Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Ο κόσμος τους


Δένω μάτια και χέρια
να μη βλέπω άλλο πια 
τα σκληρά τους μαχαίρια 
τη μικρή τους καρδιά. 

Και κοιμούνται και ξυπνάνε 
μας χτυπάνε όπου βρούν 
μηχανές που περπατάνε 
που δεν ξέρουν να ζουν. 

Κλείνω στόμα και μύτη 
τους βαρέθηκα πια 
να με λένε αλήτη 
και γελώντας, μαλλιά. 

Τώρα μόνος σαν τσακάλι 
στα βουνά τριγυρνώ 
για το κλούβιο τους κεφάλι 
ούτε που θα νοιαστώ. 

Στίχοι: Δάμων και Φιντίας
Μουσική: Δάμων και Φιντίας 
Πρώτη εκτέλεση: Παύλος Σιδηρόπουλος




Ο Παύλος Σιδηρόπουλος (27/7/1948 - 6/12/1990) ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της ελληνικής ροκ μουσικής σκηνής. Στη Θεσσαλονίκη νεαρός φοιτητής και μακριά από την οικογένειά του, ξεκίνησε τη μουσική του σταδιοδρομία. Την περίοδο εκείνη ο μουσικός Παντελής Δεληγιαννίδης έπαιζε κιθάρα με τους Olympians. Ο Παύλος τον άκουσε και ενθουσιάστηκε: «Ξεχώριζε ο άνθρωπος, δεν είχε καμία δουλειά με τον Πασχάλη και τους υπόλοιπους» έλεγε σε συνέντευξή του. Τα κοινά ακούσματά τους πολλά -blues, Eric Clapton, Cream, John Mayall κ.ά.- και έχοντας κι ο Παύλος ήδη κάποιες πρώτες συνθέσεις, του πρότεινε να συνεργαστούν. Δημιούργησαν το ντουέτο Δάμων και Φιντίας, κατέβηκαν στην Αθήνα και άμεσα -μέσα στη διετία 1970-1971- ηχογράφησαν τον πρώτο τους μικρό δίσκο 45 στροφών, με τα τραγούδια Ξέσπασμα και Ο κόσμος τους. Συμμετείχαν επίσης -ανάμεσα σε μουσικούς και σχήματα όπως η Δέσποινα Γλέζου, Εξαδάκτυλος, Socrates- στη ζωντανή ηχογράφηση «Ζωντανοί στο Κύτταρο» με τα κομμάτια τους Απογοήτευση και Ο Γέρο-Μαθιός.
Είναι η εποχή της μεταπολίτευσης και «η ροκ σκηνή δεν έχει νόημα ύπαρξης πλέον γιατί το πολιτικό τραγούδι κυριαρχεί. Οι περισσότεροι μουσικοί ή φεύγουν έξω ή σιωπούν», όπως αφηγείται ο Σιδηρόπουλος το Σεπτέμβριο του '90 -στην τελευταία συνέντευξή του. Προκειμένου να κάνει ο,τιδήποτε άλλο τότε, δούλεψε για κάποιους μήνες στο εργοστάσιο του πατέρα του, αλλά φαίνεται πως δεν το άντεχε. Κάπου εκεί και μέσα στη δημιουργική απελπισία του, συμφωνεί να συνεργαστεί με το συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, ο οποίος ήρθε σε επαφή μαζί του μέσω του Π. Ζέρβα, ιδιοκτήτη των κλαμπ Κύτταρο και Ροντέο. Ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε με το Μαρκόπουλο από το 1974 έως το 1976, ως σατιρικός τραγουδιστής και ηθοποιός. Μετά τις πρώτες πρόβες, ο Παύλος θυμόταν πως «ο Μαρκόπουλος σχεδόν απαγόρεψε στον οποιονδήποτε φίλο του να με πλησιάσει. Με σύστηνε πάντα με χαμόγελο ως ο ροκ επικίνδυνος τρόπος ζωής, αλλά φαίνεται ότι ασκούσα κάποια έλξη απάνω του γι αυτόν ακριβώς τον τροπο της ζωής».
Το χαρακτηριστικό του καλλιτέχνη Παύλου Σιδηρόπουλου ήταν ότι έγραφε συνεχώς! Σε οποιοδήποτε άδειο χαρτί, απόκομμα, μπλοκ, έστω και σε μισή κενή κόλλα που μπορεί να βρισκόταν μπροστά του, θα αποτύπωνε κάποια σκέψη του, κάποιο συναίσθημα του. Ο Σιδηρόπουλος δεν έγραψε μόνο στίχους, αλλά και ποιήματα, ημιτελή θεατρικά έργα καθώς και κείμενα με πολιτικές και φιλοσοφικές απόψεις. Διάβαζε, ιδιαίτερα ποίηση, αλλά και φιλοσοφία. Συχνά καταπιανόταν με τη συγγραφή διηγημάτων, τα οποία όμως δεν ολοκλήρωσε ποτέ. Έχει σημασία να αναφέρουμε πόσο καθοριστικές υπήρξαν για τον στιχουργό-ποιητή Παύλο οι επιρροές του από το κίνημα της αμερικανικής beat λογοτεχνίας (κυρίως από τον Allen Ginsebearg, κατά τον ίδιο τον Παύλο), χωρίς ν’ αφήσουμε εκτός, τη λεγόμενη rock subculture με βασικότερο εκφραστή της τον Lou Reed. Δεν έλειπαν ακόμη οι στιχουργικές παραπομπές του Παύλου σε σημαντικούς Έλληνες ποιητές: στον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον «Ποιητή της Ήττας», στο κομμάτι του, «Οι σοβαροί κλόουν» από το Φλου. Αγαπούσε ιδιαίτερα τον Σεφέρη, τον οποίο θεωρούσε ποιητή παγκόσμιας εμβέλειας, τον Οδυσσέα Ελύτη για την ελληνικότητα της γραφής του, τον Τάκη Σινόπουλο, το Νίκο Καρούζο, και από τη νεότερη γενιά τον Γιώργο Χρονά και τον Δημήτρη Βάρο. Επίσης ανέφερε ως συνειδητή επιρροή του τον Διονύση Σαββόπουλο και τη στιχουργική του, επειδή στην ηλικία των 20 ετών ήταν ο μόνος άνθρωπος που εξέφρασε τις υποψίες του για το κοινωνικό περιβάλλον στην Ελλάδα.
Ώριμος πια ο Σιδηρόπουλος, το Σεπτέμβριο του 1990 θα πει σε συνέντευξη: «Νιώθω περισσότερο στιχουργός παρά μουσικός.». Φράση του Παύλου που μέσα σε δυο αράδες συνοψίζει όλη του την οπτική για αυτό το σημαντικό κομμάτι της δημιουργίας του.
Το φθινόπωρο του 1979, όταν ο Παύλος ήταν 31 ετών, ξεκίνησε η σχέση του με την ηρωίνη. Η καλλιτεχνική του πορεία μετρούσε ήδη εννιά χρόνια και η δημιουργικότητά του, το έργο του και η προσωπικότητά του είχαν για τα καλά αποκαλυφθεί. Στην αρχή ο Παύλος πιστεύει ότι δεν έχει να χάσει τίποτα και ότι θα μπορέσει να ξεμπλέξει εύκολα. Σύντομα σχετικά αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο, κάτι που φαίνεται άλλωστε τόσο στους στίχους των κομματιών του όσο και σε συνεντεύξεις του. Πολλές φορές κάνει προσπάθειες να ξεφύγει, και κατορθώνει για κάποια χρονικά διαστήματα να είναι «καθαρός». Είναι οι περίοδοι που ο Παύλος δημιουργεί ξανά και βάζει στόχους. Δυστυχώς, όμως, παρ’ όλες αυτές τις προσπάθειες, που γίνονται κυρίως ατομικά και χωρίς ποτέ να ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα αποτοξίνωσης, τελικά δε θα τα καταφέρει. Την άνοιξη του 1990 χάνει τη μητέρα του, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία, γεγονός που τον καταβάλλει. Λίγους μήνες αργότερα αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας με το χέρι του και η κακή ψυχολογία του επιδεινώνεται. Παρ’ όλο που η κατάσταση του χεριού του ήταν πολύ σοβαρή και πιθανώς μη αναστρέψιμη, ετοιμάζει με το συγκρότημά του, τους Απροσάρμοστους, τον καινούργιο του δίσκο (πρόκειται για το μεταθανάτιο άλμπουμ Άντε και Καλή Τύχη Μάγκες) και δίνει συναυλίες.
Σύμφωνα με τον Αλέκο Αράπη, τον μπασίστα των Απροσάρμοστων, την προηγούμενη νύχτα του θανάτου του, στις 5 Δεκεμβρίου του 1990, ο Σιδηρόπουλος έφτασε στο στούντιο αρκετά καθυστερημένος και σε αλλόφρονα κατάσταση τσακώθηκε με τους μουσικούς του. Υπάρχει και η μαρτυρία του φίλου του, παραγωγού Πάνου Ηλιόπουλου, κατά την οποία εκείνο το βράδυ ο Παύλος προσπαθούσε απεγνωσμένα να επικοινωνήσει μαζί του από τηλεφώνου. Για την ακρίβεια, ο τηλεφωνητής του Ηλιόπουλου κατέγραψε δεκαπέντε αναπάντητες κλήσεις και δεκαπέντε αντίστοιχα φωνητικά μηνύματα από τον Παύλο. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990, βρισκόμενος στο σπίτι μιας γνωστής του στο Νέο Κόσμο, έπεσε σε κώμα και άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στον Ευαγγελισμό, χάνοντας τη μάχη με την ηρωίνη.
Κηδεύτηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1990, στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου στη Νέα Φιλαδέλφεια, παρουσία ελάχιστων επωνύμων αλλά πλήθους συγκλονισμένου και βαθειά θλιμμένου κόσμου που είχε κατακλίσει το χώρο για να του πει το τελευταίο αντίο. Σήμερα στον Κόκκινο Μύλο υπάρχει οικογενειακός τάφος στον οποίο βρίσκονται ο Παύλος, η μητέρα του και ο πατέρας του, με την προτομή του Παύλου που φιλοτέχνισε η γλύπτρια Δώρα Βουτσινά.
http://pavlos-sidiropoulos.gr/ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου