Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Ο εφιάλτης της Περσεφόνης


Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο 
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα 
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο. 

Κοιμήσου Περσεφόνη 
στην αγκαλιά της γης 
στου κόσμου το μπαλκόνι 
ποτέ μην ξαναβγείς. 

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες 
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο 
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες 
και το καινούριο πάν να δουν διυλιστήριο. 

Κοιμήσου Περσεφόνη 
στην αγκαλιά της γης 
στου κόσμου το μπαλκόνι 
ποτέ μην ξαναβγείς. 

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία 
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα 
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία 
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα. 

Κοιμήσου Περσεφόνη 
στην αγκαλιά της γης 
στου κόσμου το μπαλκόνι 
ποτέ μην ξαναβγείς. 

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις 
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη



Ο Μάνος Χατζιδάκις (Ξάνθη 23/10/1925 – Αθήνα 15/6/1994) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες. Το έργο του θεωρείται πως συνέδεσε τη λόγια με τη λαϊκή μουσική και περιλαμβάνει δεκάδες ηχογραφήσεις πολλές από τις οποίες αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικές.
Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης. Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε και κείμενα, παιδικά ποιήματα και τραγούδια, που δημοσιεύονταν στο περιοδικό Νέα Γενιά και σε άλλα έντυπα της ΕΠΟΝ. Μετά την Απελευθέρωση, μάλιστα έγραψε και τον ύμνο "ΕΠΟΝ, ΕΠΟΝ, είσαι ο εχθρός των φασιστών, καμάρι του λαού ΕΠΟΝ".
Το 1961 του απονέμεται το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι Τα παιδιά του Πειραιά, από την ταινία του Ζυλ Ντασέν Ποτέ την Κυριακή, το οποίο συμπεριλαμβάνεται και στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις, θεωρεί πως η ελαφρά μουσική του για τον κινηματογράφο του προσδίδει μια «ανεπιθύμητη λαϊκότητα» την οποία δεν αποδέχεται και φθάνει στο σημείο να αποκηρύξει μεγάλο μέρος της.
Σημαντικός σταθμός στο έργο του Χατζιδάκι για το θέατρο αποτελεί ακόμη η παράσταση Οδός Ονείρων (1962) σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού και με πρωταγωνιστή το Δημήτρη Χορν.
Στα τέλη του 1989 ο Χατζιδάκις ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων με σκοπό να παρουσιάσει έργα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα μέχρι το τέλος της ζωής του δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου.



Ο Νίκος Γκάτσος (8/12/1911 - 12/5/1992) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής, μεταφραστής και στιχουργός. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.
Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα Αρκαδίας και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, το Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά Νέα Εστία (1931-32) και Ρυθμός (1933). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά Μακεδονικές Ημέρες, Ρυθμός και Τα Νέα Γράμματα, ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα Καλλιτεχνικά Νέα και τα Φιλολογικά χρονικά. Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.
Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση Αμοργός (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με τεράστια επίδραση στους νεότερους ποιητές. Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το Ελεγείο (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το Ο ιππότης κι ο θάνατος (1947, περ. Μικρό Τετράδιο) και το Τραγούδι του παλιού καιρού (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.
Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο Ματωμένος γάμος του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα που το μετέφρασε το 1943. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (1954) και Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας και Παραλογή του μισούπνου από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, "Θέατρο και ποίηση", απόδοση Νίκου Γκάτσου. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη Φουέντε Οβεχούνα του Λόπε δε Βέγα (1959), τον Ιώβ του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον Πατέρα του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την Αγγλοελληνική επιθεώρηση ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.
Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στο στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με το Μίκη Θεοδωράκη, το Σταύρο Ξαρχάκο, το Δήμο Μούτση, το Λουκιανό Κηλαηδόνη, το Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες. Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το Χάρτινο το φεγγαράκι, μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως Μυθολογία, Ένα μεσημέριΕπιστροφήΣπίτι μου σπιτάκι μου, Δροσουλίτες, Αθανασία, Τα παράλογαΡεμπέτικοΕνδεκάτη εντολή, Αντικατοπτρισμοί. Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο Όλα τα τραγούδια (εκδ. Πατάκη, 1999).
Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.
Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.


Η Μαρία Φαραντούρη είναι μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες τραγουδίστριες με διεθνές κύρος και μεγάλες συνεργασίες. Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1947 στην Αθήνα. Σε μια εκδήλωση του ΣΦΕΜ, το 1963, την άκουσε ο Μίκης Θεοδωράκης να τραγουδά ένα δικό του τραγούδι, τον Καημό. Ήταν τόσο βαθειά η εντύπωση, που του προκάλεσε η νεαρή τραγουδίστρια, ώστε στο τέλος της συναυλίας τη συνάντησε στα παρασκήνια και της είπε: "Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;" "Το ξέρω", ήταν η άμεση απάντηση της δεκαεξάχρονης Μαρίας. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, με την παύση του σχολείου για τις θερινές διακοπές, η Μαρία αποτέλεσε μέλος του γκρουπ Θεοδωράκη. Δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη, γνώρισε για πρώτη φορά το μαγικό κόσμο των συναυλιών. Σύντομα η φωνή της ήταν παρούσα και στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Στις πορείες ειρήνης ακουγόταν ένα νέο έργο του Θεοδωράκη, το Ένας Όμηρος, απ’ όπου και το Γελαστό Παιδί, ένα τραγούδι που με τη μαχητική της νιότη έκανε γνωστό στο πανελλήνιο και στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο. Ήταν στα 1965, όταν έκανε την πρώτη της επαγγελματική ηχογράφηση με το τραγούδι των Σπύρου Παπά και Γιάννη Αργύρη Κάποιος γιορτάζει, όπου τη συνόδευε ο Λάκης Παπάς. Στα 1966, κυκλοφόρησε το soundtrack της ταινίας του Χαρίλαου Παπαδόπουλου Το νησί της Αφροδίτης, τη μουσική του οποίου υπέγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης. Από εκεί και η πρώτη ηχογράφησή της σε τραγούδι του Θεοδωράκη, το Ματωμένο Φεγγάρι, σε ποίηση Νίκου Γκάτσου. Στο πλευρό του Θεοδωράκη, που μεταμόρφωσε ριζικά τη σύγχρονη ελληνική μουσική και ιδιαίτερα το τραγούδι, η Μαρία Φαραντούρη έκανε γνωστούς στο ελληνικό κοινό τους νομπελίστες Σεφέρη και Ελύτη και τους άλλους μείζονες ποιητές. Αυτό το μουσικό - πολιτιστικό κίνημα αναπτύχθηκε μέχρι το στρατιωτικό πραξικόπημα του ’67. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύθηκε και ο ίδιος, μετά από τέσσερις μήνες καταδίωξης, συνελήφθη. Ενωρίτερα, σ’ ένα χαρτάκι από μαστίχα, είχε προλάβει να στείλει κρυφά στη Μαρία ένα σύντομο μήνυμα, με το οποίο τη συμβούλευε να φύγει για το εξωτερικό. Ήταν μόλις 20 ετών, όταν εγκατέλειψε την Αθήνα για το Παρίσι, και έκανε αυτό που θεωρούσε αυτονόητο: τραγουδούσε αφιλοκερδώς σε πλήθος συναυλιών, τα έσοδα των οποίων διοχετεύονταν στην αντιδικτατορική δράση. Έγινε σύμβολο αντίστασης και ελπίδας και σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής της πορείας, ευαισθητοποιημένη στα κοινωνικά προβλήματα, συμπαρίστατο εμπράκτως στο γυναικείο κίνημα, στις οικολογικές κινητοποιήσεις και στον αγώνα κατά των ναρκωτικών.
Ο διεθνής Τύπος την ονόμασε Μαρία Κάλλας του λαού (The Daily Telegraph), Joan Baez της Μεσογείου (Le Monde), ενώ χαρακτήρισε τη φωνή της Δώρο των θεών του Ολύμπου (The Guardian), αφιερώνοντάς της εκτενείς διθυραμβικές κριτικές, που εξήραν όχι μόνο τα φωνητικά προσόντα και τη σεμνή σκηνική της παρουσία, αλλά, επίσης, το ήθος και την κοινωνική δραστηριοποίησή της. Τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, υπήρξε μια εντελώς νέα μορφή τραγουδίστριας – αγωνίστριας και συνειδητοποιημένης γυναίκας.
Με τις συναυλίες της στην Ευρώπη και στην Αμερική, καθώς και με ηχογραφήσεις, που ακούγονταν από το BBC και τη Deutsche Welle, κράτησε ζωντανή τη μουσική του Θεοδωράκη. Εκείνος (σε εξορία, τότε, στην ορεινή Ζάτουνα) της διοχέτευε μυστικά κασέτες με πρόχειρες ηχογραφήσεις των νέων έργων του - με τη φωνή του και τον ίδιο στο πιάνο. Η Μαρία έβρισκε τους κατάλληλους συνεργάτες για να γίνουν οι ενορχηστρώσεις, και ο Θεοδωράκης άκουγε το αποτέλεσμα από τα βραχέα, σε τρανζιστοράκι που είχε αποκρύψει από τους δεσμοφύλακές του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες άκουσε για πρώτη φορά την Κατάσταση Πολιορκίας, σε μετάδοση από το Roundhouse του Λονδίνου. Μια ιστορική συναυλία, στην οποία συνέβαλαν πλήθος καλλιτεχνών, από τον Μίνω Βολανάκη έως τους ηθοποιούς του μιούζικαλ Hair, που σε μια ανάπαυλα των παραστάσεών τους έσπευσαν να στηρίξουν τον αγώνα των Ελλήνων συναδέλφων τους. Ο Sir John Geilgud, ο Alan Bates, η Peggy Ashcroft και η Μελίνα Μερκούρη συνεισέφεραν λίγο αργότερα σε άλλη συναυλία της Μαρίας στο Albert Hall. Παράλληλα με τις συναυλίες της, ηχογραφούσε δίσκους που έφθαναν κρυφά στην Ελλάδα -μέσα σε διαφορετικά εξώφυλλα- για να δώσουν θάρρος και ευψυχία στους αγωνιστές.
Με την πτώση της χούντας ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μαρία Φαραντούρη επέστρεψαν στην Ελλάδα, όπου έδωσαν στιγμές έντονης συγκίνησης στο ελληνικό κοινό, μετά από επτά χρόνια βίας και ψυχαναγκασμού. Εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες παρακολούθησαν το Canto General του Θεοδωράκη στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Ένα έργο που η Μαρία με τον εξέχοντα συνάδελφο της Πέτρο Πανδή σφράγισαν με την ερμηνεία τους και που είχαν την ευκαιρία μερικά χρόνια ενωρίτερα, όταν το συνέθετε ο Θεοδωράκης στο Παρίσι, να κάνουν τις δοκιμές παρουσία του δημιουργού του, ποιητή Pablo Neruda.
Μέχρι σήμερα παραμένει ενεργή στο μουσικό χώρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου