Κάθε πρωί, καθώς ξυπνώ άλλη μια φορά κάτω από το πέπλο του ουρανού, νιώθω πως για μένα είναι πρωτοχρονιά. Γι΄ αυτό μισώ τις πρωτοχρονιές με καθορισμένη ημερομηνία, που μετατρέπουν τη ζωή και το ανθρώπινο πνεύμα σε μια εμπορική επιχείρηση, με τον ωραίο τους απολογισμό, με τον ισολογισμό τους και την πρόβλεψη για το νέο διαχειριστικό έτος.
Ακυρώνουν την αίσθηση της συνέχειας της ζωής και του πνεύματος. Καταλήγει κανείς να πιστεύει πραγματικά ότι μεταξύ των ετών υπάρχει συνέχεια, κι ότι ξεκινά μια νέα ιστορία, και βάζει κανείς στόχους, και μετανιώνει για τις αστοχίες κτλ κτλ. Αυτό είναι ένα γενικότερο σφάλμα των ημερομηνιών.
Λένε πως η χρονολογία είναι η ραχοκοκαλιά της ιστορίας -αυτό το παραδεχόμαστε. Όμως, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως υπάρχουν τέσσερις ή πέντε θεμελιώδεις ημερομηνίες, τις οποίες κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τις έχει πάντα κατά νου, που έχουν περιπαίξει την ιστορία. Κι αυτές είναι πρωτοχρονιές. Η πρωτοχρονιά της ρωμαϊκής ιστορίας ή του μεσαίωνα ή της νεωτερικότητας. Κι έχουν γίνει τόσο διαπεραστικές και τόσο απολιθωτικές που, κι εμείς οι ίδιοι εκπλησσόμαστε καμιά φορά αναλογιζόμενοι ότι η ζωή στην Ιταλία άρχισε το 752, κι ότι το 1490 ή το 1492 είναι σαν βουνά στα οποία η ανθρωπότητα αναρριχήθηκε ακαριαία φτάνοντας σε έναν νέο κόσμο, εισερχόμενη σε μια νέα ζωή. Κι έτσι η ημερομηνία γίνεται ένα εμπόδιο, ένα παραπέτασμα που εμποδίζει να δούμε ότι η ζωή συνεχίζει να εκτυλίσσεται με το ίδιο, αμετάβλητο, βασικό μοτίβο, χωρίς απότομες μεταβολές, με τον ίδιο τρόπο που στον κινηματογράφο σκίζεται το φιλμ κι έχουμε ένα διάλειμμα εκτυφλωτικού φωτός.
Γι΄ αυτό, μισώ την πρωτοχρονιά. Θέλω κάθε πρωινό νά΄ ναι για μένα και μια πρωτοχρονιά. Κάθε μέρα θέλω να κάνω κι έναν προσωπικό απολογισμό, και να ανανεώνομαι κάθε μέρα. Καμιά μέρα καθορισμένη εκ των προτέρων για ανάπαυση. Τις παύσεις μου εγώ τις επιλέγω, όταν αισθάνομαι μεθυσμένος από έντονη ζωή και θέλω να κάνω μια βουτιά στη ζωικότητα για να αντλήσω από κει καινούρια δύναμη.
Καμιά πνευματική αγκίστρωση. Κάθε ώρα της ζωής μου θά΄ θελα να είναι νέα, παρότι συνδεδεμένη με τις περασμένες. Καμία μέρα ξεφαντώματος με συλλογικές στιχοπλοκές, που τις ανταλλάσσω με ξένους που δεν με ενδιαφέρουν. Επειδή ξεφάντωναν οι πρόγονοι των προγόνων μας κτλ πρέπει κι εμείς να αισθανόμαστε την ανάγκη του ξεφαντώματος. Όλα αυτά μου φέρνουν αναγούλα.
Αντόνιο Γκράμσι
Δημοσιεύθηκε την 1η Ιανουαρίου 1916, στην τορινέζικη έκδοση της εφημερίδας Avanti! (όργανο του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας), στην στήλη που διατηρούσε ο Γκράμσι με τίτλο «Sotto la Mole» («Κάτω από το Mole», το ψηλότερο κτίριο του Τορίνο).
Μετάφραση: Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης
Πηγή: controlacrisi.org
Αναδημοσίευση από Η Λέσχη
Ο Antonio Gramsci (22/1/1891 — 27/4/1937) ήταν Ιταλός φιλόσοφος, συγγραφέας, πολιτικός και πολιτικός επιστήμονας.
Ο Αντόνιο Γκράμσι ανήκει στη σημαντική γενιά επαναστατών των αρχών του 20ου αιώνα που με τη δράση και τις ιδέες τους σφράγισαν το επαναστατικό κίνημα του καιρού τους και μας άφησαν σημαντική κληρονομιά στους αγώνες ενάντια στον καπιταλισμό. Φέτος (2010) συμπληρώνονται 70 χρόνια από το θάνατο του στις 27 Απρίλη του 1937 από τους δήμιους του Μουσολίνι και είναι άλλη μια ευκαιρία για τους χιλιάδες νέους αγωνιστές του κινήματος να αντλήσουν έμπνευση και ιδέες από το έργο του.
Το περιβάλλον φτώχειας και καταπίεσης στη Σαρδηνία, όπου γεννήθηκε, καθόρισε την προσωπική και πολιτική του διαδρομή. Το 1911 φτάνει στο Τορίνο της βόρειας Ιταλίας με μια υποτροφία για σπουδές στη φιλολογία. Το Τορίνο είναι ήδη μια πόλη 500.000 χιλιάδων, όπου το 1/4 των κατοίκων του είναι βιομηχανικοί εργάτες και θεωρείται η «κόκκινη πρωτεύουσα» της Ιταλίας. Είναι η πόλη που το 1911 οι μεταλλεργάτες ξεσηκώνονται σε «ανεπίσημη» γενική απεργία και δημιουργούν για πρώτη φορά τις «εργοστασιακές επιτροπές». Ο Γκράμσι εντάσσεται σχεδόν αμέσως στη Σοσιαλιστική Νεολαία και από το 1915 γίνεται μόνιμος αρθρογράφος της εφημερίδας του Σοσιαλιστικού Κόμματος «Φωνή του Λαού».
Η Ιταλία, μετά από έντονες διαμάχες μέσα στην άρχουσα τάξη και μυστικές συμφωνίες της δεξιάς με Γαλλία-Βρετανία μπαίνει καθυστερημένα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι το μόνο στην Ευρώπη που κρατάει αντιπολεμική θέση και μαζί με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες καλούν σε ουδετερότητα. Ταυτόχρονα σχεδόν συγκροτείται και η αριστερή του πτέρυγα, που με ηγέτη τον Μπορντίγκα καλεί σε πιο ανοιχτή και ενεργή αντιπολεμική δράση. Μεγάλο κομμάτι της νεολαίας του κόμματος, μαζί και ο Γκράμσι συστρατεύονται μ’ αυτήν την άποψη.
[...]
Η ομάδα του ‘Ordine Nuovo’ ανέδειξε τη σημασία και το ρόλο της αυθόρμητης δράσης των μαζών την ίδια στιγμή που προωθούσε την ανάπτυξη των εργοστασιακών συμβουλίων σε θεσμούς και όργανα που οργανώνουν την ενότητα, αλλά και τη δημιουργικότητα και αυτοπεποίθηση των απλών εργατών, όχι μόνο ενάντια στο αστικό κράτος και τα αφεντικά αλλά και απέναντι στους συντηρητικούς συνδικαλιστές ηγέτες.
Η βασική θέση του Γκράμσι είναι ότι τα εργοστασιακά συμβούλια επειδή είναι όργανα μάχης κάτω από τον άμεσο έλεγχο όλων των εργατών ανεξάρτητα από την ειδικότητα τους, για να ελέγξουν και να οργανώσουν την ζωή μέσα στο εργοστάσιο, είναι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και τα έμβρυα των θεσμών μια νέας κοινωνίας, ενός εργατικού σοσιαλιστικού κράτους. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά αλλά και η δύναμη τους σε σχέση με τα συνδικάτα που περιορίζουν τη δράση τους στα πλαίσια της καπιταλιστικής νομιμότητας χωρίς να αμφισβητούν την εξουσία των αφεντικών μέσα στην παραγωγή.
[...]
Ο Γκράμσι, απ’ τη μεριά του, μέσα από το ‘Ordine Nuovo’ είχε αναδείξει τη σημασία της αυθόρμητης δράσης των εργατών. Η κεντρική σκέψη του είναι ότι η εργατική τάξη δεν είναι απλά η καταπιεσμένη τάξη, αλλά αυτή που λόγω της συλλογικότητάς, της συνειδητής πειθαρχίας και της κεντρικής θέσης της στην παραγωγή, είναι αυτή που μπορεί να απελευθερώσει όλους τους καταπιεσμένους οργανώνοντας μια νέα κοινωνία μέσα από τα εργοστάσια. Η εργατική τάξη δεν είναι απλά αντικείμενο εκμετάλλευσης αλλά το συλλογικό υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής. Αυτή η θέση είναι το κόκκινο νήμα που συνδέει τη σκέψη και τη δράση του με τους επαναστάτες από τον Μαρξ και τον Ένγκελς μέχρι το Λένιν και τον Τρότσκι την ίδια περίοδο.
Αυτός είναι ο λόγος που, παρόλο που συμμερίζεται απόλυτα την κριτική της αριστερής πτέρυγας στην ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο ίδιος βλέπει την αναγκαιότητα ενός επαναστατικού κόμματος όχι σαν μια μάχη πάνω σε ιδέες και αρχές μόνο, αλλά σαν εργαλείο μάχης των εργατών ενάντια στα αφεντικά, αλλά και την διαλυτική στάση των ρεφορμιστών. Γράφει χαρακτηριστικά: «Το πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης δικαιώνεται μονάχα στο βαθμό που, συγκεντρώνοντας και συντονίζοντας δυναμικά την προλεταριακή δράση, αντιπαραθέτει μια πραγματική επαναστατική εξουσία στη νόμιμη εξουσία του αστικού κράτους και περιορίζει έτσι την ελευθερία πρωτοβουλίας και χειρισμών της τελευταίας: εάν το κόμμα δεν πραγματοποιεί την ενότητα και το συντονισμό των δυνάμεων κι αν το κόμμα αποδείχνεται ένας οργανισμός καθαρά γραφειοκρατικός χωρίς ψυχή και θέληση, τότε η εργατική τάξη ενστικτωδώς θα τείνει να δημιουργήσει ένα άλλο κόμμα και να πλησιάζει τις αναρχικές τάσεις που σκληρά και ακατάπαυστα κριτικάρουν αυτό το συγκεντρωτισμό και τη γραφειοκρατία των πολιτικών κομμάτων».2 Έχοντας μια τέτοια αντίληψη στρέφει τη δράση του στη δημιουργία κομμουνιστικών πυρήνων μέσα στα εργοστάσια.
[...]
Ο Γκράμσι ήδη από το 1921 επισημαίνει τον κίνδυνο μια φασιστικής δικτατορίας και δίνει μάχη μέσα στο νέο κόμμα για μια πολιτική ενιαίου μετώπου όλων των εργατών ενάντια στο φασισμό, όπως πρότεινε η 3η Διεθνής. Είναι αυτός που σηκώνει το βάρος της αντιπαράθεσης με τις υπεραριστερές θέσεις του Μπορντίγκα που απέκλειαν οποιαδήποτε συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τα συνδικάτα και στην πράξη οδηγούσαν σε παθητική αντιμετώπιση της κατάστασης.
Το 1924 ο Γκράμσι γίνεται γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος και στο συνέδριό του το Γενάρη του 1926 στη Λυών κερδίζει την πλειοψηφία στην πολιτική που λέει ότι ένα επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί στο όνομα της μαρξιστικής θεωρίας να χρίζεται ηγέτης των μαζών. Ότι για να αποκτήσει την ικανότητα να ηγείται στη δράση πρέπει να λειτουργεί σαν το πρωτοπόρο κομμάτι της τάξης, να συνδέεται με όλα τα υπόλοιπα κομμάτια και να τα παρακινεί σε κοινή δράση. Ότι μόνο σαν αποτέλεσμα της δράσης του μπορεί να αποκαλύψει τη συμβιβαστικότητα και τον ψεύτικο ρεαλισμό των ρεφορμιστών ηγεσιών και να καταφέρει να το αναγνωρίσουν οι μάζες σαν δικό τους κόμμα.
Αργότερα, στα 21 «Τετράδια της φυλακής» (1929-1933) ο Γκράμσι θα προχωρήσει στη θεωρητική επεξεργασία και ανάλυση αυτής της πολιτικής. Οι αναλύσεις του αυτές ήταν απάντηση στην καταστροφική γραμμή της «άμεσης επίθεσης» και της επικειμένης κατάρρευσης του καπιταλισμού που επέβαλλε από το 1928 η σταλινική ηγεσία σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, χωρίς να ενδιαφέρεται για το κέρδισμα της πλειοψηφίας των εργατών ή πολύ περισσότερο την κοινή δράση όλων, επαναστατών και ρεφορμιστών ενάντια στο φασισμό.
Στα «Τετράδια» ουσιαστικά επεξεργάζεται τις εμπειρίες των αγώνων την προηγούμενη δεκαετία και αναδεικνύεται στο θεωρητικό της επανάστασης στην αναπτυγμένη Δύση. Η αντίληψη ότι η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο της αλλαγής και όχι ένα παθητικό υλικό προς διαφώτιση τον οδήγησε στο να μην υποτιμάει ποτέ τις ιδέες και τις απόψεις που κουβαλάνε οι εργάτες μέσα από τις εμπειρίες των αγώνων τους και αποκρυσταλλώθηκε σε μια άλλη βασική του θέση: ότι όλοι οι άνθρωποι είναι φιλόσοφοι, όλοι έχουν μια κοσμοθεωρία για να εξηγούν την κοινωνία γύρω τους και να επιλέγουν τη στάση και τη δράση τους. Αυτή η κοσμοθεωρία, όμως, αναπτύσσεται μέσα σε μια ταξική κοινωνία, όπου η κυρίαρχη τάξη δεν έχει μόνο την οικονομική δύναμη αλλά και ηγεμονία των ιδεών της, που την οργανώνει μέσα από τους θεσμούς του αστικού κράτους.
[...]
Ο Γκράμσι υποστήριζε ότι η έγκυρη πραγματικότητα δεν είναι κάτι στατικό, αλλά ένας συσχετισμός δύναμης σε συνεχή κίνηση και αλλαγή, που διαμορφώνεται εξίσου από τη συνειδητή δράση των από κάτω. Η ανάλυση των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών έχει σημασία για το επαναστατικό κόμμα για να αναλαμβάνει δράση, να ρίχνει όλες του τις δυνάμεις για τη νίκη των αγώνων.
Σ’ αυτή τη μάχη ο Γκράμσι μας μαθαίνει ότι δεν μπορούμε να ξεχνάμε ποτέ το αστικό κράτος και από την άλλη άποψη. Το κράτος σαν δύναμη, που απέναντι σε ένα ανερχόμενο επαναστατικό κίνημα δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την ωμή βία των μηχανισμών καταστολής του. Η τραγική εμπειρία της ανόδου του φασισμού ήταν άλλωστε πολύ σκληρή για να μπορεί κανείς να την ξεχνάει. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποτελεί διαστρέβλωση των ιδεών του η εκδοχή που τον ήθελε να απορρίπτει την προοπτική της επανάστασης στη Δύση και να αντιπροτείνει την αντικατάσταση της με το κέρδισμα της «ιδεολογικής ηγεμονίας», με μια μακρά δηλαδή περίοδο ιδεολογικής διαφώτισης των μαζών ή μέχρι και τη συμμετοχή της αριστεράς σε κυβερνήσεις για να περάσει κάποιες σταδιακές αλλαγές στου καπιταλισμού.
Οι αναλύσεις του για το πώς η εργατική τάξη μπορεί να αποκτήσει τη συνείδηση και την ικανότητα να μπει ηγέτης όλων των καταπιεσμένων απαντάνε συγκεκριμένα στο πώς μπορούμε να φτάσουμε στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού στη Δύση. Δεν είναι παρά επεξεργασία της θέσης που υποστήριξε ο Λένιν ήδη από το Μάρτιο του 1918 στο 7ο συνέδριο του Κ.Κ. Ρωσίας: «Να αρχίσει όμως κανείς χωρίς προετοιμασία την επανάσταση σε μια χώρα, όπου έχει αναπτυχθεί ο καπιταλισμός κι έχει δώσει το δημοκρατικό πολιτισμό και τη δημοκρατική οργάνωση και στον τελευταίο άνθρωπο, θα ήταν λαθεμένο και ανόητο».
Για τον Γκράμσι οι επαναστάτες μέσα στα κινήματα πρέπει να διεξάγουν έναν «πόλεμο θέσεων» δίνοντας όχι μόνο ιδεολογικές και πολιτικές μάχες, αλλά και για να τα οργανώσουν ώστε να έχουν νίκες, να ανεβάσουν την συλλογικότητα και την αυτοπεποίθηση των από κάτω, αλλά ταυτόχρονα προετοιμάζονται έτσι και για τον «πόλεμο ελιγμών», για την περίοδο και τη στιγμή που θα χρειαστεί να παλέψουμε άμεσα για τον τελικό στόχο, για την ανατροπή του αστικού κράτους και όλων των θεσμών του.
Στην πραγματικότητα το επαναστατικό κόμμα εκπαιδεύει τον εαυτό του για να μπορεί να διεξάγει και τους δύο πολέμους, και τον πόλεμο του κινήματος σήμερα και τον πόλεμο της επανάστασης τη στιγμή που οι συνθήκες στον καπιταλισμό και η δράση του κινήματος φέρουν στην ημερήσια διάταξη το στοίχημα της ανατροπής και της εργατικής εξουσίας. Έτσι, αποκτάει όμως και την ικανότητα να στρίβει γρήγορα σε κάθε συγκυρία και να περνάει από τον «πόλεμο θέσεων» σε μια επιθετική τακτική όταν μεγάλες μάζες μπαίνουν στο προσκήνιο του αγώνα και επιδιώκουν αποφασιστικές νίκες ενάντια στις κυβερνήσεις και το κράτος.
Λειτουργώντας έτσι το επαναστατικό κόμμα γίνεται και ο χώρος διαμόρφωσης αυτών που ο Γκράμσι ονόμαζε «οργανικοί διανοούμενοι». Όχι δηλαδή ακαδημαϊκοί, «ψυχροί διανοούμενοι» που ασχολούνται σχολαστικά με τα βιβλία και τη θεωρία τους, αλλά επαναστάτες διανοούμενοι, που παρεμβαίνουν συλλογικά, αναπτύσσουν ακτιβίστικη δράση μαζί με όλο το κίνημα, την ίδια στιγμή που μπαίνουν σ’ αυτό με τα εφόδια και τις απαντήσεις που δίνει η μαρξιστική ανάλυση και θεωρία και που δεν είναι τίποτε άλλο από τη συσσωρευμένη εμπειρία και θεωρία όλων των προηγούμενων κινημάτων για την αλλαγή της κοινωνίας. Για τον Γκράμσι ο «οργανικός διανοούμενος» είναι ένας ειδικός-επιστήμονας του κινήματος, αλλά που ποτέ δεν το βλέπει αφ’ υψηλού αλλά συμμετέχει συλλογικά σαν κομμάτι και οργανωτής του και μαθαίνει απ’ αυτό.
[...]
Σήμερα η εργατική τάξη παγκόσμια αποτελεί την πλειοψηφία και είναι πολύ πιο δυνατή. Το κίνημα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και τον πόλεμο έχει αποκτήσει παγκόσμιες διαστάσεις. Από τα κοινοτικά συμβούλια στη Βενεζουέλα, όπου ο ίδιος ο Τσάβες διακηρύσσει ότι πρέπει να διαλύσουν και να αντικαταστήσουν το αστικό κράτος, μέχρι τις γενικές συνελεύσεις, τις επιτροπές και τα συντονιστικά των φοιτητών, αυτές οι ιδέες και εμπειρίες παίρνουν και πάλι σάρκα και οστά. Η γενιά του Σιατλ και της Γένοβα, οι χιλιάδες αντιπολεμικοί αγωνιστές, «η γενιά του άρθρου 16» έχουμε να κερδίσουμε και να μάθουμε πολλά από τις ιδέες του Γκράμσι για να συνεχίσουμε τη μάχη για την αλλαγή της κοινωνίας.
Κώστας Τορπουζίδης, Ολόκληρο αυτό το πολύ χρήσιμο άρθρο: http://www.sekonline.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=35
Ακυρώνουν την αίσθηση της συνέχειας της ζωής και του πνεύματος. Καταλήγει κανείς να πιστεύει πραγματικά ότι μεταξύ των ετών υπάρχει συνέχεια, κι ότι ξεκινά μια νέα ιστορία, και βάζει κανείς στόχους, και μετανιώνει για τις αστοχίες κτλ κτλ. Αυτό είναι ένα γενικότερο σφάλμα των ημερομηνιών.
Λένε πως η χρονολογία είναι η ραχοκοκαλιά της ιστορίας -αυτό το παραδεχόμαστε. Όμως, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως υπάρχουν τέσσερις ή πέντε θεμελιώδεις ημερομηνίες, τις οποίες κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τις έχει πάντα κατά νου, που έχουν περιπαίξει την ιστορία. Κι αυτές είναι πρωτοχρονιές. Η πρωτοχρονιά της ρωμαϊκής ιστορίας ή του μεσαίωνα ή της νεωτερικότητας. Κι έχουν γίνει τόσο διαπεραστικές και τόσο απολιθωτικές που, κι εμείς οι ίδιοι εκπλησσόμαστε καμιά φορά αναλογιζόμενοι ότι η ζωή στην Ιταλία άρχισε το 752, κι ότι το 1490 ή το 1492 είναι σαν βουνά στα οποία η ανθρωπότητα αναρριχήθηκε ακαριαία φτάνοντας σε έναν νέο κόσμο, εισερχόμενη σε μια νέα ζωή. Κι έτσι η ημερομηνία γίνεται ένα εμπόδιο, ένα παραπέτασμα που εμποδίζει να δούμε ότι η ζωή συνεχίζει να εκτυλίσσεται με το ίδιο, αμετάβλητο, βασικό μοτίβο, χωρίς απότομες μεταβολές, με τον ίδιο τρόπο που στον κινηματογράφο σκίζεται το φιλμ κι έχουμε ένα διάλειμμα εκτυφλωτικού φωτός.
Γι΄ αυτό, μισώ την πρωτοχρονιά. Θέλω κάθε πρωινό νά΄ ναι για μένα και μια πρωτοχρονιά. Κάθε μέρα θέλω να κάνω κι έναν προσωπικό απολογισμό, και να ανανεώνομαι κάθε μέρα. Καμιά μέρα καθορισμένη εκ των προτέρων για ανάπαυση. Τις παύσεις μου εγώ τις επιλέγω, όταν αισθάνομαι μεθυσμένος από έντονη ζωή και θέλω να κάνω μια βουτιά στη ζωικότητα για να αντλήσω από κει καινούρια δύναμη.
Καμιά πνευματική αγκίστρωση. Κάθε ώρα της ζωής μου θά΄ θελα να είναι νέα, παρότι συνδεδεμένη με τις περασμένες. Καμία μέρα ξεφαντώματος με συλλογικές στιχοπλοκές, που τις ανταλλάσσω με ξένους που δεν με ενδιαφέρουν. Επειδή ξεφάντωναν οι πρόγονοι των προγόνων μας κτλ πρέπει κι εμείς να αισθανόμαστε την ανάγκη του ξεφαντώματος. Όλα αυτά μου φέρνουν αναγούλα.
Αντόνιο Γκράμσι
Δημοσιεύθηκε την 1η Ιανουαρίου 1916, στην τορινέζικη έκδοση της εφημερίδας Avanti! (όργανο του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας), στην στήλη που διατηρούσε ο Γκράμσι με τίτλο «Sotto la Mole» («Κάτω από το Mole», το ψηλότερο κτίριο του Τορίνο).
Μετάφραση: Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης
Πηγή: controlacrisi.org
Αναδημοσίευση από Η Λέσχη
Ο Antonio Gramsci (22/1/1891 — 27/4/1937) ήταν Ιταλός φιλόσοφος, συγγραφέας, πολιτικός και πολιτικός επιστήμονας.
Ο Αντόνιο Γκράμσι και η επανάσταση στη Δύση
Ο Αντόνιο Γκράμσι ανήκει στη σημαντική γενιά επαναστατών των αρχών του 20ου αιώνα που με τη δράση και τις ιδέες τους σφράγισαν το επαναστατικό κίνημα του καιρού τους και μας άφησαν σημαντική κληρονομιά στους αγώνες ενάντια στον καπιταλισμό. Φέτος (2010) συμπληρώνονται 70 χρόνια από το θάνατο του στις 27 Απρίλη του 1937 από τους δήμιους του Μουσολίνι και είναι άλλη μια ευκαιρία για τους χιλιάδες νέους αγωνιστές του κινήματος να αντλήσουν έμπνευση και ιδέες από το έργο του.
Το περιβάλλον φτώχειας και καταπίεσης στη Σαρδηνία, όπου γεννήθηκε, καθόρισε την προσωπική και πολιτική του διαδρομή. Το 1911 φτάνει στο Τορίνο της βόρειας Ιταλίας με μια υποτροφία για σπουδές στη φιλολογία. Το Τορίνο είναι ήδη μια πόλη 500.000 χιλιάδων, όπου το 1/4 των κατοίκων του είναι βιομηχανικοί εργάτες και θεωρείται η «κόκκινη πρωτεύουσα» της Ιταλίας. Είναι η πόλη που το 1911 οι μεταλλεργάτες ξεσηκώνονται σε «ανεπίσημη» γενική απεργία και δημιουργούν για πρώτη φορά τις «εργοστασιακές επιτροπές». Ο Γκράμσι εντάσσεται σχεδόν αμέσως στη Σοσιαλιστική Νεολαία και από το 1915 γίνεται μόνιμος αρθρογράφος της εφημερίδας του Σοσιαλιστικού Κόμματος «Φωνή του Λαού».
Η Ιταλία, μετά από έντονες διαμάχες μέσα στην άρχουσα τάξη και μυστικές συμφωνίες της δεξιάς με Γαλλία-Βρετανία μπαίνει καθυστερημένα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι το μόνο στην Ευρώπη που κρατάει αντιπολεμική θέση και μαζί με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες καλούν σε ουδετερότητα. Ταυτόχρονα σχεδόν συγκροτείται και η αριστερή του πτέρυγα, που με ηγέτη τον Μπορντίγκα καλεί σε πιο ανοιχτή και ενεργή αντιπολεμική δράση. Μεγάλο κομμάτι της νεολαίας του κόμματος, μαζί και ο Γκράμσι συστρατεύονται μ’ αυτήν την άποψη.
[...]
Η ομάδα του ‘Ordine Nuovo’ ανέδειξε τη σημασία και το ρόλο της αυθόρμητης δράσης των μαζών την ίδια στιγμή που προωθούσε την ανάπτυξη των εργοστασιακών συμβουλίων σε θεσμούς και όργανα που οργανώνουν την ενότητα, αλλά και τη δημιουργικότητα και αυτοπεποίθηση των απλών εργατών, όχι μόνο ενάντια στο αστικό κράτος και τα αφεντικά αλλά και απέναντι στους συντηρητικούς συνδικαλιστές ηγέτες.
Η βασική θέση του Γκράμσι είναι ότι τα εργοστασιακά συμβούλια επειδή είναι όργανα μάχης κάτω από τον άμεσο έλεγχο όλων των εργατών ανεξάρτητα από την ειδικότητα τους, για να ελέγξουν και να οργανώσουν την ζωή μέσα στο εργοστάσιο, είναι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και τα έμβρυα των θεσμών μια νέας κοινωνίας, ενός εργατικού σοσιαλιστικού κράτους. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά αλλά και η δύναμη τους σε σχέση με τα συνδικάτα που περιορίζουν τη δράση τους στα πλαίσια της καπιταλιστικής νομιμότητας χωρίς να αμφισβητούν την εξουσία των αφεντικών μέσα στην παραγωγή.
[...]
Ο Γκράμσι, απ’ τη μεριά του, μέσα από το ‘Ordine Nuovo’ είχε αναδείξει τη σημασία της αυθόρμητης δράσης των εργατών. Η κεντρική σκέψη του είναι ότι η εργατική τάξη δεν είναι απλά η καταπιεσμένη τάξη, αλλά αυτή που λόγω της συλλογικότητάς, της συνειδητής πειθαρχίας και της κεντρικής θέσης της στην παραγωγή, είναι αυτή που μπορεί να απελευθερώσει όλους τους καταπιεσμένους οργανώνοντας μια νέα κοινωνία μέσα από τα εργοστάσια. Η εργατική τάξη δεν είναι απλά αντικείμενο εκμετάλλευσης αλλά το συλλογικό υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής. Αυτή η θέση είναι το κόκκινο νήμα που συνδέει τη σκέψη και τη δράση του με τους επαναστάτες από τον Μαρξ και τον Ένγκελς μέχρι το Λένιν και τον Τρότσκι την ίδια περίοδο.
Αυτός είναι ο λόγος που, παρόλο που συμμερίζεται απόλυτα την κριτική της αριστερής πτέρυγας στην ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο ίδιος βλέπει την αναγκαιότητα ενός επαναστατικού κόμματος όχι σαν μια μάχη πάνω σε ιδέες και αρχές μόνο, αλλά σαν εργαλείο μάχης των εργατών ενάντια στα αφεντικά, αλλά και την διαλυτική στάση των ρεφορμιστών. Γράφει χαρακτηριστικά: «Το πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης δικαιώνεται μονάχα στο βαθμό που, συγκεντρώνοντας και συντονίζοντας δυναμικά την προλεταριακή δράση, αντιπαραθέτει μια πραγματική επαναστατική εξουσία στη νόμιμη εξουσία του αστικού κράτους και περιορίζει έτσι την ελευθερία πρωτοβουλίας και χειρισμών της τελευταίας: εάν το κόμμα δεν πραγματοποιεί την ενότητα και το συντονισμό των δυνάμεων κι αν το κόμμα αποδείχνεται ένας οργανισμός καθαρά γραφειοκρατικός χωρίς ψυχή και θέληση, τότε η εργατική τάξη ενστικτωδώς θα τείνει να δημιουργήσει ένα άλλο κόμμα και να πλησιάζει τις αναρχικές τάσεις που σκληρά και ακατάπαυστα κριτικάρουν αυτό το συγκεντρωτισμό και τη γραφειοκρατία των πολιτικών κομμάτων».2 Έχοντας μια τέτοια αντίληψη στρέφει τη δράση του στη δημιουργία κομμουνιστικών πυρήνων μέσα στα εργοστάσια.
[...]
Ο Γκράμσι ήδη από το 1921 επισημαίνει τον κίνδυνο μια φασιστικής δικτατορίας και δίνει μάχη μέσα στο νέο κόμμα για μια πολιτική ενιαίου μετώπου όλων των εργατών ενάντια στο φασισμό, όπως πρότεινε η 3η Διεθνής. Είναι αυτός που σηκώνει το βάρος της αντιπαράθεσης με τις υπεραριστερές θέσεις του Μπορντίγκα που απέκλειαν οποιαδήποτε συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τα συνδικάτα και στην πράξη οδηγούσαν σε παθητική αντιμετώπιση της κατάστασης.
Το 1924 ο Γκράμσι γίνεται γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος και στο συνέδριό του το Γενάρη του 1926 στη Λυών κερδίζει την πλειοψηφία στην πολιτική που λέει ότι ένα επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί στο όνομα της μαρξιστικής θεωρίας να χρίζεται ηγέτης των μαζών. Ότι για να αποκτήσει την ικανότητα να ηγείται στη δράση πρέπει να λειτουργεί σαν το πρωτοπόρο κομμάτι της τάξης, να συνδέεται με όλα τα υπόλοιπα κομμάτια και να τα παρακινεί σε κοινή δράση. Ότι μόνο σαν αποτέλεσμα της δράσης του μπορεί να αποκαλύψει τη συμβιβαστικότητα και τον ψεύτικο ρεαλισμό των ρεφορμιστών ηγεσιών και να καταφέρει να το αναγνωρίσουν οι μάζες σαν δικό τους κόμμα.
Αργότερα, στα 21 «Τετράδια της φυλακής» (1929-1933) ο Γκράμσι θα προχωρήσει στη θεωρητική επεξεργασία και ανάλυση αυτής της πολιτικής. Οι αναλύσεις του αυτές ήταν απάντηση στην καταστροφική γραμμή της «άμεσης επίθεσης» και της επικειμένης κατάρρευσης του καπιταλισμού που επέβαλλε από το 1928 η σταλινική ηγεσία σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, χωρίς να ενδιαφέρεται για το κέρδισμα της πλειοψηφίας των εργατών ή πολύ περισσότερο την κοινή δράση όλων, επαναστατών και ρεφορμιστών ενάντια στο φασισμό.
Στα «Τετράδια» ουσιαστικά επεξεργάζεται τις εμπειρίες των αγώνων την προηγούμενη δεκαετία και αναδεικνύεται στο θεωρητικό της επανάστασης στην αναπτυγμένη Δύση. Η αντίληψη ότι η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο της αλλαγής και όχι ένα παθητικό υλικό προς διαφώτιση τον οδήγησε στο να μην υποτιμάει ποτέ τις ιδέες και τις απόψεις που κουβαλάνε οι εργάτες μέσα από τις εμπειρίες των αγώνων τους και αποκρυσταλλώθηκε σε μια άλλη βασική του θέση: ότι όλοι οι άνθρωποι είναι φιλόσοφοι, όλοι έχουν μια κοσμοθεωρία για να εξηγούν την κοινωνία γύρω τους και να επιλέγουν τη στάση και τη δράση τους. Αυτή η κοσμοθεωρία, όμως, αναπτύσσεται μέσα σε μια ταξική κοινωνία, όπου η κυρίαρχη τάξη δεν έχει μόνο την οικονομική δύναμη αλλά και ηγεμονία των ιδεών της, που την οργανώνει μέσα από τους θεσμούς του αστικού κράτους.
[...]
Ο Γκράμσι υποστήριζε ότι η έγκυρη πραγματικότητα δεν είναι κάτι στατικό, αλλά ένας συσχετισμός δύναμης σε συνεχή κίνηση και αλλαγή, που διαμορφώνεται εξίσου από τη συνειδητή δράση των από κάτω. Η ανάλυση των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών έχει σημασία για το επαναστατικό κόμμα για να αναλαμβάνει δράση, να ρίχνει όλες του τις δυνάμεις για τη νίκη των αγώνων.
Σ’ αυτή τη μάχη ο Γκράμσι μας μαθαίνει ότι δεν μπορούμε να ξεχνάμε ποτέ το αστικό κράτος και από την άλλη άποψη. Το κράτος σαν δύναμη, που απέναντι σε ένα ανερχόμενο επαναστατικό κίνημα δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την ωμή βία των μηχανισμών καταστολής του. Η τραγική εμπειρία της ανόδου του φασισμού ήταν άλλωστε πολύ σκληρή για να μπορεί κανείς να την ξεχνάει. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποτελεί διαστρέβλωση των ιδεών του η εκδοχή που τον ήθελε να απορρίπτει την προοπτική της επανάστασης στη Δύση και να αντιπροτείνει την αντικατάσταση της με το κέρδισμα της «ιδεολογικής ηγεμονίας», με μια μακρά δηλαδή περίοδο ιδεολογικής διαφώτισης των μαζών ή μέχρι και τη συμμετοχή της αριστεράς σε κυβερνήσεις για να περάσει κάποιες σταδιακές αλλαγές στου καπιταλισμού.
Οι αναλύσεις του για το πώς η εργατική τάξη μπορεί να αποκτήσει τη συνείδηση και την ικανότητα να μπει ηγέτης όλων των καταπιεσμένων απαντάνε συγκεκριμένα στο πώς μπορούμε να φτάσουμε στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού στη Δύση. Δεν είναι παρά επεξεργασία της θέσης που υποστήριξε ο Λένιν ήδη από το Μάρτιο του 1918 στο 7ο συνέδριο του Κ.Κ. Ρωσίας: «Να αρχίσει όμως κανείς χωρίς προετοιμασία την επανάσταση σε μια χώρα, όπου έχει αναπτυχθεί ο καπιταλισμός κι έχει δώσει το δημοκρατικό πολιτισμό και τη δημοκρατική οργάνωση και στον τελευταίο άνθρωπο, θα ήταν λαθεμένο και ανόητο».
Για τον Γκράμσι οι επαναστάτες μέσα στα κινήματα πρέπει να διεξάγουν έναν «πόλεμο θέσεων» δίνοντας όχι μόνο ιδεολογικές και πολιτικές μάχες, αλλά και για να τα οργανώσουν ώστε να έχουν νίκες, να ανεβάσουν την συλλογικότητα και την αυτοπεποίθηση των από κάτω, αλλά ταυτόχρονα προετοιμάζονται έτσι και για τον «πόλεμο ελιγμών», για την περίοδο και τη στιγμή που θα χρειαστεί να παλέψουμε άμεσα για τον τελικό στόχο, για την ανατροπή του αστικού κράτους και όλων των θεσμών του.
Στην πραγματικότητα το επαναστατικό κόμμα εκπαιδεύει τον εαυτό του για να μπορεί να διεξάγει και τους δύο πολέμους, και τον πόλεμο του κινήματος σήμερα και τον πόλεμο της επανάστασης τη στιγμή που οι συνθήκες στον καπιταλισμό και η δράση του κινήματος φέρουν στην ημερήσια διάταξη το στοίχημα της ανατροπής και της εργατικής εξουσίας. Έτσι, αποκτάει όμως και την ικανότητα να στρίβει γρήγορα σε κάθε συγκυρία και να περνάει από τον «πόλεμο θέσεων» σε μια επιθετική τακτική όταν μεγάλες μάζες μπαίνουν στο προσκήνιο του αγώνα και επιδιώκουν αποφασιστικές νίκες ενάντια στις κυβερνήσεις και το κράτος.
Λειτουργώντας έτσι το επαναστατικό κόμμα γίνεται και ο χώρος διαμόρφωσης αυτών που ο Γκράμσι ονόμαζε «οργανικοί διανοούμενοι». Όχι δηλαδή ακαδημαϊκοί, «ψυχροί διανοούμενοι» που ασχολούνται σχολαστικά με τα βιβλία και τη θεωρία τους, αλλά επαναστάτες διανοούμενοι, που παρεμβαίνουν συλλογικά, αναπτύσσουν ακτιβίστικη δράση μαζί με όλο το κίνημα, την ίδια στιγμή που μπαίνουν σ’ αυτό με τα εφόδια και τις απαντήσεις που δίνει η μαρξιστική ανάλυση και θεωρία και που δεν είναι τίποτε άλλο από τη συσσωρευμένη εμπειρία και θεωρία όλων των προηγούμενων κινημάτων για την αλλαγή της κοινωνίας. Για τον Γκράμσι ο «οργανικός διανοούμενος» είναι ένας ειδικός-επιστήμονας του κινήματος, αλλά που ποτέ δεν το βλέπει αφ’ υψηλού αλλά συμμετέχει συλλογικά σαν κομμάτι και οργανωτής του και μαθαίνει απ’ αυτό.
[...]
Σήμερα η εργατική τάξη παγκόσμια αποτελεί την πλειοψηφία και είναι πολύ πιο δυνατή. Το κίνημα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και τον πόλεμο έχει αποκτήσει παγκόσμιες διαστάσεις. Από τα κοινοτικά συμβούλια στη Βενεζουέλα, όπου ο ίδιος ο Τσάβες διακηρύσσει ότι πρέπει να διαλύσουν και να αντικαταστήσουν το αστικό κράτος, μέχρι τις γενικές συνελεύσεις, τις επιτροπές και τα συντονιστικά των φοιτητών, αυτές οι ιδέες και εμπειρίες παίρνουν και πάλι σάρκα και οστά. Η γενιά του Σιατλ και της Γένοβα, οι χιλιάδες αντιπολεμικοί αγωνιστές, «η γενιά του άρθρου 16» έχουμε να κερδίσουμε και να μάθουμε πολλά από τις ιδέες του Γκράμσι για να συνεχίσουμε τη μάχη για την αλλαγή της κοινωνίας.
Κώστας Τορπουζίδης, Ολόκληρο αυτό το πολύ χρήσιμο άρθρο: http://www.sekonline.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=35
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου