Του Μιχάλη Μεντίνη
Λέγεται κάπως σχηματικά πως οι αριστεροί δεν έχουν φίλους παρά μόνο συντρόφους, ενώ αντίθετα οι αναρχικοί μετατρέπουν τις παρέες τους σε πολιτικές ομάδες, και καταλήγουν όπως και οι αριστεροί να μην έχουν φίλους παρά μόνο συντρόφους. Παρά τον αδιαμφισβήτητα αφελή εμπειρισμό μιας τέτοιας διαπίστωσης (η οποία ενισχύεται από την επίσης γενικευτική αντίληψη πως οι «αριστεροί» δεν σε προσεγγίζουν ποτέ για να σε κάνουν φίλο παρά μόνο για να σε στρατολογήσουν), δεν μπορούμε παρά να εντοπίσουμε κάποιες ρηματικές συνάφειες με μια βιβλιογραφία που βρίθει παραδειγμάτων απαξίωσης, αναγωγής ή και κατάρρευσης της φιλίας μέσα στις σχέσεις συντροφικότητας. Ενδεικτικά, ο Abimael Guzman, ηγέτης των μαοϊκών ανταρτών τουSendero Luminoso (Φωτεινό Μονοπάτι) στο Περού έχει δηλώσει πως δεν είχε ποτέ φίλους παρά μόνο συντρόφους,[1] ενώ ο Σεργκέι Νετσάγιεφ στην Κατήχηση του επαναστάτη αναφέρει πως «ο επαναστάτης θεωρεί φίλους του και εκτιμά μόνον όσους έχουν δείξει στην πράξη πως είναι εξίσου επαναστάτες με τον ίδιο» (http://tinyurl.com/l38abuf), ταυτίζοντας έτσι στην ουσία κι αυτός τη φιλία με τις συντροφικές σχέσεις.[2] Με τον τρόπο αυτό, η φιλία, η οποία εκκινεί σχεδόν πάντα ως μια φυγόκεντρος κίνηση από την κεντρομόλο τάση του «κοινού αίματος» της οικογένειας, ενσωματώνεται στην επίσης κεντρομόλο τάση των «κοινών ιδεών» των σχέσεων συντροφικότητας. Οι εσωστρεφείς τάσεις των θεσμικών και θεσμοθετημένων σχέσεων επιχειρούν συστηματικά να τιθασεύσουν και να αντιστρέψουν τις απείθαρχες και παραβατικές κινήσεις της φιλίας, να την τιθασεύσουν, να τη μετατρέψουν σε τυποποιημένη σχέση, κάτι που για παράδειγμα αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην τάση να αποκαλείται ένας στενός φίλος «αδελφός» και έτσι ρηματικά η φιλία να «περιφράσσεται» από τον λόγο της οικογένειας.
Το παρόν κείμενο δεν εκκινεί από ένα αφηρημένο φιλοσοφείν περί της ουσίας της φιλίας όπως συνηθίζεται αρκετά συχνά στη σχετική βιβλιογραφία. Αν η φιλία δεν έχει «ουσία», και ανθρωπολογικές και ιστορικές έρευνες δείχνουν προς αυτήν τη κατεύθυνση, τότε οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση είναι αναγκαίο να γειώνεται σε μια πολύ συγκεκριμένη διαγνωστική του παρόντος: της κατάστασης του υποκειμένου και του σχεσιακού πλέγματος. Αν και δεν υπάρχει αρκετός χώρος για μια ουσιαστική διαγνωστική τέτοιου είδους, είναι σημαντικό να αναφερθούν δύο κομβικά σημεία. Το πρώτο αφορά τον ιστορικό εγκιβωτισμό του υποκειμένου και τον εγκλωβισμό του μέσα στον παραγόμενο εσωτερικό χώρο του εαυτού. Το σύγχρονο υποκείμενο είναι άνοσο και απρόσβλητο (δηλαδή im-mune – προσέξτε την κοινή ρίζα με το com-mune, θα επιστρέψω σε αυτό), περιχαρακωμένο και θωρακισμένο που θεωρεί το «εκεί έξω» ως κάτι εξαιρετικά ξένο και εχθρικό. Δεύτερον, οι σχέσεις που διαμορφώνει αυτό το υποκείμενο είναι σχέσεις που διασφαλίζουν την αίσθηση ασφάλειας την οποία επιδιώκει αδιάλειπτα· σχέσεις που δεν θέτουν υπό «απειλή» την οροθέτηση του, και τέτοιου είδους σχέσεις στηρίζονται στο «κοινό» (στο common) ως ιδιότητα, ως κατοχή, ως ιδιοκτησία: το κοινό αίμα της οικογένειας, το κοινό ιδεολογικό πλέγμα της οργάνωσης ή του πολιτικού χώρου, η κοινή καταγωγή του έθνους, ο κοινός πολιτισμός της πατρίδας, τα κοινό γονιδιακό υπόστρωμα της φυλής, τα κοινά οικονομικά συμφέροντα των ελίτ, τα κοινά ενδιαφέροντα και χόμπι και πάει λέγοντας
Η νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική, όπως εκφράζεται χαρακτηριστικά και από την εν γένει ψυχοθεραπεία και λοιπές ψ-πρακτικές, υποστηρίζει ενεργά αυτόν τον απεμπλουτισμό του σχεσιακού πλέγματος: το άνοιγμα στο διαφορετικό και στο άγνωστο θεωρείται πως βάζει σε κίνδυνο την ψυχική ηρεμία του ατόμου, με το τελευταίο να καλείται να την προστατέψει με κάθε τρόπο και να βρει σιγουριά, ασφάλεια και γαλήνη πρώτα μέσα στον εαυτό του και δευτερευόντως μέσα σε κύκλους οικείων: συγγενών, ομοπάτριων, ομοϊδεατών κ.λπ. Το ίδιο ισχύει και για τα διάφορα καπιταλο-(ψευδο) εσωτερικά συστήματα για τα οποία ο «αλλότριος» με τη γενικότερη έννοιά του, συχνά αναπαριστάται ως βαμπίρ που αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την ενεργειακή μας συγκρότηση: «τον έκοψα γιατί μου ρουφούσε ενέργεια» είναι η ρηματική αποτύπωση αυτής της συνθήκης. Ο Lovink (Networks Without a Cause, 2011) έχει χρησιμοποιήσει τον όρο echo chambersπροκειμένου να περιγράψει την κατάσταση όπου πολλοί χρήστες του διαδικτύου ζουν σε ουσιαστική απομόνωση και συναναστρέφονται μόνο σε κοινότητες ιδίου ενδιαφέροντος. Φυσικά, δεν είναι δύσκολο να δούμε πως αυτά τα echo chambers εκτείνονται και εκτός του διαδικτύου.
Ο νεοφιλελευθερισμός βάλλει συστηματικά ενάντια στην φιλία προσπαθώντας να την ελέγξει και να περιορίσει τις ανατρεπτικές τις τάσεις, μετατρέποντάς τη σε στρατηγική μάρκετινγκ, υποβιβάζοντάς τη σε «φιλικότητα» ή σε κοινωνική σχέση, κατασκευάζοντάς την όχι ως κίνηση αλλά ως κλειστή σχέση. Ο Todd May ισχυρίζεται πως η φιλία στην εποχή μας διαμορφώνεται στη βάση των δύο φουκωικών «μορφών», του καταναλωτή και του επιχειρηματία. Έτσι, στον βαθμό που λειτουργούμε ως «καταναλωτές», οι φίλοι μετατρέπονται σε προϊόν για κατανάλωση ευχαρίστησης, ενώ στο βαθμό που λειτουργούμε ως «επιχειρηματίες», οι φίλοι εντάσσονται μέσα σε ισολογισμούς κόστους-οφέλους και διατηρούνται στον βαθμό που μας είναι ή θα μας είναι χρήσιμοι. Ισχύει. Παρά την ορθότητα του επιχειρήματος όμως, ο May, λόγω της ελλιπούς διαγνωστικής του που δεν λαμβάνει υπόψη τις διάφορες πτυχές της θυμικής μας συγκρότησης στον καπιταλισμό, καταλήγει κι αυτός όπως και πολλοί άλλοι να ανάγει την αληθινή φιλία σε μια κλειστή σχέση εμπιστοσύνης που απλώς δεν υπακούει στην «επιχειρηματική λογική», και σε δεύτερο χρόνο, να την ταυτίζει σχεδόν ολοκληρωτικά με την συντροφικότητα προτείνοντάς τη μάλιστα και ως μοντέλο πολιτικής οργάνωσης. Στο σημείο αυτό δεν γίνεται να αποφύγουμε τη σύνδεση με αυτό που αναφέρθηκε στην αρχή, πως οι αναρχικοί μετατρέπουν τις φιλίες τους σε πολιτικές οργανώσεις, αφού ο May είναι αναρχικός. Το ζητούμενο λοιπόν είναι τι μπορεί να είναι η φιλία πέρα από κλειστή σχέση εμπιστοσύνης ή αντικείμενο μεταλλάξεων κατά τις διαθέσεις της αγοράς, και πώς αυτή μπορεί να διαμορφώνει γραμματικές του σχετίζεσθαι που εμποδίζουν την περίφραξη του εαυτού, συνθέτουν σχεσιακές ροές που εμποδίζουν τη συρραφή και τον απεμπλουτισμό του σχεσιακού πεδίου, και δημιουργούν κοινωνία; Για να ξεδιπλώσω το επιχείρημά μου θα ανατρέξω στην θεωρία του Roberto Esposito περί κοινότητας.
[3]
Φιλία και κοινότητα
Ο Esposito αποστασιοποιείται ολοκληρωτικά από την παραδοσιακή κατανόηση της κοινότητας ως «ιδιότητας» που ενώνει τα υποκείμενα μεταξύ τους, ως «χαρακτηριστικού» που επιβεβαιώνει το ανήκειν στην ίδια ολότητα, ή ως της «ουσίας» που παράγεται μέσα από αυτή την ενότητα. Σε αντίθεση με αυτό που οι κοινοτιστικές φιλοσοφίες και η κοινοτιστική ηθική κατανοούν ως «πλήρες» ή «ολότητα», ο Esposito εκκινεί από μια ετυμολογική ανάλυση της λέξης communitas, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ρίζα της βρίσκεται στην λέξη munus· μια λέξη που περιγράφει το «δώρο» που προσφέρει κάποιος και το οποίο χαρακτηρίζεται από τον υποχρεωτικό του χαρακτήρα. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του munus, σημαίνει πως πρόκειται για ένα δώρο το οποίο κάποιος χαρίζει γιατί είναι αναγκασμένος να χαρίσει, γιατί δεν μπορεί να μην το δώσει, γιατί δεν μπορεί να το κρατήσει για τον εαυτό του. Έτσι, το munus, δεν προσδιορίζει σταθερότητα, ιδιότητα ή χαρακτηριστικό -και άρα κλείσιμο, αυτάρκεια και ασφάλεια- αλλά απώλεια, αφαίρεση, μεταφορά. Με άλλα λόγια, η κοινότητα χαρακτηρίζεται από μια κατηγορική απόσταση από την έννοια της ιδιότητας ως κοινής κατοχής από τα μέλη μιας ολότητας ατόμων ή από την έννοια της κοινής ταυτότητας. Η κοινότητα δεν είναι ούτε οντότητα ούτε συλλογικό υποκείμενο ούτε σύνολο ατόμων, αντίθετα είναι σχέση: η σχέση που κάνει τα υποκείμενα να μην είναι πια υποκείμενα γιατί τα αποκόπτει από την ταυτότητα, τα μετατοπίζει, τα μεταλλάσσει. Κοινότητα (και κοινωνία μπορούμε να ισχυριστούμε) είναι ακριβώς το «μεταξύ» που παράγεται από την αδυναμία παραγωγής ενός κλειστού και θωρακισμένου υποκειμένου, ή, αν προτιμάμε, η απαλλοτρίωση της υποκειμενικότητας που καθιστά αδύναμη την παραγωγή ενός εντοιχισμένου, άνοσου υποκειμένου. Με δικά του λόγια:
Η κοινότητα δεν διαμορφώνεται από μια πρόσθεση, αλλά από μια αφαίρεση, με το οποίο εννοώ πως τα μέλη της δεν είναι πια ταυτόσημα με τον εαυτό τους αλλά αντίθετα δομικά εκτεθειμένα σε μια τάση που τα αναγκάζει να ανοίξουν τα ατομικά τους σύνορα προκειμένου να εμφανιστούν σε αυτό που βρίσκεται «έξω» από τα ίδια.
[4]
Ο Esposito υποστηρίζει, σε κοινή γραμμή με πολλούς άλλους θεωρητικούς και σε συνάφεια με τη σύντομη διάγνωστική που αναφέρθηκε παραπάνω, πως το νεωτερικό υποκείμενο προκύπτει ως ανοσοποιημένο υποκείμενο (ως im-mun-ised), ως απόλυτο υποκείμενο περιτοιχισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να παραμένει απομονωμένο και, κατά συνέπεια, απαλλαγμένο από και με μεγάλο φόβο προς, την υποχρέωση του munus, της απώλειας υποκειμενικότητας δηλαδή, που απειλεί την ταυτότητά του εκθέτοντας το στη μολυσματική σχέση με τους άλλους. Έτσι σταδιακά η κοινότητα αρχίζει να αποκτά την αναπαράσταση της ταυτότητας, της σύντηξης, της ένωσης και της ενδογαμίας· το κοινό ως σχεσιακό κενό αναπαριστάται ως η ολότητα/πληρότητα ενός κοινού υποκειμένου, και κατά συνέπεια ταυτίζεται με τον λαό, την περιοχή, την ουσία, περιφράσσεται, αποκόπτεται απ’ ό,τι βρίσκεται έξω από αυτήν, και καταρρέει μέσα στον κοινοτισμό, τα τοπικά συμφέρονται, τον πατριωτισμό, τον εθνικισμό και οτιδήποτε αρνείται την έννοια της απώλειας, της έλλειψης, της αφαίρεσης.
Η θέση μου είναι απλή. Ισχυρίζομαι πως η φιλία ως φυγόκεντρος κίνηση προς αυτό που βρίσκεται έξω από εμάς, είναι ο τρόπος που έχουμε ώστε να αμυνθούμε ενάντια στη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική και την κατασκευή ενός απόλυτου, εντοιχισμένου, εύθραυστου και συναισθηματικά διαχειρίσιμου μέσω ψυχοτεχνικών υποκειμένου. Η φιλία μπορεί να επιτελεί το άνοιγμα του εαυτού, να θαμπώνει τα σύνορα που τον ορίζουν, να ανοίγει διαύλους απ’ όπου ρέει υποκειμενικότητα. Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, η φιλία είναι μια σχεσιακή ροή που πραγματοποιεί κοινωνία. Αντίθετα με τη διαδεδομένη στη βιβλιογραφία τάση να αντιμετωπίζεται η φιλία «θετικά», ως μια διαδικασία υποκειμενοποίησης και ολοκλήρωσης, προτείνω να δούμε την φιλία αρνητικά, ως τη διαδικασία αποδόμησης των τειχών του εαυτού, ως μια διεργασία που μολύνει το άτομο και μπορεί να είναι ευχάριστη αλλά και δυσάρεστη, φιλική αλλά και εχθρική, hos-pitable αλλά και hos-tile.