Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι


«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι» ρώτησε τον κ. Κόινερ η μικρή κόρη της σπιτονοικοκυράς του «θα φέρονταν τότε καλύτερα στα μικρά ψάρια;» «Σίγουρα» απάντησε αυτός. «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έφτιαχναν στη θάλασσα για τα μικρά ψάρια τεράστιες κασέλες με διάφορες τροφές μέσα, τόσο φυτά όσο και ζώα. Θα φρόντιζαν να έχουν οι κασέλες πάντα φρέσκο νερό και θα έπαιρναν εν γένει διάφορα υγειονομικά μέτρα. Όταν, παραδείγματος χάριν, ένα ψαράκι τραυμάτιζε το πτερύγιό του, τότε οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο, για να μην τους πεθάνει πριν την ώρα του. Για να μην είναι τα ψαράκια μελαγχολικά, θα διοργανώνονταν πού και πού μεγάλες γιορτές στο νερό˙ γιατί τα χαρούμενα ψαράκια έχουν καλύτερη γεύση από τα μελαγχολικά. Θα υπήρχαν φυσικά και σχολεία σ’ αυτές τις μεγάλες κασέλες. Στα σχολεία αυτά τα ψαράκια θα μάθαιναν πώς να κολυμπάνε στο στόμα των καρχαριών. Θα χρειάζονταν, παραδείγματος χάριν, τη γεωγραφία, για να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες, που θα βρίσκονται κάπου τεμπελιάζοντας. Το σπουδαιότερο θα ήταν φυσικά η ηθική διαπαιδαγώγηση των μικρών ψαριών. Θα διδάσκονταν ότι το υψηλότερο και ωραιότερο ιδεώδες είναι να θυσιάζεται ένα ψαράκι πρόθυμα και ότι όλα έπρεπε να πιστεύουν στους καρχαρίες, προπαντός όταν τους έλεγαν ότι θα μεριμνούσαν για ένα καλύτερο μέλλον. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι το μέλλον αυτό τότε μόνο είναι εξασφαλισμένο, όταν μάθαιναν υπακοή. Τα ψαράκια θα έπρεπε να φυλάγονται απ’ όλες τις ταπεινές, υλιστικές εγωιστικές και μαρξιστικές διαθέσεις και να αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες, όταν κανένα απ’ αυτά έδειχνε τέτοιες διαθέσεις. Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκαναν φυσικά και πολέμους αναμεταξύ τους, για να κυριέψουν ξένες ψαροκασέλες και ξένα ψαράκια. Τους πολέμους θα έβαζαν να τους κάνουν τα δικά τους ψαράκια. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι ανάμεσα σ’ αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα ψαράκια, θα διακήρυσσαν, είναι, ως γνωστόν, βουβά, αλλά σωπαίνουν σ’ εντελώς διαφορετικές γλώσσες και γι’ αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν το ένα το άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε στον πόλεμο μερικά άλλα ψαράκια εχθρικά, που σωπαίνουν σε άλλη γλώσσα, θ’ απένειμαν ένα μικρό παράσημο από θαλασσινά φύκια και τον τίτλο του ήρωα. Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα υπήρχε φυσικά σ’ αυτούς και τέχνη. Θα υπήρχαν ωραίοι πίνακες, στους οποίους θα παριστάνονταν τα δόντια των καρχαριών με υπέροχα χρώματα, τα στόματά τους σαν αληθινά πάρκα αναψυχής, όπου θα μπορούσε να κάνει κανείς έναν υπέροχο περίπατο. Τα θέατρα στο βυθό της θάλασσας θα έδειχναν πως ηρωικά ψαράκια κολυμπάνε ενθουσιασμένα στα στόματα των καρχαριών και η μουσική θα ήταν τόσο ωραία, ώστε τα ψαράκια θα ορμούσαν, κάτω από τους ήχους της, με την μπάντα μπροστά, σαν σε όνειρο και με το νανούρισμα των πιο ευχάριστων σκέψεων, στα στόματα των καρχαριών. Θα υπήρχε βέβαια και μια θρησκεία, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. Θα δίδασκε ότι για τα ψαράκια μόνο στην κοιλιά των καρχαριών θ’ άρχιζε η αληθινή ζωή. Εξάλλου, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, τα ψαράκια θα έπαυαν επίσης να είναι ίσα, όπως συμβαίνει τώρα. Μερικά απ’ αυτά θα έπαιρναν αξιώματα και θα τα τοποθετούσαν πάνω από τ’ άλλα. Στα κάπως μεγαλύτερα θα επιτρεπόταν μάλιστα να τρώνε τα μικρότερα. Αυτό δε θα ήταν για τους καρχαρίες παρά ευχάριστο, αφού οι ίδιοι θα είχαν έπειτα να τρώνε, συχνά, μεγαλύτερες μπουκιές. Και τα μεγαλύτερα ψαράκια, που θα είχαν ένα πόστο, θα φρόντιζαν για την τάξη ανάμεσα στα ψαράκια και θα γίνονταν δάσκαλοι, αξιωματικοί, μηχανικοί για την κατασκευή κασελών κτλ. Με λίγα λόγια, πολιτισμός θα υπήρχε στη θάλασσα, μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι».

Μπέρτολ Μπρεχτ
Μτφρ. Γιώργος Βελουδής


(Το «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι», είναι η εκτενέστερη από τις 87 αφηγήσεις που αποτελούν τις «Ιστορίες του κ.Κόινερ», έργου που γράφτηκε από τον Μπερτολτ Μπρεχτ σε διάστημα τριάντα χρόνων (1926-1956). Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1949)

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (γενν. Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10/2/1898 - 14/8/1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του "επικού θεάτρου" (Episches Theater) στη Γερμανία. Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία. Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική του Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.

Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του Βάαλ (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του Ταμπούρλα μες τη Νύχτα (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ κι επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το "διδακτικό" και "ανθρωπιστικό" θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του.

Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό Η Λέξη (Das Wort). Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.Το 1944 γράφει το έργο Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής, μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού. Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου