Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Γυναικείες κουβέντες [ιι]

Μα είν' αλήθεια, τ' ομολογώ, το δέχομαι, ότι μήτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκα το παιδί σ' όλη αυτή την ιστορία. Έζησα τη γέννησή του μαζί του χωρίς να γνοιάζομαι γι' αυτό. Η μαμή με πληροφόρησε για την καλή του κατάσταση και για το φύλο του. Δεν είχα σκεφτεί να το ρωτήσω. Έλεγα το μωρό που γεννήθηκε από μένα και ζει -αυτό είν' όλο. (Αναμφίβολα δεν ήξερα τίποτα για το μητρικό συναίσθημα ή ένστικτο, δεν ήξερα τίποτα άλλο σχεδόν παρά την ευτυχία μου).
Κοίμησαν το μωρό κοντά μου. Όχι μόνο δεν τ' αναγνώριζα σα δικό μου, μα και τίποτε ποτέ δε μου 'χε φανεί τόσο ξένο, όσο αυτό τ' ανθρωπάκι. Μου φαινόταν ότι είχε έρθει απ' την άλλη άκρη του κόσμου, απ' την άλλη άκρη του καιρού. Ποια τεράστια νύχτα να 'χε διασχίσει για να φτάσει, έτσι μικρούλι και τρωτό, εδώ δίπλα μου;
Το κοίταζα με κάποιο δέος. Μα μερικές στιγμές συνέβαινε κάτι παράξενο -τό 'βλεπα πού και πού να σηκώνει ένα χέρι τυφλού, ν' ανοιγοκλείνει τα δάχτυλα, να τεντώνει έξαφνα τα ποδαράκια του σα να 'χε νιώσει έναν σπασμό ερεθιστικό, και να που αναγνώριζα πια, δίχως πάθος αυτές τις κινήσεις που είχα δοκιμάσει μέσα μου και που τις έβλεπα τώρα έξω από μένα. Μα τι σάλευε έτσι, συνέχεια, προς τα πού; Το σώμα του δεν είχε αρχίσει τώρα να υπάρχει, συνέχιζε τη μακριά ιστορία του, πού άρχιζε, πού τραβούσε;
Του έλεγα, από πού έρχεσαι, πού είσαι; Τίποτε δε μου 'χε ποτέ φανεί να 'ρχεται από τόσο μακριά και να κρατιέται τόσο μακριά...
Ζαλισμένη, γύρισα τα μάτια. Κι αν έβηχε, κι αν κλαψούριζε, δε μ' άρεσε να γυρίζω προς το μέρος του από ανησυχία.
Αυτό που σιγά σιγά μας έφερε κοντά δεν ήταν καρπός μήτε των υποχρεώσεών μου, μήτε της στοργής μου γι' αυτό αλλά μόνο η αρμονική συνάντηση της όρεξής του και της ευτυχίας μου.
Από κάπου μέσα μου, απροσδιόριστα μα βαθιά, ένιωθα να ανεβαίνει το γάλα μέχρι τις άκρες του στήθους μου, σαν υγρά κύματα, που με διαπερνούσαν με μια μακρόσυρτη κι απαλή δαγκωνιά. Έπρεπε και το 'θελα αυτό που έμοιαζε να ζητά το μικρό, αλλά δυνατό, άπληστο στοματάκι. Έπαιρνα το μωρό στα όλο αγάπη χέρια μου, το κατεύθυνα προς το διογκωμένο στήθος μου, και τα χείλη του, η γλώσσα του έγλειφαν, τραβούσαν, μου δημιουργούσαν μια θαυμαστή ευχαρίστηση.

Αν η ευτυχία της αδιαθεσίας είναι πολύ διακριτική για ν' αντισταθεί στα αισθήματα ντροπής που την πλήττουν, αν η ευτυχία του τοκετού έχει πάνω της κάτι το φοβερό, τόσο βασανιστικό, που κινδυνεύει να κυριευτεί από τη φριχτή κατάρα που του δίνει τη μορφή και τ' όνομα του υπέρτατου πόνου, η ευτυχία του θηλασμού δε φαίνεται νά 'ναι αντικείμενο κανενός ιδιαίτερου περιορισμού. Μια γυναίκα που βυζαίνει μπορεί κάλλιστα να το κάνει αυτό και δημόσια, χωρίς να σοκάρει ή να προκαλέσει απέχθεια. (Αν και θυμάμαι ότι είχα δει συχνά, στα παιδικά μου χρόνια, γυναίκες να θηλάζουν στο πάρκο ή ακόμα και στο μετρό, πάει τώρα καιρός που δεν το ξανάδα. Μήπως διαγράφεται καμιά νέα ντροπή;  «Ελευθερώνεις» το στήθος από το σουτιέν με τον όρο ότι είναι νέο και στέρεο, άρα επιδεκτικό για την επιθυμία και την ευχαρίστηση των αντρών, αλλά φοβάμαι πως με την ίδια κίνηση σκεπάζεις το διογκωμένο στήθος που θηλάζει, και που ολοφάνερα δεν μπορεί να διεγείρει και να υπηρετήσει την αρσενική επιθυμία). Όμως κανείς, μου φαίνεται, δε λέει ότι είναι κακό ή απωθητικό κι ότι πρέπει να κρύβεσαι για να το κάνεις. Εδώ υπάρχει για τις γυναίκες μια δυνατότητα να ζουν, χωρίς καμιά πραγματική εξωτερική ποινή, μια ιδιαίτερα δυνατή και φανερή ευχαρίστηση του κορμιού τους. Μα την αξιοποιούν αυτές; Ίσως, σε μερικές περιπτώσεις. Μα είναι γεγονός ότι δε μιλούν ποτέ γι' αυτό όταν διεκδικούν την αυτονομία του σώματός τους και των απολαύσεών του. Κάνουν πάντα σα να μην έχει αυτό καμιά σημασία, σα να μη μετράει. Στ' αλήθεια, μόνες τους περιφρονούν και καταφρονούν αυτή την ευχαρίστηση.
Η πραγματικότητα του σώματός τους, η ζωή της δικιάς του σάρκας είναι αντικείμενο τέτοιας συνολικής υποτίμησης, που είναι πια ανίκανες να αντιληφθούν και ν' αναγνωρίσουν μια ευτυχία του δικού τους σώματος, άλλη από τη διέγερση ή την ανταπόκριση στην επιθυμία του άντρα. (Ο αυνανισμός ή οι ομοφυλόφιλες σχέσεις δεν ανακαλύπτουν κάποια νέα ευτυχία του σώματος, αλλά μάλλον μετατοπίζουν σε άλλο πεδίο την ευτυχία της κάθε σεξουαλικής σχέσης γενικα).
Και μη φανταστείτε ότι η ευτυχία του θηλασμού ανάγεται στην ευχαρίστηση του χαδιού ή του πιπιλίσματος των θηλών στη σεξουαλική πράξη, ότι είναι κάτι σαν καθυστερημένη τους επανάληψη ή ανεπαρκής εικόνα ή αβέβαιη προεικόνιση. Είναι μια ευτυχία ιδιαίτερη, σκληρή και στρογγυλή σαν μπισκότο. Μια ευτυχία που δεν υπενθυμίζει ή δεν επικαλείται καμιά παρόμοια. Μια ευτυχία κλειστή, ολοκληρωμένη.
Μην πείτε ακόμη ότι είναι η ιδέα της προσφοράς αυτό που ευχαριστεί (όπως δεν μπορείς να πεις ότι αυτό που ευχαριστεί τον άντρα στη σεξουαλική πράξη είναι η ιδέα αυτού που δίνει) τη γυναίκα που θηλάζει. Είναι το σώμα που είναι ευτυχισμένο όταν το γάλα τρέχει στα στήθη σα χυμός ζωοποιός, είναι το σώμα που είναι ευτυχισμένο, όταν θηλάζει το μωρό.
Και το πιο απαίσιο ψέμα είν' αυτό από τις ανάξιες μητέρες που με το πρόσχημα ότι θήλασαν, καθάρισαν, χάιδεψαν, αγκάλιασαν, τάισαν, παρηγόρησαν, φρόντισαν, προστάτεψαν το μωρό τους, απαιτούν μετά να πληρωθούν με ευγνωμοσύνη ή μ' ευγνωμονούσα αγάπη -λες και για να το κάνουν αυτό χρειάστηκε να  «θυσιαστούν».
Μήπως δε θά 'πρεπε μάλλον αυτές να πλημμυρίσουν το μωρό μ' ευγνωμοσύνη, γιατί τους πρόσφερε τόσες απολαύσεις; Όταν χαϊδεύεις το μωρό μ' αγάπη, ξέρω καλά τι απέραντη ευχαρίστηση είναι για τη μητέρα να φιλά το στοματάκι ή τα ποδαράκια του.
Μα μερικές γυναίκες είναι τόσο πεισμένες ότι δεν έχουν πλασθεί για την ευτυχία, παρά μόνο για την αφοσίωση, τη θυσία και τα βάσανα, που είναι ανίκανες ανίκανες να λογαριάσουν σαν απόλαυση και λαμπρή χαρά την αγάπη που τρέφουν για το παιδί τους, και το νιώθουν με το μόνο τρόπο που καταλαβαίνουν, σαν υποχρέωση.
[...] Τι συμβαίνει όμως; Τόσο ανίσχυρη είναι η φαντασία τους που να μην μπορούν ν' αποβλέπουν σ' άλλες ευτυχίες με το σώμα τους; Τόσο κοντόθωρη είναι η οπτική τους, που δεν μπορούν να φτάσουν μέχρι την πηγή των δυστυχιών τους; Μήπως είναι η πολλή ταπεινοφροσύνη, η πολλή τεμπελιά;
Αν ήξεραν μόνο, αυτές που ποτέ δεν ονειρεύτηκαν παρά μόνο με νοσταλγία, ότι σ' αυτές ανήκει περισσότερο από τον καθένα η χάρη ν' αναγγέλουν τη ζωή, να την υπόσχονται, να τη θέλουν...
Αν ήξεραν μόνο πως αν ο άντρας έφτιαξε αυτό τον κόσμο, τον κόσμο της καταπίεσης, σ' αυτές εναπόκειται πρώτα απ' όλα η προετοιμασία του ερχομούν ενός κόσμου άλλου, που θα 'ταν επιτέλους ο κόσμος της ζωής...
Οι γυναίκες δε θα μπορέσουν να ελευθερωθούν όσο δε θα θελήσουν να 'ναι κι ελευθερώτριες, με την καταγγελία και τον αγώνα, απ' όλες τις καταπιέσεις, αυτές που προέρχονται από τον άντρα, από την εξουσία, από την εργασία, αλλά κι απ' αυτές που προέρχονται απ' αυτές τις ίδιες κι εξασκούνται πάνω σ' αυτές τις ίδιες, πάνω στους άλλους κι ιδιαίτερα πάνω στα παιδιά τοπυς: γυναίκες δίχως σώμα, γυναίκες δίχως φύλο, απολυμασμένες, αποστεγνωμένες από αισθήματα, γυναίκες-φωτογραφίες, γυναίκες-μαριονέτες, αλλά και γυναίκες συνένοχες του ισχυρού άντρα, του στρατιωτικού, του συζύγου, του αφεντικού και του χωροφύλακα, αλλά και γυναίκες ζηλιάρες, καπριτσιόζες και εκδικητικές, γυναίκες αστές, γυναίκες ασήμαντες, αλλά και πάνω απ' όλα γυναίκες-δράκοι της οικογένειας, γυναίκες-μάρτυρες της αφοσίωσης, γυναίκες-αδηφάγα όρνεα, μητέρες δεσποτικές και δολοφονικές, μισητές μητριές...
Όσο θα' μαστε κάπου συνένοχες των καταπιέσεων του άντρα, όσο θα τις επαναλαμβάνουμε πάνω στα παιδιά μας, κατασκευάζοντας απ' αυτά άγριους καταπιεστές ή πειθήνιους καταπιεζόμενους, ποτέ, ποτέ δε θα 'μαστε ελεύθερες...

Όχι, δεν προσπαθώ να παροτρύνω τις γυναίκες να κάνουν παιδιά, μήτε να τις κρατήσω ή να τις οδηγήσω σ' αυτό που θα' ταν ο δικός τους τομέας -τελείως άλλο είν' αυτό που λέω.
Θα ήθελα να μάθουν οι γυναίκες να εκτιμούν το κάθε τι μέσα από τη δικιά τους οπτική γωνία κι όχι απ' αυτή του άντρα.
Θα ήθελα ο αγώνας τους ενάντια στην αρσενική εξουσία να συνοδεύεται, να στηρίζεται, ή μάλλον να' ναι ένα με την ανελέητη πάλη ενάντια στις δηλητηριώδεις αξίες του άντρα -γιατί φοβάμαι ότι χωρίς το δεύτερο, τότε το πρώτο θα 'ταν χαμένος κόπος και μια ακόμη δυστυχία.
Θα ήθελα να γνωρίσουν την έκταση αυτού που τους έχουν αποστερήσει και τη ζημιά που προκαλούν οι παραδεκτές αξίες. Γιατί δε θα 'θελα να 'ναι μόνο ανυπότακτες, αλλά και προβλεπτικές, προφητικές.
Όταν ανακαλύπτω ότι ο τοκετός είναι μια ασύλληπτη ευτυχία κι όχι ένα ακόμα αβάσταχτο βάσανο, δε με σαγηνεύει μόνο η αποκάλυψη ενός χαμένου θησαυρού και λάμψη ενός μυστικού που φανερώνεται... Γιατί αυτό που προαισθάνομαι είναι η θεμελιακή αρχή της πολεμικής τους μηχανής, όχι μόνο ενάντια στη γυναίκα, του πιο απειλητικού τους εχθρού, γιατί είναι ο πιο προικισμένος για τη ζωή, αλλά ενάντια σε όλα όσα ζουν, γιατί αυτό που τους βλάπτει είναι η ίδια η ζωή.

Ήξερα ότι αυτοί ήθελαν την εξουσία. Μαθαίνω ότι αυτή η εξουσία σκοπό της έχει να φράζει τη ζωή, να την πνίγει, να τη δηλητηριάζει.
Δεν είναι μόνο εξουσία που δρα σε βάρος της ζωής, είναι εξουσία που δρα εναντίον της. Κι αν μας διδάσκουν να λατρέυουμε την εξουσία, σκοπός τους είναι να μας αποτραβήξουν απ' αυτό που τους απειλεί πιο πολύ, η βαθιά μας όρεξη για τη ζωή.
Δε θέλουν ν' απολαμβάνουν οι γυναίκες το σώμα τους και τις μυθικές τους εξουσίες. Τις μαθαίνουν ν' απολαμβάνουν τα ψίχουλα και την αρσενική εξουσία. Γιατί αν ανακάλυπταν οι γυναίκες ότι μπορούν και μόνες τους ν' απολαμβάνουν, όχι μόνο θα τις έχαναν από τον έλεγχό τους, αλλά κι αυτές θα 'χαναν την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους.
Δε θέλουν να σκέφτονται οι εργαζόμενοι την ευτυχία και να την ξαναδημιουργούν, τους θέλουν να δουλεύουν στα πλαίσια της εξουσίας τους, να δουλεύουν γι' απολαύσεις εξευτελιστικές, αποβλακωτικές, φθοροποιές και φονικές, που ταιριάζουν με την εξουσία τους.
Δε θέλουν ν' ανακαλύπτουν τα παιδιά την έντονη χαρά της ανάπτυξης και της γνώσης -τα θέλουν να μαθαίνουν να ευχαριστιούνται με μινιατούρες αυτοκινήτων και με καλούς βαθμούς, να μαθαίνουν να μη μεγαλώνουν και να υποφέρουν, να μαθαίνουν να μπαίνουν ετοιμασμένα σε μια εξουσία που τα 'χει παραλύσει.
Το ίδιο θέλουν και για τους γέροντες, που γι' αυτούς επιτέλους σβήνει το άστρο της εξουσίας, να μη θέλουν να ζουν! Θέλουν να ψοφάνε οι γέροντες, μες στην αγωνία, στη φρίκη και την εγκατάλειψη. Θέλουν να κλαίνε επειδή ζουν οι γέροντες που κατάλαβαν τι θα πει η εξουσία τους.
Θέλουν να 'ναι όλη η ζωή, που ακόμα ξεφεύγει από την εξουσία τους, ένα καταραμένο φορτίο.

[...]Παιδί, γλυκό παιδί, στριφογυρίζω το κορμί σου μέσα στα χέρια μου. Τα χείλη μου δαγκώνουν τη δικιά σου ευχαρίστηση που ζεις, τα χείλη μου πίνουν το έναστρο σάλιο του γέλιου σου. Και δε σταματω να μεγαλώνω μες σ' αυτή την πελώρια επιθυμία, την άφθαρτη, τη θαυμαστή, που δεν έχει άλλο αντικείμενο παρά την απόλαυση που η ίδια προσφέρει.
Με ρωτάς, μου χορεύεις, μου λες ιστορίες που δεν είναι μόνο ένα περιδέραιο από λέξεις, που να συνδέουν το εσύ και το εγώ, έπειτα μου τραγουδάς ένα τραγούδι όλο ψευδίσματα, που δε θέλει να πει τίποτα... Σ' ακούω, σε κοιτάζω, σβήνω από ευτυχία.
Καμιά φορά όμως η χάρη είναι τόση, που μένω άφωνη, όχι πετρωμένη, αλλά μην τολμώντας να κινήσω το σώμα μου, άδεια, «σ' απόγνωση» όπως λέει κάπου η Sido, η μάνα της Colette, σ' ένα γράμμα στην κόρη της:
«Υπάρχει στ' όμορφο παιδάκι κατι, που δεν μπορώ να το προσδιορίσω και με κάνει να θλίβομαι. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις; Η μικρή σου ανιψιά, η Κ..., έχει αυτή τη στιγμή μια ομορφιά μαγευτική. Από μπροστά όχι τίποτε ακόμη. Όταν όμως γυρίζει προφίλ μ' ένα ορισμένο τρόπο κι η μικρή της μυτούλα διαγράφεται περήφανη κάτω απ' τα όμορφα βλέφαρά της, τότε με πιάνει ένας θαυμασμός, που λες και μου φέρνει απόγνωση. Λένε ότι οι τρελά ερωτευμένοι είναι έτσι όταν βρίσκονται μπροστά στ' αντικείμενο του πάθους τους. Να ήμουν κι εγώ άραγε, με τον τρόπο μου, μια τρελά ερωτευμένη; Να ένα νέο, που θα ξάφνιαζε πολύ τους δυο συζύγους μου!...»
Πόσο δύσκολο να πεις αυτό που ποτέ δε λέγεται! Πόσος κόπος να ονομάσεις αυτό που δεν έχει κανένα όνομα! Αλλά και πόση δύναμη προσοχής, πόση μεγαλοψύχία για να δεχτείς αυτή την ακατονόμαστη χαρά, τόσο βίαιη και τόσο άπιστη στα αξιοπρεπή σύνορα της απόλαυσης!
[...]Απόγνωση: ποτέ τίποτε δε μετρήθηκε, δε λυγίστηκε στο φως αυτής εδώ της απόλαυσης...

[...]Το ότι τα καταπιέζουν, το ότι τα κηδεμονεύουν, το ότι τα μεταχειρίζονται σα δικό τους πράγμα, αυτό δεν αλλάζει τίποτε. Αν το κάνουν αυτό είναι γιατί έχουν ένα κίνητρο πιο ισχυρό κι απ' την απόλαυσή τους: το κίνητρο της εξουσίας, που κυριαρχεί πάνω στο κίνητρο της απόλαυσης. Και πάλι βέβαια, αυτή η απόλαυση παραμένει μια πραγματικότητα περιφρονημένη, καταφρονεμένη -δηλαδή κάτι σα μια διαρκώς αναιρούμενη απόλαυση.
Αναιρούμενη απόλαυση, σε τέτοιο βαθμό, που δεν έχει καν όνομα.
Θα 'ταν πρόθυμοι βέβαια να μου παραχωρήσουν τον όρο αγάπη, όμως εγώ δεν τον θέλω. Αγάπη είπες; Ποια αγάπη, όταν τόσο συχνά στα παιδιά προσφέρουμε τη δυστυχία; Ποια αγάπη, όταν το παιδί βγαίνει από την παιδική του ηλικία ασθματικό, παραλυμένο, ταπεινωμένο, εκδικητικό; Όχι, δε δέχομαι να μιλώ γι' αγάπη, μιλώ γι' απόλαυση.

Βέβαια, αυτό για το οποίο μιλώ, είναι τώρα καιρός πολύς που το 'κλεισαν και το διπλοκλείδωσαν στα συρτάρια του μητρικού ένστικτου. (Ένα συρτάρι ανάμεσα στ' άλλα της ντουλάπας όλων των διαιωνιζόμενων ψευτογνώσεων, στη ντουλάπα του έτσι είναι, απαγορεύεται το άνοιγμα, η συζήτηση, έτσι είναι και σιωπή).
Και δεν υπάρχει όρος που να ταιριάζει λιγότερο καλά σ' αυτό, για το οποίο μιλώ, που να θάβει όσο γίνεται πιο βαθιά αυτό, το οποίο προσπαθώ να βγάλω στο φως, όσο ο όρος μητρικό ένστικτο.
Μητρικο: λες κι είναι υπόθεση των γυναικών, ή μάλλον των μανάδων, χωρίς ν' απασχολεί τους άντρες.
Ένστικτο: έτσι δε λέμε λέξη για απόλαυση. Επικαλούμαστε έναν ορισμένο τύπο συμπεριφοράς, που η καθολικότητά του είναι καρπός μιας φυσικής αναγκαιότητας, με γεύση ζωώδικη.΄Το ίδιο άνετα μιλάμε για σεξουαλικό ένστικτο, όμως εδώ τουλάχιστο δεν τολμάμε ν' αποφύγουμε το ζήτημα της ευχαρίστησης. Το μητρικό ένστικτο είναι αύταρκες. Αρκεί και στη γυναίκα.
Αν αυτό για το οποίο μιλώ, δεν έχει όνομα, αιτία είναι ότι ο άντρας που μιλά δε μιλά ποτέ για απόλαυση, εκτός από την προβληματική απόλαυση του φύλου του, που αφορά αποκλειστικά τον ίδιο.

[...]Δεν είν' ανάγκη να είσαι γυναίκα, δεν είν' ανάγκη να είσαι μάνα για να σκύψεις πάνω στο παιδί, να τ' αναζητήσεις, να τ' αγγίξεις, να λιώσεις από ευχαρίστηση, ν' απλώσεις τα χέρια σου σ' αυτό, να το θελήσεις, να του χαμογελάσεις, να το απολαύσεις.
Δέστε τους γέροντες στα πάρκα, όλους αυτούς τους κακόμοιρους γέροντες που δε ζητούν πια τίποτε άλλο, παρά μόνο να τους αφήσουν να παίξουν λιγάκι με το εξαίσιο παιδί -να το πλησιάσουν λίγο, να του δώσουν ένα χάδι, ένα ζαχαρωτό, να ζητιανέψουν ένα χαμόγελο, δυο λόγια, μια υπόκλιση...
Βάλτε ένα παιδί στα χέρια οποιουδήποτε ανόητου άντρα μεγαλόσχημου, φορτωμένου μ' ευθύνες, όλο σοβαρότητα απέναντι στις τύχες της ανθρωπότητας, βάλτε ένα παιδί γελαστό στα χέρια του μαραζωμένου πολιτικού, του ζαρωμένου θεωρητικού, του δυναμικού μάνατζερ ή του άγρια αποφασιστικού αγωνιστή -και κοιτάχτε τους... Κάνει χίλια τεχνάσματα στην απόλαυσή του, την αποκρούει, κατσουφιάζει και λίγο, τη λιγοστεύει με ηθελημένες αδεξιότητες -μα ό,τι κι αν κάνει, παρά τη θέλησή του, ενάντιά τους, κι όσο κι αν κοστίζει, η ευχαρίστησή του αντιφεγγίζει στα μάτια του.
[...]Σκεπασμένες με το μητρικό τους ένστικτο, βλέπουν να τους παραχωρείται το δικαίωμα να 'ναι αποκλειστικές κι άστοργες όσο τους αρέσει. Να επιτέλους κι ένας μικρός τομέας ολότελα δικός τους, όπου βγάζουν το άχτι τους. Το μητρικό ένστικτο τους προσφέρει επιτέλους κάπου το ισοδύναμο ενός σωστού δικαιώματος (το μητρικό ένστικτο βέβαια δεν μπορεί παρά να τείνει προς το καλό των παιδιών): το δικαίωμα να υπαγορεύουν τους νόμους στα παιδιά τους. Μην πιστέψουμε τις γυναίκες, που καμαρώνουν για το μητρικό τους ένστικτο, αν έρθουν να μας μιλήσουν γι' απόλαυση -αυτό θ' αμφισβητούσε το μικρό τους κομμάτι εξουσίας.

[...]Ναι, οι γέροντες είναι δυστυχισμένοι, φριχτά δυστυχισμένοι από το τόσο μίσος, που τρέφουμε για τα γερατειά.
Κι αυτούς τους γέροντες που μας προκαλούν φρίκη, και που, άλλωστε δεν είναι πια καλοί για τίποτε (δηλαδή για να παράγουν, για να συμμετέχουν στα δυναμικά σχέδια του άντρα) δεν μπορείς παρα να τους διώχνεις μακριά, πολύ μακριά, όσο γίνεται πιο μακριά -να τους σκεπάζεις, να τους ξεχνάς. Να τους εξορίζεις όλους μαζί σ' απρόσιτους τόπους. Έχουν τόση ανάγκη από συντροφιά, όταν τους εγκαταλείπουμε, κι εμείς έχουμε ανάγκη από την απουσία τους.
[...] Κι αν οι γέροντες ξαφνικά συνέλθουν από τις απατηλές αξίες της ώριμης ζωής τους, που τους έκαναν να ξεχνούν συνέχεια το ουσιώδες, αν έξαφνα μισοδούν τη γυμνή, ολόκληρη απόλαυση της ζωής.
Καταδικάζετε αυταρχικά τους γέροντες στη δυστυχία. Δεν το ξέρετε ότι τίποτε δεν είναι πιο εύκολο από το να δώσεις χαρά σ' ένα γέροντα, ότι κανείς δεν είναι πιο έτοιμος (παρά ίσως μονάχα το παιδί) να δεχτεί την απόλαυση, απ' όσο ο γέροντας; Δώστε τους φιλιά, δώστε τους παιδιά, δώστε τους ιστορίες, εμπιστευτείτε τους μικροδουλειές, ζητείστε τους τη γνώμη τους, δώστε τους το χέρι σας, κάντε τους να γελάσουν, και θα δείτε πόσο είναι έτοιμη να ζήσουν, πόσο προσπαθούν ν' ανταποδώσουν, ν' αγαπήσουν, να σε κάνουν να γελάσεις, να γιορτάσεις...
Αγαπώ τόσο πολύ τους γέροντες, που συνήλθαν από τη ματαιότητα της επιθυμίας, τους γέροντες που προσφέρουν τον εαυτό τους στη ζωή.

[...] Ο Νίτσε λέει: «Δεν μπορούν να δουν ένα πτώμα χωρίς να φωνάξουν, να η άρνηση της ζωής!»
[...] Έμαθα τόσα γεννώντας με τη θέλησή μου κι αποφεύγοντας όσα εσείς μου είχατε πει, ώστε έχω φτάσει σε μια ανελέητη δυσπιστία, ιδιαίτερα για ό,τι αφορά τον πόνο, ιδιαίτερα όταν αυτό ταιριάζει με τις ιδέες που φτιάχνετε και διαδίδετε για τη ζωή...
Είσαστε τόσο σφιχτά κρεμασμένοι στο μικρό σας εγώ, στη μικρή σας εξουσία, και μόνο σ' αυτά, που δεν καταλαβαίνετε ότι ο θάνατος δεν μπορεί να 'ναι για σας ένα κομμάτι της ευχαρίστησης...
Λέτε και ξαναλέτε ασταμάτητα: οι γέροι ξεμωραίνονται. Όμως τίποτε μέσα στη σκέψη σας ή τις πράξεις σας ή την καρδιά σας ποτέ δεν κατάλαβε τη σημασία αυτής της έκφρασης. Ίσως γιατί αυτόματα μετατρέπατε σε καταδίκη αυτό που μόλις είχατε διαπιστώσει.
Είναι αλήθεια ότι οι γέροντες αδιαφορούν πια κι αποστρέφονται τις σοβαρότητες των μεγάλων, είναι αλήθεια πως δεν έχουν πια όρεξη παρά μόνο σχεδόν για ζαχαρωτά καα φιλιά, κι ότι τελειώνουν όπως άρχισαν, με το χέρι αρπαχτικό να σφίγγει μ' όλη του τη δύναμη το χέρι που του απλώθηκε, είναι αλήθεια ότι τελειώνουν όπως άρχισαν, ότι πέφτουνε στο κρεβάτι τους και ξανασμίγουν με την πελώρια νύχτα, που τους έφερε μέχρι τη μέρα. Και λοιπόν; Είναι αυτό πτώση, ή είναι ο κύκλος του βαθύτερου μυστικού μας;
Για ακούστε τι λένε όταν «χάνουνε τα μυαλά τους», όπως λέτε, και δεν ξέρουν πια, ή δε θέλουν πια να παρασταίνουν το πρόσωπο που παρασταίνανε στη σκηνή των άλλων... Περιφρονούν αυτό το πρόσωπο που ήταν, αρνούνται να αναγνωρίσουν, να ονομάσουν τα πρόσωπα γύρω τους που τους κάνουν σημάδια εξεζητημένα και παραπλανητική. Ακούστε τους, που ξανάρχονται στο στόμα τους λόγια απ' τα πιο μακρινά παιδικά τους χρόνια, λόγια γελαστά και λόγια αγωνίας, λόγια που ποτέ δεν ξεστομίστηκαν απ' αυτό το αρχέγονο χάος μέσα μας, πνιγμένο, σκοτωμένο σ' όλη τη ζωή μας, καμιά φορά που τ' ακούσαμε κι έπειτα γρήγορα το προδώσαμε, το απωθήσαμε, χάος χειροπιαστό μες στο κινητό μάγμα των ονείρων, μέσα στην αδημονία των οσμών που ξαναβρίσκουμε, των φόβων που ξανασυναντάμε -λόγια που ποτέ δεν τα σχημάτισε αυτό το πράγμα, που όμως το ξέρουμε βαθύτερα από οποιοδήποτε άλλο, αυτό το πράγμα το βαρύ, το γεμάτο αγωνία, το θαυμαστό, το νυχτερινό, το βαθύ, που ονομάζεται εαυτός, ζωντανό και κερδισμένο, από την ανεπίτρεπτη απαρχή μέχρι την έσχατη παρουσία.
Μα εσείς θέλετε πάντοτε το ουσιώδες, το σημαντικό κι ότι είναι καλό να βρίσκεται αλλού, σ' αυτό που εσείς συνηθίσατε, πάνω από κι ενάντια σ' αυτό, για το οποίο μιλώ, και που είναι η συγχώνευσή μας, το πιο βαθύ μας σμίξιμο με τη ζωή, η πρώτη κοπριά της απόλαυσης.
Τίποτε και κανένας, και ιδιαίτερα κανείς ετοιμοθάνατος δε θα μπορέσει να μ' εμποδίσει να δω την αγωνία ίσως σαν την ουσιαστική, κοσμική, φωτόλουστη εμπειρία της άπειρης γλυκύτητας της ζωής...
Μου λέτε όλο πίκρα χλευαστική, τι είναι αυτή η εμπειρία, απ'την οποία δεν μπορούμε να επωφεληθούμε, τι χρειάζεται λοιπόν αυτή η γνώση, απ'την οποία δε θα μπορέσω να συμπεράνω τίποτε, μια και δε θα 'μαι πια εδώ...
Εσείς όμως ποτέ δε σκεφτόσαστε άλλο παρά το κέρδος, το τι κερδίζεται για πιο  μετά, για ύστερα. Σκεφτόσαστε ότι τα πράγματα δεν είναι καλά, παρά αν μπορείς να τα ρίξεις στις επιχειρήσεις.
Κέρδος, επιχείρηση, σχέδιο, επιθυμία -ποτέ εκεί, όπου πραγματικά κάτι συμβαίνει, πάντοτε αλλού, άλλοτε πίσω, το πιο συχνά μπροστά.
Ναι, εγώ λέω ότι η ίδια η αγωνία μπορεί να 'ναι καλή. Γιατί δεν είναι δικιά σας δουλειά, μια κι αντιπαραταχθήκατε στην ίδια τη ζωή ενάντια και τη γεμίσατε με ποταπότητες, να εκτιμήσετε το θάνατο.


αποσπάσματα απο τις Γυναικείες κουβέντες, Annie Leclerc, 1974

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου