Μάνα ηδονής ρωμαϊκής, ελληνικής λαγνείας,
Λέσβος με τα λιγόθυμα και χαρωπά φιλιά,
όπως ο ήλιος φλογερά, δροσάτα σαν οπώρες,
στολίδια ανεκτίμητα στη μέρα, στη νυχτιά·
Μάνα ηδονής ρωμαϊκής, ελληνικής λαγνείας,
Λέσβος, που τα φιλιά εκεί μοιάζουν με καταρράχτες
και θαρραλέα πέφτουνε σε βάραθρο βαθύ,
τρέχουνε μ' αναφιλητά, μετά ξεσπούν σε γέλια
μεθυστικά, αμέτρητα και μυστικά πολύ·
Λέσβος, που τα φιλιά εκεί μοιάζουν με καταρράχτες.
Λέσβος, που η κάθε Φρύνη σου ποθεί η μια την άλλη,
και βρίσκει πάντα αντίλαλο εκεί ο στεναγμός,
όσο την Πάφο εσένα σε θαυμάζουνε τ' αστέρια,
κι η Αφροδίτη δίκαια ζηλεύει τη Σαπφώ!
Λέσβος, που η κάθε Φρύνη σου ποθεί η μια την άλλη,
Λέσβος, με τις παράφορες και φλογισμένες νύχτες,
μες σε καθρέφτες κορασιές με μάτια ολοσβηστά
επιθυμώντας άγονα το άκαρπο κορμί τους
της ήβης τους μεστούς καρπούς θωπεύουν τρυφερά·
Λέσβος, με τις παράφορες και φλογισμένες νύχτες,
τον Πλάτωνα τον αυστηρό τώρα λησμόνησέ τον·
την άφεση στη δίνουνε τ' αμέτρητα φιλιά,
βασίλισσα χώρας τερπνής, ευγενική, εγκάρδια,
που επινοείς αέναα χάδια ηδονικά.
τον Πλάτωνα τον αυστηρό τώρα λησμόνησέ τον.
Την άφεση σ' τη δίνει εσέ το αιώνιο μαρτύριο,
που τις φιλόδοξες καρδιές επίμονα εξαντλεί,
όμως το παίρνει μακριά ένα καθάριο γέλιο
μισοϊδωμένο τώρα πια σε άλλη ανατολή!
Την άφεση σ' τη δίνει εσέ το αιώνιο μαρτύριο!
Λέσβος, μα ποιος τολμά να γίνει δικαστής σου,
εξαντλημένη και ωχρή να σε κατηγορεί,
αν δε ζυγίσει σε χρυσό ζυγό τα δάκρυά σου,
ποτάμια δάκρυα στη θάλασσα που έχουν χυθεί;
Λέσβος, μα ποιος τολμά να γίνει δικαστής σου;
Τι κι αν οι νόμοι μάς μιλούν για δίκιο ή αδικία;
Παρθένες απαράμιλλες, του Αιγαίου δοξασμός,
είναι η θρησκεία σας σεβαστή σαν κάθε άλλη θρησκεία,
και του έρωτα περίγελος ο Άδης κι ο Ουρανός!
Τι κι αν οι νόμοι μάς μιλούν για δίκιο ή αδικία;
Εμένα η Λέσβος διάλεξε να ψάλλω το τραγούδι,
των ανθισμένων κοριτσιών να πω το μυστικό,
εμέ που γνώρισα παιδί το σκοτεινό μυστήριο
που σμίγει γέλιο ξέφρενο και θρήνο γοερό·
Εμένα η Λέσβος διάλεξε να ψάλλω το τραγούδι.
Και από τότε αγρυπνώ στην άκρη του Λευκάτα,
φρουρός με μάτια σίγουρα, διαπεραστικά,
παραφυλώντας για να δω γολέτα ή φρεγάτα,
σκιές που τρέμουν μακριά σε πλάτη γαλανά·
Και από τότε αγρυπνώ στην άκρη του Λευκάτα,
να μάθω αν είν' η θάλασσα πονετική, γαλήνια
και μέσα στ' αναφιλητά που ο βράχος αντηχεί
στη Λέσβο, που όλο συγχωρεί, εάν θα φέρει πίσω
το λατρεμένο της Σαπφώς λείψανο που είχε βγει
να μάθει αν είν' η θάλασσα πονετική, γαλήνια!
Της Ψάπφας της αρρενωπής που έγραφε κι αγαπούσε,
πιο όμορφη απ' την Κυπρίδα, θλιμμένη και χλωμή!
- Τα γαλανά νικήθηκαν από τα σκούρα μάτια
με κύκλους μαύρους, μελανούς από τη συντριβή
Της Ψάπφας της αρρενωπής που έγραφε κι αγαπούσε!
- Πιο όμορφη απ' την Κυπρίδα την αναδυομένη,
που χύνονταν τριγύρω της γαλήνιος θησαυρός
τα ολόφωτα, τα θεϊκά, τα ολόξανθά της νιάτα,
και θαύμαζε ο πατέρας της γερο-Ωκεανός·
Πιο όμορφη απ' την Κυπρίδα την αναδυομένη!
- Ναι, της Σαπφώς που πέθανε της προδοσίας τη μέρα,
όταν τους όρκους πάτησε και έγινε βορά
προσφέροντας τ' ωραίο κορμί υπέρτατη θυσία
σ' ένα χυδαίο εγωιστή που χτύπησε σκληρά
αυτή που έτσι πέθανε της προδοσίας τη μέρα.
Κι είναι από κείνο τον καιρό που η Λέσβος χύνει δάκρυα
και στέκεται ατάραχη που ο κόσμος την τιμά
μα κάθε νύχτα απ' την κραυγή της θύελλας μεθάει
σαν η παντέρμη ακρογιαλιά στον ουρανό μιλά!
Κι είναι από κείνο τον καιρό που η Λέσβος χύνει δάκρυα!
μτφ. Ερρίκος Σοφράς, Τα άνθη του κακού, Τα απαγορευμένα ποιήματα, εκδ. Μεταίχμιο
Σαρλ Μπωντλέρ (1821-1867), γενάρχης της νέας ποίησης και πατέρας της μοντέρνας συνθήκης. Εγκύκλιες σπουδές σε λαμπρά κολέγια της Λυών και του Παρισιού. Τυπική εγγραφή στη Νομική σχολή, θαμώνας στο Καρτιέ Λατέν, φιλία με τον Νερβάλ και τον Ντελακρουά. Άρρωστος από σύφιλη απ' τα δεκαοχτώ του, εθίζεται στα νηπενθή φάρμακα δίχως να απαλλαγεί ποτέ. Μεγάλα προβλήματα με τους γονείς εξαιτίας της έκλυτης ζωής· αποφασίζεται ταξίδι του με επιβατηγό πλοίο ως την Καλκούτα· επιστρέφει σε λίγους μήνες αποφασισμένος να ασχοληθεί συστηματικά με την ποίηση και την τεχνοκριτική. Γνώρισε στους Γάλλους τον Βάγκνερ, τον Ντε Κουίνσυ και κυρίως τον Πόε μεταφράζοντας αριστοτεχνικά πολλά πεζά του. Έργα: Η Φανφαρλό (νουβέλα, 1847)· η συλλογή ποιημάτων Τα άνθη του κακού (1857), "το μέγιστο παράδειγμα νεοτερικής ποίησης όλων των γλωσσών" (Τ. Σ. Έλιοτ), που του στοίχισε μια δικαστική καταδίκη για προσβολή της δημοσίας αιδούς, πρόστιμο 300 φράγκων, την απόσυρση του βιβλίου λίγες μέρες αφότου εκδόθηκε, την απάλειψη έξι ποιημάτων: των "απαγορευμένων"· Οι τεχνητοί παράδεισοι (δοκίμιο, 1860)· Μικρά πεζά ποιήματα (1862), καθώς και σημαντικά κριτικά δοκίμια για τη ζωγραφική, τη μουσική, τη λογοτεχνία. Πέρασε τα τελευταία χρόνια του στο Βέλγιο δίνοντας διαλέξεις για να ζήσει. Πέθανε σε ηλικία 46 ετών.
Ο Ερρίκος Σοφράς (Αθήνα 1964) σπούδασε μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Δημοσίευσε ποιήματά του στον Εκηβόλο. Μετέφρασε το Φιλιατρό του πηγαδιού του Ζεάμι και 44 Ποιήματα και 3 Γράμματα της Ντίκινσον. Φρόντισε μεταφράσεις του Βερλαίν στο βιβλίο Νυχτερινή Φαντασία· εξέδωσε και σχολίασε την ποιητική σύνθεση του Ζ. Λορεντζάτου Θαλάσσια ξύλα· συμμετείχε στην ερευνητική ομάδα του τόμου Ο Σεφέρης για νέους αναγνώστες. Εργάστηκε για χρόνια στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας του ΥΠΕΠΘ.
Lesbos
Mère des jeux latins et des voluptés grecques,
Lesbos, où les baisers, languissants ou joyeux,
Chauds comme les soleils, frais comme les pastèques,
Font l'ornement des nuits et des jours glorieux,
Mère des jeux latins et des voluptés grecques,
Lesbos, où les baisers sont comme les cascades
Qui se jettent sans peur dans les gouffres sans fonds,
Et courent, sanglotant et gloussant par saccades,
Orageux et secrets, fourmillants et profonds;
Lesbos, où les baisers sont comme les cascades!
Lesbos, où les Phrynés l'une l'autre s'attirent,
Où jamais un soupir ne resta sans écho,
À l'égal de Paphos les étoiles t'admirent,
Et Vénus à bon droit peut jalouser Sapho!
Lesbos où les Phrynés l'une l'autre s'attirent,
Lesbos, terre des nuits chaudes et langoureuses,
Qui font qu'à leurs miroirs, stérile volupté!
Les filles aux yeux creux, de leur corps amoureuses,
Caressent les fruits mûrs de leur nubilité;
Lesbos, terre des nuits chaudes et langoureuses,
Laisse du vieux Platon se froncer l'oeil austère;
Tu tires ton pardon de l'excès des baisers,
Reine du doux empire, aimable et noble terre,
Et des raffinements toujours inépuisés.
Laisse du vieux Platon se froncer l'oeil austère.
Tu tires ton pardon de l'éternel martyre,
Infligé sans relâche aux coeurs ambitieux,
Qu'attire loin de nous le radieux sourire
Entrevu vaguement au bord des autres cieux!
Tu tires ton pardon de l'éternel martyre!
Qui des Dieux osera, Lesbos, être ton juge
Et condamner ton front pâli dans les travaux,
Si ses balances d'or n'ont pesé le déluge
De larmes qu'à la mer ont versé tes ruisseaux?
Qui des Dieux osera, Lesbos, être ton juge?
Que nous veulent les lois du juste et de l'injuste ?
Vierges au coeur sublime, honneur de l'archipel,
Votre religion comme une autre est auguste,
Et l'amour se rira de l'Enfer et du Ciel!
Que nous veulent les lois du juste et de l'injuste?
Car Lesbos entre tous m'a choisi sur la terre
Pour chanter le secret de ses vierges en fleurs,
Et je fus dès l'enfance admis au noir mystère
Des rires effrénés mêlés aux sombres pleurs;
Car Lesbos entre tous m'a choisi sur la terre.
Et depuis lors je veille au sommet de Leucate,
Comme une sentinelle à l'oeil perçant et sûr,
Qui guette nuit et jour brick, tartane ou frégate,
Dont les formes au loin frissonnent dans l'azur;
Et depuis lors je veille au sommet de Leucate,
Pour savoir si la mer est indulgente et bonne,
Et parmi les sanglots dont le roc retentit
Un soir ramènera vers Lesbos, qui pardonne,
Le cadavre adoré de Sapho, qui partit
Pour savoir si la mer est indulgente et bonne!
De la mâle Sapho, l'amante et le poète,
Plus belle que Vénus par ses mornes pâleurs!
— L'oeil d'azur est vaincu par l'oeil noir que tachète
Le cercle ténébreux tracé par les douleurs
De la mâle Sapho, l'amante et le poète!
— Plus belle que Vénus se dressant sur le monde
Et versant les trésors de sa sérénité
Et le rayonnement de sa jeunesse blonde
Sur le vieil Océan de sa fille enchanté;
Plus belle que Vénus se dressant sur le monde!
— De Sapho qui mourut le jour de son blasphème,
Quand, insultant le rite et le culte inventé,
Elle fit son beau corps la pâture suprême
D'un brutal dont l'orgueil punit l'impiété
De celle qui mourut le jour de son blasphème.
Et c'est depuis ce temps que Lesbos se lamente,
Et, malgré les honneurs que lui rend l'univers,
S'enivre chaque nuit du cri de la tourmente
Que poussent vers les cieux ses rivages déserts.
Et c'est depuis ce temps que Lesbos se lamente!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου