Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (29/4/1863 - 29/4/1933) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του, εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1870 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αγγλία όπου έμεινε μέχρι το 1876. «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».
Το 1897 ταξίδεψε στο Παρίσι και το 1903 στην Αθήνα, χωρίς από τότε να μετακινηθεί από την Αλεξάνδρεια για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ύστερα από περιστασιακές απασχολήσεις σε χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, αποφάσισε να γίνει δημόσιος υπάλληλος και διορίστηκε σε ηλικία 26 χρονών στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων 1922.
Από το 1886 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα επηρεασμένα από τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές, χωρίς να τον έχει επηρεάσει καθόλου η στροφή της γενιάς του 80. Από το 1891, όταν εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο το ποίημα Κτίσται, και ιδίως το 1896, όταν γράφει τα Τείχη,το πρώτο αναγνωρισμένο, εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του.
Ο Καβάφης είναι γνωστός για την ειρωνεία του, ένα μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας. Οι Έλληνες ποιητές γενικά τον σνόμπαραν λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Πολλοί όμως από τους αλλόγλωσσους ομότεχνους και αναγνώστες του (π.χ. Όντεν, Φόρστερ) αρχικά γνώρισαν και αγάπησαν τον ερωτικό Καβάφη.
Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών του. Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισήχθη στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, τη μέρα που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής.
Σήμερα η ποίησή του όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες.
Ο ποιητής επεξεργάζονταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα.
Ο Καβάφης, όπως κάθε ποιητής, λειτουργεί κυρίως μέσω των συμβόλων. Η τέχνη του είναι η συγκέντρωση αρχετύπων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στο λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν, από τη συλλογική ψυχή της φυλής και τις αποθέτει στο παρόν, ενίοτε ως προειδοποίηση για τα μελλούμενα. Είναι τέτοια η σχέση του με τη συλλογική ψυχή και τα περιεχόμενά της, που θεωρείται προδρομικός της σχέσης της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα με τη συλλογική συνείδηση.
Η συμβολιστική του τάση είναι έντονη και συνδυάζεται με λόγο λιτό αλλά διαχρονικά επίκαιρο. Η ειρωνική διάθεση, αυτό που αποκλήθηκε καβαφική ειρωνεία συνδυάζεται με την τραγικότητα της πραγματικότητας, για να καταστεί κοινωνικά διδακτική και οι ηδονιστικοί του προσανατολισμοί ανακατεύονται με κοινωνικές επισημάνσεις. Αναμφίβολα δεν είναι εύκολο να οριοθετήσει κανείς ξεκάθαρα σε θεματικούς κύκλους την ποιητική του Καβάφη. Η ιστορία ανακατεύεται με τις αισθήσεις και το στοχασμό σε μια ενιαία οντότητα, αυτήν πιθανώς που ο ίδιος ο Καβάφης προσδιορίζει ως «ενιαίο καβαφικό κύκλο», αλλά σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, στον αμέσως επόμενο στίχο, η εναλλαγή δικαιώνει όσους χαρακτήρισαν την καβαφική ποίηση πρωτεϊκή.

Έντιμε (;) άνθρωπε..


Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Της αγάπης αίματα

Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά
των ανθρώπων
μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο

Στ' ανοιχτά του πέλαγου με καρτέρεσαν
με μπομπάρδες τρικάταρτες
και μου ρίξανε
αμαρτία μου να 'χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της
μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή
να φωτίσουν
μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο

Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί






Ο Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996), φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη , ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών εργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης. 
Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: "από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος". Το έργο του έχει επανειλημμένα συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και ο Ελύτης διαφοροποιήθηκε νωρίς από τον "ορθόδοξο" υπερρεαλισμό που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος ή ο Νικόλαος Κάλας. Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό και δανείστηκε στοιχεία του, τα οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση. Οι επιρροές από τον υπερρεαλισμό διακρίνονται ευκολότερα στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Προσανατολισμοί (1940) και Ήλιος ο πρώτος (1943).
Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο» . Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του, καθώς και την τεχνική του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε για την κλασσική ακρίβεια της φράσης ενώ η αυστηρή δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης». Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο Δ.Ν. Μαρωνίτης και ο Γ.Π. Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούνταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού.
Η μεταγενέστερη πορεία του Ελύτη υπήρξε πιο εσωστρεφής, επιστρέφοντας στον αισθησιασμό της πρώιμης περιόδου του και σε αυτό που ο ίδιος ο Ελύτης αποκαλούσε ως έκφραση μιας «μεταφυσικής του φωτός»: «Έτσι το φως, που είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με την επίτευξη μιας ολοένα πιο μεγάλης ορατότητας, μιας τελικής διαφάνειας μέσα στο ποίημα που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα απ' την ύλη και μέσα από την ψυχή». Ιδιόμορφο, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ελύτη, μπορεί να χαρακτηριστεί το σκηνικό ποίημα Μαρία Νεφέλη (1978), στο οποίο χρησιμοποιεί - για πρώτη φορά στην ποίησή του - την τεχνική του κολάζ.
Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος

Θα σας πω πώς έγινε
έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε που τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δε θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας

Ελένη Βακαλό, Του κόσμου (1978)



Η Ελένη Βακαλό (γεν. Σταυρινού) ποιήτρια και τεχνοκριτικός, γεννήθηκε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη και μεγάλωσε στην Αθήνα όπου και πέθανε το 2001. Σπούδασε στο Παν. Αθηνών Ιστορία και Αρχαιολογία, παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας της τέχνης στο Παρίσι. 'Ιδρυσε -μαζί με τον σύζυγό της ζωγράφο και σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό- την ομώνυμη σχολή διακοσμητικών και εφαρμοσμένων τεχνών, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την διδασκαλία ιστορίας της τέχνης. Δημοσίευσε πολλά βιβλία, ποιητικά, δοκίμια για την τέχνη κ.ά., έκανε εκπομπές τέχνης στο ραδιόφωνο, ενώ κατείχε συστηματικά τη στήλη της τεχνοκριτικής στην εφημερίδα «Τα Νέα» για 23 χρόνια, εκτός από την περίοδο της επταετούς δικτατορίας.
Είναι η πρώτη θεωρητικός στην Ελλάδα που θα χρησιμοποιήσει τον όρο «προσομοίωση» για να περιγράψει την σχέση θεατή - έργου τέχνης, η πρώτη που θα επισημάνει την ανάγκη μελέτης της τέχνης «Από την Πλευρά του Θεατή» (1989), ενώ θα αναφερθεί στην τέχνη ως γνωσιακό, διεπιδραστικό και ενσώματο εντέλει φαινόμενο. Η Βακαλό πρότεινε και δημιούργησε μια αυτόφωτη αισθητική θεωρία χωρίς ίχνος ακαδημαϊκού σχολαστικισμού. Ως τεχνοκριτικός -και αυτό είναι το κατ' εξοχήν σημαντικό- πρότεινε μια ως ένα βαθμό δική της θεωρία που συνομιλούσε διεθνώς με τις μόλις ιδρυόμενες επιστήμες του δομισμού, της σημειολογίας, ή της πολιτισμικής ανθρωπολογίας.
Φιλοδόξησε με το πολυσχιδές έργο της, να εγκαινιάσει μια νέα ματιά, μια νέα γραμμή οράσεως των πραγμάτων. Η συνολική αναγνώριση του έργου της ήρθε το 1997 με το βραβείο της Ακαδημίας, ενώ το 1991 της απονεμήθηκε το Α' κρατικό βραβείο ποίησης, και, τέλος, το 1998 αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ.
Στην ελληνική λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1944 με δημοσίευση ποιημάτων της στο περιοδικό Νέα Γράμματα και μέχρι το 1997 εξέδωσε συνολικά 14 βιβλία ποιητικών συλλογών και δύο συγκεντρωτικές τους εκδόσεις (1981, 1995). Τοποθετείται από τους κριτικούς στην πρώτη μεταπολεμική γενιά των ποιητών, στον ευρύτερο χώρο του μεταϋπερρεαλισμού μαζί με τους Μ.Σαχτούρη, Ν.Βαλαωρίτη, Μ.Αραβαντινού, Τ.Σινόπουλο, Ε.Kακναβάτο, Τ.Bαρβιτσιώτη, Α.Nικολαΐδη, Ν.Δ. Kαρούζο. Το ποιητικό της έργο χωρισμένο σε τέσσερις περιόδους από το 1944 έως το 1997 αποτελεί ουσιαστικά ένα κειμενικό συνεχές, σπονδυλωτά διαρθρωμένο μέσα από τις επιμέρους συνθέσεις του.
Την ποιητική μυθολογία και κοσμολογία της κατοικούν γυναίκες, τυφλοί, παιδιά, θηρία, ζωγράφοι και λογοτέχνες, πρόσωπα του κόσμου και οι ιστορίες τους, το νερό, το δάσος, το τρωκτικό των θεμελίων, τα έγκατα της γης, ο κήπος, η θάλασσα, φυτά και ψάρια, το πουλί. 'Ολα αυτά είναι για την συγγραφέα δυνάμει ανατρεπτικές, δημιουργικές και ποιητικές εντέλει οντότητες. Eστιάζει στο γένος των ανθρώπων, στην ανθρώπινη κοινότητα και όχι στο πρόσωπο, παίζει με τις έννοιες της ιστορίας, της εξουσίας και της αθωότητας, χωρίς ποτέ η γραφή της να ολοκληρώνεται με ένα αφηγηματικό επιμύθιο.
Στοιχεία της φύσης, η ύλη και η ενέργεια, ο χώρος μέσα στην κοσμική του προοπτική, οι μορφές στο χώρο, τα έμβια όντα, όλα συνδέονται σε ένα οργανικό συνεχές, σε μια αλυσίδα αέναων μετασχηματισμών και μορφογενέσεων. Η αρχή της προσομοίωσης διαπερνά και την ποιητική της ματιά. Τίποτα δεν εξαφανίζεται ή δεν πεθαίνει, αλλά μετατρέπεται, παίρνει άλλες μορφές. Το ένα μπαίνει στην θέση του άλλου. Η αφή παίρνει την θέση της όρασης, ο πόνος και η τρέλλα την θέση της γνώσης, το φαινομενικά άδειο κυοφορεί τη νέα ζωή, η αθωότητα γίνεται άλλη εξουσία, η αρρώστια άλλος έρως ζωής. Το λίγο γεννάει το πολύ, από το γνωστό ή από το αισθητό οικειωνόμαστε το αφηρημένο ή το άγνωστο. Από το οργανικό στο ανόργανο, από την σύνθεση στην αποσύνθεση, αυτή η κίνηση που χαρακτηρίζει το αέναο κοσμικό γίγνεσθαι εμπνέει την ποιήτρια. Στα ποιήματά της καταγράφεται ένα κολλάζ κινούμενων εικόνων. Οι μορφές σχηματίζονται και αποσχηματίζονται, γεμίζουν και αδειάζουν από σάρκα και χρώμα, κίνηση και δράση, οι μορφές ξεχωρίζουν από το φόντο και μετά πάλι υποχωρούν στο φόντο. Είναι σαφής στα ποιήματά της η επίδραση και ο απόηχος από την θεωρία των μορφολόγων της Gestalt, αλλά και της θεωρίας του Arnheim για την οπτική αντίληψη. Εξ άλλου όλη η τέχνη (ζωγραφική, λογοτεχνία κ.ά.) συνιστούν για τη Βακαλό χειρονομία και «συμπεριφορά»,κίνηση προς τον κόσμο (1989, 1975, 1999).
Στο ευρύ φάσμα του ποιητικού έργου της ενσωματώνονται ποικίλα και ετερογενή στοιχεία. Πρόκειται για μια ποίηση που αντλεί από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους ή τη βιολογία αλλά και συγγενεύει με ποιητές όπως ο Wallace Stevens ή η Marianne Moore. Χωρίς λοιπόν να ανήκει αυστηρά σε συγκεκριμένες ομάδες ή κινήματα, η ποιητική γραφή της Βακαλό με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες εικόνες, αλλά και με ένα οριακό παιχνίδι με τη σύνταξη και με τη σχέση γλώσσας - νοήματος συγγενεύει εκλεκτικά με πολλά πρωτοποριακά μεταπολεμικά διεθνή κινήματα, όπως π.χ. ο νεοϋπερρεαλισμός, η «Συγκεκριμένη Ποίηση» [Konkrete Poesie] της δεκαετίας του 1950, ή η γλωσσοκεντρική ποίηση των δεκαετιών 1970 και 1980. 'Ηδη από το 1970, με τα δοκίμιά και τα ποιήματά της, ανοίγει το δρόμο σε κάθε είδους πειραματισμούς που σχετίζονται με την διεπίδραση εικόνας και λέξης.
Πρωτοποριακή θα χαρακτηρίζαμε, επίσης, την άποψη της Βακαλό για το τι είναι ποιητικό και ποίηση: αποαισθητικοποιεί την σχέση ζωής-τέχνης. Η ποίηση υπάρχει παντού, φτάνει να τη δούμε, να «ανοίξουμε» τα μάτια, όπως είπε και η ίδια χαρακτηριστικά μιλώντας για την δική της ποίηση σε συνέντευξή της στο Μ. Μήτρα (Γ' Πρόγραμμα 1992):
πρέπει να πω ότι είναι μια ποίηση που βγαίνει από τα όρια της δεδομένης αντίληψης της ποίησης, αλλά εγώ πιστεύω και γι' αυτό πολεμάω και γι' αυτό πολέμησα ... ότι η ποίηση είναι παντού. Και στα πιο κοινά πράματα. Αυτή τη μαγεία δεν είναι ανάγκη να τη ζητάμε με φυγές. Ο σκοπός είναι να τη δούμε σε όλα γύρω μας και αυτό είναι το θέμα όλο.
«Κοινή» χωρίς ποιητική εκζήτηση είναι και η χρήση γλώσσας στα ποιήματά της. Ωστόσο, αυτή η απλή -λεξιλογικά- γλώσσα παίζει σε άλλο επίπεδο: διαρρηγνύει γραμματικούς κανόνες και σημασιοσυντακτικά πρότυπα, παίζει με την ταυτότητα των όρων της πρότασης, την σειρά των λέξεων, τους συντακτικούς δεσμούς ρήματος - αντικειμένου, κ.ά. Πειραματίζεται με την οπτική διάταξη των λέξεων στην τυπωμένη σελίδα, χρησιμοποιεί συχνότατα το σχήμα του υπερβατού, σχήμα της υψηλής ποίησης κατά το Λογγίνο, όπως π.χ. στον στίχο «Σα να η θάλασσα δοκιμάζει τον ήλιο ξανά» από την ποιητική συλλογή Ημερολόγιο της Ηλικίας (1958).
Η συμβολή του έργου της Β. δεν εξαντλείται στις ακραίες και πειραματικές χρήσεις του λόγου, όπως π.χ. η αποκάλυψη των βαθιών δομών της γλώσσας, η λέξη αντικείμενο, κλπ. Σε βάθος χρόνου μένει κάτι άλλο σημαντικότερο. Το αίτημα για την παλινδρόμηση της γλώσσας στο πράγμα, την γείωση του γλωσσικού συμβόλου στην ενσώματη καταβολή του, την επιστροφή του λόγου στο μύθο. Με την ποίησή της αποζητά εκείνη την χαμένη διάσταση του ποιείν, όταν ονομάζοντας το πράγμα ταυτόχρονα το δημιουργείς. Η ποιήτρια στρέφεται στον αρχαϊκό κόσμο της ταύτισης λέξης και πράγματος και αμφισβητεί τον ορθολογικό δυϊσμό που κατά τη γνώμη της καταδυνάστευσε την δυτική σκέψη. Στην ίδια την ποίησή της ο μύθος είναι ο λόγος του πράγματος, ένας λόγος-μύθος που θέλει να συναντήσει το φαντασιακό όλων μέσα σε μια ίδια αναπαράσταση. Το εγχείρημα όμως αυτό επιχειρείται με ανορθόδοξα μέσα, με μια «δύσκολη» γλώσσα, μια σκληρή αγάπη που ως τέτοια ακριβώς εξανθρωπίζει τη λέξη.
Η ποίηση της Ελένης Βακαλό συνιστά έναν τρόπο να βλέπεις τα πράγματα, μια πλευρά από όπου μπορείς να δεις τον κόσμο, είναι μια ποίηση αγωγής, μια ποίηση που ήταν «μπροστά από τον καιρό της» και τώρα μόλις συναντά τους αποδέκτες της, εμάς τους αναγνώστες-θεατές του 21ου αιώνα.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι


«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι» ρώτησε τον κ. Κόινερ η μικρή κόρη της σπιτονοικοκυράς του «θα φέρονταν τότε καλύτερα στα μικρά ψάρια;» «Σίγουρα» απάντησε αυτός. «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έφτιαχναν στη θάλασσα για τα μικρά ψάρια τεράστιες κασέλες με διάφορες τροφές μέσα, τόσο φυτά όσο και ζώα. Θα φρόντιζαν να έχουν οι κασέλες πάντα φρέσκο νερό και θα έπαιρναν εν γένει διάφορα υγειονομικά μέτρα. Όταν, παραδείγματος χάριν, ένα ψαράκι τραυμάτιζε το πτερύγιό του, τότε οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο, για να μην τους πεθάνει πριν την ώρα του. Για να μην είναι τα ψαράκια μελαγχολικά, θα διοργανώνονταν πού και πού μεγάλες γιορτές στο νερό˙ γιατί τα χαρούμενα ψαράκια έχουν καλύτερη γεύση από τα μελαγχολικά. Θα υπήρχαν φυσικά και σχολεία σ’ αυτές τις μεγάλες κασέλες. Στα σχολεία αυτά τα ψαράκια θα μάθαιναν πώς να κολυμπάνε στο στόμα των καρχαριών. Θα χρειάζονταν, παραδείγματος χάριν, τη γεωγραφία, για να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες, που θα βρίσκονται κάπου τεμπελιάζοντας. Το σπουδαιότερο θα ήταν φυσικά η ηθική διαπαιδαγώγηση των μικρών ψαριών. Θα διδάσκονταν ότι το υψηλότερο και ωραιότερο ιδεώδες είναι να θυσιάζεται ένα ψαράκι πρόθυμα και ότι όλα έπρεπε να πιστεύουν στους καρχαρίες, προπαντός όταν τους έλεγαν ότι θα μεριμνούσαν για ένα καλύτερο μέλλον. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι το μέλλον αυτό τότε μόνο είναι εξασφαλισμένο, όταν μάθαιναν υπακοή. Τα ψαράκια θα έπρεπε να φυλάγονται απ’ όλες τις ταπεινές, υλιστικές εγωιστικές και μαρξιστικές διαθέσεις και να αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες, όταν κανένα απ’ αυτά έδειχνε τέτοιες διαθέσεις. Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκαναν φυσικά και πολέμους αναμεταξύ τους, για να κυριέψουν ξένες ψαροκασέλες και ξένα ψαράκια. Τους πολέμους θα έβαζαν να τους κάνουν τα δικά τους ψαράκια. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι ανάμεσα σ’ αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα ψαράκια, θα διακήρυσσαν, είναι, ως γνωστόν, βουβά, αλλά σωπαίνουν σ’ εντελώς διαφορετικές γλώσσες και γι’ αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν το ένα το άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε στον πόλεμο μερικά άλλα ψαράκια εχθρικά, που σωπαίνουν σε άλλη γλώσσα, θ’ απένειμαν ένα μικρό παράσημο από θαλασσινά φύκια και τον τίτλο του ήρωα. Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα υπήρχε φυσικά σ’ αυτούς και τέχνη. Θα υπήρχαν ωραίοι πίνακες, στους οποίους θα παριστάνονταν τα δόντια των καρχαριών με υπέροχα χρώματα, τα στόματά τους σαν αληθινά πάρκα αναψυχής, όπου θα μπορούσε να κάνει κανείς έναν υπέροχο περίπατο. Τα θέατρα στο βυθό της θάλασσας θα έδειχναν πως ηρωικά ψαράκια κολυμπάνε ενθουσιασμένα στα στόματα των καρχαριών και η μουσική θα ήταν τόσο ωραία, ώστε τα ψαράκια θα ορμούσαν, κάτω από τους ήχους της, με την μπάντα μπροστά, σαν σε όνειρο και με το νανούρισμα των πιο ευχάριστων σκέψεων, στα στόματα των καρχαριών. Θα υπήρχε βέβαια και μια θρησκεία, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. Θα δίδασκε ότι για τα ψαράκια μόνο στην κοιλιά των καρχαριών θ’ άρχιζε η αληθινή ζωή. Εξάλλου, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, τα ψαράκια θα έπαυαν επίσης να είναι ίσα, όπως συμβαίνει τώρα. Μερικά απ’ αυτά θα έπαιρναν αξιώματα και θα τα τοποθετούσαν πάνω από τ’ άλλα. Στα κάπως μεγαλύτερα θα επιτρεπόταν μάλιστα να τρώνε τα μικρότερα. Αυτό δε θα ήταν για τους καρχαρίες παρά ευχάριστο, αφού οι ίδιοι θα είχαν έπειτα να τρώνε, συχνά, μεγαλύτερες μπουκιές. Και τα μεγαλύτερα ψαράκια, που θα είχαν ένα πόστο, θα φρόντιζαν για την τάξη ανάμεσα στα ψαράκια και θα γίνονταν δάσκαλοι, αξιωματικοί, μηχανικοί για την κατασκευή κασελών κτλ. Με λίγα λόγια, πολιτισμός θα υπήρχε στη θάλασσα, μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι».

Μπέρτολ Μπρεχτ
Μτφρ. Γιώργος Βελουδής


(Το «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι», είναι η εκτενέστερη από τις 87 αφηγήσεις που αποτελούν τις «Ιστορίες του κ.Κόινερ», έργου που γράφτηκε από τον Μπερτολτ Μπρεχτ σε διάστημα τριάντα χρόνων (1926-1956). Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1949)

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (γενν. Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10/2/1898 - 14/8/1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του "επικού θεάτρου" (Episches Theater) στη Γερμανία. Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία. Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική του Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.

Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του Βάαλ (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του Ταμπούρλα μες τη Νύχτα (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ κι επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το "διδακτικό" και "ανθρωπιστικό" θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του.

Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό Η Λέξη (Das Wort). Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.Το 1944 γράφει το έργο Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής, μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού. Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.

Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μας έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.

Γιώργος Σαραντάρης



Ο Γιώργος Σαραντάρης (Κωνσταντινούπολη, 20/4/1908 - 25/2/1941) ήταν Έλληνας ποιητής, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος της Γενιάς του '30. Γόνος οικογένειας Ελλήνων εμπόρων που διέμεναν στην Ιταλία, είχε την ευκαιρία να ανατραφεί σε ένα αστικό και σχετικά προοδευτικό, σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, περιβάλλον. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στην Ιταλία, όπου έζησε από το 1910 έως το 1931. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ωστόσο, τον κέρδισε η ποίηση. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γιώργος Σαραντάρης εμφορούμενος από συναισθήματα φιλοπατρίας συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, όπου αρρώστησε από τύφο. Πέθανε ύστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα το 1941.
Η ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη υπήρξε αρκετά πρωτοποριακή για τα δεδομένα των ιδεών που επικρατούσαν την εποχή του Μεσοπολέμου στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους. Υπήρξε λάτρης της λεγόμενης καθαρής ποίησης. Έχοντας γνώση των ευρωπαϊκών διανοητικών κι αισθητικών ρευμάτων, χρησιμοποίησε στα ποιήματά του τον ελεύθερο στίχο, ενώ στις αναζητήσεις του περιέλαβε προβληματισμούς που έλκουν την επιρροή τους από την ιταλική ποίηση, το έργο του Ντοστογιέφσκι, από τις φιλοσοφικές ιδέες του Νίτσε, του Σαίρεν Κίρκεγκωρ αλλά και από τον υπαρξισμό. Το έργο του δεν συνάντησε ευρεία αποδοχή στην εποχή του, επηρέασε ωστόσο την ελληνική ποίηση βαθιά και ουσιαστικά. 
Η συμβολή του αναγνωρίστηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος επηρεάστηκε σαφώς από συμβολικές εικόνες που κυριαρχούν στο έργο του Σαραντάρη: γυναίκα, θάλασσα, μοναξιά, ουρανός, πουλιά. Για τον λόγο αυτό, ο νομπελίστας Ελύτης, πέραν του ότι έχει αφιερώσει στον ποιητή το ποίημα Γιώργος Σαραντάρης κάνει ειδική μνεία γι' αυτόν στο έργο του Ανοιχτά Χαρτιά (Ίκαρος 1974) όπου αναφέρει για τον πρόωρο χαμό του ποιητή, αλλά και για την σχέση του με τα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής τα εξής: "Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της".

Ρωμιοσύνη (Ι)

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά
ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γένεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Γιάννης Ρίτσος

Ο Γιάννης Ρίτσος (1/5/1909 - 11/11/1990) ήταν ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του. 
Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ιδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατόπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη. Μετά την απελευθέρωσή του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ. Το 1956 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Το 1967 εξορίζεται στη Γυάρο, Λέρο και Σάμο (κατ’οίκον περιορισμός) ως το 1970. Το 1968 στέλνει κρυφά στη Γαλλία το «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» και τα «Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», που τα μελοποιεί ο Θεοδωράκης ,ο οποίος βρίσκεται στη Γαλλία και τα παρουσιάζει σε συναυλίες. Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ. Συμμετέχει στις διαδηλώσεις οικοδόμων και φοιτητών στο Πολυτεχνείο, για το οποίο γράφει «Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο, κ’η φωνή τους ακόμα Αδέλφια, Αδέλφια...»(Το σώμα και το αίμα). Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.

Ο τόπος μας είναι κλειστός

Ο τόπος μας είναι κλειστός,
όλο βουνά που έχουνε σκεπή
τον χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.

Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.

Ήχος στεκάμενος, κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.

Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.

Και οι γάμοι μας, τα δροσερά
στεφάνια και τα δάχτυλα,
γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα για την ψυχή μας.


Πώς γεννήθηκαν,
πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.

Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.

Στα λιμάνια την Κυριακή 
σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε,
βλέπουμε να φωτίζουνται 
στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα,
από ταξείδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν' αγαπήσουν.

Γιώργος Σεφέρης



Ο Γιώργος Σεφέρης (Βουρλά Σμύρνης 29/2/1900 – Αθήνα 20/9/1971) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Σεφεριάδης. Το 1906 αρχίζει η μαθητική του εκπαίδευση στο Λύκειο Χ. Αρώνη. Το 1914, εποχή κατά την οποία άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους του, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου η οικογένεια μετανάστευσε στην Ελλάδα. Ο Γιώργος Σεφέρης ενεγράφη στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το 1917. Ενώ η οικογένειά του μετέβη στο Παρίσι, ο ίδιος έμεινε στην Αθήνα μέχρι το καλοκαίρι του 1924, ακολουθώντας σπουδές λογοτεχνίας και αποκτώντας το πτυχίο της Νομικής, οπότε μετέβη στο Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο Υπoυργείο Εξωτερικών. Το 1925 επιστρέφει στην Αθήνα και το 1927 διορίζεται στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας. Τον Ιούλιο του 1928 δημοσιεύει στη Νέα Εστία, επώνυμα ως Γ. Σεφεριάδης, το Μια βραδιά με τον Κύριο Τεστ, μετάφραση έργου του Βαλερί. Το 1929 συνοδεύει τον Εδουάρδο Εριό σε ταξίδι του στην Ελλάδα. Τον Μάιο του 1931 εκδίδεται με το ψευδώνυμο Γ. Σεφέρης η Στροφή και τον ίδιο χρόνο διορίζεται υποπρόξενος και έπειτα διευθύνων του ελληνικού Γενικού Προξενείου του Λονδίνου, όπου θα παραμείνει μέχρι και το 1934. Τον Μάιο του 1932 δημοσιεύεται το έργο του Μια νύχτα στην ακρογιαλιά και τον Οκτώβριο η Στέρνα, αφιερωμένη στον Γιώργο Αποστολίδη. Το1934 επιστρέφει στην Αθήνα και τον Ιανουάριο του 1935 αρχίζει η συνεργασία του με τις εκδόσεις Νέα Γράμματα, αναδημοσιεύοντας τη Στέρνα. Το 1936 διορίζεται πρόξενος στη Κορυτσά, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1938. Στις 13 Φεβρουαρίου του 1937 δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα επιστολή του περί της δημοτικής γλώσσας. Το 1938 μετατίθεται στην Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών.
Το 1941 ο Γιώργος Σεφέρης νυμφεύεται τη Μαρία Ζάννου και στις 22 Απριλίου το ζεύγος ακολουθεί την ελληνική κυβέρνηση, που μέσω Κρήτης στις 16 Μαΐου καταφθάνει στην Αίγυπτο και παραμένει στην Αλεξάνδρεια. Λόγω της διπλωματικής ιδιότητάς του, η ζωή του Γιώργου Σεφέρη χαρακτηριζόταν από συνεχείς μετακινήσεις. Έτσι, ως ακόλουθος κι αργότερα ως πρέσβης, υπηρέτησε σε πολλές ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού, γεγονός το οποίο καθόρισε σημαντικά το έργο του.
Αν και η παιδεία και εκπαίδευσή του του ήταν περισσότερο ευρωπαϊκή παρά ελληνική, εκείνος όχι μόνο δεν απαρνήθηκε την ελληνική λογοτεχνία, αλλά την καλλιέργησε σε βάθος με σκοπό να την ανανεώσει. Η ποίησή του επηρεάστηκε από τον T.S Elliot, τον Κλωντέλ, το Βαλερί και τον Ezra Pound. Το γεγονός όμως που χάραξε ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στη συνείδηση του ποιητή ήταν η εθνική καταστροφή του 1922 κι ο ξεριζωμός του μικρασιατικού ελληνισμού.
Το 1963 η φήμη του Σεφέρη ξεφεύγει από τα εθνικά όρια και εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Καρπός της η βράβευσή του με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών. Είναι ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το παγκοσμίως ανώτερο βραβείο πνευματικής προσφοράς. Έως σήμερα ακολούθησε μόνο ο Οδυσσέας Ελύτης, το 1979. Το 1967 η δικτατορία των Συνταγματαρχών κατέλυσε το Σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες. Ο Σεφέρης εκδηλώθηκε έντονα εναντίον της τόσο γραπτά όσο και με δημόσιες ρητές δηλώσεις του. Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας και γι' αυτό το λόγο του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου.
Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971, ο Γιώργος Σεφέρης πέθανε και η κηδεία του εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε το προσωπικό του ημερολόγιο με τίτλο Μέρες… καθώς και το Πολιτικό του ημερολόγιο.

Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ' ευχήν στην Αποικία
δεν μέν' η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ' όλο που οπωσούν τραβούμ' εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ' η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς). Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ' εξετάζουν,
κ' ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν' επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Αποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.-

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν' επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ' εμπρός.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (29/4/1863 - 29/4/1933) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του, εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1870 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αγγλία όπου έμεινε μέχρι το 1876. «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».
Το 1897 ταξίδεψε στο Παρίσι και το 1903 στην Αθήνα, χωρίς από τότε να μετακινηθεί από την Αλεξάνδρεια για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ύστερα από περιστασιακές απασχολήσεις σε χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, αποφάσισε να γίνει δημόσιος υπάλληλος και διορίστηκε σε ηλικία 26 χρονών στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων 1922.
Από το 1886 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα επηρεασμένα από τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές, χωρίς να τον έχει επηρεάσει καθόλου η στροφή της γενιάς του 80. Από το 1891, όταν εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο το ποίημα Κτίσται, και ιδίως το 1896, όταν γράφει τα Τείχη,το πρώτο αναγνωρισμένο, εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του.
Ο Καβάφης είναι γνωστός για την ειρωνεία του, ένα μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας. Οι Έλληνες ποιητές γενικά τον σνόμπαραν λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Πολλοί όμως από τους αλλόγλωσσους ομότεχνους και αναγνώστες του (π.χ. Όντεν, Φόρστερ) αρχικά γνώρισαν και αγάπησαν τον ερωτικό Καβάφη.
Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών του. Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισήχθη στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, τη μέρα που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής.
Σήμερα η ποίησή του όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες. 
Ο ποιητής επεξεργάζονταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα.
Ο Καβάφης, όπως κάθε ποιητής, λειτουργεί κυρίως μέσω των συμβόλων. Η τέχνη του είναι η συγκέντρωση αρχετύπων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στο λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν, από τη συλλογική ψυχή της φυλής και τις αποθέτει στο παρόν, ενίοτε ως προειδοποίηση για τα μελλούμενα. Είναι τέτοια η σχέση του με τη συλλογική ψυχή και τα περιεχόμενά της, που θεωρείται προδρομικός της σχέσης της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα με τη συλλογική συνείδηση.
Η συμβολιστική του τάση είναι έντονη και συνδυάζεται με λόγο λιτό αλλά διαχρονικά επίκαιρο. Η ειρωνική διάθεση, αυτό που αποκλήθηκε καβαφική ειρωνεία συνδυάζεται με την τραγικότητα της πραγματικότητας, για να καταστεί κοινωνικά διδακτική και οι ηδονιστικοί του προσανατολισμοί ανακατεύονται με κοινωνικές επισημάνσεις. Αναμφίβολα δεν είναι εύκολο να οριοθετήσει κανείς ξεκάθαρα σε θεματικούς κύκλους την ποιητική του Καβάφη. Η ιστορία ανακατεύεται με τις αισθήσεις και το στοχασμό σε μια ενιαία οντότητα, αυτήν πιθανώς που ο ίδιος ο Καβάφης προσδιορίζει ως «ενιαίο καβαφικό κύκλο», αλλά σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, στον αμέσως επόμενο στίχο, η εναλλαγή δικαιώνει όσους χαρακτήρισαν την καβαφική ποίηση πρωτεϊκή.

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Τα βήματα

Σ’ εβένινο κρεββάτι στολισμένο
με κοραλλένιους αετούς, βαθυά κοιμάται
ο Νέρων — ασυνείδητος, ήσυχος, κ’ ευτυχής·
ακμαίος μες στην ευρωστία της σαρκός,
και στης νεότητος τ’ ωραίο σφρίγος.

Αλλά στην αίθουσα την αλαβάστρινη που κλείνει
των Αηνοβάρβων το αρχαίο λαράριο
τι ανήσυχοι που είν’ οι Λάρητές του.
Τρέμουν οι σπιτικοί μικροί θεοί,
και προσπαθούν τ’ ασήμαντά των σώματα να κρύψουν.
Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή,
θανάσιμη βοή την σκάλα ν’ ανεβαίνει,
βήματα σιδερένια που τραντάζουν τα σκαλιά.
Και λιγοθυμισμένοι τώρα οι άθλιοι Λάρητες,
μέσα στο βάθος του λαράριου χώνονται,
ο ένας τον άλλονα σκουντά και σκουντουφλά,
ο ένας μικρός θεός πάνω στον άλλο πέφτει
γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη,
τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (29/4/1863 - 29/4/1933) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του, εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1870 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αγγλία όπου έμεινε μέχρι το 1876. «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».
Το 1897 ταξίδεψε στο Παρίσι και το 1903 στην Αθήνα, χωρίς από τότε να μετακινηθεί από την Αλεξάνδρεια για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ύστερα από περιστασιακές απασχολήσεις σε χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, αποφάσισε να γίνει δημόσιος υπάλληλος και διορίστηκε σε ηλικία 26 χρονών στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων 1922.
Από το 1886 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα επηρεασμένα από τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές, χωρίς να τον έχει επηρεάσει καθόλου η στροφή της γενιάς του 80. Από το 1891, όταν εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο το ποίημα Κτίσται, και ιδίως το 1896, όταν γράφει τα Τείχη,το πρώτο αναγνωρισμένο, εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του.
Ο Καβάφης είναι γνωστός για την ειρωνεία του, ένα μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας. Οι Έλληνες ποιητές γενικά τον σνόμπαραν λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Πολλοί όμως από τους αλλόγλωσσους ομότεχνους και αναγνώστες του (π.χ. Όντεν, Φόρστερ) αρχικά γνώρισαν και αγάπησαν τον ερωτικό Καβάφη.
Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών του. Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισήχθη στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, τη μέρα που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής.
Σήμερα η ποίησή του όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες. 
Ο ποιητής επεξεργάζονταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα.
Ο Καβάφης, όπως κάθε ποιητής, λειτουργεί κυρίως μέσω των συμβόλων. Η τέχνη του είναι η συγκέντρωση αρχετύπων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στο λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν, από τη συλλογική ψυχή της φυλής και τις αποθέτει στο παρόν, ενίοτε ως προειδοποίηση για τα μελλούμενα. Είναι τέτοια η σχέση του με τη συλλογική ψυχή και τα περιεχόμενά της, που θεωρείται προδρομικός της σχέσης της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα με τη συλλογική συνείδηση.
Η συμβολιστική του τάση είναι έντονη και συνδυάζεται με λόγο λιτό αλλά διαχρονικά επίκαιρο. Η ειρωνική διάθεση, αυτό που αποκλήθηκε καβαφική ειρωνεία συνδυάζεται με την τραγικότητα της πραγματικότητας, για να καταστεί κοινωνικά διδακτική και οι ηδονιστικοί του προσανατολισμοί ανακατεύονται με κοινωνικές επισημάνσεις. Αναμφίβολα δεν είναι εύκολο να οριοθετήσει κανείς ξεκάθαρα σε θεματικούς κύκλους την ποιητική του Καβάφη. Η ιστορία ανακατεύεται με τις αισθήσεις και το στοχασμό σε μια ενιαία οντότητα, αυτήν πιθανώς που ο ίδιος ο Καβάφης προσδιορίζει ως «ενιαίο καβαφικό κύκλο», αλλά σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, στον αμέσως επόμενο στίχο, η εναλλαγή δικαιώνει όσους χαρακτήρισαν την καβαφική ποίηση πρωτεϊκή.

Στην τύχη των πουλιών

Έμαθα πολύ αργά ν΄αγαπώ τα πουλιά
Και λυπάμαι κάπως γι’ αυτό
Τώρα όμως όλα έχουν πάρει το δρόμο τους
Και καταλαβαινόμαστε
Εκείνα δεν ασχολούνται μαζί μου
Μα μήτε κι εγώ μαζί τους
Απλώς τα κοιτάζω
Και τ΄ αφήνω στην ησυχία τους
Όλα τα πουλιά δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους
Δίνουν το παράδειγμα
. . . . . . . . . .

Τα πουλιά δίνουν το παράδειγμα
Το παράδειγμα όπως πρέπει
Παράδειγμα των πουλιών
Παράδειγμα των πουλιών
Παράδειγμα τα φτερά οι φτερούγες το πέταγμα των πουλιών
Παράδειγμα η φωλιά τα ταξίδια τα τραγούδια των πουλιών
Παράδειγμα η ομορφιά των πουλιών
Παράδειγμα η καρδιά των πουλιών
Το φως των πουλιών.

Jacques Prévert, (Au hasard des oiseaux) από την ποιητική συλλογή Paroles
Μτφ. της Εύπλοιας


Ο Ζακ Πρεβέρ (1900-1977) ήταν Γάλλος ποιητής και σεναριογράφος. 
Κατά την περίοδο 1925-1929 εισχωρεί στον υπερρεαλιστικό κύκλο, αναπτύσσοντας φιλία με τους υπερρεαλιστές Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν, Ρομπέρ Ντεσνός και Υβ Τανγκύ. Από τον υπερρεαλισμό ο Πρεβέρ θα κρατήσει μόνο τα στοιχεία εκείνα, που σε συνδυασμό με τη ρομαντική του διάθεση, θα του επιτρέψουν να σκιαγραφήσει τον ποιητικό ρεαλισμό της εποχής του, προσπαθώντας συγχρόνως να ανανεώσει την προφορική λαϊκή ποίηση της Γαλλίας. Την περίοδο 1932-1936 συνεργάστηκε στα θεατρικά δρώμενα μιας ομάδας πολιτικά στρατευμένων συγγραφέων, ονομαζόμενης Οκτώβρης.Ακολούθως έγραψε σενάρια και διαλόγους για γνωστές ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου, όπως Το έγκλημα του κυρίου Λανζ (Le crime de M. Lange, 1935) του Ζαν Ρενουάρ, Γελοίο δράμα (Drôle de drame, 1937), Το λιμάνι των αποκλήρων (Quai des brumes, 1938), Ξημερώνει (Le jour se lève, 1939), Οι επισκέπτες της νύχτας (Les visiteurs du soir, 1942), Τα παιδιά του Παραδείσου (Les enfants du paradis, 1944) και Οι πόρτες της νύχτας (Les portes de la nuit, 1946) του Μαρσέλ Καρνέ. Το 1946 κυκλοφορούν δύο ποιητικές συλλογές του, πρώτα οι Κουβέντες (Paroles) και στη συνέχεια οι Ιστορίες (Histoires). Ακολουθούν οι συλλογές Θέαμα (Spectacle, 1951), Μεγάλος χορός της Άνοιξης (Grand bal du printemps, 1951), Η βροχή και η καλοκαιρία (La pluie et le beau temps, 1955), Κυκεώνας (Fatras, 1966, εικονογραφημένη με κολάζ του ίδιου του Πρεβέρ), Ιστορίες και άλλες ιστορίες (Histoires et d’autres histoires, 1963), Πράγματα και άλλα (Choses et autres, 1972), Εβδομαδιαία (Hebdomadaires, 1972) και Νυχτερινός ήλιος (Soleil de nuit, 1980, μετά θάνατον). Παράλληλα, πολλά ποιήματα του Πρεβέρ, όπως η Μπαρμπαρα, μελοποιήθηκαν από τον συνθέτη Ζοζέφ Κοσμά, ερμηνεύτηκαν από γνωστούς καλλιτέχνες, όπως ο Υβ Μοντάν και η Ζυλιέτ Γκρεκό και αγαπήθηκαν από το διεθνές κοινό.
Η ποίηση του Ζακ Πρεβέρ διαμορφώνεται από την μποέμικη, άθεη, αντικληρικαλιστική και αναρχική στάση του για τη ζωή, καθώς επίσης και από το πηγαίο χιούμορ, την έντονη ειρωνεία και τον ανθρωπισμό του. Στα ποιήματά του ο Πρεβέρ καταδικάζει τον πόλεμο, την υποκρισία και την εκμετάλλευση. Ταυτόχρονα όμως, γίνεται τροβαδούρος του έρωτα, υμνεί την ειρήνη και συντάσσεται με τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους. Ο παράγοντας που χαρακτηρίζει περισσότερο τα ποιήματά του είναι η καθημερινή ζωή, κάτι που υπογραμμίζεται και από τους ενδεικτικά καθημερινούς τίτλους των συλλογών του: Κουβέντες, Ιστορίες, Πράγματα και άλλα. Το γεγονός, όμως, ότι η ποίησή του είναι ποίηση της καθημερινότητας δε σημαίνει ότι πρόκειται για μια γραφή απλοϊκή. Αντιθέτως, η ανάλυση των ποιημάτων του Πρεβέρ αναδεικνύει πλούσια στιλιστική οργάνωση που έγκειται στα λογοπαίγνια, στις γρήγορα εναλλασσόμενες οπτικοακουστικές εικόνες, στις συνεχείς επαναλήψεις και στην έλλειψη σημείων στίξης. Στην αυτόματη γραφή του Πρεβέρ, η έντονη εικονοκλασία εκφράζεται με μεθόδους κινηματογραφικής φύσεως, όπως το φλας μπακ, ενώ ο πεζός λόγος μπερδεύεται μέσα στον ποιητικό και ο ελεύθερος στίχος εναλλάσσεται με τον ομοιοκατάληκτο.