Του Κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου
Και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου,
Και των αρμάτω οι ταραχές, έχθρητες και τα βάρη,
Του Έρωτα η μπόρεση και της φιλιάς η χάρη,
Ετούτα μ'εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν'αναθιβαλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα
Τότες μια άγάπη μπιστική στον κόσμο έφανερώθη
Κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά κι ουδέ ποτέ τση έλειώθη.
Και με τιμή ήσαν δυό κορμιά στου πόθου το καμίνι
Και κάμωμα πολλά ακριβό σ' έτοιους καιρούς εγίνη
Ήκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
Που ό κύρης σου μ' έξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα;
Τέσσερεις μέρες μοναχάς μου'δωκε ν'ανιμένω
Κι άπόκει να ξενίτευτώ,πολλά μακρά να πηαίνω
Και πως να σ' άποχωριστώ και πως να σου μακρύνω
Και πως να ζήσω δίχως σου στον ξορισμόν έκείνο;
Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει
Ρηγόπουλο, αφεντόπουλο, σαν έισ' έσύ γυρεύει .
Κι ο κύρης όντε βουληθεί και θε να με παντρέψη
Και δω πως γάμο κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψη,
Καλλιά θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
Άλλος παρά ο Ρωτόκριτος γυναίκα να με πάρη.
Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα
Και γρήγορα μισεύγω σου, μακραίνω από τη χώρα
Μα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ και τον καιρό που ζήσω
Τάσσω σου άλλη να μη δω μηδέ ν' ανατρανίσω
Καλλιά 'χω εσέ με θάνατο παρ' άλλη με ζωή μου,
Για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
Τούτο εδώθη σ'ολους μας: ότι κι αν πεθυμούμε,
Μ'ολον οπού 'ναι δύσκολον, εύκολο το κρατούμε
Κι εύκολα το πιστεύγομε κείνο που μας αρέσει
Και κάθα είς σ' τούτο μπορεί να σφάλει και να φταίση.
Tα πάθη πια δεν κιλαδεί το πικραμένο αηδόνι,
αμέ πετά πασίχαρο, μ' άλλα πουλιά σιμώνει.
Ετούτ' η αγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη
Και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τως εδόθη.
Για τούτο οπού 'ναι φρόνιμος , μηδέ χαθή στα πάθη
Το ρόδο κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι.
Και κάθα είς που εδιάβασεν εδά κι ας το κατέχη :
Μη χάνεται στον κίνδυνο, μα πάντα ελπίδα άς έχη.
Στάλα τη στάλα το νερό το μάρμαρο τρυπάτο
Εκείνο που μισεί κανείς γυρίζει κι αγαπάτω.
Απ'οτι κάλλη έχει ο άνθρωπος τα λόγια έχουν τη χάρη
Και κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει
Τα μάτια δεν καλοθωρούν στο μάκρεμα του τόπου
Μα πιο μακριά και πιο βαθιά θωρεί η καρδιά του ανθρώπου.
Για μένα όλα σφάλουσι και πάσιν άνω-κάτω
Για με Ξαναγεννήθηκε η φύση των πραγμάτων.
Βιντσέντζος Κορνάρος
O Βιτσέντζος Κορνάρος (1553 – 1613;) ήταν Έλληνας ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, συγγραφέας του αφηγηματικού ποίηματος Ερωτόκριτος και πιθανώς του θρησκευτικού δράματος Η Θυσία του Αβραάμ.
Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, ο ποιητής του Ερωτόκριτου ταυτίζεται με έναν βενετοκρητικό Βιτσέντζο Κορνάρο, που γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου του 1553 στην Τραπεζόντα της Σητείας, γιος του Ιάκωβου Κορνάρου καί της Ζαμπέτας Ντεμέτζο. Ήταν γόνος εξελληνισμένης και αρχοντικής βενετσιάνικης οικογένειας, πιθανότατα με μεγάλη περιουσία. Ο αδερφός του, Ανδρέας Κορνάρος, είχε γράψει μια Ιστορία της Κρήτης που δεν εκδόθηκε ποτέ. Έζησε στη Σητεία περίπου μέχρι το 1580 ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Εκεί έλαβε χώρα ο γάμος του με την Μαριέτα Ζένο, με την οποία απέκτησε και δύο κόρες, την Ελένη και την Κατερίνα. Από το 1591 ανέλαβε διοικητικά αξιώματα, ενώ κατά την διάρκεια της πανούκλας (1591 -1593) ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Υπήρξε επίσης μέλος ενός λογοτεχνικού συλλόγου, της Ακαδημίας των Παράξενων, που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας, επίσης συγγραφέας. Πέθανε στον Χάνδακα το 1613 ή το 1614 από άγνωστη αιτία και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου. Αυτή η άποψη έχει γίνει αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου