..Μας έχουν συνηθίσει να υποτιμάμε τη ζωή και μας απαγορεύουν να θυμόμαστε. Κατά κανόνα τα μέσα επικοινωνίας και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα δε συνεισφέρουν στην ενσωμάτωση της μνήμης στην πραγματικότητα, αντιθέτως μάλιστα. Κάθε γεγονός διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα, διαχωρίζεται από το παρελθόν του και από το παρελθόν των άλλων. Ο πολιτισμός της κατανάλωσης, πολιτισμός του κατακερματισμού, μας εκπαιδεύει με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύουμε ότι τα πράγματα συμβαίνουν έτσι από μόνα τους. Ανίκανο να αναγνωρίσει τις ρίζες του, το παρόν προβάλλει στο μέλλον τη δική του επανάληψη. Το αύριο είναι το άλλο όνομα του σήμερα. Η άνιση οργάνωση του κόσμου, που εξευτελίζει την ανθρώπινη μοίρα, ανήκει στην αιώνια τάξη και η αδικία είναι ένα πεπρωμένο που είμαστε υποχρεωμένοι ή να το δεχτούμε ή να το δεχτούμε.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται; Ή μήπως επαναλαμβάνεται μόνο για κείνους που από τύψεις είναι ανίκανοι να την ακούσουν; Δεν υπάρχει ιστορία βουβή. Η ανθρώπινη ιστορία, όσο και να την τσουρουφλίσουν, όσο και να τη φθείρουν, όσα ψέματα και να πουν, αρνείται να κλείσει το στόμα της. Ο χρόνος που πέρασε εξακολουθεί να υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση, ζωντανός μέσα στον παρόντα χρόνο, ακόμα κι αν το παρόν δεν το θέλει ή δεν το γνωρίζει. Το δικαίωμα στη μνήμη δεν αναφέρεται ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα της Οικουμενικής Διακήρυξης του ΟΗΕ, σήμερα όμως πρέπει περισσότερο απο ποτέ να το διεκδικήσουμε και να το εξασκήσουμε: όχι για να επαναληφθεί, όχι για να γίνουμε τα ζωντανά φερέφωνα των νεκρών αλλά για να αποκτήσουμε την ικανότητα να μιλάμε με φωνές που να μην είναι καταδικασμένες να αντηχούν αενάως τη βλακεία και την κακομοιριά. Όταν η μνήμη είναι στ' αλήθεια ζωντανή δεν κάθεται να ρεμβάζει την ιστορία αλλά μας καλεί να γράψουμε ιστορία. Περισσότερο από τα μουσεία, όπου η κακομοίρα πλήττει, η μνήμη βρίσκεται στον αέρα που αναπνέουμε, και δια μέσου του αέρα μας εμπνέει.
Να λησμονήσουμε τη λήθη: ο δον Ραμόν Γκόμεζ ντε λα Σέρνα διηγόταν κάποτε μια ιστορία για κάποιον που είχε τόσο κακή μνήμη ώστε μια μέρα λησμόνησε ότι είχε κακή μνήμη και τα θυμήθηκε όλα. Να ανακαλούμε στη μνήμη μας το παρελθόν, για να λυτρωθούμε από τις κατάρες του: όχι για να δέσουμε τα πόδια του παρόντος, αλλά για να του δώσουμε τη δυνατότητα να προχωρά άνετα, χωρίς παγίδες. Μέχρι πριν από μερικούς αιώνες οι Λατινοαμερικανοί, αντί για το ρήμα despertar (ξυπνώ) χρησιμοποιούσαν το ρήμα recordar (θυμάμαι). Η ίδια λέξη, με ακριβώς την ίδια έννοια, χρησιμοποιείται ακόμα στις μέρες μας σε ορισμένες επαρχίες της Λατινική Αμερικής. Η μνήμη, όταν είναι σε εγρήγορση, είναι κάτι το αντιφατικό, όπως εμείς. Ποτέ δεν ησυχάζει και, όπως εμείς, αλλάζει. Δε γεννήθηκε για να γίνει τροχοπέδη. Μάλλον έχει μια κλίση προς το να γίνει καταπέλτης. Θέλει να είναι λιμάνι αναχώρησης όχι λιμάνι άφιξης. Η μνήμη δεν αρνείται τη νοσταλγία, αλλά προτιμάει την ελπίδα, τον κίνδυνο της ελπίδας και την αψηφισιά της. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η Μνημοσύνη ήταν αδελφή του Χρόνου και του Ωκεανού, και δεν έκαναν λάθος.
Η ατιμωρησία είναι παιδί της κακής μνήμης. Αυτό το γνωρίζουν καλά όλες οι στρατιωτικές δικτατορίες που βασάνισαν τα μέρη μας. Στη Λατινική Αμερική έχουν καεί βουνά από ντοκουμέντα και ολόκληρες οροσειρές από βιβλία: βιβλία που είχαν κάνει το σφάλμα να περιγράφουν την απαγορευμένη πραγματικότητα και βιβλία που απλώς είχαν κάνει το σφάλμα να είναι βιβλία. Στρατιωτικοί, πρόεδροι, μοναχοί: υπάρχει μια μακρά ιστορία από πυρκαγιές, που αρχίζει το 1562 στο Μανί του Γιουκατάν όταν ο μοναχός Ντιέγο ντε Λάντα πέταξε στις φλόγες τα βιβλία των Μάγιας θέλοντας να κάψει τη μνήμη των ιθαγενών. Αν θέλουμε να αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές ακόμα διάσημες πυρές αρκεί να θυμηθούμε ότι το 1870, όταν οι στρατοί της Αργεντινής, της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης ισοπέδωσαν την Παραγουάη, έκαναν στάχτη τα ιστορικά αρχεία των ηττημένων. Είκοσι χρόνια αργότερα η κυβέρνηση της Βραζιλίας έκαψε όλα τα χαρτιά που αποδείκνυαν τους τρεισήμισι αιώνες της μαύρης σκλαβιάς. Το 1983 οι στρατιωτικοί πέταξαν στη φωτιά τα ντοκουμέντα του βρώμικου πολέμου εναντίον των συμπατριωτών τους, και το 1995 οι στρατιωτικοί της Γουατεμάλας έκαναν το ίδιο.
Εντουάρντο Γκαλεάνο, Ένας κόσμος ανάποδα
Η ιστορία επαναλαμβάνεται; Ή μήπως επαναλαμβάνεται μόνο για κείνους που από τύψεις είναι ανίκανοι να την ακούσουν; Δεν υπάρχει ιστορία βουβή. Η ανθρώπινη ιστορία, όσο και να την τσουρουφλίσουν, όσο και να τη φθείρουν, όσα ψέματα και να πουν, αρνείται να κλείσει το στόμα της. Ο χρόνος που πέρασε εξακολουθεί να υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση, ζωντανός μέσα στον παρόντα χρόνο, ακόμα κι αν το παρόν δεν το θέλει ή δεν το γνωρίζει. Το δικαίωμα στη μνήμη δεν αναφέρεται ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα της Οικουμενικής Διακήρυξης του ΟΗΕ, σήμερα όμως πρέπει περισσότερο απο ποτέ να το διεκδικήσουμε και να το εξασκήσουμε: όχι για να επαναληφθεί, όχι για να γίνουμε τα ζωντανά φερέφωνα των νεκρών αλλά για να αποκτήσουμε την ικανότητα να μιλάμε με φωνές που να μην είναι καταδικασμένες να αντηχούν αενάως τη βλακεία και την κακομοιριά. Όταν η μνήμη είναι στ' αλήθεια ζωντανή δεν κάθεται να ρεμβάζει την ιστορία αλλά μας καλεί να γράψουμε ιστορία. Περισσότερο από τα μουσεία, όπου η κακομοίρα πλήττει, η μνήμη βρίσκεται στον αέρα που αναπνέουμε, και δια μέσου του αέρα μας εμπνέει.
Να λησμονήσουμε τη λήθη: ο δον Ραμόν Γκόμεζ ντε λα Σέρνα διηγόταν κάποτε μια ιστορία για κάποιον που είχε τόσο κακή μνήμη ώστε μια μέρα λησμόνησε ότι είχε κακή μνήμη και τα θυμήθηκε όλα. Να ανακαλούμε στη μνήμη μας το παρελθόν, για να λυτρωθούμε από τις κατάρες του: όχι για να δέσουμε τα πόδια του παρόντος, αλλά για να του δώσουμε τη δυνατότητα να προχωρά άνετα, χωρίς παγίδες. Μέχρι πριν από μερικούς αιώνες οι Λατινοαμερικανοί, αντί για το ρήμα despertar (ξυπνώ) χρησιμοποιούσαν το ρήμα recordar (θυμάμαι). Η ίδια λέξη, με ακριβώς την ίδια έννοια, χρησιμοποιείται ακόμα στις μέρες μας σε ορισμένες επαρχίες της Λατινική Αμερικής. Η μνήμη, όταν είναι σε εγρήγορση, είναι κάτι το αντιφατικό, όπως εμείς. Ποτέ δεν ησυχάζει και, όπως εμείς, αλλάζει. Δε γεννήθηκε για να γίνει τροχοπέδη. Μάλλον έχει μια κλίση προς το να γίνει καταπέλτης. Θέλει να είναι λιμάνι αναχώρησης όχι λιμάνι άφιξης. Η μνήμη δεν αρνείται τη νοσταλγία, αλλά προτιμάει την ελπίδα, τον κίνδυνο της ελπίδας και την αψηφισιά της. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η Μνημοσύνη ήταν αδελφή του Χρόνου και του Ωκεανού, και δεν έκαναν λάθος.
Η ατιμωρησία είναι παιδί της κακής μνήμης. Αυτό το γνωρίζουν καλά όλες οι στρατιωτικές δικτατορίες που βασάνισαν τα μέρη μας. Στη Λατινική Αμερική έχουν καεί βουνά από ντοκουμέντα και ολόκληρες οροσειρές από βιβλία: βιβλία που είχαν κάνει το σφάλμα να περιγράφουν την απαγορευμένη πραγματικότητα και βιβλία που απλώς είχαν κάνει το σφάλμα να είναι βιβλία. Στρατιωτικοί, πρόεδροι, μοναχοί: υπάρχει μια μακρά ιστορία από πυρκαγιές, που αρχίζει το 1562 στο Μανί του Γιουκατάν όταν ο μοναχός Ντιέγο ντε Λάντα πέταξε στις φλόγες τα βιβλία των Μάγιας θέλοντας να κάψει τη μνήμη των ιθαγενών. Αν θέλουμε να αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές ακόμα διάσημες πυρές αρκεί να θυμηθούμε ότι το 1870, όταν οι στρατοί της Αργεντινής, της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης ισοπέδωσαν την Παραγουάη, έκαναν στάχτη τα ιστορικά αρχεία των ηττημένων. Είκοσι χρόνια αργότερα η κυβέρνηση της Βραζιλίας έκαψε όλα τα χαρτιά που αποδείκνυαν τους τρεισήμισι αιώνες της μαύρης σκλαβιάς. Το 1983 οι στρατιωτικοί πέταξαν στη φωτιά τα ντοκουμέντα του βρώμικου πολέμου εναντίον των συμπατριωτών τους, και το 1995 οι στρατιωτικοί της Γουατεμάλας έκαναν το ίδιο.
Εντουάρντο Γκαλεάνο, Ένας κόσμος ανάποδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου