ΤΕΡΑΣ
Μοναδικό ανάμεσα στα πλάσματα γνωρίζουμε ότι περνάμε από την γέννηση
στον θάνατο
Και θέλουμε να διδάξουμε κάθε νέο μυαλό να είναι διαυγές όσο ένας κρυστάλλινος ωκεανός στον οποίο να βλέπουμε ίσαμε τον πυθμένα και από ακτή σε ακτή
Μιλάμε για τα παιδιά μας πριν αυτά γεννηθούν
Τα κουβαλάμε πριν καν τα κρατήσουμε
Διπλώνουμε τα ρούχα και στρώνουμε το κρεβάτι τους προτού καν ξυπνήσουν
Σπέρνουμε και θερίζουμε και εμπορευόμαστε το φαγητό τους πριν καν φάνε
Για αυτά χτίζουμε δρόμους προτού καν περπατήσουν
Και τα προστατεύουμε από την αρρώστια προτού καν πάρουν
ανάσα
Για τρείς εποχές μεγαλώνουν στην κοιλιά ενώ ο κόσμος
μπορεί να γεράσει δέκα χιλιάδες χρόνια
Σαν γεννηθούν τα χέρια μηχανικών οικονόμων κτιστών πιλότων σχεδιαστών διαχειριστών οδηγών κηπουρών
ενώνονται για να τα υποδεχτούν
Ποτέ ξενιτεμένος ήρωας δεν έγινε πιο καλοδεχούμενος από πατρίδα
Ποτέ πρόεδρος δεν ανέλαβε γραφείο με μεγαλύτερη επισημότητα
Ποτέ νικητής δεν βρήκε υποδοχή με τόση χαρά
Δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάζει που στο παρελθόν τα παιδιά θεωρούσαν
ότι τον κόσμο τον πρόσεχαν θεοί
Όμως τώρα τα σκοτώνουμε.
ΜΗΤΕΡΑ.
Στο παρελθόν βρέθηκαν επιζώντες να πουν ότι ξαφνικά ο
κόσμος έγινε μέρος παιχνιδιών
Μια πελώρια κόκκινη μπάλα φούσκωσε στον ουρανό
Σπίτια τραντάχτηκαν όπως τρέμουν τα κουκλόσπιτα όταν τα μετακινούν
παιδιά
Μικρά πράγματα έγιναν μεγάλα και μεγάλα πράγματα εξαφανίστηκαν
Πολλοί ανέφεραν ότι το σύννεφο έλαμπε σαν πυρά
Και ότι οι τραυματίες παραμιλούσαν στις περίεργες γλώσσες
που χρησιμοποιούν τα παιδιά όταν παριστάνουν τους ξένους
Δεν είδα ούτε άκουσα αυτά τα πράγματα
Καθόμουν μόνη στο δωμάτιό μου
Εκείνο το πρωί το παιδί κουνήθηκε στην κοιλία μου σα να
ήθελε να το βάλει στα πόδια μακριά από τον κόσμο
Μέσα από τα τοιχώματα της κοιλιάς είχε νιώσει τον φόβο του κόσμου
Το κεφάλι μου λοιπόν ήταν γερμένο καθώς άκουγα
Ήμουν τόσο προσηλωμένη που δεν άκουσα τις εκρήξεις και χωρίς να γνωρίζω πέρασα στον θάνατο
Oι σπασμοί του κορμιού μου πλάκωσαν το παιδί
Η σάρκα μου έσκασε και τον πέταξε στον φούρνο
του φλεγόμενου σπιτιού μου
ΤΕΡΑΣ
Μοναδικό ανάμεσα στα πλάσματα γνωρίζουμε ότι περνάμε από την γέννηση
στον θάνατο
Και θέλουμε να διδάξουμε κάθε νέο μυαλό να είναι διαυγές όσο ένας κρυστάλλινος ωκεανός στον οποίο να βλέπουμε ίσαμε τον πυθμένα και από ακτή σε ακτή
Μιλάμε για τα παιδιά μας πριν αυτά γεννηθούν
Τα κουβαλάμε πριν καν τα κρατήσουμε
Διπλώνουμε τα ρούχα και στρώνουμε το κρεβάτι τους προτού καν ξυπνήσουν
Σπέρνουμε και θερίζουμε και εμπορευόμαστε το φαγητό τους πριν καν φάνε
Για αυτά χτίζουμε δρόμους προτού καν περπατήσουν
Και τα προστατεύουμε από την αρρώστια προτού καν πάρουν
ανάσα
Για τρείς εποχές μεγαλώνουν στην κοιλιά ενώ ο κόσμος
μπορεί να γεράσει δέκα χιλιάδες χρόνια
Σαν γεννηθούν τα χέρια μηχανικών οικονόμων κτιστών πιλότων σχεδιαστών διαχειριστών οδηγών κηπουρών
ενώνονται για να τα υποδεχτούν
Ποτέ ξενιτεμένος ήρωας δεν έγινε πιο καλοδεχούμενος από πατρίδα
Ποτέ πρόεδρος δεν ανέλαβε γραφείο με μεγαλύτερη επισημότητα
Ποτέ νικητής δεν βρήκε υποδοχή με τόση χαρά
Δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάζει που στο παρελθόν τα παιδιά θεωρούσαν
ότι τον κόσμο τον πρόσεχαν θεοί
Όμως τώρα τα σκοτώνουμε.
ΜΗΤΕΡΑ.
Στο παρελθόν βρέθηκαν επιζώντες να πουν ότι ξαφνικά ο
κόσμος έγινε μέρος παιχνιδιών
Μια πελώρια κόκκινη μπάλα φούσκωσε στον ουρανό
Σπίτια τραντάχτηκαν όπως τρέμουν τα κουκλόσπιτα όταν τα μετακινούν
παιδιά
Μικρά πράγματα έγιναν μεγάλα και μεγάλα πράγματα εξαφανίστηκαν
Πολλοί ανέφεραν ότι το σύννεφο έλαμπε σαν πυρά
Και ότι οι τραυματίες παραμιλούσαν στις περίεργες γλώσσες
που χρησιμοποιούν τα παιδιά όταν παριστάνουν τους ξένους
Δεν είδα ούτε άκουσα αυτά τα πράγματα
Καθόμουν μόνη στο δωμάτιό μου
Εκείνο το πρωί το παιδί κουνήθηκε στην κοιλία μου σα να
ήθελε να το βάλει στα πόδια μακριά από τον κόσμο
Μέσα από τα τοιχώματα της κοιλιάς είχε νιώσει τον φόβο του κόσμου
Το κεφάλι μου λοιπόν ήταν γερμένο καθώς άκουγα
Ήμουν τόσο προσηλωμένη που δεν άκουσα τις εκρήξεις και χωρίς να γνωρίζω πέρασα στον θάνατο
Oι σπασμοί του κορμιού μου πλάκωσαν το παιδί
Η σάρκα μου έσκασε και τον πέταξε στον φούρνο
του φλεγόμενου σπιτιού μου
ΤΕΡΑΣ
Όταν οι πύραυλοι κατέστρεψαν τον κόσμο
τα πάντα σφύριξαν
Όλες οι σκληρές επιφάνειες και οι σκληρές γωνίες σφύριξαν
Στόμια από φαρμακευτικά μπουκάλια και μπουκάλια ουίσκι
Μαρκίζες δικαστηρίων και κτήρια γραφείων
Ρωγμές σε βράχους
Σφύριξαν με απαξία
Καθώς τα λάστιχα σταμάτησαν να στριγκλίζουν οι άνεμοι σφύριξαν στα
σπασμένα παράθυρα
Πόρτες και αναπηρικά καροτσάκια – κάποια άδεια, άλλα κουβαλώντας
αρρώστους και σακατεμένους – σφύριξαν καθώς πέταξαν ψηλά πάνω από τις μεγάλες πεδιάδες
Τα βουνά σφύριξαν
Οι τελευταίες ανάσες σφύριξαν μέσα από νεκρά στόματα
Και καθώς οι σάρκες καίγονταν στα πρόσωπα τα κρανία σφύριξαν
Επιφάνειες πολύ μαλακές για να σφυρίξουν πήραν φωτιά και οι φωτιές σφύριξαν
Η καρδιά αναπήδησε σαν πουλί στο φλεγόμενο κλουβί του και τα
πλευρά σφύριξαν
Η γη σφύριξε με απαξία
Με την απόλυτη απαξία προς τον δημιουργό της πλάσης
Με απαξία στην απαξία
Που έπνιξε τους ήχους από τις εκρήξεις και τις τελευταίες
κραυγές των αφεντάδων του κόσμου
Ολόκληρος ο κόσμος σφύριξε με απαξία προς τον δημιουργό
της πλάσης
ΜΗΤΕΡΑ. Αυτό είναι το παιδί που η μήτρα μου πέταξε στην φωτιά
ΤΕΡΑΣ. Τώρα θα σας δείξουμε σκηνές από την ζωή που δεν
έζησα
Αν ό,τι δείτε μοιάζει τέτοιο που τα ανθρώπινα πλάσματα δεν θα
επέτρεπαν να συμβεί δεν έχετε διαβάσει την ιστορία
του καιρού σας[...]
Edward Bond, The Warplays: Part I, Red Black and Ignorant
τα πάντα σφύριξαν
Όλες οι σκληρές επιφάνειες και οι σκληρές γωνίες σφύριξαν
Στόμια από φαρμακευτικά μπουκάλια και μπουκάλια ουίσκι
Μαρκίζες δικαστηρίων και κτήρια γραφείων
Ρωγμές σε βράχους
Σφύριξαν με απαξία
Καθώς τα λάστιχα σταμάτησαν να στριγκλίζουν οι άνεμοι σφύριξαν στα
σπασμένα παράθυρα
Πόρτες και αναπηρικά καροτσάκια – κάποια άδεια, άλλα κουβαλώντας
αρρώστους και σακατεμένους – σφύριξαν καθώς πέταξαν ψηλά πάνω από τις μεγάλες πεδιάδες
Τα βουνά σφύριξαν
Οι τελευταίες ανάσες σφύριξαν μέσα από νεκρά στόματα
Και καθώς οι σάρκες καίγονταν στα πρόσωπα τα κρανία σφύριξαν
Επιφάνειες πολύ μαλακές για να σφυρίξουν πήραν φωτιά και οι φωτιές σφύριξαν
Η καρδιά αναπήδησε σαν πουλί στο φλεγόμενο κλουβί του και τα
πλευρά σφύριξαν
Η γη σφύριξε με απαξία
Με την απόλυτη απαξία προς τον δημιουργό της πλάσης
Με απαξία στην απαξία
Που έπνιξε τους ήχους από τις εκρήξεις και τις τελευταίες
κραυγές των αφεντάδων του κόσμου
Ολόκληρος ο κόσμος σφύριξε με απαξία προς τον δημιουργό
της πλάσης
ΜΗΤΕΡΑ. Αυτό είναι το παιδί που η μήτρα μου πέταξε στην φωτιά
ΤΕΡΑΣ. Τώρα θα σας δείξουμε σκηνές από την ζωή που δεν
έζησα
Αν ό,τι δείτε μοιάζει τέτοιο που τα ανθρώπινα πλάσματα δεν θα
επέτρεπαν να συμβεί δεν έχετε διαβάσει την ιστορία
του καιρού σας[...]
Edward Bond, The Warplays: Part I, Red Black and Ignorant
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου