Τα αποσπάσματα προέρχονται απ' το βιβλίο του Πωλ Λαφάργκ Η Θρησκεία του κεφαλαίου. Το βιβλίο αυτό αποτελεί τα πρακτικά ενός (φανταστικού) Διεθνούς Συνεδρίου που έγινε στο Λονδίνο (δεν καθορίζεται η ημερομηνία), κατά τη διάρκεια του οποίου, οι εκπρόσωποι των πιο επιφανών αστών συντάσσουν τα Πρακτικά μιας νέας θρησκείας που θα λατρεύει το Χάος που δημιούργησαν και που ονόμασαν «πολιτισμένο κόσμο». Μιας θρησκείας ικανής όχι μόνο "να σταματήσει την επικίνδυνη εξάπλωση των σοσιαλιστικών ιδεών» αλλά και να δώσει στον χαοτικό και καπιταλιστικό αυτό κόσμο την φαινομενικά οριστική μορφή του. Πρόκειται βέβαια για μια απολαυστική φάρσα του συγγραφέα του πασίγνωστου βιβλίου Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά που τύγχανε να είναι και γαμπρός του Μαρξ. Δυστυχώς το κείμενο αυτό, στο μεγαλύτερο μέρος του, παραμένει ακόμα επίκαιρο...
Η ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΤΟΝ ΕΡΓΑΤΩΝ
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς ονομάζεσαι;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μισθωτός.
Ε: Ποιοι είναι οι γονείς σου;
Α: Ο πατέρας μου ήταν μισθωτός, καθώς και ο παππούς μου και ο προπάππος μου. Αλλά οι πρόγονοί μου ήταν δουλοπάροικοι και σκλάβοι. Η μάνα μου ονομάζεται Φτώχεια.
Ε: Από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις;
Α: Έρχομαι από τη Φτώχεια και πηγαίνω στην Εξαθλίωση, περνώντας από το νοσοκομείο όπου το κορμί μου θα χρησιμεύσει για τα πειράματα στα καινούργια σας φάρμακα και για τις έρευνες των γιατρών που περιθάλπουν τους προνομιούχους του Κεφαλαίου.
Ε: Πού γεννήθηκες;
Α: Σε μια σοφίτα, κάτω από την στέγη του σπιτιού που έχτισε ο πατέρας μου και οι συνάδελφοι του.
Ε: Ποια είναι η θρησκεία σου;
Α: Η θρησκεία του Κεφαλαίου.
Ε: Ποια καθήκοντα σου επιβάλλει η θρησκεία σου;
Α: Δυο κύρια καθήκοντα: το καθήκον της παραίτησης και το καθήκον της εργασίας. Η θρησκεία μου μου επιβάλλει να παραιτηθώ από τα δικαιώματά μου πάνω στη γη, την κοινή μας μητέρα, πάνω στα πλούτη που κρύβουν τα σπλάχνα της, πάνω στην γονιμότητα του εδάφους της και την γονιμοποίησή της από τη ζέστη και το φως του ήλιου. Μου επιβάλλει να παραιτηθώ από το δικαίωμα να έχω έλεγχο πάνω στην εργασία των χεριών και του μυαλού μου, μου επιβάλλει ακόμα να παραιτηθώ από τα δικαιώματα πάνω στον ίδιο μου τον εαυτό: από τη στιγμή που περνάω το κατώφλι του εργαστηρίου μου, δεν ανήκω πια στον εαυτό μου, είμαι κτήμα του αφεντικού μου. Η θρησκεία μου, μου επιβάλλει να δουλεύω από μικρός ως τον θάνατό μου, να δουλεύω με το φως του ήλιου και της ασετιλίνης, να δουλεύω μέρα νύχτα, να δουλεύω πάνω στη γη, κάτω από τη γη και μες στη θάλασσα. Να δουλεύω παντού και πάντα.
Ε: Σου επιβάλλει και άλλα καθήκοντα;
Α: Ναι. Να συνεχίζω τη νηστεία όλο το χρόνο. Να ζω με στερήσεις χωρίς να χορταίνω ποτέ. Να καταπνίγω όλες τις σαρκικές μου ανάγκες και τις πνευματικές αναζητήσεις.
Ε: Σου απαγορεύει ορισμένα είδη τροφής;
Α: Μου απαγορεύει να αγγίζω το κυνήγι, τα πουλερικά, το μοσχαράκι πρώτης, δεύτερης και τρίτης διαλογής, να γεύομαι τον σολωμό, τον αστακό, τα φρέσκα ψάρια. Μου απαγορεύει να πίνω αγνό κρασί και γάλα έτσι όπως βγαίνει από το μαστάρι της αγελάδας.
Ε: Ποιες τροφές σου επιτρέπει;
Α: Το ψωμί, τις πατάτες, τα φασόλια, το μπακαλιάρο και την ξερή ρέγγα, τα απορρίμματα του κρεοπωλείου, το γελαδινό και αλογίσιο κρέας, τα χοιρινά. Για να ανακτήσω γρήγορα τις εξαντλημένες μου δυνάμεις μου επιτρέπει να πίνω νοθευμένο κρασί, ρακί από πατάτες και "δηλητήριο" από κοκκινογούλι.
Ε: Και ποια καθήκοντα σου υπαγορεύει απέναντι στον εαυτό σου;
Α: Να ροκανίζω τις οικονομίες μου, να ζω μέσα στην βρώμα και την εξαθλίωση. Να φορώ ρούχα σκισμένα, μπαλωμένα, μανταρισμένα, μέχρι να κουρελιαστούν. Να κυκλοφορώ χωρίς κάλτσες και με τρύπια παπούτσια που μουσκεύουν από το βρώμικο παγωμένο νερό των δρόμων.
Ε: Τι καθήκοντα έχεις απέναντι στην οικογένειά σου;
Α: Να απαγορεύω στη γυναίκα και τα παιδιά μου κάθε κοκεταρία, κάθε κομψότητα και εκλέπτυνση. Να τους ντύνω με φτηνοϋφάσματα ίσα για να μη σοκάρουν την αιδώ του μπάτσου. Να τους μάθω να μην παγώνουν το χειμώνα με τα βαμβακερά ρούχα και να μην σκάνε το καλοκαίρι μέσα στα χαμόσπιτα. Να αποτυπώνω στα κεφάλια των μικρών παιδιών μου τους ιερούς κανόνες της εργασίας ώστε να μπορέσουν, από την τρυφερή τους ηλικία, να κερδίσουν τη ζωή τους και να μην ζουν εις βάρος της κοινωνίας. Να τα διδάξω να πλαγιάζουν χωρίς βραδινό και χωρίς φως, να τα εξοικειώσω με την ανέχεια που είναι η μοίρα τους.
Ε: Ποια είναι τα καθήκοντα που η θρησκεία σου σου επιβάλλει απέναντι στην κοινωνία;
Α: Να αυξάνω τον κοινωνικό πλούτο πρώτα με τη δουλειά μου και μετά με τις αποταμιεύσεις μου.
Ε: Τι σου επιβάλλει να κάνεις με τις οικονομίες σου;
Α: Να τις καταθέτω στο Κρατικό Ταμιευτήριο για να καλύπτουν το κρατικό έλλειμμα ή να τις εμπιστεύομαι στις εταιρίες που έχουν ιδρύσει οι φιλάνθρωποι οικονομολόγοι για να τις δανείζουν στα αφεντικά μου. Τις οικονομίες μας πρέπει να τις βάζουμε πάντα στη διάθεση των αφεντικών μας.
Ε: Σου επιτρέπει να αγγίζεις τις καταθέσεις σου;
Α: Όσο το δυνατόν σπανιότερα. Μας επιβάλλει να μην επιμένουμε όταν το Κράτος αρνείται να τις αποδώσει και να παραιτούμαστε από κάθε διεκδίκηση όταν οι φιλάνθρωποι οικονομολόγοι, προλαβαίνοντας τις ανάγκες μας, μας αναγγέλλουν ότι οι οικονομίες μας έγιναν καπνός.
Ε: Έχεις πολιτικά δικαιώματα;
Α: Το κεφάλαιο μου έχει παραχωρήσει την αθώα διασκέδαση να εκλέγω τους νομοθέτες που φτιάχνουν νόμους για να μας τιμωρούν. Αλλά μας απαγορεύει να ασχολούμεθα με την πολιτική και να ακούμε τους σοσιαλιστές.
Ε: Για ποιο λόγο;
Α: Επειδή η πολιτική είναι προνόμιο των αφεντάδων και επειδή οι σοσιαλιστές είναι κατεργάρηδες που μας ληστεύουν και μας κοροϊδεύουν. Μας λένε ότι ο άνθρωπος που δεν εργάζεται δεν πρέπει να τρώει, ότι όλα ανήκουν στους εργάτες αφού εκείνοι τα παράγουν όλα και ότι το αφεντικό είναι ένα παράσιτο που πρέπει να εξολοθρευτεί Η αγία θρησκεία του Κεφαλαίου μας, διδάσκει, αντίθετα, ότι η σπατάλη των πλουσίων γεννά την εργασία που μας δίνει ψωμί, ότι οι πλούσιοι συντηρούν τους φτωχούς, ότι αν δεν υπήρχαν πλούσιοι, οι φτωχοί θα χάνονταν. Μας διδάσκει ακόμα να μην είμαστε τόσο αφελείς ώστε να πιστεύουμε πως οι γυναίκες και οι κόρες μας θα ήξεραν να ντυθούν με τα μετάξια και τα βελούδα που υφαίνουν, αφού οι ίδιες δεν θέλουν να στολίζονται παρά με κακόγουστα βαμβακερά και πως εμείς δεν θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε τα γνήσια κρασιά και να γευτούμε τα ωραία φαγητά, αφού είμαστε συνηθισμένοι σε απαίσια βοδινά και νοθευμένα ποτά.
Ε: Ποιος είναι ο θεός σου;
Α: Το Κεφάλαιο.
Ε: Είναι προαιώνιος;
Α: Οι σοφότεροι ιερωμένοι μας, οι ανώτεροι οικονομολόγοι, ισχυρίζονται ότι υπήρχε από καταβολής κόσμου. Επειδή τότε ήταν πολύ μικρός, ο Δίας, ο Ιεχωβάς, ο Ιησούς και άλλοι ψευτοθεοί, βασίλεψαν στη θέση του και επ’ ονόματί του. Αλλά από το 1500 περίπου, μεγάλωσε και δεν παύει να μεγαλώνει σε όγκο και ισχύ. Σήμερα είναι ο κυρίαρχος του κόσμου.
Ε: Ο θεός σου είναι παντοδύναμος;
Α: Ναι. Η κατοχή του εξασφαλίζει όλα τα επίγεια αγαθά. Όταν αποστρέφει το πρόσωπό του από μια οικογένεια και ένα έθνος, αυτά βυθίζονται στην αθλιότητα και τον πόνο. Η δύναμη του Θεού-Κεφαλαίου μεγαλώνει όσο αυξάνεται ο όγκος του. Κάθε μέρα κατακτά και καινούργια κράτη. Κάθε μέρα μεγαλώνει το κοπάδι των μισθωτών που, σ' όλη τους τη ζωή είναι ταγμένοι να αυξήσουν τον όγκο του.
Ε: Ποιοι είναι οι εκλεκτοί του Θεού-Κεφαλαίου;
Α: Τα αφεντικά, οι καπιταλιστές, οι εισοδηματίες.
Ε: Πώς σε ανταμείβει ο Θεός σου;
Α: Προσφέροντας συνεχώς δουλειά, σε μένα, τη γυναίκα μου και τα μικρά μου παιδιά.
Ε: Αυτή είναι η μοναδική σου ανταμοιβή;
Α: Όχι. Ο Θεός μας επιτρέπει να ικανοποιούμε την πείνα μας καταβροχθίζοντας με τα μάτια τις ορεκτικές βιτρίνες με τα κρέατα και τα τρόφιμα που δεν γευτήκαμε ούτε θα γευτούμε ποτέ, με τα οποία τρέφονται οι εκλεκτοί και οι άγιοι πατέρες. Η καλωσύνη του μας επιτρέπει να ζεστάνουμε τα μουδιασμένα από την παγωνιά μέλη μας κοιτάζοντας τις γούνες και τα παχιά παπλώματα με τα οποία σκεπάζονται οι εκλεκτοί και οι άγιοι πατέρες. Μας παραχωρεί επίσης την εκλεπτυσμένη οπτική απόλαυση να βλέπουμε να περνά εποχούμενη, από τις λεωφόρους και τις πλατείες, η ιερή φυλή των εισοδηματιών και των καπιταλιστών, αστραφτεροί, καμαρωτοί ματσωμένοι, κοιλαράδες, τριγυρισμένοι από ένα συρφετό από βαλέδες με γαλόνια και ψιμυθιωμένες κοκότες. Και καμαρώνουμε στη σκέψη πως αυτά τα θαυμαστά πράγματα, που απολαμβάνουν οι εκλεκτοί και εμείς το στερούμαστε, είναι έργα των χεριών και του μυαλού μας.
Ε: Οι εκλεκτοί ανήκουν σε διαφορετική ράτσα από τη δική σου;
Α: Οι καπιταλιστές πλάστηκαν από τον ίδιο πηλό με τους εργαζόμενους, αλλά επιλέχτηκαν ανάμεσα σε χιλιάδες και εκατομμύρια.
Ε: Τι έκαναν για να αξίζουν μια τέτοια διάκριση;
Α: Τίποτα. Ο Θεός αποδεικνύει την παντοδυναμία του χαρίζοντας την εύνοιά του σε αυτούς που δεν κουράστηκαν να την κερδίσουν.
Ε: Δηλαδή το Κεφάλαιο είναι άδικο;
Α: Το Κεφάλαιο είναι το ίδιο η Δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη του όμως ξεπερνά την αδύνατη νόησή μας. Αν το Κεφάλαιο ήταν αναγκασμένο να παραχωρεί τη χάρη του σε εκείνους που την αξίζουν, δεν θα ήταν καθόλου ελεύθερο, η δύναμή του θα είχε όρια. Το Κεφάλαιο επιβεβαιώνει την παντοδυναμία του διαλέγοντας τους εκλεκτούς του, αφεντικά και καπιταλιστές, μέσα από το σωρό των ανίκανων, των μασκαράδων, των τιποτένιων.
Ε: Πώς σε τιμωρεί ο θεός σου;
Α: Καταδικάζοντάς με στην ανεργία. Με τον τρόπο αυτό με αφορίζουν. Μου απαγορεύουν το κρέας, το κρασί, τη φωτιά. Με καταδικάζουν να πεθάνω της πείνας, εγώ, η γυναίκα μου και τα παιδιά μου.
Ε: Ποια σφάλματα πρέπει να διαπράξεις για να καταδικαστείς στην ανεργία;
Α: Κανένα. Το Κεφάλαιο αρέσκεται να επιβάλλει την ανεργία για λόγους που το μικρό μυαλό μας αδυνατεί να συλλάβει.
Ε: Ποιες είναι οι προσευχές σου;
Α: Δεν προσεύχομαι καθόλου με λόγια. Η δουλειά είναι η προσευχή μου. Κάθε προφορική προσευχή θα παρενοχλούσε την αποδοτική προσευχή της δουλειάς, την μόνη προσευχή που είναι αρεστή γιατί είναι η μόνη χρήσιμη και επικερδής για το Κεφάλαιο, η μόνη που δημιουργεί υπεραξία.
Ε: Πού προσεύχεσαι;
Α: Παντού: στη θάλασσα, στη στεριά και κάτω από τη γη, στους αγρούς, τα ορυχεία, τα εργαστήρια και τα μαγαζιά. Για να γίνει δεκτή η προσευχή μας και να ανταμειφθεί, πρέπει να θυσιάσουμε στο Κεφάλαιο τη βούλησή μας, την ελευθερία και την αξιοπρέπειά μας. Πρέπει να σπεύδουμε σε κάθε χτύπημα της καμπάνας, σε κάθε σφύριγμα της μηχανής. Και αφού προσευχηθούμε, πρέπει, σαν αυτόματα, να κουνάμε πόδια και χέρία, να λαχανιάζουμε και να ιδρωκοπάμε, να τεντώνουμε τους μυς, να εξαντλούμε τα νεύρα μας. Πρέπει να είμαστε ταπεινόφρονες, να ανεχόμαστε υπάκουα τις παραφορές και τις βρισιές του αφεντικού μας και των βοηθών του, αφού αυτοί έχουν πάντα δίκιο, ακόμα και όταν φαίνεται ότι έχουν άδικο. Πρέπει να ευχαριστούμε το αφεντικό όταν περικόπτει τον μισθό μας και παρατείνει τις ώρες εργασίας, αφού ό,τι κάνει είναι σωστό και για το καλό μας. Πρέπει να νιώθουμε περήφανοι όταν το αφεντικό και οι βοηθοί του χαϊδολογάνε τις γυναίκες και τις κόρες μας, αφού ο Θεός μας, το Κεφάλαιο, εκτός από το δικαίωμα να αποφασίζουν για τη ζωή και το θάνατό των μισθωτών, τους παραχωρεί και το δικαίωμα να βάζουν χέρι στις εργαζόμενες. Αντί να παραπονεθούμε, αντί να βράσουμε από θυμό, αντί να απεργήσουμε, αντί να επαναστατήσουμε, πρέπει να υπομένουμε όλη τη δυστυχία, να τρώμε βρώμικο ψωμί και να πίνουμε λασπωμένο καφέ. Αφού για να τιμωρήσει την ανυπακοή μας, το Κεφάλαιο οπλίζει το αφεντικό με κανόνια και τουφέκια, με φυλακές και εξορίες, με γκιλοτίνες και αγχόνες.
Ε: Μετά το θάνατο, ποια θα είναι η ανταμοιβή σου;
Α: Πολύ μεγάλη. Μετά το θάνατο, το Κεφάλαιο θα με αφήσει να κάτσω και να ξαποστάσω. Δεν θα υποφέρω πια από το κρύο και την πείνα, δεν θα αγωνιώ για το καθημερινό ψωμί, ούτε για εκείνο της επόμενης μέρας. Θα απολαμβάνω την αιώνια ανάπαυση του τάφου.
Ο Paul Lafargue γεννήθηκε το 1842 στο Σαντιάγο της Κούβας από εύπορους γαλλοεβραίους γονείς, που ασχολούνταν µε την καλλιέργεια του καφέ. Το 1851 οι γονείς του επέστρεψαν στο Μπορντώ της Γαλλίας. Ο νεαρός Πωλ τελείωσε το 1859 το γυµνάσιο της Τουλούζης και γράφτηκε στην ιατρική σχολή του Παρισιού.
Το κλίµα της εποχής ευνοεί τη µελέτη και τη ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών του αντιλήψεων. Ο Λαφάργκ ασπάζεται τις απόψεις του Προυντόν για το σοσιαλισµό και στρατεύεται στο σοσιαλιστικό κίνηµα. Τον Φεβρουάριο του 1865 γνωρίζει στο Λονδίνο τον Καρλ Μαρξ, που τον εντυπωσιάζει. Αποτέλεσµα της συνάντησής του µε τον Μαρξ είναι και η γνωριµία του µε τη θυγατέρα του Λάουρα, την οποία παντρεύεται το 1868, µε κουµπάρο τον Ένγκελς. Την ίδια χρονιά αποκτούν έναν φιλάσθενο γιό που, µετά από αρκετές ταλαιπωρίες, χάνουν το 1872. Στο µεταξύ, το 1867 γίνεται µέλος της κομμουνιστικής διεθνούς και ορίζεται γραµµατέας της για τις ισπανικές υποθέσεις. Με την κήρυξη του γαλλοπρωσικού πολέµου, το 1870, ο αντιβοναπαρτισµός του γίνεται πιο έντονος και οι σοσιαλιστικές του ιδέες πολύ πιο ριζοσπαστικές. Μετά την ήττα της Κοµµούνας του Παρισιού, ο Λαφάργκ καταφεύγει στην Ισπανία, όπου µαίνεται η µάχη µεταξύ µαρξιστών και αναρχικών στους κόλπους της διεθνούς. Παρά τον προυντονισµό που του καταλογίζει ο Μαρξ, ο Λαφάργκ αγωνίζεται µε ζήλο εναντίον των αναρχικών. Αργότερα, τα περιφρονητικά του σχόλια για τους ισπανούς αναρχικούς προκαλούν την αγανάκτηση του µεγάλου ιταλού αναρχικού Μαλατέστα, ο οποίος καλεί τον Λαφάργκ σε µονοµαχία -που δεν γίνεται ποτέ. Στο Λονδίνο συνεχίζει τη µάχη κατά των αναρχικών, που καταλήγει σε πύρρειο νίκη των µαρξιστών: διαγραφή του Μπακούνιν και των οργανώσεων που τον υποστήριζαν, µεταφορά της έδρας της Πρώτης ∆ιεθνούς στη Νέα Υόρκη και ουσιαστικά διάλυσή της.
Το 1880 επιστρέφει στη Γαλλία και δηµοσιεύει Το δικαίωµα στην τεµπελιά σε συνέχειες, στην εφηµερίδα L' egalite. Το έργο του Λαφάργκ διχάζει και φέρνει σε αµηχανία τους σοσιαλιστές, γιατί ενώ όσα γράφει για την οικονοµία και τις ελεεινές συνθήκες ζωής των εργαζοµένων συµπίπτουν µε τα λεγόµενα του Μαρξ, που είναι η απόλυτη αυθεντία για τους ίδιους και ο Λαφάργκ είναι γνωστός πολιτικός αγωνιστής και γαµπρός του, ο τρόπος που διαπραγµατεύεται το θέµα του είναι ανορθόδοξος: τα εργατικά κόµµατα σε όλες τις χώρες του κόσµου διεκδικούν -ακόµα και σήµερα- το δικαίωµα στη δουλειά. Στη συνέχεια ο Λαφάργκ µαζί µε τον Ζιλ Γκεσντ συγγράφουν το οικονοµικό πρόγραµµα του Γαλλικού Εργατικού Κόµµατος, µε το οποίο, µεταξύ άλλων, απαιτούν καθιέρωση µιας ηµέρας ανάπαυσης την εβδοµάδα για όλους τους εργαζόµενους, απαγόρευση της παιδικής εργασίας κάτω των 14 και περιορισµό της εργασίας των ενηλίκων στις οκτώ ώρες (η αργία µιας ηµέρας καθιερώνεται, τελικά, στη Γαλλία το 1906 και το οκτάωρο το 1909).
Στις 26 Νοεµβρίου 1911 ο Πωλ και η Λάουρα Λαφάργκ αυτοκτονούν µε ένεση υδροκυανίου, αν και, σύµφωνα µε τις µαρτυρίες των φίλων και των γνωστών τους ήταν σε άριστη φυσική και πνευµατική κατάσταση. Στο σηµείωµα που άφησε ο Λαφάργκ, γράφει: "Υγιής στο σώµα και το πνεύµα, αυτοκτονώ, πριν τα ανελέητα γηρατειά, που θα µου αποσπούν µία µία τις απολαύσεις και τις χαρές της ζωής και θα µου αφαιρούν τις σωµατικές και πνευµατικές δυνάµεις, συντρίψουν τη θέλησή µου και µε κάνουν βάρος στον εαυτό µου και στους άλλους. Από χρόνια έχω υποσχεθεί στον εαυτό µου να µην περάσω τα εβδοµήντα [...] Ζήτω ο κοµµουνισµός. Ζήτω ο διεθνής σοσιαλισµός"
Η αυτοκτονία του ζεύγους Λαφάργκ έγινε δεκτή µε ενθουσιασµό από τους αναρχικούς του Παρισιού, ενώ δίχασε, για άλλη µια φορά, τους σοσιαλιστές, ορισµένοι από τους οποίους τους καταλόγισαν "λιποταξία από την ταξική πάλη". Ο Λένιν, που εκφώνησε δεκάλεπτο λόγο στην κηδεία τους, δεν αναφέρθηκε ούτε µια φορά στον τρόπο θανάτου του ζευγαριού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου