Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Γυναικείες κουβέντες [ιιι]

Ήταν τότε, στους παλιούς καιρούς. Υπήρχε η γη, ο ουρανός, οι μέρες, οι νύχτες. Η βροχή κι ο ήλιος, ο κύκλος των εποχών. Υπήρχε ο σπόρος που βλάσταινε, το δέντρο που ψήλωνε και ευδοκιμούσε, έδινε τους καρπούς του κι έπειτα μαραινόταν μέσα σε μια αργή απαλότητα. Υπήρχε η κοιλιά των γυναικών που μεγάλωνε, φούσκωνε για καιρό, κι έπειτα ανάβλυζε η νέα ύπαρξη. Υπήρχαν παιδιά που μεγάλωναν και μεγάλοι που έγερναν στο χώμα και πέθαιναν.
Τ' άστρα γυρνούσαν τις νύχτες, οι εποχές εναλλάσσονταν, και τα σύννεφα κύλαγαν μέσα στον άνεμο.
Ο αέρας γλιστρούσε πάνω σε δέρματα προσεχτικά. Το γδαρμένο λιθάρι των προγόνων κρατούσε.
Ο κόσμος ήταν ο ερωτικός γάμος μιας μονιμότητας κι ενός περάσματος. Η ζωή ήταν η απόδειξη του περάσματος μέσα στη μονιμότητα όλων των πραγμάτων, όταν ακόμα δεν είχαν ξεχωρίσει αυτό που πέρναγε απ' αυτό που έμενε.
[...] Κι ο άντρας είχε χωρίς να στενοχωριέται από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του, τη θέση του κατώτερου. Η φύση τον είχε κάνει χρήσιμο και αφοσιωμένο. Μα δεν ήταν παρά ένα κλωνάρι της ζωής. Όταν έφτανε η στιγμή του θανάτου του, σαν ξερό κλωνάρι, ξεκόλλαγε από το δέντρο της ζωής, που συνέχιζε και χωρίς αυτόν τη φωτεινή του άνθηση.
Ο άντρας  υπηρετούσε τη γυναίκα, στο μέτρο που ήταν το μέσο διατήρησης της ζωής, το ενδιάμεσο ανάμεσα στις γυναίκες, πηγές της ζωής και στη φύση, πλούσια με όσα ποθούσε άπληστα η ζωή.
Ο άντρας έφτιαξε το εργαλείο κατ' εικόνα και ομοίωση του. Πολύτιμο αντικείμενο βέβαια, μα που δεν έχει από μόνο του κανένα σκοπό, που δεν υπάρχει παρά για να υπηρετεί τη ζωή και που το πετάς όταν πια δε χρησιμεύει.
Φτιάχνοντας το εργαλείο ο άντρας, στοχάστηκε πάνω στη σχέση του μ' αυτό. Κι είδε με περιέργεια ότι μπορούσε να φτιάξει το εργαλείο ή να μην το φτιάξει. Ότι απ' αυτόν εξαρτιόταν η τύχη του πυριτόλιθου - να τον κόψει ή ο πυριτόλιθος να κόβει.
Τότε ο άντρας έβαλε στον εαυτό του ένα ερώτημα φοβερό: Γιατί αυτή κι όχι εγώ; Γιατί μ' έκανε άντρα, αντί να με κάνει γυναίκα; Γιατί με στέρησε απ' αυτό που αυτή διαθέτει, τη γονιμότητα;
Κι ο άντρας απόχτησε το αίσθημα ενάντια στη μητέρα του.

Έτσι, μ' ένα πρώτο αίσθημα αδικίας στράφηκαν οι άντρες ενάντια στις γυναίκες, έσφιξαν τις γροθιές τους και συγκέντρωσαν όλη τη σκέψη τους στην επιδίωξη μιας εκδίκησης.
Διεκδίκησαν μερίδιο στην ιερή πράξη της γέννησης. Κάθε άντρας θα συνδεόταν με μια γυναίκα, αποκλειστικά και θα 'λέγαν από δω και μπρος ότι το παιδί προερχόταν και από τη γυναίκα και από τον άντρα αυτόν. Αγνοώντας τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα σ' αυτόν και το παιδί, εφηύρε την πατρότητα, που τη θεωρούσε δικό του διάταγμα.
Οι γυναίκες, το ίδιο αδαείς, και γι' αυτό σίγουρες για τα προνόμιά τους, συμφώνησαν εύκολα σ' αυτή την παρωδία.
Για ν' ανταπαντήσουν στη δύναμη, που μόνο αυτές διέθεταν, αυτοί επινόησαν μια εξουσία, που τους επέτρεπε να τις ανταγωνίζονται.
Μη διαθέτοντας καμιά εξουσία ατομική, δε μπορούσαν να βρουν την εξουσία παρά μόνο από το συνασπισμό των δυνάμεών τους. Έτσι οι άντρες συνασπίστηκαν.
Οι γυναίκες ευχαριστήθηκαν βλέποντας να δεκαπλασιάζονται οι καρποί της εργασίας τους. Ευχαριστήθηκαν βλέποντάς τους να αγωνίζονται να χτίζουν, να ξεχερσώνουν, να καλλιεργούν, να πολεμούν και να καμαρώνουν μόνοι τους.
Κι έφτασε μια στιγμή, που αυτοί μπόρεσαν να πούνε: αυτό εδώ είναι δουλειά του άντρα, κι εσείς οι γυναίκες, που δεν έχετε καμία σχέση μ' αυτό που κάναμε, δεν επιτρέπεται να πλησιάζετε πια.
Αυτές συγκατένευσαν πρόθυμα γιατί, ευχαριστημένες από τ' άμεσα αποτελέσματα της συνεργασίας τους δεν έβλεπαν τίποτε που να θίγει τη δικιά τους δύναμη και την αξία τους, που τη θεωρούσαν άφθαρτη.
Από την εξουσία να φτιάχνουν, αυτοί πέρασαν στην εξουσία ν' αποφασίζουν.
Κι έτσι η πόρτα για την επικράτηση του αρσενικού άνοιξε.
Όλη η ιστορία του άντρα δεν είναι παρά η διαδοχική εγκαθίδρυση τομέων δραστηριότητας, απ' τους οποίους  απομάκρυνε τη γυναίκα, και που τους χρησιμοποιούσε για να περιορίσει και να υποτάξει τη μέχρι τότε θριαμβεύουσα δύναμη των γυναικών. Είναι η επινόηση, η κατοχή του λόγου.
Και παραδόξως, με δεδομένα τα μέσα που διέθεταν και την αναγκαιότητα ενός συνασπισμού τους για ν' αντιπαρατεθούν στις γυναίκες, μιμήθηκαν τη μόνη δύναμη που ήξεραν, τη δύναμη της γυναίκας.
Κι αυτή βρισκόταν μέσα στην πράξη της γέννησης μονιμότητας και παροδικότητας.
Σχημάτισαν για τον εαυτό τους την αντίληψη ότι είναι περαστικοί που οικοδομούν τη μονιμότητα. Κι επινόησαν την ιστορία, μια παρωδία της ζωής.
Ήθελαν τους εαυτούς τους να 'ναι δημιουργοί και προφήτες. Θεμελιωτές, χτίστες και κύριοι βασιλείων.
Θέλησαν η γη να μην είναι πια η γη, αλλά η γη του άντρα. Την αναποδογύρισαν, την ξεκοίλιασαν, την αναστάτωσαν. Την έκαναν διαφορετική, πιο πλούσια και λιγότερο πολύτιμη.
Θέλησαν να εγκαθιδρυθεί ανάμεσα σ' αυτούς και τα πράγματα ένας δεσμός το ίδιο στενός, όσο κι ο δεσμός της γυναίκας με το παιδί που έχει μέσα της. Έτσι εγκαθίδρυσαν την ιδιοκτησία, που δεν είναι παρά μια εικόνα αυτού του δεσμού παραφθαρμένη, ριγμένη στην αδράνεια. Στη γυναίκα, αυτός ο δεσμός δεν είχε νόημα, παρά όσο προετοίμαζε τη ζωή, κι έπαυε να υπάρχει από μόνος του όταν η εμφάνιση της νέας ζωής τον έκανε άχρηστο. Αυτοί όμως καθόρισαν ένα δεσμό, που αντί να υπόσχεται υποτάσσει, ένα δεσμό, που δεν έχει νόημα, παρά όσο εξασφαλίζει την εξουσία, ένα δεσμό, που αντί να σβήνει δε μπορεί παρά να ενισχύεται από μια εξουσία που τον ευνοεί. Ένα δεσμό που, αν καμιά φορά τρέφει το δικό του άντρα, κάνει όλους τους άλλους να πεινούν. Τον καταραμένο δεσμό, που στραγγαλίζει τη ζωή.
Ανήγγειλαν τη βασιλεία του άντρα.


Έγραψαν στο στερέωμα αξίες, που πριν δεν υπήρχαν διόλου. Και τις επέβαλαν με το βάρος των συνασπισμένων μυώνων τους, των όπλων τους, των γόνιμων εργαλείων τους, διαποτισμένοι καθώς ήταν με τη νέα τους δύναμη, γεμάτη φόρα ακόμη από την ορμητική τους γέννηση.
Οι γυναίκες διασκέδαζαν με τα πρώτα τους σκέρτσα, όπως με τα παιχνίδια των παιδιών τους. Μα τους χρειάστηκε ν' ανακαλύψουν το φόβο. Κι ο φόβος γρήγορα τους έμαθε το σεβασμό. Αυτές συγκατατέθηκαν στο σεβασμό, σίγουρα αγνοώντας ότι έτσι τροφοδοτούσαν την καταπίεση, που τις απειλούσε με τη πιο σίγουρη τροφή. Και μόνες τους χτύπησαν τη νεκρική καμπάνα της ευτυχισμένης τους τύχης όταν συγκατατέθηκαν στο σεβασμό, αυτόν το σιωπηρό διακανονισμό ανάμεσα στον αδύναμο και τον ισχυρό, με τον οποίο ο αδύνατος γλιτώνει από τον ταπεινωτικό πόνο και ο ισχυρός από την εξέγερση του αδύναμου -διακανονισμός που γίνεται με τον καταναγκασμό και πάντα σ' όφελος του ισχυρού.
Αυτοί είπαν πως αυτό που άξιζε ήταν ό,τι είχαν φτιάξει με τα δικά τους χέρια, πως ό,τι είχε γίνει χωρίς αυτούς και συνέχιζε να γίνεται χωρίς αυτούς, η γη κι οι εποχές, η εγκυμοσύνη των γυναικών, η σκοτεινή κυκλοφορία των αμέτρητων χυμών, η προσεχτική φροντίδα των παιδιών, η προετοιμασία του τραπεζιού, όλα αυτά δεν είχαν καμιά δική τους αξία.
Είπαν ότι άξιζαν αυτοί, που είχαν κάνει ό,τι είχαν κάνει, κι όχι οι γυναίκες.
Άλλοτε αυτοί έρχονταν στη γυναίκα, τρέμοντας, ευτυχισμένοι που έσμιγαν μαζί της, που ανταποκρίνονταν στην επιθυμία της. -Τώρα ζητούσαν να βεβαιώνονται στην ερωτική πράξη για τη νίκη τους πάνω της. Δεν ήθελαν πια να τους δέχεται αυτή ή να τους αρνείται, κατά τη διάθεσή της, ήθελαν απ' αυτή να μην έχει πια να πει λέξη. Ήθελαν μόνο να τη βιάζουν. Επινόησαν το βιασμό.
Έκαναν τη σεξουαλικότητα υπέρτατη επικράτηση του άντρα πάνω στη γυναίκα, που το τέλος της ήταν ο θάνατός της, η πτώση της. Κι ο τοκετός θα 'ταν πια το οδυνηρο στίγμα της παρακμής της, η φρίκη και το μαρτύριο, που θα 'ταν παντοτινό τεκμήριο της εκθρόνισής της.
Είπαν ότι το μέρος της γυναίκας ήταν ό,τι το άχαρο. Ότι αν ήταν σεμνή, υπάκουη, αφοσιωμένη στον άντρα, τότε αυτοί θα της ανταπέδιδαν προστασία και τρυφερότητα.

Για να προωθήσουν μόνο και μόνο ό,τι οι ίδιοι είχαν φτιάξει, αναγκάστηκαν να δυσφημίσουν την ουσία της ζωής, που ονομαζόταν ευτυχία, γέλιο, χορός, βλέμμα στον ουρανό, φαΐ, πιοτό, ένωση μ' άλλα σώματα, χάιδεμα των παιδιών και μεγάλωμα των ματιών τους, πείραγμα και κολακεία των γερόντων. Αυτοί σ' όλα αυτά έβλεπαν σκοτεινά υπολείμματα της ζωώδικης καταγωγής μας. Καλύτερο θα 'ταν να μην τα σκέφτεσαι ποτέ, να τα κάνεις όταν χρειαζόταν, μα δίχως να το σκέφτεσαι -κι έπαψαν να σκέφτονται γι' αυτά.
Όλοι οι πόθοι της ζωής έσβησαν.
[...] Κι έπειτα λένε πως η εξουσία πήγασε ακριβώς από τη «φύση» του άντρα. Ένας άντρας χωρίς εξουσία, όποιος κι αν ήταν ο λόγος γι' αυτό, δε θα μπορούσε να θεωρηθεί άντρας ολοκληρωμένος και δε θα 'πρεπε πια να χρησιμεύει παρά για την αύξηση της εξουσίας αυτών απ' τους οποίους πηγάζει φυσικά. Ο νικημένος θα 'ταν σκλάβος, δουλοπάροικος, εργάτης στην αλυσίδα -κι ο γέρος θα 'ταν πια για πέταμα και θα 'πρεπε να πάει να ψοφήσει στην άθλια τρύπα του, και στις μύτες μάλιστα των ποδιών, για να μην ενοχλήσει κανέναν.
Να λοιπόν, η ιστορία, που αρέσει σε μένα, κι όχι σ' αυτόν, η ιστορία της βίαιης αντιπαράθεσης του άντρα στη γυναίκα, η ιστορία μιας εκδίκησης πετυχημένης.
Αν ο δυστυχισμένος εκδικείται τον αθώο, τότε θριαμβεύει. Η δυστυχία είναι ένα όπλο. Η αθωότητα έχει γυμνά τα χέρια. Αν όμως ο εκδικητής μετατρέπει τον αθώο σε δυστυχισμένο, άραγε παύει αυτός ο ίδιος να 'ναι δυστυχισμένος; Όχι μόνο η εκδίκηση του δεν μπορεί παρά να μεγαλώσει τη δυστυχία του, αλλά και την τοποθετεί κάτω απ' την άμεση απειλή του όπλου της δυστυχίας του τιμωρημένου.
Ο άντρας εκδικητής δεν μπορεί να 'ναι ευτυχισμένος.

[...] Όταν λέω, όπως όλος ο κόσμος, μα καμιά φορά χωρίς να το σκέφτεται, θέλω να ζήσω, λέω ότι θέλω η ζωή, κι όχι μόνο η δικιά μου, που δεν είναι η ζωή, αλλά η απόλαυσή της μόνο, να 'ναι απόλαυση για όλους και όλο και πιο βαθιά.
Το πνεύμα δεν έχει παρά ένα καθήκον, να καταγγέλλει ό,τι εμποδίζει, ό,τι καταστρέφει την απόλαυση, και ταυτόχρονα ν' αποδέχεται και να σκορπά την απόλαυση της ζωής. Τα χέρια δεν έχουν άλλο καθήκον, παρά να σκάβουν τη γη που δέχεται τις απολαύσεις της ζωής.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει δίχως κόπο και δίχως αγώνα. Αλλά ο πόνος, που θέλει και προετοιμάζει και φέρνει τη ζωή, αυτός πλημμυρίζει τη ζωή με την πιο φλογερή απ' όλες τις απολαύσεις.

 Τι ξέρουμε για την απόλαυση; Τίποτε. Αυτό που καταλαβαίνουμε απ' αυτό τον όρο είναι είτε η τρομερή ολοκλήρωση της σεξουαλικότητάς σας, που μέσα της σβήνει η επιθυμία, πράγμα που ισοδυναμεί με άρνηση της απόλαυσης, είτε το σύνολο από τις «μικρές χαρές της ζωής», πράγμα που υπονοεί πάντοτε αντικείμενα ευχαρίστησης, κι όχι την ιδιαίτερη ένταση της ζωής, που μπορούν να διεγείρουν αυτά τ' αντικείμενα. Με μια κουβέντα, συγχέετε την απόλαυση με την κατοχή. Και δεν ξέρω στ' αλήθεια τίποτε πιο στερημένο από απόλαυση, άλλο από την απόλαυση των αγαθών σου.
[...]Όμως η σεξουαλική απόλαυση, μην το ξεχνάμε, έχει αυτό το εξαιρετικό προνόμιο, πέρα από τη δικιά της διάσταση, να ξαναβρίσκει, να προεικονίζει και τελικά να ολοκληρώνει μέσα της το σύνολο σχεδόν των απολαύσεων της ζωής -την αφή, την όραση, την ακοή, την ομιλία, την όσφρηση, αλλά και το φαγητό, το πιοτό, το χέσιμο, τη γνώση, το χορό...
Αν αφαιρέσετε από τη σεξουαλική πράξη τη διάσταση και τη θερμότητα όλων αυτών των απολαύσεων, το μόνο που σας μένει είναι η τυφλή, σκελετική και τρομερή σας δύναμη. Και για να μην κρύβουμε τίποτε, η Λίμπιντό σας, αντί να μου φέρνει γέλιο ή απόλαυση, μου φέρνει ανατριχίλα...
Το γέλιο; Γνοιάστηκε ποτέ κανείς για το γέλιο; Θέλω να πω για το γέλιο το πραγματικό, πέρα από το ευφυολόγημα, την κοροϊδία, το γελοίο. Το γέλιο, αυτή η τεράστια και εξαίσια απόλαυση, η απόλαυση των απολαύσεων...

[...]Ο κόσμος είναι όμορφος, το σώμα ωραίο, το παιδί εξαίσιο κι ο γέρος ζεστός, χάρη στο χρόνο και στον ήλιο που δύει. Αυτό που μας αρνούνται είναι κάτι ελάχιστο, αλλά και τα πάντα -το ζεστό ψωμί και το δροσερό νερό της ζωής.
Δεν είναι ακόμα καιρός ν' απολαύσουμε μέχρι τα έσχατα όριά μας. Είναι καιρός να μάθουμε πόσο μας λείπει η απόλαυση και πόσο πνίγεται η ζωή. Είναι καιρός να είμαστε σκληροί και ν' αγωνιζόμαστε για να πραγματωθεί η ζωή κι η απόλαυση δίχως άλλο επίθετο.
Οφείλουμε να θέλουμε ό,τι υπάρχει πιο δύσκολο, όχι γιατί είναι δύσκολο, αλλά γιατί είναι απόλαυση, η απόλαυση να βλέπεις και ν' ακούς, η απόλαυση του παιδιού και του γέροντα, η απόλαυση των σωματων μας που έχουν σμιξει, η απόλαυση της αυγής και του δειλινού -και γιατί είναι κάτι, που οι πιο στερημένοι απ' αυτό είναι οι άντρες της δηλητηριασμένης, της δυστυχισμένης γης.
Γιατί είναι η ζωή κι η απόλαυση, αυτά μόνο, αυτά που πρέπει να φέρνουν οι αληθινές επαναστάσεις.
Μα χωρίς τις γυναίκες, και χωρίς το ξύπνημα της εκμαυλισμένης συνείδησής τους, οι αληθινές επαναστάσεις θα εξαντληθούν, κι η γη θα ξαναγίνει κτήμα του δυνατού, ισχυρού και θριαμβευτή άντρα -του άντρα που σπέρνει την πρόοδο, την καταπίεση και την απόγνωση.
Όσο πιο πολύ αποκτά ακρίβεια και βάθος η προσοχή, τόσο πιο πολύ φανερώνεται ότι αυτό που πρέπει να ξαναβρούμε, να φτιάξουμε, να πετύχουμε, είναι ακριβώς αυτό, που το' χουν στερήσει πιο πολύ στις γυναίκες (γιατί βέβαια ήταν ιδιαίτερα προικισμένες γι' αυτό): η απόλαυση της ζωής -κι όχι μόνο γι' αυτές, μα για τη γη ολόκληρη, για τους άντρες, τα παιδιά, τους έφηβους, τους γέροντες.
Πέρασε πια ο καιρός που οι γυναίκες ακολουθούσαν τυφλά τις επαναστάσεις-ανακυκλώσεις του άντρα που πάλευε με τον εαυτό του.
Στην αληθινή επανάσταση που θα 'ρθει, οι γυναίκες θα 'ναι η καρδιά, ή, όπως λένε, η εστία, το φως, η ζεστασιά κι η ζωή.

Μια μέρα ίσως θα 'ρθει η Γιορτή.
Θα 'μαστε μαζί και θα 'χουμε σμίξει. Τα καμώματα, τα χάδια και τα γέλια θα γυρνούν απ' τους γάμους στα παιδιά, απ' τα παιδιά στους μεγάλους, απ' τα κορίτσια στ' αγόρια, από όλους σε όλους. Στόματα δροσερά θα φιλούν τ' αναμμένα μάγουλα. Χέρια βαριά και ρευματικά θ' αγκαλιάζουνε γερούς ώμους.
Κι εμείς θα μοιραζόμαστε τους καρπούς, το γάλα των κόπων μας.
Μια μέρα ίσως θα βρούμε αυτό, που με τόση λύσσα βάλθηκαν να το εμποδίσουν. Το πιο απλό, το πιο αληθινό, το πιο καλό, το πιο τρελό και το πιο συνετό: την αρμονία των γέλιων μας.


αποσπάσματα από το Γυναικείες κουβέντες, Annie Leclerc, 1974

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου