Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Πριν τους αλλάξει ο χρόνος

Λυπήθηκαν μεγάλως στον αποχωρισμό των.
Δεν τόθελαν αυτοί· ήταν η περιστάσεις.
Βιοτικές ανάγκες εκάμνανε τον ένα
να φύγει μακρυά — Νέα Υόρκη ή Καναδά.
Η αγάπη των βεβαίως δεν ήταν ίδια ως πριν·
είχεν ελαττωθεί η έλξις βαθμηδόν,
είχεν ελαττωθεί η έλξις της πολύ.
Όμως να χωρισθούν, δεν τόθελαν αυτοί.
Ήταν η περιστάσεις.— Ή μήπως καλλιτέχνις
εφάνηκεν η Τύχη χωρίζοντάς τους τώρα
πριν σβύσει το αίσθημά των, πριν τους αλλάξει ο Χρόνος·
ο ένας για τον άλλον θα είναι ως να μένει πάντα
των είκοσι τεσσάρων ετών τ’ ωραίο παιδί.



Κωνσταντίνος Καβάφης, Ποιήματα 1897-1933

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.

Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.


Κώστας Καρυωτάκης


(30 Οκτωβρίου 1896 – 21 Ιουλίου 1928) [...] Κοινωνικός ποιητής ο Καρυωτάκης και συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής προσωπικής περιπέτειας, ένωσε τις άκρες των δύο τάσεων, προκαλώντας την τρομερή ηλεκτρική κένωση στο σώμα της λογοτεχνίας μας. Υπήρξε ψυχρός ποιητής, χωρίς αναπτύξεις στην έκφραση, χωρίς μηρυκασμούς στην έμπνευση, συντάκτης του ισολογισμού: ουσία της ποίησης - κοινωνικοί όροι ύπαρξής της. Νομιμοποίησε συγχρόνως και το μόνο δυνατό γλωσσικό ιδίωμα στην νεοελληνική ποίηση, απορρίπτοντας όλον τον τεχνητό γλωσσικό εφιάλτη της εποχής. Ποιητές-ανακαινιστές της γλώσσας μπορούν να υπάρξουν μόνο σε έθνη που δεν έχουν απομακρυνθεί ακόμη πολύ από το βαρβαρικό (με την σωστή σημασία της λέξης) παρελθόν τους, σε έθνη δηλ. που η γλώσσα τους βρίσκεται σε ακμή και ανάπτυξη. Τα έθνη με πανάρχαιες, ερειπωμένες πια γλώσσες, έχουν χάσει το παιχνίδι στον τομέα αυτόν. Δεν υπάρχει άλλο γλωσσικό ιδίωμα για την ελληνική ποίηση, παρά η γλώσσα του πρόσφυγα, του μετανάστη, του εξόριστου, της διασποράς, η γλώσσα του έλληνα σε συνεχή κατάσταση ανάγκης. Από δω και η καταγωγή της ποπ-καθαρεύουσας των υπερρεαλιστών, άσχετα αν σήμερα κατάντησε να γίνει η γλώσσα της ανεκδοτολογικής ποίησης.[...]

Βύρων Λεοντάρης, Θέσεις για τον Καρυωτάκη

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Η θάλασσα

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:

χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.


Ντίνος Χριστιανόπουλος, 1962

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Το Σύνταγμα της Ηδονής

Μη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.

Όλοι οι νόμοι της ηθικής — κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι — είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας.

Μη αφήσεις καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξει. Μη πιστεύεις ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Το χρέος σου είναι να ενδίδεις, να ενδίδεις πάντοτε εις τας Επιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Το χρέος σου είναι να καταταχθείς πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας.Μη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Μη λέγεις, Τόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε διά να την κερδίσεις ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Ηδονή.

Μη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, διά να ακούσεις τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνει το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας.

Μη απατηθείς από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. Η υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Και επιτέλους όταν πέσεις εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάσει η κηδεία σου, αι Μορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι θεοί του Ολύμπου, και θα σε θάψουν εις το Κοιμητήριον του Ιδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.

Κωνσταντίνος Καβάφης, (1894-1897;)



Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Φυλακισμένα σώματα

Σε μια κοινωνία που γίνεται όλο και πιο συντηρητική, ακούγεται από παντού πόσο απελευθερωμένοι και προοδευτικοί είμαστε πια. Αφού έχει υπάρξει ένας Μάης του '68, οι γυναίκες μορφώνονται και εργάζονται, μπορούν να πάρουν διαζύγιο και να επιλέξουν τον ερωτικό τους σύντροφο σίγουρα έχουμε πετάξει από πάνω μας τα κατάλοιπα του συντηρητισμού... Εδώ μπορεί να υπάρχει ένα gay pride!
Μπα; Αν οι γυναίκες είναι τόσο άνετες με την ύπαρξή τους γιατί όλο και περισσότερες υποφέρουν από διατροφικές διαταραχές, γιατί προσπαθούν να χωρέσουν σε Size 0, να κόψουν και να ράψουν το σώμα τους για να ανταποκριθούν στα πρότυπα που άλλοι έχουν δημιουργήσει γι' αυτές; Έχω ακούσει αρκετές φορές πως πλέον δεν υπάρχει σεξισμός. Απόδειξη ότι και οι άντρες πλένουν πιάτα [...] και άλλα παρόμοια. Όμως κάτω από την επιφάνεια τι είναι αυτό που υποβόσκει; Γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε σε μια κοινωνία όπου τα πρότυπα συμπεριφοράς δοκιμάζουν να περάσουν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά: παίξε με τις κούκλες σου, κάτσε ήσυχα, σπούδασε, σώπα, κοίτα τον εαυτό σου, ώρα να νοικοκυρευτείς, πότε θα μου κάνεις ένα εγγονάκι; Με αυτή τη σειρά οι απορίες των γονιών που έτσι έχουν μάθει, έτσι σου λένε να ζήσεις κι εσύ. Κι αναρωτιέμαι αν αυτά τα προκαθορισμένα που έχουν μπηχτεί στο κεφάλι μας από πάντα δεν μας επηρεάζουν στο τι θέλουμε ή στο τι νομίζουμε πως θέλουμε για μας.
Η τηλεόραση έχει γέλιο...μέχρι δακρύων. Ο απλοϊκός τρόπος που παρουσιάζουν τους ανθρώπους και τη συμπεριφορά και τις ανάγκες τους, φτάνει στα όρια του γελοίου. Η Μοιραία γυναίκα (απαραιτήτως αδύνατη και πλαστικοποιημένη), ο ισχυρός αδίστακτος άντρας (που φυσικά έχει πατήσει επί πτωμάτων για να ανέβει κοινωνικά και να ελέγχει), ο σκληρός και πολύ μάγκας (που καμιά δεν μπορεί να του αντισταθεί) και μερικοί ακόμα μαύροι/άσπροι χαρακτήρες που είναι λες και ξεπήδησαν από ελληνική ταινία του '60 με μερικές μετατροπές για να μη φαίνονται τελείως χαζοί. Αν επεκταθούμε στο θέμα των διαφημίσεων...των σταρ κ.ο.κ. έχουμε ένα χοντροκομμένο σχήμα του ποια είναι τα πρότυπα που "πρέπει" να ακολουθήσουμε.
Εδώ πρέπει να πω ότι σε καμιά περίπτωση δεν πιστεύω πως όλα αυτά είναι μια μυστική συνωμοσία των αντρών για να μας έχουν του χεριού τους. Υποστηρίζω πως κι αυτοί είναι θύματα μιας κουλτούρας που φυλακίζει το σώμα και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Οι άντρες δεν κλαίνε και πρέπει να' ναι γαμιάδες και κυνηγοί κι αν χρειάζεται να ρίχνουν και καμιά σφαλιάρα στην γκόμενά τους, ή έτσι έχουν αναγκαστεί να μοιάζουν για να περάσουν το τεστ της κανονικότητας. Οποιαδήποτε ένδειξη ευαισθησίας φέρνει κακεντρέχεια και υπόνοιες αν αυτός ο κάποιος φέρνει σε γκέι...που κουβαλάει ακόμα αρνητικό πρόσημο όσο κι αν τα πράγματα έχουν προχωρήσει. Την ίδια στιγμή που οι περισσότερες διαφημίσεις μέρα μεσημέρι θυμίζουν τσόντα, το ΕΣΡ κόβει ένα ομοφυλοφιλικό φιλί και στο δρόμο ακόμα κάποιοι δυσανασχετούν αν ένα ζευγάρι (οποιουδήποτε προσανατολισμού) εκφραστεί σε κοινή θέα. Ο γυμνισμός σε μια παραλία ή ακόμα κι αν θα φαίνονται οι ρώγες μιας γυναίκας μέσα από την μπλούζα προκαλεί την κριτική. Για να είσαι "σωστό γκομενάκι" πρέπει να φοράς μίνι και ξώβυζο, αλλά αν σε βιάσουν μπορεί και να φταις λίγο αφού είσαι τσούλα. Tι θα πει πια ο κόσμος; Ντροπή. Έχουμε φτάσει να χρειάζεται να βάλουμε το σώμα μας σε μια γυάλα για να μπορούμε να το διαχειριστούμε.
Το πρώτο πράγμα που φυλακίζεται σε μια καταπιεστική κοινωνία είναι το σώμα, που για μένα είναι το βασικό μέσο που έχουμε για να εκφράσουμε τις σκέψεις και τα αισθήματά μας. Η "κοινή λογική" που μας πλασάρουν μπορεί να κρύψει από τα μάτια μας ακόμη και το ποιοι είμαστε πραγματικά, οδηγώντας σε μια ύπαρξη δυστυχισμένη, περιχαρακωμένη.
Το σεξ αποτελεί ένα απ'τα ακριβότερα "εμπορεύματα" στην καπιταλιστική κοινωνία, άρα τα σώματα παιδιών,γυναικών κι αντρών πουλιούνται κι αγοράζονται από όσους έχουν τη δυνατότητα. Πορνό, μόδα, σόου μπιζ, πορνεία. Το φυσικό σώμα βρίσκεται στο απόσπασμα και αν θέλουμε να έχουμε επαφή με τη σεξουαλικότητά μας πρέπει να το κάνουμε όπως μας λένε, αλλιώς δεν παίζουμε με τους κανόνες τους. Η σκλαβιά του σώματος βέβαια μπορεί να είναι και χειροπιαστή, σ' έναν κόσμο που χτίζονται ολοένα περισσότερες φυλακές, κέντρα κράτησης μεταναστών, ψυχιατρεία για όσους είναι αδύνατον να προσαρμοστούν σε μια κοινωνία αδικίας και παραφροσύνης. (αλλά αυτό είναι κάτι που χρήζει άλλης ανάλυσης)
Σε καιρούς κρίσης διακυβεύεται ακόμα και η ίδια η ύπαρξη και η ζωή μας. Όμως το πρώτο βήμα για να δημιουργήσουμε κάτι νέο, είναι πιστεύω να επαναπροσδιορίσουμε τι είναι όντως και τι μας έχει δοθεί ως αλήθεια. Να ξεπεράσουμε την επιφάνεια του "είμαι απελευθερωμένος" και να ψάξουμε στην ουσία, με πρώτο στοίχημα να επιτρέψουμε στο σώμα να επικοινωνήσει με την επιθυμία και να καθορίσει τα "θέλω" ενάντια στα "πρέπει". Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει μόνο του, αλλά παράλληλα με την πάλη ενάντια στην ανεργία, το ρατσισμό, τη φτώχεια που με διαφορετικούς τρόπους παραβιάζουν την ελευθερία μας. Απ' τα καλύτερα παραδείγματα είναι οι καθαρίστριες του Υπ. Οικονομικών που κατέβηκαν στο gay pride, ξεπερνώντας όποιες προκαταλήψεις μέσα από τον αγώνα τους. Ο επαναπροσδιορισμός του εαυτού μας επικοινωνεί διαλεκτικά με την αμφισβήτηση του συστήματος που μας έχει γεννήσει, τίποτα απ' τα δύο δεν προηγείται.

reblogged from enjoy magazine

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται

Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία.
Τουλάχιστον μ' αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ.
Και μεις τι την κάνουμε ρε, αντί να την ζήσουμε;
Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την...
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα...
Έτσι, μ'αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας σα να είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;
Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν “ανάγκες”, σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...
Όλα, όλα Σαλονικιέ τα αφήσαμε για αυτό το αύριο που δε θα έρθει ποτέ...
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς… Όμως.. τ’ αφήσαμε για αύριο…
Για να πάμε πού ρε Σαλονικιέ;
Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο, και μεις οι μαλάκες αντί να κλαίμε το δειλινό γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ'τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατί;
Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος. Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει.
Ήρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: "Χους ει και εις χουν απελεύσει". Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια ..."

Χρόνης Μίσσιος, Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο, απόσπασμα από την ενότητα Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται 2009



Ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός, αγωνιστής της Aριστεράς και ίσως ο πρώτος ακτιβιστής στην Ελλάδα υπέρ της ολιστικής οικολογικής φιλοσοφίας, γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού, λόγω οικονομικής ανέχειας.
Λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός. Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Ένα μόνο “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Στη φυλακή (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού) πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της απριλιανής δικτατορίας. Την περίοδο της καθείρξεώς του μάλιστα έμαθε ουσιαστικά ανάγνωση και γραφή. Μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 που αποφυλακίζεται (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος.
Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία. Το πρώτο του βιβλίο Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς… (1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Ήταν ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας, καθιερώθηκε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέας στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους. Η αμεσότητα του προφορικού του λόγου, που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να υπερβεί το στενό πλαίσιο του αριστερού απομνημονεύματος και να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με έντονα πολιτικό λόγο.
Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε; (1988). “Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων του, μεταδίδοντας το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα: από το Τα κεραμίδια στάζουν (1991) μέχρι τα Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι (1996) και Ντομάτα με γεύση μπανάνας (2001)“.
Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.
Συμετείχε σε ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ πραγματοποίησε και τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας.
“Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι, με την σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους σε ένα αγροτόσπιτο.
Πέθανε στις 20 Νοεμβρίου 2012, σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας μετά από μάχη με τον καρκίνο.