εκδ. Μεταίχμιο




Σαρλ Μπωντλέρ (1821-1867), γενάρχης της νέας ποίησης και πατέρας της μοντέρνας συνθήκης. Εγκύκλιες σπουδές σε λαμπρά κολέγια της Λυών και του Παρισιού. Τυπική εγγραφή στη Νομική σχολή, θαμώνας στο Καρτιέ Λατέν, φιλία με τον Νερβάλ και τον Ντελακρουά. Άρρωστος από σύφιλη απ' τα δεκαοχτώ του, εθίζεται στα νηπενθή φάρμακα δίχως να απαλλαγεί ποτέ. Μεγάλα προβλήματα με τους γονείς εξαιτίας της έκλυτης ζωής· αποφασίζεται ταξίδι του με επιβατηγό πλοίο ως την Καλκούτα·  επιστρέφει σε λίγους μήνες αποφασισμένος να ασχοληθεί συστηματικά με την ποίηση και την τεχνοκριτική. Γνώρισε στους Γάλλους τον Βάγκνερ, τον Ντε Κουίνσυ και κυρίως τον Πόε μεταφράζοντας αριστοτεχνικά πολλά πεζά του. Έργα: Η Φανφαρλό (νουβέλα, 1847)·  η συλλογή ποιημάτων Τα άνθη του κακού (1857), "το μέγιστο παράδειγμα νεοτερικής ποίησης όλων των γλωσσών" (Τ. Σ. Έλιοτ), που του στοίχισε μια δικαστική καταδίκη για προσβολή της δημοσίας αιδούς, πρόστιμο 300 φράγκων, την απόσυρση του βιβλίου λίγες μέρες αφότου εκδόθηκε, την απάλειψη έξι ποιημάτων: των "απαγορευμένων"· Οι τεχνητοί παράδεισοι (δοκίμιο, 1860)· Μικρά πεζά ποιήματα (1862), καθώς και σημαντικά κριτικά δοκίμια για τη ζωγραφική, τη μουσική, τη λογοτεχνία. Πέρασε τα τελευταία χρόνια του στο Βέλγιο δίνοντας διαλέξεις για να ζήσει. Πέθανε σε ηλικία 46 ετών.


Ο Ερρίκος Σοφράς (Αθήνα 1964) σπούδασε μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Δημοσίευσε ποιήματά του στον Εκηβόλο. Μετέφρασε το Φιλιατρό του πηγαδιού του Ζεάμι και 44 Ποιήματα και 3 Γράμματα της Ντίκινσον. Φρόντισε μεταφράσεις του Βερλαίν στο βιβλίο Νυχτερινή Φαντασία· εξέδωσε και σχολίασε την ποιητική σύνθεση του Ζ. Λορεντζάτου Θαλάσσια ξύλα· συμμετείχε στην ερευνητική ομάδα του τόμου Ο Σεφέρης για νέους αναγνώστες. Εργάστηκε για χρόνια στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας του ΥΠΕΠΘ.


Lesbos

Mère des jeux latins et des voluptés grecques,
Lesbos, où les baisers, languissants ou joyeux, 
Chauds comme les soleils, frais comme les pastèques, 
Font l'ornement des nuits et des jours glorieux, 
Mère des jeux latins et des voluptés grecques, 

Lesbos, où les baisers sont comme les cascades 
Qui se jettent sans peur dans les gouffres sans fonds, 
Et courent, sanglotant et gloussant par saccades, 
Orageux et secrets, fourmillants et profonds; 
Lesbos, où les baisers sont comme les cascades! 

Lesbos, où les Phrynés l'une l'autre s'attirent, 
Où jamais un soupir ne resta sans écho, 
À l'égal de Paphos les étoiles t'admirent, 
Et Vénus à bon droit peut jalouser Sapho!
Lesbos où les Phrynés l'une l'autre s'attirent, 

Lesbos, terre des nuits chaudes et langoureuses, 
Qui font qu'à leurs miroirs, stérile volupté! 
Les filles aux yeux creux, de leur corps amoureuses, 
Caressent les fruits mûrs de leur nubilité; 
Lesbos, terre des nuits chaudes et langoureuses, 

Laisse du vieux Platon se froncer l'oeil austère; 
Tu tires ton pardon de l'excès des baisers, 
Reine du doux empire, aimable et noble terre, 
Et des raffinements toujours inépuisés. 
Laisse du vieux Platon se froncer l'oeil austère. 

Tu tires ton pardon de l'éternel martyre, 
Infligé sans relâche aux coeurs ambitieux, 
Qu'attire loin de nous le radieux sourire 
Entrevu vaguement au bord des autres cieux! 
Tu tires ton pardon de l'éternel martyre! 

Qui des Dieux osera, Lesbos, être ton juge 
Et condamner ton front pâli dans les travaux, 
Si ses balances d'or n'ont pesé le déluge 
De larmes qu'à la mer ont versé tes ruisseaux? 
Qui des Dieux osera, Lesbos, être ton juge? 

Que nous veulent les lois du juste et de l'injuste ? 
Vierges au coeur sublime, honneur de l'archipel, 
Votre religion comme une autre est auguste, 
Et l'amour se rira de l'Enfer et du Ciel! 
Que nous veulent les lois du juste et de l'injuste? 

Car Lesbos entre tous m'a choisi sur la terre 
Pour chanter le secret de ses vierges en fleurs, 
Et je fus dès l'enfance admis au noir mystère 
Des rires effrénés mêlés aux sombres pleurs; 
Car Lesbos entre tous m'a choisi sur la terre. 

Et depuis lors je veille au sommet de Leucate, 
Comme une sentinelle à l'oeil perçant et sûr, 
Qui guette nuit et jour brick, tartane ou frégate, 
Dont les formes au loin frissonnent dans l'azur; 
Et depuis lors je veille au sommet de Leucate, 

Pour savoir si la mer est indulgente et bonne, 
Et parmi les sanglots dont le roc retentit 
Un soir ramènera vers Lesbos, qui pardonne, 
Le cadavre adoré de Sapho, qui partit 
Pour savoir si la mer est indulgente et bonne! 

De la mâle Sapho, l'amante et le poète, 
Plus belle que Vénus par ses mornes pâleurs! 
— L'oeil d'azur est vaincu par l'oeil noir que tachète 
Le cercle ténébreux tracé par les douleurs 
De la mâle Sapho, l'amante et le poète! 

— Plus belle que Vénus se dressant sur le monde 
Et versant les trésors de sa sérénité 
Et le rayonnement de sa jeunesse blonde 
Sur le vieil Océan de sa fille enchanté; 
Plus belle que Vénus se dressant sur le monde! 

— De Sapho qui mourut le jour de son blasphème, 
Quand, insultant le rite et le culte inventé, 
Elle fit son beau corps la pâture suprême 
D'un brutal dont l'orgueil punit l'impiété 
De celle qui mourut le jour de son blasphème. 

Et c'est depuis ce temps que Lesbos se lamente, 
Et, malgré les honneurs que lui rend l'univers, 
S'enivre chaque nuit du cri de la tourmente 
Que poussent vers les cieux ses rivages déserts. 
Et c'est depuis ce temps que Lesbos se lamente!

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Το λυπημένο μου πρόσωπο

Σταματώντας στην άκρη του λιμανιού για ν'αγναντέψω τους γλάρους το λυπημένο μου πρόσωπο τράβηξε την προσοχή του πολιτσμάνου, που γύριζε σ' εκείνη την περιοχή. Είχα αφαιρεθεί κοιτάζοντας τα αιωρούμενα πουλιά, που ζυγιάζονταν κι εφορμούσαν για να βρούνε κάτι να φάνε, μα χωρίς αποτέλεσμα. Το λιμάνι ήταν έρημο, το νερό πράσινο, πηχτό από τ' ακάθαρτο πετρέλαιο και στο λεπιδωτό δέρμα του έπλεε κάθε λογής σαβούρα. Πλοίο πουθενά, ο γερανός σκουριασμένος, οι αποθήκες ρεπιασμένες. Στα μαύρα ερείπια της αποβάθρας ούτε ποντίκια δεν κατοικούσαν πια˙ νέκρα. Εδώ και χρόνια ήταν κομμένη κάθε σχέση με τον έξω κόσμο.
Είχα καρφώσει το βλέμμα σ' ένα γλάρο και παρακολουθούσα το πέταγμά του. Με τον τρόμο χελιδονιού που προαισθάνεται κακοκαιρία πετούσε σχεδόν πάντα κοντά στην επιφάνεια του νερού και μόνο πότε πότε ξεθάρρευε ν' ανέβει ψηλά κρώζοντας, να σμίξει το δρόμο του με κείνον των συντρόφων. Αν λαχταρούσα κάτι, ήταν χωρίς άλλο ένα ψωμί να ταΐσω τους γλάρους, να το κόψω κομμάτια και στο ανάκατο πέταγμα να βάλω ένα άσπρο σημάδι, ένα στόχο που κατά πάνω του θα πετούσαν. Ρίχνοντας ένα κομμάτι ψωμί σ' αυτό το ανεβοκατέβασμα των μπερδεμένων τροχιών που έκρωζε, να τους κατεύθυνα σα να 'τανε δεμένοι με σχοινιά.
Μα ξαφνικά έπεσε πάνω μου το χέρι της εξουσίας και μια φωνή είπε:
«Ακολούθα με!». Ολομιάς το χέρι δοκίμασε να με τραβήξει απότομα από την πλάτη και να με στριφογυρίσει βίαια. Εγώ στυλώθηκα, το τίναξα κι είπα συγκρατημένα: «Σίγουρα δεν είστε καλά!». «Συνάδερφε», είπε πριν ακόμα καταφέρω να τον καλοκοιτάξω, «σε προειδοποιώ». «Αφεντικό...», ανταπόδωσα. «Δεν υπάρχουν αφεντικά», φώναξε οργισμένος. «Συνάδερφοι είμαστε όλοι». Τώρα στεκόταν δίπλα μου, με κοίταξε από το πλάι κι ήμουν αναγκασμένος να συγκεντρώσω το βλέμμα μου, που πλανιόταν ευτυχισμένα, και να το βυθίσω στην αλύγιστη ματιά του. Ήταν σοβαρός σα βουβάλι που δεκαετίες ολόκληρες δεν καταβρόχθιζε άλλο από καθήκον. «Για ποιο λόγο;...» πήγα να πω. «Για σοβαρό λόγο», είπε. «Για το λυπημένο σου πρόσωπο». Γέλασα. «Άσε τα γέλια!». Η οργή του ήταν πραγματική. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως το 'κανε έτσι από ανία, μιας και δεν έβρισκε να συλλάβει ούτε μια αδήλωτη ούτε ένα μεθυσμένο ναύτη, ούτε κλέφτη ή δραπέτη, μα είδα πως δεν αστειευόταν: Εμένα ήθελε να πιάσει. «Ακολούθα με!...» «Μα γιατί;» ρώτησα συγκρατημένα...
Έδεσε μονομιάς τ' αριστερό μου χέρι στον καρπό με μια λεπτή αλυσίδα και στη στιγμή κατάλαβα πως ήμουν πάλι χαμένος. Γύρισα για τελευταία φορά κατά τους γλάρους που πετούσαν, είδα τον όμορφο γκρίζο ουρανό κι έκανα να πέσω με ξαφνική στροφή στη θάλασσα, γιατί μου φάνηκε προτιμότερο να πνιγώ με τη θέλησή μου σ' αυτή τη βρώμικη πήχτρα, παρά να με στραγγαλίσουν οι λοχίες σε κάποιο κρατητήριο ή να με ξαναφυλακίσουν. Μα ο πολιτσμάνος τινάζοντάς με απότομα με τράβηξε τόσο κοντά, που ήταν αδύνατο να ξεφύγω. «Μα γιατί;» ρώτησα πάλι. «Ο νόμος διατάζει να είσαι ευτυχισμένος!». «Είμαι ευτυχισμένος», φώναξα. «Το λυπημένο σου πρόσωπο;» κούνησε το κεφάλι. «Μα ο νόμος αυτός είναι καινούριος» είπα. «Έγινε πριν τριανταέξι ώρες, και το ξέρεις καλά πως κάθε νόμος ισχύει σαν περάσουν εικοσιτέσσερις ώρες από τη δημοσίευσή του». «Μα δεν έχω ιδέα». «Καμιά δικαιολογία! Από προχτές το 'λεγαν όλα τα μεγάφωνα κι όλες οι εφημερίδες, και σε κείνους»,  εδώ με κοίταξε περιφρονητικά, «και σε κείνους που δε φτάνει η ευλογία ούτε της εφημερίδας ούτε του ραδιοφώνου, το 'καναν γνωστό οι προκηρύξεις που σκορπίστηκαν στους δρόμους όλου του κράτους. Λοιπόν, συνάδερφε, θ' αποδειχτεί πού ήσουν τις τελευταίες τριανταέξι ώρες».
Μ' έσπρωξε μπροστά. Τώρα για πρώτη φορά κατάλαβα πως έκανε ψύχρα και πανωφόρι δεν είχα, τώρα για πρώτη φορά η πείνα μου έφτασε στ' αποκορύφωμα και γουργούριζε στην πύλη του στομαχιού, τώρα για πρώτη φορά κατάλαβα πως ήμουν άπλυτος κι αξύριστος και πως υπήρχαν νόμοι, που σύμφωνα μ' αυτούς έπρεπε κάθε συνάδελφος να 'ναι καθαρός, ξυρισμένος, ευτυχισμένος και χορτάτος. Μ' έσπρωχνε μπροστά σαν σκιάχτρο, που έπρεπε ν' αφήσει τον τόπο των ονείρων του στην όχτη του χωραφιού, μια κι η κλοπή ήταν ολοφάνερη. Οι δρόμοι ήταν αδειανοί, η απόσταση για το τμήμα κοντινή, κι όσο ένιωθα πως θα 'βρισκαν σε λίγο πάλι μιαν αιτία να με φυλακίσουν, τόσο βάραινε η καρδιά μου, γιατί με περνούσε από μέρη της νιότης μου, που σκόπευα να τα επισκεφτώ σαν τέλειωνα την περιδιάβαση του λιμανιού: κήπους που ήταν άλλοτε γεμάτοι θάμνους, όμορφους στη φυσική τους αταξία, δρόμους κατάφυτους -τώρα ήταν όλα σχεδιασμένα, τακτοποιημένα, καθαρά, τετραγωνισμένα, κανονισμένα για τους πατριδολατρικούς συλλόγους, που Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο έκαναν εδώ τις παρελάσεις τους. Μονάχα ο ουρανός ήταν σαν τότε, κι ο αέρας, σαν κείνες τις μέρες που η καρδιά μου ήταν γεμάτη όνειρα.
...Όσους ανθρώπους συναντούσαμε τους έπιανε ολοφάνερος ενθουσιασμός, τους διαπερνούσε το λεπτό ρευστό της εργατικότητας, μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο έβλεπαν τον πολιτσμάνο. Περπατούσαν όλοι γρηγορότερα, έδειχναν φάτσα βουτηγμένη στο καθήκον, κι οι γυναίκες που έβγαιναν από τα μαγαζιά έβαζαν τα δυνατά τους να δώσουν έκφραση χαράς στο πρόσωπό τους, εκείνη ακριβώς που περίμεναν απ' αυτές, γιατί ήταν διαταγή να εκδηλώνουν χαρά, ζωηρό κέφι στα καθήκοντα της νοικοκυράς που θα 'πρεπε το βράδυ να τονώνει με πλούσιο δείπνο το δουλευτή του κράτους.
Μα όλοι αυτοί οι άνθρωποι λοξοδρομούσαν επιδέξια, έτσι που κανένας τους να μη βρίσκεται στην ανάγκη να διασταυρώσει μπροστά μας στο δρόμο. Στο δρόμο είκοσι βήματα πριν από μας εξαφανιζόταν κάθε ίχνος ζωής, καθένας βιαζόταν να μπει το γρηγορότερο σε μαγαζί ή να στρίψει σε γωνία κι άλλοι έμπαιναν ακόμα και σε ξένο σπίτι και περίμεναν πίσω από την πόρτα έντρομοι, ώσπου να χαθούν τα βήματά μας.
Μονάχα σαν φτάσαμε σε μια διασταύρωση μας συνάντησε ένας ηλικιωμένος, που φευγαλέα διέκρινα να 'χει το σήμα του δασκάλου. Δεν τα κατάφερε να λοξοδρομήσει και χαιρετώντας πρώτος αυτός τον πολιτσμάνο κατά τον κανονισμό -χτυπώντας την παλάμη τρεις φορές στο κούτελο να δείξει την απόλυτη ταπεινότητά του-  προσπάθησε τώρα, για να εκτελέσει τέλεια το καθήκον που του επιβαλλόταν, προσπάθησε να με φτύσει τρεις φορές στο πρόσωπο και να μ' εφοδιάσει με την τιμητική προσφώνηση: «Πουλημένο τομάρι!». Είχε σκοπεύσει καλά, μα η μέρα είχε ζεστάνει, ο καταπιόνας του ήταν αναγκαστικά ξερός, γιατί με πέτυχαν μονάχα λίγες ταλαίπωρες, πες δίχως ουσία πιτσιλιές, που άθελά μου -παρά τον κανονισμό- με το μανίκι έκανα να τις σκουπίσω. Την ίδια στιγμή ο πολιτσμάνος μού 'δωσε μια πίσω και με χτύπησε γροθιά στη μέση της ραχοκοκαλιάς, λέγοντας ατάραχα «βαθμίς πρώτη», που τόσα πολλά σήμαινε, όπως μορφή πρώτη της πιο ήπιας ποινής που επιβάλλει κάθε πολιτσμάνος.
Ο δάσκαλος το 'βαλε γρήγορα στα πόδια. Οι άλλοι κατάφεραν να λοξοδρομήσουν. Μονάχα μια γυναίκα που είχε πάρει κιόλας τον καθορισμένο αέρα της πριν από το βραδινό γλέντι στην ερωτική στρατώνα, μια χλωμή, πρησμένη ξανθή μού 'στειλε κλεφτά ένα φιλί και χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη, ενώ ο πολιτσμάνος πάλευε να καμωθεί πως δεν είδε τίποτε. Είναι ορμηνεμένοι να επιτρέπουν σ' αυτές τις γυναίκες ελευθερίες που σίγουρα θα στοίχιζαν βαριά τιμωρία σε κάθε συνάδερφο, γιατί, μιας κι είναι η συμβολή τους πολύ ουσιαστική στην ανύψωση της γενικής χαράς για εργασία, θεωρείται πως δεν εμπίπτουν στην περιοχή των συνεπειών του νόμου, μια ομολογία δηλαδή που τη σημασία της τη στιγμάτισε ο καθηγητής της περί κράτους φιλοσοφίας διδάκτωρ, διδάκτωρ, διδάκτωρ Μπλάιγκετ στο επίσημο περιοδικό της (περί κράτους) φιλοσοφίας, σαν ένα σημάδι προϊούσας φιλελευθεροποίησης. Το 'χα διαβάσει την προηγούμενη μέρα πηγαίνοντας για την πρωτεύουσα, σα βρήκα λίγες σελίδες του περιοδικού στον αναγκαίο ενός χωριατόσπιτου, που κάποιος φοιτητής -ίσως παιδί του χωρικού- τις είχε εφοδιάσει με πολύ έξυπνα σχόλια.
Ευτυχώς φτάναμε πια στο σταθμό, γιατί την ίδια στιγμή χτυπούσαν οι σειρήνες κι αυτό έλεγε πως θα πλημμύριζαν οι δρόμοι από χιλιάδες ανθρώπους με συγκρατημένη ευτυχία στα πρόσωπα -γιατί ήταν διαταγή σκολώντας τη δουλειά να μην εκδηλώνουν πολύ μεγάλη χαρά, αφού αυτό θα σήμαινε πως είναι βάρος η δουλειά, αντίθετα πιάνοντας δουλειά έπρεπε να επικρατεί αλαλαγμός χαράς, αλαλαγμός χαράς και τραγούδι- κι όλες αυτές οι χιλιάδες θα 'πρεπε να με φτύσουν. Οπωσδήποτε οι σειρήνες χτυπούσαν δέκα λεφτά πριν από το βραδινό γλέντι, γιατί καθένας θα 'πρεπε να αφοσιωθεί επί δέκα λεφτά σε ένα γενικό πλύσιμο, σύμφωνα με το σύνθημα του τωρινού αρχηγού: ευτυχία και σαπούνι.
Την πύλη για το τμήμα της περιοχής, έναν όγκο μπετόν, τη φρουρούσαν δυο σκοποί, που περνώντας εγκαινίασαν τη «λήψη» των συνηθισμένων «σωματικών μέτρων»: Με χτύπησαν με τη λόγχη τους δυνατά στα μηλίγγια, κροτάλισαν την κάννη του πιστολιού τους πάνω στο κλειδί του ώμου μου, σύμφωνα με το προοίμιο του νόμου του κράτους. Άρθρο 1: «Έκαστον όργανον τάξεως οφείλει να δηλοποιεί εαυτό επισήμως ως εξουσίαν καθ' εαυτήν εις πάντα λαμβανόμενον (εννοούν προφυλακιστέο), εξαιρέσει εκείνου, όπερ προβαίνει εις την σύλληψιν, καθ' όσον τούτο θέλει μετάσχει της ευτυχίας ταύτης, προβαίνον εις την λήψιν των κατά την ανάκρισιν απαιτουμένων σωματικών μέτρων». Κι ο ίδιος ο νόμος του Κράτους Άρθρο 1 λέει τα ακόλουθα: «Έκαστον όργανον τάξεως δύναται να τιμωρεί, οφείλει να τιμωρεί πάντα ένοχον παραβάσεως. Εις ουδέν όργανον παρέχεται ελευθερία εξαιρέσεως εκ της τιμωρίας, αλλά δυνατότης εξαιρέσεως εκ της τιμωρίας».
Περνούσαμε τώρα ένα μεγάλο, παγερό διάδρομο με μεγάλα παράθυρα. Σε λίγο άνοιξε αυτόματα μια πόρτα, γιατί στο μεταξύ οι φρουροί είχαν αναφέρει κιόλας την άφιξή μας, και κείνες τις μέρες που ήταν όλοι ευτυχισμένοι, γενναίοι, ταχτικοί και καθένας πάλευε να ξοδέψει το καθορισμένο μισό κιλό σαπούνι τη μέρα, κείνες τις μέρες να φτάνει ένας κρατούμενος ή προφυλακιστέος ήταν πια γεγονός.
Μπήκαμε σε χώρο σχεδόν αδειανό, που είχε μόνο γραφείο με τηλέφωνο και δυο καθίσματα, εγώ έπρεπε να σταθώ στη μέση ορθός. Ο πολιτσμάνος έβγαλε το κράνος και κάθισε.
Επικράτησε απόλυτη σιωπή κι απραξία. Έτσι το συνήθιζαν πάντα. Δεν υπάρχει χειρότερο. Ένιωθα το πρόσωπό μου να καταρρέει ολοένα περισσότερο, ήμουν κουρασμένος και πεινασμένος κι είχε χαθεί και το τελευταίο ίχνος από κείνη την ευτυχία της θλίψης, γιατί το 'ξερα πως ήμουν πια χαμένος.
Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα μπήκε χωρίς να πει λέξη ένας χλωμός ψηλός άντρας με τη μαυριδερή στολή του προανακριτή. Κάθισε χωρίς να πει λέξη, και κάρφωσε το βλέμμα πάνω μου. «Επάγγελμα;» «Μονάχα συνάδερφος». «Έτος γεννήσεως;» «Πρώτη πρώτου του «Ένα», είπα. «Τελευταία ασχολία;» «Κατάδικος». Ο ένας τους κοίταξε τον άλλον. «Πότε και από πού απολύθηκες;» «Χτες από το κτίριο 12, κελλί 13». «Τόπος προορισμού;» «Για την πρωτεύουσα». «Χαρτί!»
Έβγαλα από την τσέπη το αποφυλακιστήριο και του το 'δωσα. Το καρφίτσωσε στην πράσινη καρτέλα, που είχε αρχίσει να συμπληρώνει με τα στοιχεία μου. «Προηγούμενη παράβαση;» «Χαρούμενο πρόσωπο». Ο ένας τους κοίταξε τον άλλον. «Εξήγησε!» είπε ο προανακριτής. «Παλιά τράβηξε την προσοχή του πολιτσμάνου το χαρούμενο πρόσωπό μου, μέρα που είχε διαταχθεί γενικό πένθος. Ήταν η μέρα που πέθανε ο αρχηγός». «Διάρκεια ποινής;» «Πέντε». «Έκτιση;» «Άσχημα». «Αιτία;» «Πλημμελής αφοσίωση στην εργασία». «Αρκετά!»
Ο προανακριτής σηκώθηκε, ήρθε κατά πάνω μου και μ' ένα χτύπημα μου 'σπασε κυριολεκτικά τα τρία μεσαία μπροστινά δόντια, σημάδι πως για λόγους υποτροπής έπρεπε να στιγματιστώ μ' αυστηρά μέτρα, που δεν είχα λογαριάσει. Ο προανακριτής έφυγε και μπήκε μέσα ένας χοντρός τραμπούκος με κατάμαυρη στολή: ο ανακριτής. Ο ανώτερος ανακριτής, ο προϊστάμενος ανακριτής, ο επίτροπος και ο πρόεδρος και μαζί τους ο πολιτσμάνος εξάντλησε τη «λήψη» όλων των «σωματικών μέτρων» καθώς ο νόμος πρόσταζε. Και μου 'ριξαν δέκα χρόνια φυλακή για το λυπημένο μου πρόσωπο, έτσι ακριβώς όπως πριν πέντε χρόνια μου είχαν ρίξει πέντε χρόνια φυλακή για το χαρούμενο πρόσωπό μου.
Αν αντέξω τα επόμενα δέκα χρόνια της ευτυχίας και του σαπουνιού, είμαι αληθινά αναγκασμένος να φροντίσω να μείνω ολότελα δίχως πρόσωπο.

Χάινριχ Μπελ, μτφρ.: Φάνης Τουλούπης


Ο Γερμανός συγγραφέας Heinrich Böll γεννήθηκε το 1917 στην Κολωνία και πέθανε στη Βόννη το 1985. Γόνος οικογένειας αστών καθολικών, μεγάλωσε με φιλελεύθερες ιδέες κι έμαθε να μισεί το ναζισμό. Όμως, το 1938 αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του στη Γερμανική Γλώσσα και Λογοτεχνία για να καταταγεί στο στρατό. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε σε διάφορα μέτωπα, από τη Γαλλία ως τη Σοβιετική Ένωση, ώσπου τον συνέλαβαν αιχμάλωτο οι Αμερικανοί. Λόγω κρυοπαγημάτων έχασε τα δάχτυλα των ποδιών του με αποτέλεσμα να ταλανίζεται σε όλη του τη ζωή στα νοσοκομεία. Το 1945 επέστρεψε στην Κολωνία, εργάστηκε σε βιβλιοπωλείο και ως ανειδίκευτος εργάτης. Σύντομα καθιερώθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της μεταπολεμικής γενιάς και αναγνωρίστηκε ως μια από τις φωνές συνείδησης και τους οξυδερκέστερους παρατηρητές της γερμανικής κοινωνίας. Έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα με αντιφασιστικό και αντιμιλιταριστικό περιεχόμενο, που μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Οι πρώτες του νουβέλες, Το τρένο ήρθε στην ώρα του και Αδάμ, που ήσουν; μιλούν για την απελπισία των ανθρώπων που έχουν εμπλακεί στον πόλεμο. Τα μεταγενέστερα έργα του, όπως το Γνωριμία με τη νύχτα και Το αφύλαχτο σπίτι, μιλούν για το ηθικό κενό πίσω από το "οικονομικό θαύμα" της μεταπολεμικής Γερμανίας, ενώ Το ψωμί των πρώτων χρόνων απεικονίζει τη φτώχεια, το ζόφο και την πείνα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Άλλα σημαντικά έργα του είναι: Οι απόψεις ενός κλόουν, Ομαδικό πορτραίτο με μια κυρία, Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ, Γυναίκες σε τοπίο με ποτάμι. Πολέμιος του ΝΑΤΟ αλλά και του σοβιετικού καθεστώτος, σοσιαλδημοκράτης και ειρηνιστής, επέσυρε δριμύτατες επικρίσεις από τους συντηρητικούς κύκλους, οι οποίες δεν κάμφθηκαν ούτε όταν τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1972.

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Το τραγούδι του εαυτού μου

Το βάθρο μου είναι στερεωμένο και σφηνωμένο σε γρανίτη,
Περιγελώ αυτό που εσείς ονομάζετε αποσύνθεση,
Και ξέρω την έκταση του χρόνου.
Το μόνο που θέλω είναι να βρω το νησί μου...
Εκεί θα κάνω τις στιγμές ευτυχίας καθημερινότητα, εκεί θα διώξω τα ''θέλω'', εκεί θα βρω κάθε μου ναι και όχι, εκεί θα ''ζήσω'' κάθε μου θάνατο, εκεί θα αφήσω εμένα ελεύθερο. Το μόνο που θέλω είναι να με βρώ
Το μόνο που θέλω ρε, είναι να ζήσω κάθε μου στιγμή και να μην καταλήξω δυο ημερομηνίες με μια παύλα ανάμεσα...
Ζητώ πολλά;


Γουόλτ Γουίτμαν ( Το ποίημα είναι απόσπασμα από Το  Τραγούδι του εαυτού μου, χαραγμένο στον τάφο του.)



Ο Walt Whitman (31/5/1819 – 26/3/1892) ήταν αμερικανός αυτοδίδακτος ποιητής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Ουμανιστής, πήρε μέρος στη μετάβαση από τη μεταφυσική στο ρεαλισμό, ενσωματώνοντας και τις δυο όψεις στο έργο του. Ανήκει στους ποιητές με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Αμερική και συχνά τον ονομάζουν "πατέρα του ελεύθερου στίχου". Το έργο του ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο στην εποχή του, ιδιαίτερα η συλλογή του Φύλλα Χλόης (Leaves of Grass), που περιγράφηκε ως ανήθικη λόγω της απροκάλυπτης σεξουαλικότητάς που τη διαπνέει. Θεωρείται το σημαντικότερο έργο του, πρωτοεκδόθηκε το 1855 με τα λεφτά του ενώ ο ίδιος δε σταμάτησε να το επεκτείνει και να το βελτιώνει μέχρι το θάνατό του.
Γεννημένος στο Λονγκ Άιλαντ, ο Whitman τέλειωσε μόνο το δημοτικό και εργάστηκε ως δημοσιογράφος, δάσκαλος, κρατικός υπάλληλος, και -σε συνδυασμό με την έκδοση ποιημάτων- ήταν εθελοντής νοσοκόμος κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου.
Η σεξουαλικότητα του αναφέρεται συχνά στην ποίησή του, και παρόλο που οι βιογράφοι συνεχίζουν να διαφωνούν, συνήθως περιγράφεται ως ομοφυλόφιλος ή αμφιφυλόφιλος στα συναισθήματα και τα θέλγητρα. Ωστόσο δεν έχουν καταλήξει στο αν όντως ο Γουίτμαν είχε σχετιστεί με άντρες.
Έγραψε ποιήματα πανθεϊστικά και φυσιολατρικά, αγαπούσε την όπερα, διάβαζε βεδικούς ύμνους, αστρονομία, γερμανική φιλοσοφία αλλά και Όμηρο, Σαίξπηρ, Ντίκενς. Ο Γουίτμαν ενδιαφερόταν για την πολιτική σε όλη του τη ζωή. Πάλεψε για την ελευθερία των μαύρων και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ποίησή του παρουσιάζει την πίστη του στην ισότητα των φυλών και κάποια στιγμή έκανε έκκληση για την κατάργηση της δουλείας, όμως αργότερα πίστεψε πως το κίνημα αυτό ήταν απειλή για τη δημοκρατία. Τον χαρακτήρισαν ανατρεπτικό ποιητή - ανήθικο και επικίνδυνο άνθρωπο. "Οι στίχοι μου είναι τσαπιές βαρβάρου" έλεγε στους λεπτολόγους κριτικούς "όμως εγώ δεν ήρθα εδώ για να κεντήσω".

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Πῶς μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία»

Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ.
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.

Κώστας Βάρναλης



O Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βουλγαρίας 1884- Αθήνα 1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις.Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. 
Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού. Πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας φιλολογίας κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στο μαρξισμό και το διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. 
Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή τη δημοσίευση από το περιοδικό Εστία ενός αποσπάσματος από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. 
Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν. Το έργο του χαρακτηρίζεται  από ενδιαφέρον για το σύγχρονο άνθρωπο, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄.

«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Τα λεφτά


του Μάνου Παπαδάκη
Συμμετέχουν: Γιάννης Κότσιρας, Βασίλης Καζούλης, Σπύρος Γραμμένος και Φίλιππος Μπουραΐμης

Ντροπή της Ευρώπης


Κοντά στο χάος, διότι δεν ταιριάζει στις αγορές.
Αποστασιοποιήθηκες από τη χώρα που σου έδωσε ρίζες.
Ό,τι αναζήτησες με την ψυχή σου, έκρινες πως κατέκτησες.
Και τ' αξιολόγησες μ' αξία απολειφαδιού.

Σαν γυμνή ταπεινωμένη, διαπομπεύουν τη χώρα τούτη,
μια παροιμία δίδασκε να της χρωστάς ευγνωμοσύνη.
Καταδικασμένη στη φτώχεια, χώρα με πλούτο
που διακοσμεί μουσεία, με ανοίκεια και λάθρα λάφυρα.

Ορδές επέδραμαν με όπλων βία
στ' αγιασμένα νησιά σου, κρατούσαν τον Χαΐδερλιν* στων στολών τις τσέπες.
Χώρα έγινες ανεπιθύμητη, ενώ Συνταγματάρχες σου
γίναν καλοδεχούμενοι σύμμαχοι.

Χώρα αποκαθηλωμένη από δικαιώματα, στημένη από ισχυρογνώμονες,
αυστηρά και δίχως έλεος.
Αντιστέκεται μαυροντυμένη η Αντιγόνη και στο πανελλήνιο
πένθος φέρει ο λαός, αυτός που κάποτε ήταν ξένιος.

Μακρά απ' τα σύνορα οι οικείοι του Κροίσου κόμισαν ό,τι έλαμπε χρυσό
κι εσύ τα δέχθηκες στα κελάρια σου.
Πιες! Επιτέλους πιες*2! Οικτίρουν οι υποτακτικοί των επιθεωρητών
αλλά οργίλος ο Σωκράτης πετά το ποτήρι γεμάτο.

Βλασφημούν σε μεικτή χορωδία την ουσία και τον λόγο σου,
ενώ οι θεοί ξεσηκώνονται όταν τους εξορίζεις απ' τον Όλυμπο...
Δίχως φιλότιμο θα μαραθείς δίχως τη χώρα τούτη,
το πνεύμα που σε εμπνεύστηκε Ευρώπη...

* Γιόχαν Κρίστιαν Φρήντριχ Χαΐδερλιν (Johann Christian Friedrich Hölderlin 1770 – 1843): Ήταν μείζων Γερμανός λυρικός ποιητής. Το έργο του γεφυρώνει την κλασική σχολή στη λογοτεχνία με τη ρομαντική. Βασανιζόμενος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από ψυχική νόσο, υπέφερε από μεγάλη μοναξιά, και συχνά περνούσε το χρόνο του παίζοντας πιάνο, ζωγραφίζοντας, διαβάζοντας και γράφοντας, ενώ πραγματοποιούσε και ταξίδια όποτε του δινόταν η ευκαιρία.



*2 Οι εγκάθετοι της Ε.Ε. χρησιμοποιούν απέναντι στο Σωκράτη το ρήμα "πίνω" που χρησιμοποιείται στα γερμανικά για τα ζώα (saufen) κι όχι για τους ανθρώπους.


Γκύντερ Γκρας, Aπόδοση: Χάρης Λαζαρόπουλος

Ο 
Günter Grass (γεν. 16/10/1927) είναι ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Γερμανούς συγγραφείς ο οποίος βραβεύτηκε το 1999 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Εκτός από τα μυθιστορήματα με τα οποία έγινε γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο,έγραψε θεατρικά έργα και ασχολήθηκε με την ποίηση. Συγχρόνως είχε έντονη ανάμειξη στην πολιτική ζωή της Γερμανίας. Ο Γκύντερ Γκρας,για πάνω από μισό αιώνα αποτελεί ένα είδος "ηθικής συνείδησης" της Γερμανίας,καθώς με το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου και τις δημόσιες παρεμβάσεις του προσπάθησε να εμποδίσει τον εφησυχασμό των συμπατριωτών του,που μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο,ήθελαν να κλείσουν τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν,ξεχνώντας τα ναζιστικά εγκλήματα. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ο Γκρας τάχθηκε ενάντια στην ένωση των δύο Γερμανιών και πρότεινε, για τουλάχιστον μια επταετία, μια Συνομοσπονδία των δύο Γερμανικών κρατών, η οποία μελλοντικά θα μπορούσε να αποκτήσει την μορφή μιας ένωσης Γερμανικών κρατών. Υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των τσιγγάνων, υποστηρίζοντας την ανάγκη χορήγησης σε αυτούς ευρωπαϊκού διαβατηρίου, που θα τους επιτρέπει τη διαμονή σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος. Δημιούργησε στην Ρουμανία ένα ίδρυμα για τους Ρομά, με την ονομασία "Εταιρία για τους απειλούμενους λαούς", το οποίο κάθε χρόνο βραβεύει όσους προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή των τσιγγάνων. Για τον Γκύντερ Γκρας οι Τσιγγάνοι είναι αυτό που καμωνόμαστε ότι είμαστε εμείς: εκ γενετής γνήσιοι Ευρωπαίοι.

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Εγκώμιο στον κομμουνισμό

Είναι λογικός, καθένας τον καταλαβαίνει. Ειν’ εύκολος.
Μια και δεν είσαι εκμεταλλευτής, μπορείς να τον συλλάβεις.
Είναι καλός για σένα, μάθαινε γι’ αυτόν.
Οι ηλίθιοι ηλίθιο τον αποκαλούνε, και οι βρωμεροί τον λένε βρωμερό.
Αυτός είναι ενάντια στη βρωμιά και την ηλιθιότητα.
Οι εκμεταλλευτές έγκλημα τον ονοματίζουν.
Αλλά εμείς ξέρουμε:
Είναι το τέλος κάθε εγκλήματος.
Δεν είναι παραφροσύνη, μα
Το τέλος της παραφροσύνης.
Δεν είναι χάος
Μα η τάξη.
Είναι το απλό
Που είναι δύσκολο να γίνει.

Μπέρτολτ Μπρεχτ



Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (γενν. Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10/2/1898 - 14/8/1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του "επικού θεάτρου" (Episches Theater) στη Γερμανία. Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία. Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική του Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.

Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του Βάαλ (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του Ταμπούρλα μες τη Νύχτα (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ κι επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το "διδακτικό" και "ανθρωπιστικό" θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του.

Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό Η Λέξη (Das Wort). Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.

Το 1944 γράφει το έργο Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής, μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού. Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Ο τρελός με τα πουλιά

Ξύπνησε στη μέση της νύχτας από εκκωφαντικά κελαηδίσματα πουλιών. Στην αρχή χάρηκε. Ξημέρωσε, σκέφτηκε. Μετά συνειδητοποίησε πως ήταν μαύρη νύχτα, και πως δεν ζούσε πια – αλίμονο – στην εξοχή, μα στο κέντρο της πόλης.
Αλλά τα πουλιά εξακολούθησαν. Τότε τρόμαξε. Κατάλαβε πως είχε ψευδαισθήσεις.
- Είμαι τρελός! Θεέ μου, τρελάθηκα!
Ο φόβος τον έκοψε στα δυο. Ανασηκώθηκε, άναψε το φως. Προσπάθησε να ξυπνήσει εντελώς. Το κελάηδισμα συνεχιζόταν. Άγριες, τσιριχτές κραυγές, μπλεγμένες με μικρά, ήσυχα τιτιβίσματα – και ανάσπαρτες μελωδικές τρίλιες.
- Αηδόνι, ψιθύρισε.
Οι τρίλιες και οι λαρυγγισμοί του αηδονιού άρχισαν να κυριαρχούν στον ηχητικό χώρο – και τι περίεργο: ο φόβος του απάλυνε, μια ηρεμία, μια πραότητα, μια γαλήνη του χαλάρωσαν τα μέλη.
Κι έτσι, έγινε δύο: ο άνθρωπος που φοβόταν την τρέλα του – και ο άλλος που χαιρόταν τη μελωδία των πουλιών.
- Σ’ όλη μου τη ζωή θ’ ακούω τώρα ανύπαρκτα πουλιά; αναρωτιόταν ο ένας. Κι ο άλλος έλεγε: Θεέ μου! πόσον καιρό είχα ν’ ακούσω αηδόνι!
Αλλά ο λογικός εαυτός κυριάρχησε.
- Πρέπει να δω ένα γιατρό. Κάτι πρέπει να γίνει!
Ο γιατρός του έδωσε μια σειρά από διάφορα χάπια σε διάφορες ώρες. Τα πουλιά εξασθένησαν και σιγά – σιγά χάθηκαν. Ξαναβρήκε τη σιγουριά του, την αυτοπεποίθησή του. Έπαψε να φοβάται πως ξαφνικά στη μέση μιας συζήτησης ή την ώρα της δουλειάς του θα τρόμαζε από ανύπαρκτους κελαηδισμούς.
Τα χάπια του ρύθμισαν και άλλες ιδιομορφίες της ζωής του. Του πήραν τις εκρήξεις αισιοδοξίας και τις κρίσεις μελαγχολίας, τις αιχμές και τις πτώσεις. “Κάπου μου σιδέρωσαν τη ζωή”, σκέφθηκε. Δούλευε πιο στρωτά, ζούσε πιο ομαλά, κοιμόταν πιο βαθιά.
Αλλά κάποια νύχτα ξαναξύπνησε απότομα. Και τώρα τον τρόμαξε η σιωπή. Κανένας ήχος, ούτε φυσικός θόρυβος.
Η σιωπή του μπετόν και της πόλης ήταν ξαφνικά πιο βαριά από τον τρόμο της παραίσθησης. Από κείνη τη μέρα, παρ’ όλα τα πολλά χάπια, πήρε την κάτω βόλτα. Ήταν μελαγχολικός, σκυθρωπός, αμίλητος.
Ξαναπήγε στο γιατρό. Εκείνος του άλλαξε τη σύνθεση των χαπιών. Αλλά δεν έγινε τίποτα.
Άρχισε τώρα να βλέπει περίεργα όνειρα – ακουστικά όνειρα. Πρωταγωνιστούσαν ήχοι – άνεμος φυσούσε, κύματα που σερνόντουσαν στα βότσαλα, φύλλα που θρόιζαν, και πουλιά… πολλά πουλιά.
Στα όνειρα αυτά ήταν ευτυχισμένος. Αλλά όταν ξυπνούσε ξανάπεφτε στην κατάθλιψη. Άρχισε ν’ αναρωτιέται, τι θα γινόταν αν σταματούσε τα χάπια. Ένιωσε πως είχαν δημιουργήσει μέσα του ένα τρίτο πρόσωπο – άσχετο με τον υγιή αλλά και με τον τρελό εαυτό του. Αυτό το πρόσωπο τον καταπίεζε φοβερά.
Όμως δίσταζε να σταματήσει γιατί έτρεμε το ανύπαρκτο. Όπως όλοι μας είχε εκπαιδευτεί στο φόβο της τρέλας.
Αλλά μια μέρα τόλμησε. Η αποκόλληση από τα φάρμακα ήταν πολύ οδυνηρή – τον απορύθμισε τελείως. Κάπου όμως είχε ξεπεράσει μέσα του τις συμβάσεις του “κανονικού” και του “ανώμαλου” και άρχισε να δέχεται την αίσθηση όπως του ερχόταν.
Τότε γύρισαν και τα πουλιά. Η εμπειρία δεν ήταν αμιγής. Είχε ευχαρίστηση αλλά και τρόμο. Ιδιαίτερα όταν βρισκόταν μέσα στους κλασικούς συμβατικούς χώρους, στις τυπικές καθημερινές καταστάσεις: στο τρόλεϋ, στη δουλειά, στο πάρτι. Εκεί ξαφνικά η παραίσθηση τον απομόνωνε τελείως από τους άλλους. Αυτό δεν το άντεχε.
Σκέφτηκε να ξαναπάει στο γιατρό. Αλλά θα του έδινε πάλι χάπια.
Πέρασε καιρός – και πολλή ταλαιπωρία – μέχρι να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει. Μάζεψε όλα του τα υπάρχοντα, παραιτήθηκε από τη δουλειά του, αποχαιρέτισε τους γνωστούς του.
Πήγε κι έχτισε ένα σπιτάκι σε μια λόχμη ποταμού όπου μαζεύονταν τα περισσότερα πουλιά της χώρας. Εκεί έκανε το καινούριο του νοικοκυριό. Βρήκε δουλειά να βοηθάει στο διπλανό χωριό – πάντα χρειάζεται ένας γραμματιζούμενος. Και βολεύτηκε.
Τώρα, όταν ακούει πουλιά, δεν ξέρει αν είναι τα “δικά του” ή τα πραγματικά. Γιατί ο τόπος είναι παράδεισος των πετεινών – κι έγινε ακόμη πιο πολύ αφότου ήρθε αυτός κι έδιωξε τους λίγους κυνηγούς και τα παιδιά με τις ξόβεργες.
Όλη μέρα κελαηδισμοί αντηχούν στ’ αυτιά του. Και τι τον νοιάζει από πού έρχονται;
Ένιωσε τότε πως ο μόνος τρόπος να μη φοβάσαι τη διαφορά ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, είναι να την καταργήσεις.
Χάρηκε που τα ανύπαρκτα πουλιά τον έφεραν κοντά στα υπαρκτά.
Και, για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, ήταν ευτυχισμένος.

Νίκος Δήμου


Ο Νίκος Δήμου είναι ποιητής, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, χρονογράφος και σατιρικός. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε φιλοσοφία στο Μόναχο. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1953. Ακολούθησαν άλλα εξήντα, που έχουν κυκλοφορήσει σε πολλές επανεκδόσεις. Από το 1979 έχει κρατήσει προσωπικές στήλες σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Νεκρή Ζώνη

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεκτικός,
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο. 

Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα 
μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων 
μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα. 

Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια 
κι όσο μπορείς μη σκύβεις για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα. 
Βάδιζε πάντα σταθερά σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του. 

Να εκμεταλλεύεσαι κάθε λάμψη απ’ τις ρυπές των πολυβόλων 
για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου 
πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων. 

Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί 
στην άκρη του νερού εκεί 
στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου. 

Προς το παρόν, νά ‘σαι πολύ προσεκτικός 
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο 
που κουβαλάς στον ώμο. 

Άρης Αλεξάνδρου



Ο Άρης Αλεξάνδρου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ρωσίδα το 1922. Ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1928 και αφού έμεινε δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, έπειτα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο Λύκειο. Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην ΑΣΟΕΕ, όμως εγκατέλειψε σύντομα τις σπουδές του για να ασχοληθεί με τη μετάφραση. Ξεκίνησε να δουλεύει ως μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη το 1943.

Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας ο Αλεξάνδρου μαζί με μερικούς φίλους του, είχε δημιουργήσει μια ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού, η οποία συνέχισε τη δράση της τον πρώτο καιρό της κατοχής. Το 1941 η ομάδα αυτή προσχώρησε σε μια κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία όμως ο Αλεξάνδρου αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Από το 1944, που συνελήφθη για πρώτη φορά, και για 15 χρόνια, ο Άρης Αλεξάνδρου γνώρισε διώξεις και εκτοπίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο, στον Άγιο Ευστράτιο κ.α. Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 διέφυγε στο Παρίσι όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές. Πέθανε στο Παρίσι το 1978.

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Το πρόσωπο του τέρατος


Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει οτι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά.
Ο Φρανκεστάιν έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλλα, κι όλομόναχο χορεύει με πάθος ένα ταγκό ελλειπτικό. Δεν υπάρχει μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος και αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισθέντων και νεκρών. Και το ταγκό να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσους εννοούνε ν’ αντιδράσουνε στο τέρας, και εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.
Από την ώρα πού ο Φρανκεστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, 0 κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δε φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ’ το μυαλό της κότας. Απ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό που βρυχάται. Τι να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;
Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, η συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.
Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ’ τους εχθρούς. Κι ο εχθρός γεννιέται, δε γίνεται. Μας παρακολουθεί απ’ το σχολείο, σαν ήμασταν παιδιά, κι επιζητεί τον εξαφανισμό μας.
Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στην τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ’ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
- Πώς λέγεσαι; ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δύο άλλοι, δικοί του φίλοι.
- Βασίλης, του απαντώ.
- Και πού μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
- Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια.
Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φάνουν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:
- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός.
 Καί μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο καί τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
Ή μορφή του τέρατος είναι πολύχρωμη. Χιλιάδες φωτεινές επιγραφές με άθλια ονόματα καλλιτεχνών, συλλόγων και εταιριών αυτοκινήτων, στοιβάζονται στην οπτική περιοχή των περαστικών που επιζητούν να σπάσουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια για νά μπουν μέσα να προφυλλαχτούν από τις πόρνες, τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα και τις για πάντα ασύλληπτες υπερηχητικές μοτοσυκλέτες. Προχτές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη, και την είδα πάνω μου, να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας. Ζήτησα να επανέλθω στην όρθία μου στάση, επί της λεωφόρου, αλλά είχε ξημερώσει στο μεταξύ και η εφαρμογή του οδικού μας Κώδικα δεν μου επέτρεπε την επαναφορά της λεωφόρου στην αρχική της θέση. Έτσι, η μεν λεωφόρος παρέμεινε μετέωρος, κι εγώ, επέστρεψα στο σπίτι μου πεζός.
Το τέρας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί. Οι οδοκαθαριστές άρχιζαν την παράσταση τους με Σαίξπηρ, Σίλλερ και Αισχύλο, μια και ανήκουν δικαιωματικά στο υπουργείο Πολιτισμού. Χορός από τραβεστί, ψάλλει τα χορικά του Θεοδωράκη και αποσύρεται εις τάς μικράς οδούς, χορεύοντας συρτάκι. Τουρίστες Γάλλοι, Άγγλοι κι Ελβετοί παρακολουθούν κι ανατριχιάζουν μπρος σ’ αυτό το παραδοσιακό μας μεγαλείο. Και τρέχουνε στις Τράπεζες ν’ αλλάξουνε συνάλλαγμα. Το τέρας γίνεται γελοίο και κυκλοφορεί ανενόχλητο από Ωδείο σε Ωδείο. Η κλασική μας Μουσική γίνεται Μαγειρείο. Κι όλος ο κόσμος απαιτεί επιδόματα ειδικά από το Δημόσιο Ταμείο. Το ερώτημα περνάει απ’ τις ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας. Πώς θ’ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;
Θυμάστε τι έγινε στην «Έρωφίλη», από την προηγούμενη φορά. Ο κόσμος της είχε για βασικές αξίες το ήθος, την αλήθεια καί την ομορφιά. Κι έτσι, όταν παρουσιαζότανε η μορφή ενός τέρατος, αναστάτωνε το κοινό αίσθημα, εκ βαθέων, και προκαλούσε απρόσμενη, άμεση και καθοριστική αντίδραση. Μόλις ο Βασιλιάς έβγαλε τον μανδύα του μεγαλείου του και το προσωπείο του άγαθού αρχηγού πατέρα, κι εφάνη στο πρόσωπο του η μορφή του τέρατος, με τον διαμελισμό του Πανάρετου, ο Χορός από γυναίκες, ορμά πάνω του, τον ποδοπατά, τον θανατώνει καί τον εξαφανίζει.
Αυτό σημαίνει πως ο χορός των γυναικών αυτών, και δεν φοβήθηκε, αλλά και πως δε θα μπορούσε ποτέ να μοιάσει με το πρόσωπο του τέρατος.

Μάνος Χατζιδάκις, Τα σχόλια του τρίτου

Ο Μάνος Χατζιδάκις (Ξάνθη 23/10/1925 – Αθήνα 15/6/1994) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες. Το έργο του θεωρείται πως συνέδεσε τη λόγια με τη λαϊκή μουσική και περιλαμβάνει δεκάδες ηχογραφήσεις πολλές από τις οποίες αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικές.
Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης. Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε και κείμενα, παιδικά ποιήματα και τραγούδια, που δημοσιεύονταν στο περιοδικό Νέα Γενιά και σε άλλα έντυπα της ΕΠΟΝ. Μετά την Απελευθέρωση, μάλιστα έγραψε και τον ύμνο "ΕΠΟΝ, ΕΠΟΝ, είσαι ο εχθρός των φασιστών, καμάρι του λαού ΕΠΟΝ".
Το 1961 του απονέμεται το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι Τα παιδιά του Πειραιά, από την ταινία του Ζυλ Ντασέν Ποτέ την Κυριακή, το οποίο συμπεριλαμβάνεται και στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις, θεωρεί πως η ελαφρά μουσική του για τον κινηματογράφο του προσδίδει μια «ανεπιθύμητη λαϊκότητα» την οποία δεν αποδέχεται και φθάνει στο σημείο να αποκηρύξει μεγάλο μέρος της.
Σημαντικός σταθμός στο έργο του Χατζιδάκι για το θέατρο αποτελεί ακόμη η παράσταση Οδός Ονείρων (1962) σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού και με πρωταγωνιστή το Δημήτρη Χορν.
Στα τέλη του 1989 ο Χατζιδάκις ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων με σκοπό να παρουσιάσει έργα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα μέχρι το τέλος της ζωής του δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου.

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Η Ιδιοφυΐα του Πλήθους

Υπάρχει αρκετή προδοσία, μίσος, βία, παραλογισμός στο μέσο άνθρωπο
για να προμηθεύσει οποιοδήποτε στρατό, οποιαδήποτε μέρα.

Kαι οι καλύτεροι στο φόνο είναι αυτοί που κηρύττουν εναντίον του.
Kαι οι καλύτεροι στο μίσος είναι αυτοί που κηρύττουν αγάπη.
Kαι οι καλύτεροι στον πόλεμο είναι τελικά αυτοί που κηρύττουν ειρήνη.

Eκείνοι που κηρύττουν θεό, χρειάζονται θεό.
Eκείνοι που κηρύττουν ειρήνη, δεν έχουν ειρήνη.
Eκείνοι που κηρύττουν αγάπη, δεν έχουν αγάπη.

Προσοχή στους κήρυκες,
προσοχή στους γνώστες,
προσοχή σε αυτούς που όλο διαβάζουν βιβλία,
προσοχή σε αυτούς που είτε απεχθάνονται τη φτώχεια,
είτε είναι περήφανοι γι' αυτήν,
προσοχή σε αυτούς που βιάζονται να επαινέσουν
γιατί θέλουν επαίνους για αντάλλαγμα,
προσοχή σε αυτούς που βιάζονται να κρίνουν,
φοβούνται αυτά που δεν ξέρουν,
προσοχή σε αυτούς που ψάχνουν συνεχώς πλήθη
γιατί δεν είναι τίποτα μόνοι τους,
προσοχή στο μέσο άνδρα και τη μέση γυναίκα,
η αγάπη τους είναι μέτρια,
ψάχνει το μέτριο.

Αλλά υπάρχει ιδιοφυΐα στο μίσος τους,
υπάρχει αρκετή ιδιοφυΐα στο μίσος τους για να σας σκοτώσει,
να σκοτώσει τον καθένα.
Δεν θέλουν μοναξιά,
δεν καταλαβαίνουν τη μοναξιά,
θα προσπαθήσουν να καταστρέψουν οτιδήποτε,
διαφέρει από το δικό τους.
Μη βρισκόμενοι σε θέση να δημιουργήσουν έργα τέχνης,
δεν θα καταλάβουν την τέχνη,
θα εξετάσουν την αποτυχία τους ως δημιουργών,
μόνο ως αποτυχία του κόσμου.
Mη βρισκόμενοι σε θέση να αγαπήσουν πλήρως
θα πιστέψουν ότι και η αγάπη σας είναι ελλιπής,
και τότε θα σας μισήσουν
και το μίσος τους,
θα είναι τέλειο..

Σαν ένα λαμπερό διαμάντι,
σαν ένα μαχαίρι,
σαν ένα βουνό,
σαν μια τίγρη.
Όπως το κώνειο.

Η καλύτερη τέχνη τους...

Τσαρλς Μπουκόφσκι


Ο Χένρι Τσαρλς Μπουκόφσκι (Henry Charles Bukowski, 16/8/1920 — 9/3/1994) ήταν ένας Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας, που έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες της Αμερικής. Έγραψε πάνω από 50 βιβλία, καθώς και πολλά μικρότερα έργα, και έχει αναγνωριστεί ως πολύ σημαντικός για το είδος του, ενώ συχνά αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ποιητές ως μεγάλη επιρροή.
Όταν η Αμερική πήρε μέρος ενεργά στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι φίλοι του και κυρίως ο πατέρας του, τον πίεσαν να καταταγεί στο στρατό. Ο Μπουκόφσκι δεν ένιωθε πως ήθελε να πάει στον πόλεμο, κι έτσι ξεκίνησε μια ζωή περιφερόμενου άστεγου. Τον Αύγουστο του 1944 κρίθηκε ακατάλληλος για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία και αργότερα κατέληξε για λίγο καιρό στη Νέα Υόρκη, όπου την περίοδο του πολέμου και σε ηλικία 24 ετών, δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα "Aftermath of a Lengthy Rejection Slip" στο περιοδικό Story Magazine.
Τα έργα του Τσαρλς Μπουκόφσκι είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία αυτοβιογραφικά, αν και ακόμη κι αυτά, περιέχουν αρκετά φανταστικά στοιχεία. Έχοντας ζήσει περίπου μια δεκαετία στο περιθώριο, μέσα από την απορία, τον αλκοολισμό και συνεχείς καβγάδες, συνέλεξε ένα τεράστιο ποσό εμπειριών, τις οποίες και άρχισε να αποτυπώνει σιγά σιγά στα γραπτά του. Η φιγούρα του πατέρα του φαίνεται πως τον καταδιώκει συνεχώς, αποτυπώνοντας άλλοτε μίσος και αηδία προς το πρόσωπό του, κι άλλοτε μια ανθρώπινη κατανόηση, αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που δημιούργησαν την προσωπικότητά του.
Η εγκατάλειψη, ο πόνος, η φτώχεια, η απελπισία, εκφράζονται όλα μέσω των πρώιμων έργων του Μπουκόφσκι. Οι άνθρωποι που καταστράφηκαν επειδή δεν τους δόθηκε μια ευκαιρία, ή επειδή απλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο στις ζωές τους. Αλκοολικοί, άστεγοι, πόρνες, άνθρωποι που ζουν την κάθε στιγμή, χωρίς να περιμένουν τίποτα από το αύριο. Ο Μπουκόφσκι κατάφερε να διεισδύσει στις ψυχές αυτών των ανθρώπων, και να παρουσιάσει τα ταλέντα τους, τις προσωπικότητές τους, την ανθρωπιά τους. Με τρόπο λυρικό και όχι επιθετικό, κατακρίνει τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς και τον πόλεμο, το αμερικάνικο όνειρο και ολόκληρη την κοινωνία. Μετά τη σχετική αναγνώρισή του και την εξέλιξη της κοινωνικής του κατάστασης, ο Μπουκόφσκι αλλάζει λίγο και τη θεματολογία του. Παύει να μιλά μόνο για ιστορίες χαμένων ανθρώπων. Συναναστρεφόμενος με διαφορετικούς ανθρώπους, διανθίζει τα έργα του με σαρκαστικά σχόλια για την καινούρια του ζωή, ωριμάζοντας και μαλακώνοντας λίγο το ύφος του.
Πάνω στον τάφο του είναι γραμμένες οι λέξεις "Μην Προσπαθείς" (Don't Try). Σύμφωνα με τη γυναίκα του, το νόημα των παραπάνω λέξεων έχει να κάνει με τις παρακάτω φράσεις: "Εάν σπαταλάς όλη σου την ώρα προσπαθώντας, τότε το μόνο που πράττεις είναι να προσπαθείς. Γι' αυτό μην προσπαθείς. Πράξε" ("If you spend all your time trying, then all you're doing is trying. So don't try. Just do").

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Για την ανατολικογερμανικη εξεγερση του 1953

Ύστερ' απ' την εξέγερση της 17 του Ιούνη,
ο γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών
έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις
που λέγανε πως ο λαός έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης,
και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει
παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια.

Δε θα' ταν τότε
πιο απλό, η κυβέρνηση
να διαλύσει το λαό
και να εκλέξει έναν άλλον;

Μπέρτολτ Μπρεχτ

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (γενν. Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10/2/1898 - 14/8/1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του "επικού θεάτρου" (Episches Theater) στη Γερμανία. Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία. Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική του Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.

Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του Βάαλ (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του Ταμπούρλα μες τη Νύχτα (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ κι επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το "διδακτικό" και "ανθρωπιστικό" θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του.

Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό Η Λέξη (Das Wort). Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.

Το 1944 γράφει το έργο Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής, μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού. Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.