Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Μπαλάντα του Μπλουά

Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη ‘στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Στ’ «αβέβαιος» πάντα βρίσκω τ’ «ορισμένος»
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να ‘βγω
Όταν χαράζει, λέω, -«Καλή νυχτιά!»
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Έγνοιες δεν έχω κι είμ’ ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ’ όσους μ’ επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν’ της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ’ αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Πρίγκιπα μου μακρόθυμε,
καμμιά γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.


Francois Villon

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Άτιτλο

Τι θα ‘κανα δίχως αυτό τον κόσμο δίχως πρόσωπο και δίχως απορίες
Όπου το Είναι διαρκεί μόνο για μια στιγμή κι όπου η κάθε μια στιγμή
Χύνει στη λήθη στο κενό το γεγονός ότι υπήρξα
Δίχως αυτό το κύμα όπου στο τέλος
Σώμα και σκιά μαζί καταποντίζονται
Τι θά’κανα δίχως εκείνη τη σιωπή που ψιθυρίζοντας βγαίνει από τα έγκατα
Ασθμαίνοντας και οργισμένη ζητά αγάπη και βοήθεια
Δίχως τον ουρανό εκείνο που υψώνεται
Πάνω από τη σκόνη των ίδιων του των ναυαγίων
τι θά’κανα θα έκανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα
κοιτώντας από τον φεγγίτη μου μήπως δεν είμαι μόνος
να περιπλανιέμαι νʼ αποστρέφομαι ετούτη τη ζωή
μέσα σε ένα σύμπαν που σπαράζει
μέσα σε όλες τις φωνές δίχως φωνή δική μου
φωνές που εγκλωβίστηκαν μαζί μου.


Samuel Beckett

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Όταν βλέπεις το 100% τέλειο κορίτσι ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό

Ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό, σ' ένα στενό δρόμο της μοντέρνας γειτονιάς του Τόκιο Χαραγιούκου, συνάντησα το 100% τέλειο κορίτσι.
Να πω την αλήθεια, δεν είναι τόσο όμορφη. Δεν ξεχωρίζει με κάποιο τρόπο. Τα ρούχα της τίποτα το ιδιαίτερο. Το πίσω μέρος των μαλλιών της είναι ακόμα ανάκατο από τον ύπνο. Ούτε είναι νέα -πρέπει να είναι κοντά τριάντα, ούτε κατά διάνοια «κορίτσι» αν θέλουμε να μιλήσουμε κυριολεκτικά. Μα κι έτσι, ξέρω από πενήντα μέτρα μακριά: Είναι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα. Τη στιγμή που τη βλέπω η καρδιά μου βροντοχτυπάει και το στόμα μου είναι στεγνό σαν έρημος.
Ίσως έχεις το δικό σου ιδιαίτερο αγαπημένο τύπο κοριτσιού -αυτόν με λεπτούς αστραγάλους, ή μεγάλα μάτια, ή χαριτωμένα δάχτυλα, ή σε τραβάνε για κάποιο λόγο τα κορίτσια που γευματίζουν με το πάσο τους. Έχω τις δικές μου προτιμήσεις, φυσικά. Μερικές φορές στο εστιατόρια θα πιάσω τον εαυτό μου να κοιτάει το κορίτσι στο διπλανό τραπέζι γιατί μ' αρέσει το σχήμα της μύτης της.
Αλλά κανείς δεν μπορεί να επιμείνει ότι το 100% τέλειο κορίτσι για κείνον ανταποκρίνεται σε κάποιον προκαθορισμένο τύπο. Όσο κι αν μ' αρέσουν οι μύτες, δεν μπορώ να θυμηθώ το σχήμα της δικής της- ούτε καν αν είχε. Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι ότι δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Είναι περίεργο.
«Χθες στο δρόμο είδα το 100% τέλειο κορίτσι» λέω σε κάποιον.
«Ναι;» λέει. «Όμορφη;»
«Όχι ιδιαίτερα»
«Ο τύπος σου τότε;»
«Δεν ξέρω. Δε φαίνεται να θυμάμαι τίποτα γι' αυτή -το σχήμα των ματιών της ή το μέγεθος του στήθους της».
«Περίεργο»
«Ναι περίεργο»
«Οπότε» λέει ενώ ήδη έχει βαρεθεί, «Τι έκανες; Της μίλησες; Την ακολούθησες;»
«Μπα, απλά την προσπέρασα στο δρόμο».
Περπατάει από την Ανατολή στη Δύση κι εγώ από τη Δύση στην Ανατολή. Είναι ένα πραγματικά όμορφο πρωινό του Απρίλη.
Μακάρι να μπορούσα να της μιλήσω. Μισή ώρα θα ήταν αρκετή: απλά να τη ρωτήσω για κείνη, να της πω για μένα και -κάτι που πραγματικά θα ήθελα να κάνω- να της εξηγήσω της περιπλοκές της μοίρας που οδήγησαν στη συνάντησή μας σ' έναν παράδρομο στο Χαραγιούκου ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό του 1981. Ήταν κάτι που σίγουρα θα παραγεμιζόταν με ζεστά μυστικά, όπως ένα αντικέ ρολόι φτιαγμένο όταν η ειρήνη κάλυπτε τον κόσμο.
Αφού μιλούσαμε θα τρώγαμε κάπου, ίσως θα βλέπαμε μια ταινία του Γούντι Άλεν, θα σταματούσαμε σ' ένα μπαρ ξενοδοχείου για κοκτέιλ. Με τύχη ίσως καταλήγαμε στο κρεβάτι.
Η ενδεχομενικότητα χτυπάει την πόρτα της καρδιάς μου.
Τώρα η απόσταση μεταξύ μας έχει στενέψει στα δεκαπέντε μέτρα.
Πώς να την προσεγγίσω; Τι θα 'πρεπε να πω;
«Καλημέρα δεσποινίς. Νομίζετε ότι έχετε μισή ώρα για μια μικρή κουβεντούλα;»
Γελοίο. Θα ακουγόμουν σαν ασφαλιστής.
«Με συγχωρείτε, μα τυχαίνει να ξέρετε αν υπάρχουν διανυκτερεύοντα καθαριστήρια στη γειτονιά;»
Όχι, το ίδιο γελοίο. Δεν κουβαλάω και καμιά μπουγάδα, ποιος θα τσιμπήσει με μια τέτοια ατάκα;
Ίσως η απλή αλήθεια αρκεί. «Καλημέρα. Είσαι το 100% τέλειο κορίτσι για μένα».
Όχι, δε θα με πίστευε. Ή κι αν το έκανε, μπορεί να μην ήθελε να μου μιλήσει. Συγγνώμη, θα μπορούσε να πει, μπορεί να είμαι το 100% τέλειο κορίτσι για σένα, αλλά δεν είσαι το 100% τέλειο αγόρι για μένα. Θα μπορούσε να συμβεί. Κι αν βρισκόμουν σ' αυτήν την κατάσταση, πιθανόν θα διαλυόμουν. Δε θα συνερχόμουν ποτέ από το σοκ. Είμαι τριανταδύο, κι με αυτό ακριβώς έχει να κάνει το να μεγαλώνεις.
Περνάμε μπροστά από ένα ανθοπωλείο. Μια μικρή, ζεστή μάζα αέρα αγγίζει το δέρμα μου. Η άσφαλτος είναι υγρή και πιάνω τη μυρωδιά από τριαντάφυλλα. Δεν μπορώ να κάνω τον εαυτό μου να της μιλήσει. Φοράει ένα λευκό πουλόβερ, και στο δεξί χέρι κρατάει έναν κατάλευκο φάκελο που του λείπει μόνο γραμματόσημο. Οπότε: έχει γράψει ένα γράμμα σε κάποιο, ίσως πέρασε όλη τη νύχτα γράφοντας, κρίνοντας απ' τα νυσταγμένα μάτια της. Ο φάκελος θα μπορούσε να περιέχει κάθε μυστικό της.
Κάνω λίγες ακόμα δρασκελιές και στρίβω. Έχει χαθεί στο πλήθος.

Τώρα, βέβαια, ξέρω ακριβώς τι θα έπρεπε να της έχω πει. Θα ήταν όμως ένας μεγάλος λόγος, πολύ μεγάλος για να τον εκφράσω όπως έπρεπε. Οι ιδέες που μου έρχονται δεν είναι ποτέ ιδιαίτερα πρακτικές.
Εντάξει λοιπόν, θα ξεκινούσε «Μια φορά κι έναν καιρό» και θα τέλειωνε «Μια θλιβερή ιστορία δε νομίζεις;».

Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

Μεγάλο γράμμα

Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
Όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
Τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σωρεύουν οι καιροί.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θέλεις να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.

Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά
σα μαθητές που σπαν’ τα καλαμάρια τους στην πόρτα του
σχολείου…

Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου
και ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες τα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες σημειώσεις

Μα έπειτα
κι αυτό δε φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται
Ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κι εύκολα δε χορταίνει δε γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του
είναι η δική σου δίψα.

Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δε γινόταν αλλιώς.
Ό,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
Ό,τι μας γέμιζε χτες
Ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.

Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ’αγαπώ
μα ήταν πολλά τα όσα ξέραμε
ήταν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.

Κι αν ήμουν άντρας
κι έπρεπε να ’μαι δυνατός
(έπρεπε…)
να το ξέρεις:
Όπου μ’ άγγιζες πονούσα.
Όπου δε μ’ άγγιζες
πονούσα.

Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα
τα δικά μου ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.


Τίτος Πατρίκιος

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Εαρινή Συμφωνία XXVII

Ξημερώνει.
Η αχλύ παραμερίζει.
Τα πράγματα
σκληρά λαμπερά κι αδιάψευστα.

Πόσους μήνες κοιμηθήκαμε.
Ξεχασμένοι ξεχαστήκαμε
σ' ένα θάμβος πυκνό
από νύχτα κι από ήλιο.

Δεν κλαίω
γιατί ο ύπνος μ' αρνήθηκε.
Πίσω απ' τον κήπο μας
υπάρχουν κι άλλοι κήποι.

Ο θάνατος υψώνει
σκαλί σκαλί τη σκάλα
που πάει στον ουρανό.

Φεύγει το θέρος
μα το τραγούδι μένει.

Όμως εσύ που δεν έχεις φωνή
πού θα σταθείς ν' απαγκιάσεις;
Πώς θα σμίξεις το φως με το χώμα;

Άνοιξε τα παράθυρα
να μπει το φως
η ατίθαση ριπή του ανέμου
το αψύ χνώτο
των μεγαλόπρεπων βουνών.

Κοίτα
χαμογελάει το ανεξάντλητο
μπροστά στα σταυρωμένα χέρια.
Λύσε τα χέρια.

Άνοιξε τα παράθυρα
να δεις το σύμπαν ανθισμένο
μ' όλες τις παπαρούνες του αίματός μας
- να μάθεις να χαμογελάς.

Δε βλέπεις;
Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη
πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη.
Νά τος ο ήλιος
πάνω απ' τις μπρούντζινες πολιτείες
πάνω απ' τους πράσινους αγρούς
μες στην καρδιά μας.

Νιώθω στους ώμους
το βαθύ μυρμήγκιασμα
καθώς φυτρώνουν
όλο πιο νέα και πιο μεγάλα
τα φτερά μας.

Ύψωσε τα ματόκλαδα.

Αστράφτει ο κόσμος
έξω απ' τη λύπη σου
φως και αίμα
τραγούδι και σιωπή.

Καλοί μου άνθρωποι
πώς μπορείτε
να σκύβετε ακόμη;
Πώς μπορείτε
να μη χαμογελάτε;

Ανοίχτε τα παράθυρα

Νίβομαι στο φως
βγαίνω στον εξώστη
γυμνός
ν' αναπνεύσω βαθιά
τον αιώνιο αγέρα
με τ' αδρά μύρα
του νοτισμένου δάσους
με την αλμύρα
της απέραντης θάλασσας.

Αστράφτει ο κόσμος
ακούραστος.
Κοιτάχτε.


Γιάννης Ρίτσος

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Μη - βιώματα

Πρόσεχε·
δε θέλω να σκάσει το κεφάλι σου
ή να σε τρελάνουν οι αναμνήσεις.

Δε θέλω να με θυμάσαι μονάχα τα βράδια
και να κλαις μέχρι να κοιμηθείς.

Δε θέλω να με βλέπεις στις φωτογραφίες
και να δολοφονείς στιγμές.

Πρόσεχε·
δε θέλω να σε γοητεύει μία ανάμνηση,
αλλά η παρουσία.

Δε θέλω να με νιώθεις σαν φάντασμα
ενώ είμαι ακόμα ζωντανός.

Δε θέλω να κάνεις πως επιβιώνεις·
γιατί πεθαίνεις,
γίνεσαι πεισματικά αυτόχειρας.

Να σου πω,
άσε τις ιστορίες και τις αναμνήσεις·
παράτα τις στιγμές και τη μνήμη.

Μας έχουν γαμήσει με τα βιώματα·
τα καθίκια - επίτηδες - μας τα θυμίζουν
για να δακρύζουμε εμείς,
ενώ αυτοί γελούν και χαίρονται.

Είναι ανόητοι όμως·
τρομακτικά ανόητοι.
Δεν ξέρουν ότι θα δολοφονηθούν
από τα όνειρά μας,
ότι τα βιώματα μας
θα τους προσφέρουν αϋπνίες
και οι φαντασιώσεις μας
θα εξαφανίσουν
τις ηθικολογικές τους διαστροφές
μια για πάντα.

Γι' αυτό σου λέω,
ξέχνα την ανάμνηση μου
κι έλα να τους διαλύσουμε
- αν αντέχεις·
αλλιώς φύγε μακριά,
ή καλύτερα
πήγαινε μαζί τους.


© Θάνος Ι. Κουλουβάκης, 10/6/19

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

I was convinced

For she was a traveller
who was owned by the paths
she's yet to take.

And I was the desert
with far too many
dunes, pits, and storms,


and far less moons and stars to offer.

And so for the longest time
I was convinced
that my soul's too dried out
to have an oasis hidden within.


Pete Gomez

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2019

Χωρισμός

Χωρίζω, αφού είναι ένα ψέμα πια στη ζωή μου
η ύπαρξη του μέλλοντος.
Από το μέλλον χωρίζω.
Ξέρω τα πάντα κάτω απ’ την τεράστια σκιά του θα ζω,
μ’ αυτό το ΘΑ που αναβοσβήνει σταθερά
παίζοντας με την ελπίδα.
Όμως συγκεντρώνομαι πια στο ΤΩΡΑ.
Οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες,
κυλάνε στο παρόν.
Και ξαφνικά κάτι σαν γέλιο
ακούγεται μέσα μου:
Ούτε μιαν ανάσα δεν παίρνεις
–λέει μια φωνή–
χωρίς να στηρίζεσαι στην αοριστία του μέλλοντος.
Τότε, λέω, ο χωρισμός αναβάλλεται. Για πάντα.


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Φυγή

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.

Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.


Γιώργος Σεφέρης

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Είμαι ένα άστρο

Είμαι ένα άστρο στον άπειρο ουρανό,
που τον κόσμο παρατηρεί, τον κόσμο περιφρονεί,
και στην πυρά του φλέγεται.

Είμαι η θάλασσα που τη νύχτα θεριεύει,
η πένθιμη θάλασσα, η φορτωμένη θύματα
που νέες αμαρτίες πάνω στις παλιές σωρεύει.

Είμαι από τον κόσμο σας εξορισμένος
από περηφάνια αναθρεμμένος, από περηφάνια εξαπατημένος,
είμαι ο βασιλιάς δίχως χώρα.

Είμαι το βουβό παράφορο πάθος,
σε σπίτι δίχως εστία, σε πόλεμο δίχως σπαθί,
και άρρωστος από την ίδια μου την ισχύ.


Έρμαν Έσσε

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Όταν μιλούν

Όταν μιλούν στα καφενεία
για έρωτα κι ελευθερία και τέτοια
πως να τους πεις για τον ερειπωμένο έρωτα
που αντιστέκεται ακόμα και στην απομόνωση,
για τη δικαιοσύνη που φτιάχνεται στο χάος
χιλιάδων προσβολών και παραβάσεων,
πως να τους πεις για λευτεριά που μοναχά κερδίζεται
μεσα απ’ το βάθος των αποπνικτικών δεσμωτηρίων


Τίτος Πατρίκιος