Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Ποίημα

Θυμάμαι όταν βγήκα απ' τη φυλακή. Το κουρεμένο κεφαλι μου στρογγυλό κι άδειο σαν την υδρόγειο. "'Οχι, δεν πεινάω" έλεγα στους φίλους που με προσκαλούσαν στο τραπέζι τους, ενώ την ίδια ώρα, άρπαζα κρυφά μια φούχτα κόλλυβα, απόνα πιάτο ακουμπισμένο στη ραπτομηχανή. Που βέβαια, τα' τρωγα ύστερα, στην τουαλέτα. Έτσι χόρτασα στη ζωή μου: με νεκρούς, ταπεινώσεις, ποιήματα, χρονολογίες απο παλιές καταστροφές κι οράματα απο αυριανές επαναστάσεις. Και συχνά, για να εκδικηθώ τους άλλους, που' χαν τη βλακεία να πιστεύουνε σε μένα, έκανα διάφορες ποταπότητες και προστυχιές: δεν επέστρεφα τα χρέη μου, έκλαιγα μπροστά στους άλλους ή μιλούσα ατέλειωτα στις κομματικές συγκεντρώσεις. Γιατί, αλήθεια, ξέχασα να πώ, ότι απο καιρό τώρα ήμουνα δοσμένος σε μια μεγάλη υπόθεση - τόσο μεγάλη, θέ μου, που να' χει τόπο ακόμα και για τους πιο ηλιθιους. Δεν μπορώ όμως να μην ομολογήσω, πως οι άνθρωποι μου πρόσφεραν πολλά : απιστίες οι γυναίκες, συμβουλές οι τρελλοί, απίθανα όνειρα οι σύντροφοι, κάπως βέβαια όλα αυτά φθαρμένα απ' την χρήση και το χρόνο. Μα η απλήστία μου, σαν ένα πελώριο κύμα, τα' λουζε όλα, και τα ξανάβρισκα σα μόλις κομμένα απο τον κόρφο του θεού. Κι οι μέρες μου, θριαμβευτικές, στηρίζαν τον υπέροχο,στέρεο αγκώνα τους πάνω στο νερό της ματαιότητας. Τέλος, για να μην τα πολυλογώ, αφού έζησα όλο το μαρτύριο της ελπίδας, έφτασα στο πιο απάνθρωπο έγκλημα : να πιστέψω στους ανθρώπους.
Τότε, λοιπόν, γιατί απαγορεύεται σ' έναν επαναστάτη, ν' αυτοκτονήσει.


Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα (1958-1964)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου