Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος

Θα σας πω πώς έγινε
έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε που τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δε θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας

Ελένη Βακαλό, Του κόσμου (1978)



Η Ελένη Βακαλό (γεν. Σταυρινού) ποιήτρια και τεχνοκριτικός, γεννήθηκε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη και μεγάλωσε στην Αθήνα όπου και πέθανε το 2001. Σπούδασε στο Παν. Αθηνών Ιστορία και Αρχαιολογία, παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας της τέχνης στο Παρίσι. 'Ιδρυσε -μαζί με τον σύζυγό της ζωγράφο και σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό- την ομώνυμη σχολή διακοσμητικών και εφαρμοσμένων τεχνών, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την διδασκαλία ιστορίας της τέχνης. Δημοσίευσε πολλά βιβλία, ποιητικά, δοκίμια για την τέχνη κ.ά., έκανε εκπομπές τέχνης στο ραδιόφωνο, ενώ κατείχε συστηματικά τη στήλη της τεχνοκριτικής στην εφημερίδα «Τα Νέα» για 23 χρόνια, εκτός από την περίοδο της επταετούς δικτατορίας.
Είναι η πρώτη θεωρητικός στην Ελλάδα που θα χρησιμοποιήσει τον όρο «προσομοίωση» για να περιγράψει την σχέση θεατή - έργου τέχνης, η πρώτη που θα επισημάνει την ανάγκη μελέτης της τέχνης «Από την Πλευρά του Θεατή» (1989), ενώ θα αναφερθεί στην τέχνη ως γνωσιακό, διεπιδραστικό και ενσώματο εντέλει φαινόμενο. Η Βακαλό πρότεινε και δημιούργησε μια αυτόφωτη αισθητική θεωρία χωρίς ίχνος ακαδημαϊκού σχολαστικισμού. Ως τεχνοκριτικός -και αυτό είναι το κατ' εξοχήν σημαντικό- πρότεινε μια ως ένα βαθμό δική της θεωρία που συνομιλούσε διεθνώς με τις μόλις ιδρυόμενες επιστήμες του δομισμού, της σημειολογίας, ή της πολιτισμικής ανθρωπολογίας.
Φιλοδόξησε με το πολυσχιδές έργο της, να εγκαινιάσει μια νέα ματιά, μια νέα γραμμή οράσεως των πραγμάτων. Η συνολική αναγνώριση του έργου της ήρθε το 1997 με το βραβείο της Ακαδημίας, ενώ το 1991 της απονεμήθηκε το Α' κρατικό βραβείο ποίησης, και, τέλος, το 1998 αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ.
Στην ελληνική λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1944 με δημοσίευση ποιημάτων της στο περιοδικό Νέα Γράμματα και μέχρι το 1997 εξέδωσε συνολικά 14 βιβλία ποιητικών συλλογών και δύο συγκεντρωτικές τους εκδόσεις (1981, 1995). Τοποθετείται από τους κριτικούς στην πρώτη μεταπολεμική γενιά των ποιητών, στον ευρύτερο χώρο του μεταϋπερρεαλισμού μαζί με τους Μ.Σαχτούρη, Ν.Βαλαωρίτη, Μ.Αραβαντινού, Τ.Σινόπουλο, Ε.Kακναβάτο, Τ.Bαρβιτσιώτη, Α.Nικολαΐδη, Ν.Δ. Kαρούζο. Το ποιητικό της έργο χωρισμένο σε τέσσερις περιόδους από το 1944 έως το 1997 αποτελεί ουσιαστικά ένα κειμενικό συνεχές, σπονδυλωτά διαρθρωμένο μέσα από τις επιμέρους συνθέσεις του.
Την ποιητική μυθολογία και κοσμολογία της κατοικούν γυναίκες, τυφλοί, παιδιά, θηρία, ζωγράφοι και λογοτέχνες, πρόσωπα του κόσμου και οι ιστορίες τους, το νερό, το δάσος, το τρωκτικό των θεμελίων, τα έγκατα της γης, ο κήπος, η θάλασσα, φυτά και ψάρια, το πουλί. 'Ολα αυτά είναι για την συγγραφέα δυνάμει ανατρεπτικές, δημιουργικές και ποιητικές εντέλει οντότητες. Eστιάζει στο γένος των ανθρώπων, στην ανθρώπινη κοινότητα και όχι στο πρόσωπο, παίζει με τις έννοιες της ιστορίας, της εξουσίας και της αθωότητας, χωρίς ποτέ η γραφή της να ολοκληρώνεται με ένα αφηγηματικό επιμύθιο.
Στοιχεία της φύσης, η ύλη και η ενέργεια, ο χώρος μέσα στην κοσμική του προοπτική, οι μορφές στο χώρο, τα έμβια όντα, όλα συνδέονται σε ένα οργανικό συνεχές, σε μια αλυσίδα αέναων μετασχηματισμών και μορφογενέσεων. Η αρχή της προσομοίωσης διαπερνά και την ποιητική της ματιά. Τίποτα δεν εξαφανίζεται ή δεν πεθαίνει, αλλά μετατρέπεται, παίρνει άλλες μορφές. Το ένα μπαίνει στην θέση του άλλου. Η αφή παίρνει την θέση της όρασης, ο πόνος και η τρέλλα την θέση της γνώσης, το φαινομενικά άδειο κυοφορεί τη νέα ζωή, η αθωότητα γίνεται άλλη εξουσία, η αρρώστια άλλος έρως ζωής. Το λίγο γεννάει το πολύ, από το γνωστό ή από το αισθητό οικειωνόμαστε το αφηρημένο ή το άγνωστο. Από το οργανικό στο ανόργανο, από την σύνθεση στην αποσύνθεση, αυτή η κίνηση που χαρακτηρίζει το αέναο κοσμικό γίγνεσθαι εμπνέει την ποιήτρια. Στα ποιήματά της καταγράφεται ένα κολλάζ κινούμενων εικόνων. Οι μορφές σχηματίζονται και αποσχηματίζονται, γεμίζουν και αδειάζουν από σάρκα και χρώμα, κίνηση και δράση, οι μορφές ξεχωρίζουν από το φόντο και μετά πάλι υποχωρούν στο φόντο. Είναι σαφής στα ποιήματά της η επίδραση και ο απόηχος από την θεωρία των μορφολόγων της Gestalt, αλλά και της θεωρίας του Arnheim για την οπτική αντίληψη. Εξ άλλου όλη η τέχνη (ζωγραφική, λογοτεχνία κ.ά.) συνιστούν για τη Βακαλό χειρονομία και «συμπεριφορά»,κίνηση προς τον κόσμο (1989, 1975, 1999).
Στο ευρύ φάσμα του ποιητικού έργου της ενσωματώνονται ποικίλα και ετερογενή στοιχεία. Πρόκειται για μια ποίηση που αντλεί από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους ή τη βιολογία αλλά και συγγενεύει με ποιητές όπως ο Wallace Stevens ή η Marianne Moore. Χωρίς λοιπόν να ανήκει αυστηρά σε συγκεκριμένες ομάδες ή κινήματα, η ποιητική γραφή της Βακαλό με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες εικόνες, αλλά και με ένα οριακό παιχνίδι με τη σύνταξη και με τη σχέση γλώσσας - νοήματος συγγενεύει εκλεκτικά με πολλά πρωτοποριακά μεταπολεμικά διεθνή κινήματα, όπως π.χ. ο νεοϋπερρεαλισμός, η «Συγκεκριμένη Ποίηση» [Konkrete Poesie] της δεκαετίας του 1950, ή η γλωσσοκεντρική ποίηση των δεκαετιών 1970 και 1980. 'Ηδη από το 1970, με τα δοκίμιά και τα ποιήματά της, ανοίγει το δρόμο σε κάθε είδους πειραματισμούς που σχετίζονται με την διεπίδραση εικόνας και λέξης.
Πρωτοποριακή θα χαρακτηρίζαμε, επίσης, την άποψη της Βακαλό για το τι είναι ποιητικό και ποίηση: αποαισθητικοποιεί την σχέση ζωής-τέχνης. Η ποίηση υπάρχει παντού, φτάνει να τη δούμε, να «ανοίξουμε» τα μάτια, όπως είπε και η ίδια χαρακτηριστικά μιλώντας για την δική της ποίηση σε συνέντευξή της στο Μ. Μήτρα (Γ' Πρόγραμμα 1992):
πρέπει να πω ότι είναι μια ποίηση που βγαίνει από τα όρια της δεδομένης αντίληψης της ποίησης, αλλά εγώ πιστεύω και γι' αυτό πολεμάω και γι' αυτό πολέμησα ... ότι η ποίηση είναι παντού. Και στα πιο κοινά πράματα. Αυτή τη μαγεία δεν είναι ανάγκη να τη ζητάμε με φυγές. Ο σκοπός είναι να τη δούμε σε όλα γύρω μας και αυτό είναι το θέμα όλο.
«Κοινή» χωρίς ποιητική εκζήτηση είναι και η χρήση γλώσσας στα ποιήματά της. Ωστόσο, αυτή η απλή -λεξιλογικά- γλώσσα παίζει σε άλλο επίπεδο: διαρρηγνύει γραμματικούς κανόνες και σημασιοσυντακτικά πρότυπα, παίζει με την ταυτότητα των όρων της πρότασης, την σειρά των λέξεων, τους συντακτικούς δεσμούς ρήματος - αντικειμένου, κ.ά. Πειραματίζεται με την οπτική διάταξη των λέξεων στην τυπωμένη σελίδα, χρησιμοποιεί συχνότατα το σχήμα του υπερβατού, σχήμα της υψηλής ποίησης κατά το Λογγίνο, όπως π.χ. στον στίχο «Σα να η θάλασσα δοκιμάζει τον ήλιο ξανά» από την ποιητική συλλογή Ημερολόγιο της Ηλικίας (1958).
Η συμβολή του έργου της Β. δεν εξαντλείται στις ακραίες και πειραματικές χρήσεις του λόγου, όπως π.χ. η αποκάλυψη των βαθιών δομών της γλώσσας, η λέξη αντικείμενο, κλπ. Σε βάθος χρόνου μένει κάτι άλλο σημαντικότερο. Το αίτημα για την παλινδρόμηση της γλώσσας στο πράγμα, την γείωση του γλωσσικού συμβόλου στην ενσώματη καταβολή του, την επιστροφή του λόγου στο μύθο. Με την ποίησή της αποζητά εκείνη την χαμένη διάσταση του ποιείν, όταν ονομάζοντας το πράγμα ταυτόχρονα το δημιουργείς. Η ποιήτρια στρέφεται στον αρχαϊκό κόσμο της ταύτισης λέξης και πράγματος και αμφισβητεί τον ορθολογικό δυϊσμό που κατά τη γνώμη της καταδυνάστευσε την δυτική σκέψη. Στην ίδια την ποίησή της ο μύθος είναι ο λόγος του πράγματος, ένας λόγος-μύθος που θέλει να συναντήσει το φαντασιακό όλων μέσα σε μια ίδια αναπαράσταση. Το εγχείρημα όμως αυτό επιχειρείται με ανορθόδοξα μέσα, με μια «δύσκολη» γλώσσα, μια σκληρή αγάπη που ως τέτοια ακριβώς εξανθρωπίζει τη λέξη.
Η ποίηση της Ελένης Βακαλό συνιστά έναν τρόπο να βλέπεις τα πράγματα, μια πλευρά από όπου μπορείς να δεις τον κόσμο, είναι μια ποίηση αγωγής, μια ποίηση που ήταν «μπροστά από τον καιρό της» και τώρα μόλις συναντά τους αποδέκτες της, εμάς τους αναγνώστες-θεατές του 21ου αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου